δοῦλος: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(1ab) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) αυτός που στερείται την προσωπική του [[ελευθερία]] από [[αιχμαλωσία]], [[αγορά]] ή [[κληρονομιά]] και αποτελεί [[ιδιοκτησία]] άλλου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρέτης]], [[διάκονος]], [[υποτακτικός]]<br /><b>2.</b> «δοῡλος | |mltxt=-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) αυτός που στερείται την προσωπική του [[ελευθερία]] από [[αιχμαλωσία]], [[αγορά]] ή [[κληρονομιά]] και αποτελεί [[ιδιοκτησία]] άλλου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπηρέτης]], [[διάκονος]], [[υποτακτικός]]<br /><b>2.</b> «δοῡλος τοῦ θεοῡ» — [[υπηρέτης]] του θεού, αφοσιωμένος στον θεό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριαρχείται και παρασύρεται από [[κάτι]] ([[κατάσταση]], [[πάθος]] <b>κ.λπ.</b>) («[[δούλος]] του χρήματος»)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> α) «αν δεν γίνει [[κανείς]] [[δούλος]], δεν γίνεται [[αφέντης]]» — μόνο αν δουλέψει [[κανείς]] για άλλον θα καταλάβει τη [[σημασία]] του χρήματος<br />β) «νηστεύει ο [[δούλος]] του θεού, [[γιατί]] [[ψωμί]] δεν έχει»<br /><b>ειρων.</b> για τους συγκρατημένους εξαιτίας ανέχειας<br />γ) «δούλο τρέφεις, εχθρό τρέφεις ή διάβολο» — οι δούλοι ως ξένοι αδιαφορούν για τις υποθέσεις των αφεντικών τους κι [[επιπλέον]] ως γνώστες τών οικογενειακών μυστικών γίνονται επικίνδυνοι («να μη γίνεις [[δούλος]] σ’ [[αφεντικό]] που ήταν [[δούλος]] και να μην πάρεις δούλο που ήταν [[αφεντικό]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[υποτελής]], [[υπήκοος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτημένος, [[υποχείριος]], δευτερεύων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δουλικός]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. με περιληπτ. [[έννοια]]) <i>τά δοῡλα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον Ησύχιο) «ἡ [[οἰκία]] ἤ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για καρικό ή λυδικό ή [[ακόμη]] και βορειοσημιτικό [[δάνειο]]. Οι μυκηναϊκοί τύποι <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «[[σκλάβος]], [[δούλος]]», <i>do</i>-<i>e</i>-<i>ra</i> «σκλάβα, [[δούλη]]» μαρτυρούν [[συναίρεση]] στο ελλ. [[δούλος]]. Στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[δούλος]]<br />η [[οικία]]...» [[πρέπει]] ίσως να αντικατασταθεί η λ. [[δούλος]] από τ. <i>δούμος</i> [[παρά]] το [[πρόβλημα]] της αλφαβητικής [[σειράς]] που προκύπτει από την [[αλλαγή]]. Τέλος παραμένει αναπόδεικτη μια υποτιθέμενη [[σχέση]] του [[δούλος]] με τη [[ρίζα]] του [[δίδωμι]]. Στην [[αρχαιότητα]] η λ. [[δούλος]] σήμαινε τον σκλάβο γενικά, τον υπηρέτη τών θεών, [[ακόμη]] αποδόθηκε και σε λαούς υποταγμένους<br />συνδεόταν δε σημασιολογικά με τα: [[οικέτης]] «ο [[δούλος]] που υπηρετεί τον οίκο και διαμένει σ' αυτόν», [[σώμα]] «[[δούλος]]», [[θεράπων]] «ο [[ακόλουθος]], αυτός που προσφέρει κάποια [[υπηρεσία]], ο [[δούλος]]», [[ανδράποδον]] «ο [[αιχμάλωτος]] πολέμου που γίνεται [[δούλος]]». Η λ. [[δούλος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δούλο</i>- [[κυρίως]] σε μεταγενέστερα [[σύνθετα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δουλαγωγός]], [[δουλοδιδάσκαλος]]) και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>δουλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εθελόδουλος]], [[ιερόδουλος]], [[σύνδουλος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
English (LSJ)
(A), Cret. δῶλος Leg.Gort.1.1, al., ὁ:—prop.
A born bondman or slave, opp. one made a slave, τὰ ἀνδράποδα πάντα καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Th.8.28, cf. E.IA330: then, generally, bondman, slave, opp. δεσπότης (q. v.): not in Hom., who twice has fem. δούλη, ἡ, bondwoman, Il.3.409, Od.4.12, cf. A.Ag.1326, X.Cyr.5.1.4, Pl.R. 395e, etc.: freq. of Persians and other nations subject to a despot, Hdt., etc.; οὔ τινος δοῦλοι κέκληνται, of the Greeks, A.Pers.242: metaph., χρημάτων δ. slaves to money, E.Hec.865; so γνάθου δ. Id.Fr. 282.5; τῶν αἰεὶ ἀτόπων Th.3.38; λιχνειῶν, λαγνειῶν, X.Oec.1.22, cf. Mem.1.3.11. II Adj. (not in A.), δοῦλος, η, ον, slavish, servile, subject, δ. πόλις S.OC917, X.Mem.4.2.29; γνώμαισι δούλαις S.Tr.53; δ. ἔχειν βίον ib.302; σῶμα δ., opp. νοῦς ἐλεύθερος, Id.Fr.940; τοὺς τρόπους δούλους παρασχεῖν E.Supp.877; δ. θάνατος, ζυγόν, πούς, Id.Or. 1170, Tr.678,507; δ. καὶ τυραννουμένη πόλις Pl.R.577d; δ. ἡδοναί, = δουλοπρεπεῖς, ib.587c, etc.: Comp. δουλότερος more enslaved, Αἴγυπτον δ. ποιεῖν Hdt.7.7. 2 τὸ δ., = οἱ δοῦλοι, E.Ion983, etc.; also, slavery, a slavish life, ib.556 (troch.). 3 ancillary, δ. ἐπιστῆμαι Arist. Metaph.996b11.
δοῦλος (B)· ἡ οἰκία ἢ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν, Hsch.; cf. δωλοδομεῖς, δωλέννετος.
German (Pape)
[Seite 662] ὁ (δέω?), Knecht, Sklav, dem Herrn, δεσπότης, unterworfen, im Ggstze des ἐλεύθερος. Auch = Unterthan eines unumschränkten Herrschers, wie die Perser immer als δοῦλοι von den Griechen bezeichnet werden, vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 7, 3. Ueber den allgemeinen Begriff von δοῦλος, dem eigentlichen Haussklaven, οἰκέτης gegenüber, u. die andern Namen der Sklaven vgl. Ath. VI, 267. – Oft, bes. bei Tragg., adjectivisch; ἀνὴρ δοῦλος Soph. O. R. 764; πόλις δούλη O. C. 921; βίος, γνῶμαι, Tr. 53301; γυνή, πούς, ζυγόν, Eur. Andr. 328 Tr. 507. 673; τὸ δοῦλον, das Knechtische, die Knechtschaft, Ion 556, wie Dion. Hal. 4, 14; dah. τὸ δοῦλον ἀσθενές, = οἱ δοῦλοι, Eur. Ion 983; auch in Prosa, Arist. pol. 1, 4; Hdn. 3, 2, 15; u. im comp., Αἴγυπτον πολλὸν δουλοτέρην ποιήσας ἢ ἐπὶ Δαρείου ἦν Her. 7, 7. – Uebertr., ψυχὴ δούλη Plat. Legg. VI, 776 e; γνάθου δοῦλος Eur. frg. bei Ath. X. 413 c, wie Hec. 856 ἢ χρημάτων γὰρ δοῦλός ἐστιν ἢ τύχης; vgl. Xen. Mem. 1, 3. 11.
Greek (Liddell-Scott)
δοῦλος: ὁ, (ἴσως ἐκ τοῦ δέω =δένω· πρβλ. Ἀγγλ bond-man, Περσ. bendeh)· -κυρίως, ὁ ἐκ γενετῆς δοῦλος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν γινόμενον ἀπὸ ἐλευθέρου δοῦλον (ἀνδράποδον) Θουκ. 8. 28· ἔπειτα καθόλου, δοῦλος, ἀντίθ. δεσπότης. Ἡρόδ., κτλ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ θηλ. δούλη, ἡ, (πρβλ. δώλα)· - συχνάκις ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ Περσῶν καὶ ἄλλων ἐθνῶν ὑποκειμένων εἰς δεσπότην, Ἡρόδ., κτλ.· οὔ τινος δοῦλοι κέκληνται, ἐπὶ τῶν Ἐλλήνων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 242· πρβλ. δουλεία, δουλόω· - χρημάτων δ., ἡ εἰς τὰ χρήματα ὑποδούλωσις, ὑποταγή, Εὐρ. Ἑκ. 865· οὕτω, γνάθου δ. ὁ αὐτ. Ἀποστ. 284. 5· λιχνειῶν, λαγνειῶν Ξεν. Οἰκ. 1, 22, πρβλ Ἀπομν. 1. 3, 11· πρβλ. οἰκέτης. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. δοῦλος, -η, -ον, ὡς το Λατ. servus, δουλικός, ὑπόδουλος, ὑποτεταγμένος, δούλη πόλις, Σοφ. Ο. Κ. 917, Ξεν. Απομν. 4. 2, 29· γνώμαισι δούλαις, Σοφ. Τρ. 53· δ. ἔχειν βίον αὐτόθι 302· σῶμα δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 677· τοὺς τρόπους δούλους παρασχεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 876· δ. θάνατος, ζυγόν, ποὺς ὁ αὐτ. (οὐδέποτε οὕτω παρ’ Αἰσχύλ.)· δ. καὶ τυραννουμένη πόλις Πλάτ. Πολ. 577D· δ. ἡδοναὶ =δουλοπρεπεῖς, αὐτόθι 587C, κτλ.· - συγκρ. δουλότερος, μᾶλλον δοῦλος, Ἡρόδ. 7. 7. 2) τὸ δοῦλον =οἱ δοῦλοι, Εὐρ. Ἴωνι 983, κτλ.· ὡσαύτως, δουλεία, δουλικὴ ζωή, αὐτόθι 556. 3) ὑπηρετικός, δευτερεύων, δ. ἐπιστῆμαι Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
I. esclave : τινος, de qqn ; p. anal. δοῦλος τῶν πέλας SOPH qui est à la discrétion d’autrui ; fig. λιχνειῶν, λαγνειῶν δοῦλος XÉN esclave de la gourmandise, de la mollesse ; χρημάτων δοῦλος EUR esclave de l’argent;
II. d’esclave :
1 servile : γνῶμαι δοῦλαι SOPH sentiments d’esclaves ; δοῦλος βίος SOPH vie d’esclave;
2 habité par des esclaves.
Étymologie: DELG myc. do-e-ro, mais aucune étym. i.-e. ; pê mot carien ou lydien ; ou pê dérivé de δίδωμι « oblat ».
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): δōλος IG 13.430.3 (V a.C.), ICr.4.72.1.2 (Gortina V a.C.), IGDOlbia 23.5 (Berezan V a.C.); fem. δώλα Call.Lau.Pall.47, Cer.95, Theoc.2.94
A como adj.
1 servil, propio o de esclavos καί μοι πόλιν κένανδρον ἢ δούλην τινὰ ἔδοξας εἶναι parece que te imaginas que tengo una ciudad sin hombres o esclava, e.e., habitada por esclavos S.OC 917, cf. X.Mem.4.2.29, Isoc.4.95, ψυχή Pl.R.577d, βίος S.Tr.302, θάνατος E.Or.1170, δοῦλον ζυγόν el yugo de la esclavitud E.Tr.678, εἰ σῶμα δοῦλον, ἀλλ' ὁ νοῦς ἐλεύθερος S.Fr.940, γνώμαισι δούλαις S.Tr.53, ὥστε τοὺς τρόπους δούλους παρασχεῖν E.Supp.877, δούλαις τισὶ δορυφόροις ἡδοναῖς συνοικεῖ Pl.R.587c, πούς E.Tr.507, (τὸν δοῦλον) τύχην ἔχοντα δούλην Men.Comp.1.264.
2 que es esclavo, esclavo ὄρνις ἔγωγε δ. soy un pájaro esclavo Ar.Au.70, cf. Ra.531, γυνή SIG 985.27 (Filadelfia I a.C.), δοῦλα σώματα esclavos, IG 12 (7).386.7 (Egíale, III a.C.), POxy.496.7, PMonac.74.9 (ambos II d.C.).
3 esclavizado, sometido de pueblos τῷ πεζῷ Μακεδόνας πρὸς τοῖσι ὑπάρχουσι δούλους προσεκτήσαντο Hdt.6.43, tb. en compar. Αἴγυπτον πᾶσαν πολλὸν δουλοτέρην ποιήσας Hdt.7.7, cf. 6.44, Ph.2.60, πόλις Pl.R.577d
•fig., de cosas. sometido, doblegado γόνυ de los indios ante Dioniso, Nonn.D.15.124, αὐχήν Nonn.D.29.368
•capturado σκῦλα Nic.Fr.106.
B subst.
I 1en Hom. sólo fem. δούλη esclava por derecho de conquista, con consideración próxima a la concubina σ' ἢ ἄλοχον ποιήσεται, ἢ ... δούλην Il.3.409, γένετο κρατερὸς Μεγαπένθης ἐκ δούλης Od.4.12, cf. Hdt.1.7.
