αἰώνιος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰώνιος:''' -ον και -α, -ον, αυτός που διαρκεί έναν αιώνα (βλ. [[αἰών]] 3), σε Πλάτ.· αυτός που διαρκεί για πάντα, [[αέναος]], [[ατελεύτητος]], [[παντοτινός]], στον ίδ.
|lsmtext='''αἰώνιος:''' -ον και -α, -ον, αυτός που διαρκεί έναν αιώνα (βλ. [[αἰών]] 3), σε Πλάτ.· αυτός που διαρκεί για πάντα, [[αέναος]], [[ατελεύτητος]], [[παντοτινός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰώνιος:''' 2, реже 3<br /><b class="num">1)</b> постоянный, непрерывный ([[μέθη]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> вечный (θεοί Plat.).
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰώνιος Medium diacritics: αἰώνιος Low diacritics: αιώνιος Capitals: ΑΙΩΝΙΟΣ
Transliteration A: aiṓnios Transliteration B: aiōnios Transliteration C: aionios Beta Code: ai)w/nios

English (LSJ)

ον, also α, ον Pl. Ti.37d, Ep.Heb.9.12:—

   A lasting for an age (αἰών 11), perpetual, eternal (but dist. fr. ἀΐδιος, Plot.3.7.3), μέθη Pl.R. 363d; ἀνώλεθρον . . ἀλλ' οὐκ αἰώνιον Id.Lg.904a, cf. Epicur. Sent.28; αἰ. κατὰ ψυχὴν ὄχλησις Id.Nat.131 G.; κακά, δεινά, Phld.Herc. 1251.18, D.1.13; αἰ. ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι ib.19; τοῦ αἰ. θεοῦ Ep.Rom. 16.26, Ti.Locr.96c; οὐ χρονίη μοῦνον . . ἀλλ' αἰωνίη Aret.CA1.5; αἰ. διαθήκη, νόμιμον, πρόσταγμα, LXX Ge.9.16, Ex.27.21, To.1.6; ζωή Ev.Matt.25.46, Porph.Abst.4.20; κόλασις Ev.Matt. l.c., Olymp. in Grg.p.278J.; πρὸ χρόνων αἰ. 2 Ep.Tim. 1.9: opp. πρόσκαιρος, 2 Ep.Cor. 4.18.    2 holding an office or title for life, perpetual, γυμνασίαρχος CPHerm.62.    3 = Lat. saecularis, Phleg.Macr.4.    4 Adv. -ίως eternally, νοῦς ἀκίνητος αἰ. πάντα ὤν Procl.Inst.172, cf. Simp. in Epict.p.77D.; perpetually, μισεῖν Sch.E.Alc.338.    5 αἰώνιον, τό, = ἀείζωον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.88.

Greek (Liddell-Scott)

αἰώνιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Πλάτ. Τίμ. 38Β. καὶ Κ.Δ. Διαρκῶν ἐπὶ αἰῶνα· (ἰδὲ αἰὼν ΙΙ), δηλ. διαρκής· μέθη, Πλάτ. Πολ. 363D, κτλ. 2) ὡς τὸ αΐδιος, = αἰώνιος, ἀειχρόνιος, ἀέναος, ἀνώλεθρον ..., ἀλλ’ οὐκ αἰώνιον, ὁ αὐτ. Νόμ. 904Α· θεὸν τὸν αἰ., Τίμ. Λοκρ. 96C· οὐ χρονίη μοῦνον ..., ἀλλ’ αἰωνίη, Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 éternel;
2 perpétuel.
Étymologie: αἰών.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. ἐών- MAMA 9.5, 6b (ambas Ezanos IV d.C.)

• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον]
I referido a una vida o era posterior a la terrena eterno, propio de la otra vida μέθη de la bienaventuranza órfica, Pl.R.363d, ὕπνος Orph.H.87.5
como bienaventuranza o castigo: negado por Epicuro ἐν τῷ αἰώνιόν τι δεινὸν προσδοκᾶν κατὰ τοὺς μύθους al esperar algún castigo eterno según cuentan los mitos Epicur.Ep.[2] 81.5, θαρρεῖν ... μηθὲν αἰώνιον εἶναι δεινὸν μηδὲ πολυχρόνιον Epicur.Sent.[5] 28, cf. M.Ant.7.64, τῆς αἰωνίας κ[ατὰ ψυ] χὴν ὀχλήσεως ἢ εὐδαιμονίας ἢ μ[ὴ] αἰωνίας Epicur.Fr.[34] 32.4-5, αἰ[ω] νί[οι] ς ἀμ[οι] βαῖς β[ασανι] σθησόμενοι Phld.D.1.19.11, cf. 1.13.36, ἐν ᾅδου διατελεῖν τιμωρίας αἰωνίου τυγχάνοντα D.S.4.63, εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν LXX 2Ma.7.9, αἰώνιον βάσανον διὰ πυρός LXX 4Ma.9.9, cf. 12.12, τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον el fuego eterno, Eu.Matt.18.8, 25.41, cf. Ep.Iud.7, κόλασις Eu.Matt.25.46, Olymp.in Grg.24.5, οἰκία αἰ. ἐν τοῖς οὐρανοῖς 2Ep.Cor.5.1
esp. ζωὴ αἰ. la vida eterna LXX 4Ma.15.3, Ph.1.557, Eu.Io.5.24, 1Ep.Io.5.20, Act.Ap.13.46, 48, Eu.Matt.19.16, 29, Eu.Marc.10.17, 30, Eu.Luc.10.25, Porph.Abst.4.20, βίος αἰ. Beth She'arim 129.
II referido al tiempo o ya fuera de él
1 eterno, sin principio ni fin ἀριθμὸν εἶναι ... τῆς τῶν κοσμικῶν αἰωνίας διαμονῆς ... συνοχήν Philol.B 23, ἡ μὲν οὖν τοῦ ζῴου φύσις ἐτύγχανεν οὖσα αἰώνιος Pl.Ti.37d, (μένοντος αἰῶνος) αἰώνιος εἰκών (referido a χρόνος, simple imagen del αἰών eterno), Pl.Ti.37d, cf. Pl.Lg.904a, οὐ χρονίη μοῦνον ..., ἀλλὰ ... αἰωνίη Aret.CA 1.5.1, νοῦς δὲ ἀκίνητος, αἰώνιος πάντῃ ὤν Procl.Inst.172
op. πρόσκαιρος 2Ep.Cor.4.18, χρόνοι αἰώνιοι Ep.Rom.16.25
dif. de ἀίδιος Plot.3.7.3.
2 en el futuro perpetuo, para siempre, eterno μνήμη Plb.8.12.8, πρὸς δόξαν καὶ μνήμην αἰώνιον OGI 438.12 (Misia I a.C.?), εἰς μνημόσυνον αἰ. PMasp.151.123 (VI d.C.)
τὸ ἀνενδε[ὲς] τῆς τροφῆς αἰωνίῳ παραθέμενος ἀπολαύσει IG 5(2).268.17 (Mantinea I d.C.), αἰσχύνη D.H.10.36, ποιῆσαι αὐτῷ ὄνομα αἰώνιον LXX Is.63.12, cf. LXX 2Ma.1.25
como pred. para siempre ῥοάων διψαλέην ἄμπωτιν ἔχων αἰώνιον teniendo el curso seco para siempre un río, Call.Del.130, neutro adverb. Λέσβος ... αἰώνιον ἐξαπολεῖται Orac.Sib.5.316.
3 como trad. de hebr. ‘ôlam bien desde la más remota antigüedad, desde siempre bien para siempre, por los siglos de los siglos διαθήκη LXX Ge.9.16, Is.24.5, οἰκοδομήσουσιν ἐρήμους αἰ. LXX Is.61.4, ἡμέραι LXX Is.63.11, νόμιμα LXX Ex.27.21, προστάγματα LXX To.1.6, ἱερωσύνη LXX 1Ma.2.54 (cf. II 2).
4 como trad. del lat. saecularis Phleg.Macr.37.5.3.
III ref. a la divinidad o a pers. y cualidades suyas
1 eterno παρθενίη (de Ártemis), Call.Dian.6, θεός Ti.Locr.96c, LXX Ge.21.33, Is.26.3, 40.28, Ep.Rom.16.26
como epít. de los emperadores romanos o referido a ellos εὔξασθαι ... ὑπὲρ τῆς ... Καίσαρος αἰωνίου διαμονῆς SIG 798.20 (Cízico I d.C.), διαμονὴ τοῦ αἰωνίου κόσμου τοῦ κυρίου Καίσαρος BGU 176.12 (II d.C.), τοῦ δεσπότου [ἡ] μῶν βασιλέως Φλαουίου Ἰουλιανοῦ αἰωνίου Ἀ[γο] ύστου (sic) PGoodsp.Cair.15.4 (IV d.C.), PMich.611.2 (V d.C.), Σεβαστοί MAMA ll.cc.
2 vitalicio, perpetuo γυμνασίαρχος CPHerm.62.29 (III d.C.), PLips.101.2.10 (IV/V d.C.) (cf. αἰωνογυμνασίαρχος).
3 inmortal ref. a la vida, Celso en Origenes Cels.2.77.
IV bot. subst. τὸ αἰ. siempreviva arbórea, Aeonium arboreum L., Ps.Dsc.4.88.
V adv. -ως eternamente, perpetuamente Simp.in Epict.35.335 (ap.crít.), μισῶν Sch.E.Alc.338.

English (Abbott-Smith)

αἰώνιος, -ον (as usual in Attic), also -α, -ον. II Th 2:16, He 9:12; (< αἰών), [in LXX chiefly for עוֹלָם ;]
age-long, eternal,
(a)of that which is without either beginning or end: Ro 16:26, He 9:14;
(b)of that which is without beginning: Ro 16:25, II Ti 1:9, Tit 1:2;
(c)of that which is without end (MM, VGT, s.v.): σκηναί, Lk 16:9 οἰκία, II Co 5:1; διαθήκη, He 13:20; εὐαγγέλιον, Re 14:6; παράκλησις, II Th 2:16; λύτρωσις,He 9:12; κληρονομία, ib. 15; κόλασις, Mt 25:46; κρίμα, He 6:2; κρίσις, Mk 3:29; ὄλεθρον, II Th 1:9; πῦρ, Mt 18:8; freq. c. ζωή, q.v. SYN.: ἀΐδιος, q.v.

English (Strong)

from αἰών; perpetual (also used of past time, or past and future as well): eternal, for ever, everlasting, world (began).

English (Thayer)

and (in Plato, Tim., p. 38b. (see below); Diodorus 1:1; (cf. WH s Appendix, p. 157; Winer s Grammar, 69 (67); Buttmann, 26 (23))) αἰώνιος, αἰώνια, αἰώνιον (αἰών);
1. without beginning or end, that which always has been and always will be: Θεός, ὁ μόνος αἰώνιος, πνεῦμα, without beginning: χρόνοις αἰωνίοις, πρό χρόνων αἰωνίων, εὐαγγέλιον, a gospel whose subject-matter is eternal, i. e., the saving purpose of God adopted from eternity, without end, never to cease, everlasting: πρόσκαιρος); αἰώνιον αὐτόν, joined to thee forever as a sharer of the same eternal life, Philcmon 1:15; βάρος δόξης, βασιλεία, δόξα, ζωή (see ζωή, 2b.); κληρονομία, λύτρωσις, παράκλησις, σκηναί, abodes to be occupied forever, dabo eis tabernacula aeterna, quae praeparaveram illis, 4Esdras (Fritzsche, 5 Esdr.) 4 Esdras 2:11> [ αἰώνιος τόπος, σωτηρία, Mark 16 (WH) in the (rejected) 'Shorter Conclusion'). Opposite ideas are: κόλασις, κρίμα, κρίσις, Rec. (but L T WH Tr text ἁμαρτήματος; in Acta Thom. § 47, p. 227 Tdf., ἔσται σοι τοῦτο εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί λύτρον αἰωνίων παραπτωμάτων, it has been plausibly conjectured we should read λύτρον, αἰώνιον (cf. ὄλεθρος (Lachmann text ὀλέθριος, πῦρ, αἰωνίῳ πυρί καί βασάνοις, αἱ εἰς ὅλον τόν αἰῶνα οὐκ ἀρνήσουσί σε). (Of the examples of αἰώνιος from Philo (with whom it is less common than ἀΐδιος, which see, of which there are some fifty instances) the following are noteworthy: de mut. nora. § 2; de caritate § 17; κόλασις αἰώνιος fragment in Mang. 2:667 at the end (Richter 6:229 middle); cf. de praem, et poen. § 12. Other examples are de alleg, leg. iii., § 70; de poster. Caini § 35; quod deus immut. § 30; quis rer. div. her. § 58; de congressu quaer, erud. § 19; de secular sec 