μιγνύω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
v. μείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 183] = μίγνυμι, Pind. u. einzeln in Prosa.
Greek Monolingual
και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω)
ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω
αρχ.
1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω
2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με κάτι («ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν», Ομ. Οδ.)
3. περιπίπτω, καταντώ
4. (το παθ.) μίγνυμαι
α) συμπλέκομαι, συγκρούομαι, μάχομαι
β) συναναστρέφομαι με κάποιον, συζώ
γ) συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι
δ) (για πράγματα) έρχομαι σε επαφή με κάτι, εισχωρώ, εισδύω («φθεγγομένου δ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη», Ομ. Ιλ.)
ε) παίρνω
στ) κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι
ζ) έρχομαι σε έναν τόπο, εισέρχομαι κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μ(ε)ίγ-νυμι / μ(ε)γ-νύω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meik- «αναμιγνύω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. miśra- (πρβλ. βαλτ. και λιθουαν. misras «αναμεμιγμένος», λίθουαν. miešiu, miešti, αρχ. σλαβ. měšo, měšiti «αναμιγνύω»). Η εναλλαγή στο θέμα μεταξύ απαθούς (μειγ-) και μηδενισμένης (μίγ-) βαθμίδας της ρίζας έχει γεννήσει προβλήματα στην ορθογραφία τών τύπων του ρ., μια και οι γραπτές μαρτυρίες για ορισμένους τύπους είναι ασαφείς. Η απαθής βαθμίδα μειγ- θεωρείται αρχαία στον μέλλοντα και αόριστο μείξω, ἔμειξα και πιθ. στον ενεστ. μείγνυμι, ενώ η μηδενισμένη μιγ- στον παθ. αόρ. ἐμίγην και πιθ. στον ἐμίχθην, στον παρακμ. μέμιγμαι και στο ρηματ. επίθ. μικτός. Στα παράγωγα ουσιαστικά η μηδενισμένη βαθμίδα πρέπει να είναι αρχαία στο μίξις (πρβλ. δόσις, πίστις), ενώ η απαθής στο μεῖγμα (πρβλ. πνεύμα, αλλά τίθημι: θέμα). Παρά τις προηγούμενες υποθέσεις, πολύ γρήγορα έγινε η σύγχυση ανάμεσα στα θέματα μειγ-/μιγ- έτσι ώστε δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί με σιγουριά σε ποιους τύπους είναι αρχικό το θ. μειγ- ή μιγ- και σε ποιους μεταγενέστερο, προϊόν αναλογίας. Πάντως τ. όπως μίγμα, μίξις ορισμένων γραπτών παραδόσεων θεωρούνται μεταγενέστεροι. Όσον αφορά τον ενεστ. μείγνυμι, από μορφολογικής απόψεως, θεωρείται μεταγενέστερος, σχηματισμένος κατά το πρότυπο πολλών ενεστώτων σε -νυμι από το θ. του αορ. ἔμειξα. Αρχαιότερος τ. ενεστ. είναι ο τ. μίσγω (< μιγ-σκω, πρβλ. πάσχω < παθ-σκω), που συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. miscan, λατ. misceo, ιρλδ. mescaim «αναμιγνύω, συγχέω». Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, ότι μόνο στην ελλ. απαντά το ηχηρό κλειστό σύμφωνο -γ-, ενώ στις άλλες γλώσσες εμφανίζεται το άηχο κλειστό -κ- (πρβλ. ΙΕ ρίζα meik- και αρχ. ινδ. mimiksati «αναμιγνύω» āmiksā «σβώλος πηγμένου γάλακτος»). Το θ. μιγ- του ρήματος εμφανίζεται και ως β' συνθετικό με τη μορφή -μιγής (πρβλ. αμιγής, παμμιγής, σιμ-μιγής κ.λπ.).
ΠΑΡ. μιγάς, μίγδην, μίγμα, μιγμός, μικτός, μίξη
αρχ.
μίγα, μίγδα, μιγής, μιγός, μιξ
νεοελλ.
μίκτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) α) μιξ(ο)-: μιξοβάρβαρος, μίξοδος, μιξοπάρθενος, μίξοφρυς
αρχ.
μιξαίθρια, μιξάνθρωπος, μιξαρχαγέτας, μιξέλλην, μιξίαμβος, μιξοβόας, μιξογενής, μιξοθάλασσος, μιξόθηλυς, μιξόθηρος, μιξόθροος, μιξόλευκος, μιξολύδιος, μιξόμβροτος, μιξονόμος, μιξόπος, μιξοφρύγιος, μιξοφυής, μιξόπλωρος
μσν.
μιξανάρρους, μιξόθριξ, μιξόλεθρος, μιξοπόλιος, μιξοφυσίτης, μιξόχροος
νεοελλ.
μιξοπαρθένα, μιξοσόλοικος, μιξομέταλλο μισγ- του μίσγω: μισγάγκεια
αρχ.
μισγόνομος. (Β' συνθετικό) α) μείγνυμι / μειγνύω: αναμείγνυμι / αναμειγνύω, εγκαταμείγνυμι / εγκαταμειγνύω, επιμίγνυμι / επιμειγνύω / προσμείγνυμι, σνμμείγνυμι, συναναμείγνυμι, μίγνυμι / μιγνύω: αναμίγνυμι / αναμιγνύω, εγκαταμίγνυμι / εγκαταμιγνύω, επιμίγνυμι / επιμιγνύω / προσμίγνυμι, σνμμίγνυμι, συναναμίγνυμι
αρχ.
αμφιμείγνυμι, αποσυμμείγνυμι, διαμείγνυμι / διαμειγνύω, εμμείγνυμι, επισυμμείγνυμι, καταμείγνυμι / καταμειγνύω, παραμείγνυμι / παραμειγνύω, παραμείγνυμι, προμείγνυμι, προσαναμείγνυμι, συγκαταμείγνυμι, συμπαραμείγνυμι / συμπαραμειγνύω, συμπροσμείγνυμι, συνεπιμείγνυμι, υπομείγνυμι, αμφιμίγνυμι, αποσυμμίγνυμι, διαμίγνυμι / διαμιγνύω, εμμίγνυμι, επισυμμίγνυμι, καταμίγνυμι / καταμιγνύω, παραμίγνυμι / παραμιγνύω, παραμίγνυμι, προμίγνυμι, προσαναμίγνυμι, συγκαταμίγνυμι, συμπαραμίγνυμι / συμπαραμιγνύω, συμπροσμίγνυμι, συνεπιμίγνυμι, υπομίγνυμι
β) μίσγω: αρχ. αναμίσγω, διαμίσγω, εγκαταμίσγω, εμμίσγω, επιμίσγω, καταμίσγω, μεταμίσγω, παραμίσγω, παρεμμίσγω, προσμίσγω, προσυμμίσγω, συμμίσγω, συναναμίσγω.
Russian (Dvoretsky)
μιγνύω: (только praes. и impf. μίγνυον) = μίγνυμι.
Translations
mix
Acehnese: lawök; Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן