προ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(κυρίως ως πρόθεση)
Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.)
1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ της εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ,
γ. «πρὸ δ' ἄρ' αὐτῶν κύνες ἤϊσαν», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. α) (υπέρ, χάριν κάποιου (α. «προ του προσωπικού του συμφέροντος θυσιάζει τα πάντα» β. «μάχεσθαι... πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν», Ομ. Ιλ.)
β) περισσότερο από, κυρίως (α. «προπαντός» και «προπανός» «πρὸ παντός» — περισσότερο από καθετί άλλο
β. «προπάντων» και «πρὸ πάντων» — πάνω από όλα, κυρίως
γ. «κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας», Πίνδ.)
II. (ως χρον.) (συν. με γεν.) πριν από, νωρίτερα, πρωτύτερα (α. «προ Χριστού» — πριν από τη γέννηση του Χριστού, δηλαδή πριν από το έτος 1
β. «προ πολλού» και «πρὸ πολλοῦ» — σε παρωχημένο χρόνο, πριν από πολύ καιρό
γ. «προ ολίγου» και «πρὸ μικροῦ» — πριν από λίγο, μόλις πρωτύτερα
δ. «πρὸ τοῦ» και «προτού» — πριν από
ε. «έζησαν προ του πολέμου» — στ. «πρὸ γὰρ τῶν Τρωϊκών οὐδέν φαίνεται», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (ως τοπ. και συν. με γεν.) πριν από κοντά σε κάτι («το προ της πλατείας κατάστημα»)
2. μτφ. μπροστά σε μια κατάσταση ή σε ένα γεγονός («προ του κινδύνου πτωχεύσεως αποδέχθηκε τελικά τους όρους μας»)
3. φρ. α) «έχω προ οφθαλμών» — έχω υπ' όψιν μου
β) «βρίσκομαι προ τών πυλών» — είμαι έτοιμος να
γ) «προ μακρού» — σε παλαιά εποχή, πριν από πολύ καιρό, σε πολύ παρωχημένους χρόνους
μσν.-αρχ.
(ως επίρρ.) α) (με τοπ. σημ.) μπροστά από
β) (με χρον. σημ.) πρωτύτερα
αρχ.
1. (με τοπ. σημ.) α) έξω από κάπου («πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾱσι προφωνεῖν», Σοφ.)
β) σε απόσταση («πρὸ τριάκοντα σταδίων», Στράβ.)
2. (χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει αντικατάσταση ή εξίσωση) αντί («άλλον τινὰ τὸ γέρας ἔχειν πρὸ ἑαυτοῦ», Ηρόδ.)
3. (χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αιτία ή το ελατήριο μιας πράξης) ένεκα, εξαιτίας («πρὸ τῶνδε» — ένεκα τούτων, για αυτά, Σοφ.)
4. (ως επίρρ.) α) (με τοπ. σημ.) i) εν όψει, ενώπιον
ii) έξω από κάτι
β) (με χρον. σημ.) νωρίτερα («τά τ' έσσόμενα πρό τ' ἐόντα», Ησίοδ.)