38; de somn. ii. § 43; de Josepho § 24; quod omn. prob. book § 4, § 18; de ebrietate § 32; de Abrah. § 10; ζωή αἰώνιος: de secular § 15; Θεός (ὁ) αἰώνιος: de plantat. § 2, § 18 (twice), § 20 (twice); de mundo § 2. from Josephus: Antiquities 7,14, 5; 12,7, 3; 15,10, 5; b. j. 1,33, 2; 6,2, I; κλέος αἰών Antiquities 4,6, 5; b. j. 3,8, 5, μνήμη αἱ.: Antiquities 1,13, 4; 6,14, 4; 10,11, 7; 15,11, 1; οἶκον μέν αἰώνιον ἔχεις (of God), Antiquities 8,4, 2; ἐφυλάχθη ὁ Ἰωάννης δεσμοῖς αἰωνίοις, b. j. 6,9, 4. SYNONYMS: ἀΐδιος, αἰώνιος: ἀΐδιος covers the complete philosophic ideawithout beginning and without end; also either without beginning or without end; as respects the past, it is applied to what has existed time out of mind. αἰώνιος (from Plato on) gives prominence to the immeasurableness of eternity (while such words as συνεχής continuous, unintermitted, διατελής perpetual, lasting to the end, are not so applicable to an abstract term, like αἰών); αἰώνιος accordingly is especially adapted to supersensuous things, see the N. T. Cf. Tim. Locr. 96c. Θεόν δέ τόν μέν αἰώνιον νόος ὄρη μόνος etc.; Plato, Tim. 37d. (and Stallbaum at the passage); 38b. c.; legg. x., p. 904a. ἀνώλεθρον δέ ὄν γενόμενον, ἀλλ' οὐκ αἰώνιον. Cf. also Plato's διαιώνιος (Tim. 38b.; 39e.). Schmidt, chapter 45.

Greek Monolingual

-ια (και -ία), -ιο (Α αἰώνιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον)
1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος
2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια
παντοτινά
νεοελλ.
(για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας)
1. αυτός που μοιάζει να κατέχει μια θέση ή ένα αξίωμα εφ' όρου ζωής (αιώνιος πρωθυπουργός, αιώνιος φοιτητής)
2. στερεός, άθραυστος, αθάνατος
3. ο ίδιος πάντοτε, συνηθισμένος, αναλλοίωτος (η αιώνια γυναίκα)
4. φρ. «αιωνία του η μνήμη», για κάποιον που πέθανε
«αιώνια ανάπαυση» και «αιώνιος ύπνος», ο θάνατος
«αιώνια ζωή», η μετά θάνατον ζωή
«αιώνιον πυρ», κόλαση
«αιώνιες μονές», παράδεισος
μσν.
1. ως τίτλος του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας
2. φρ. «εἰς ζωὴν αἰώνιον» — αιωνίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰών.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αιωνιότητα].

Greek Monotonic

αἰώνιος: -ον και -α, -ον, αυτός που διαρκεί έναν αιώνα (βλ. αἰών 3), σε Πλάτ.· αυτός που διαρκεί για πάντα, αέναος, ατελεύτητος, παντοτινός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰώνιος: 2, реже 3
1) постоянный, непрерывный (μέθη Plat.);
2) вечный (θεοί Plat.).