5. φρ. α) «πρὸ ὁδοῦ γίγνομαι» — προχωρώ εμπρός
β) «τὰ ὅπλα ἔχω πρὸ τοξευμάτων» — έχω, δηλ. κρατώ τα όπλα ως μέσο προφύλαξης, άμυνας
γ) «ὅτι δὲ κ' αὐτὸς πρὸ Fιαυτοῦ ἀμάρτη» — οποιοδήποτε σφάλμα θα διαπράξει αυτός σύμφωνα με την προαίρεση του, την επιθυμία του
δ) «πρὸ καὶ μετά» — πρωτύτερα και αργότερα
ε) «αἱροῦμαι» ή «κρίνω τι πρό τινος» — προτιμώ κάτι
στ) «πρὸ πολλοῦ ποιοῦμαι» — υπολογίζω, εκτιμώ κάτι περισσότερο, το θεωρώ σπουδαιότερο
ζ) «τιμῶμαι τὶ πρὸ πολλῶν χρημάτων» — θεωρώ κάτι ως ακριβό
η) «πρὸ ἄλλων» — περισσότερο από άλλους
θ) «ἀθλεύω πρὸ ἄνακτος»
i) μοχθώ εξαιτίας του βασιλιά
ii) (κατ' επέκτ.) είμαι στην υπηρεσία του
ι) «γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι» και «διώκω γῆν πρὸ γῆς» — καταδιώκω κάποιον από τόπο σε τόπο
ια) «πρὸ ἠοῦς» — προς την ανατολή
ιβ) «πρὸ ἑσπέρης» — προς τη δύση
4. α) η παραπάνω πρόθεση πολλές φορές συνάπτεται με άλλες προθέσεις, όπως λ.χ. ἀποπρό, διαπρό, ἐπιπρό, προπρό, επιτείνοντας τη σημ. της πρώτης προθέσεως ή προσθέτοντας σε αυτήν την έννοια του εμπρός ή προς τα εμπρός β) η παραπάνω πρόθεση ουδέποτε επιτάσσεται πτώσεως εκτός από την περίπτωση κατά την οποία έπεται της επικ. κατάληξης -θι, όπως λ.χ. Ἰλιόθι πρό, οὐρανόθι πρὸ κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση πρό ανάγεται σε ΙΕ τ. pro «μπροστά, προς τα εμπρός» (πρβλ. αρχ. ινδ. pra, λατ. pro, γοτθ. fra-, λιθουαν. pra-) και πρέπει να ενταχθεί στην ίδια οικογένεια με τα: παρά, πάρος, πέρα, περί. Η πρόθεση πρό απαντά και στη Μυκηναϊκή κυρίως σε συνθ. τ. με τη μορφή poro- (πρβλ. poro-eke = προεχής). Από την πρόθεση πρό παράγονται οι τ. πρόκα, πρόμος, πρόσθεν, πρόσω, πρότερος, καθώς και οι τ. πρωΐ και πιθ. πρῶτος με εκτεταμένο το φωνήεν της ρίζας (πρβλ. και λατ. prō-genies). Τέλος, η πρόθεση πρό απαντά ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. (βλ. προ-)].
Russian (Dvoretsky)
προ: III приставка со знач.:
1 перед, впереди (πρόδομος);
2 вперед или наружу (προφέρω);
3 за, в защиту (προμάχομαι);
4 предпочтительно, больше (προτιμάω);
5 перед, раньше, до (προπάτωρ);
6 заранее, наперед (προαγγέλλω);
7 вблизи (πρόχειρος);
8 преждевременно (πρόωρος);
9 усиления (πρόπαλαι).
Frisk Etymological English
Grammatical information: Adv., prefix and prep. (w. gen.).
Meaning: forth, forward, before, for (Il.).
Other forms: Myc. poro-.
Origin: IE [Indo-European] [813] *pro forward
Etymology: Ending as in ἀπό, ὑπό. Old inherited and in most IE lamguages, mostly as prefix, retained: Skt. prá, Av. OP fra-, Lat. pro-, Celt., e.g. OIr. ro-, Germ., e.g. Goth. fra-, Balt., e.g. Lith. pra-, Slav., e.g. OCS pro-, Russ. pro, IE *pro. Beside it with lengthened vowel *prō in πρωΐ (s.v.) etc., with unknown quantity Hitt. pa-ra-a forward, to light. -- To πρόκα, πρόμος, πρότερος s. vv. Here also πρίν, πρός, ( not πρυ- in πρύτανις a.o.). Remotely related are perh. πάρα, πάρος, πέρα(ν), πέρι etc.; s. vv. Extensively on πρό Schwyzer-Debrunner 505ff. w. lit.