2 esclavo
a) formando parte del servicio doméstico (σε) πολλῶν μετὰ δούλων σταθεῖσαν dicho por Clitemestra a Casandra, A.A.1038, cf. 1045, 1326, (Ῥοδῶπις) δούλη ... Ἰάδμονος ... σύνδουλος δὲ Αἰσώπου Hdt.2.134, cf. Lys.4.19, Hp.Epid.5.35, 41, Lys.7.16, Call.Lau.Pall.l.c., Cer.l.c., Theoc.l.c., entre los estoicos no sustancialmente dif. de οἰκέτης Chrysipp.Stoic.3.86.20, 25, cf. Ammon.Diff.148, TAM 3(1).495 (Termeso, imper.)
•c. indic. de oficios ἐκδεδόσθαι ... δούλην πρὸς μάθησιν τῆς γερδιακῆς τέχνης POxy.1647.11 (II d.C.), δ. πραγματευτής TAM 5(1).442.3 (imper.);
b) con atribución de características serviles ὡς πρέπει δούλοις λέγειν E.Hipp.115, cf. Is.6.50, Pl.R.395e, ὁμοίαν ταῖς δούλαις εἶχε τὴν ἐσθῆτα una princesa cautiva, X.Cyr.5.1.4; πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ Eu.Matt.25.26, τὸν ἀχρεῖον δοῦλον Eu.Matt.25.30, pero tb. (δ.) ἔντιμος dicho del estimado siervo del centurión Eu.Luc.7.2, del propio Cristo al encarnarse μορφὴν δούλου λαβών Ep.Phil.2.7
•que pasan a sus hijos οὔτε ποτ' ἐκ δούλης (πέφυκε) τέκνον ἐλευθέριον ni nace de una esclava un hijo con cualidades de hombre libre Thgn.538, σὸς δὲ δ. οὐκ ἔφυν dice Menelao a Agamenón no nací esclavo tuyo E.IA 330, δοῦλον καὶ ἐκ δούλων ὄντα Lys.13.18, cf. 64, οἰκογενὴς δ. PSI 710.13 (II d.C.), PStras.505.13 (II d.C.), cf. PLips.26.9 (IV d.C.), pero fil. ἄνθρωπος γὰρ ἐκ φύσεως δ. οὐδείς Chrysipp.Stoic.3.86;
c) considerado propiedad y mercancía δ. οὐκ ὠνητὸς ἀλλ' οἴκοι τραφείς S.OT 1123, Κυδίμαχον δōλον Ἀδειμάντο IG l.c., α[ἴ] κ' ἐκς ἀγορᾶς πρ[ι] άμενος δōλον ICr.4.72.7.11 (V a.C.), cf. Lys.23.7, D.57.34, (δ.) παλίμπρητος Call.Fr.203.55, cf. Ach.Tat.7.11.4, SB 5808.9 (II d.C.), hipotecado BGU 567.1.24 (II d.C.)
•puede ser sometido a tortura, fustigado τῶν δὲ δούλων τῶν μαρτυρησάντων οἱ δικασταὶ τὴν βάσανον ἐκ τῶν σωμάτων ποιείσθωσαν PLille 29.29 (III a.C.), cf. IG 22.1362.9 (IV a.C.), ὁ δ. τῆς πόλεως sinón. de δημόσιος (B I 1) esclavo público, ISide 7.3 (II/III d.C.?), Καίσαρος δ. lat. uerna, esclavo imperial, SEG 26.482 (Dime II/III d.C.), IKios 46.10 (imper.), τοῖς τοῦ Σηβαστοῦ ἀπελευθέροις καὶ δούλοις a los libertos y esclavos imperiales, SEG 26.1392.51 (Sagalaso I d.C.), ὁ δ. τοῦ ἀρχιερέως Eu.Matt.26.51, c. derecho a acogerse a sagrado τοῖς δούλοις φύγιμον ἔστω τὸ ἱερόν IG 5(1).1390.80 (Andania I a.C.), manumitido por consagración a un dios ἀνέθηκε ἱερὸν τῷ Ποτειδᾶνι ... τὸν δοῦλον IEpir.App.47 (III a.C.), por alguna acción extr. para la ciu. ἐὰν δὲ δ. ᾖ ὁ ἀποκτείνας (τὸν τύραννον), ἐπίτιμος ἔστω καὶ πολιτείας μετεχέτω ... IIl.25.31 (III a.C.);
d) op. otras clases sociales: op. ἐλεύθερος ICr.l.c., Heraclit.B 53, Th.8.28, Isoc.21.4, Phylarch.SHell.694A, IKomm.Kult.Sz 46 (Selik I a.C.), 1Ep.Cor.7.23, 12.13, Apoc.6.15, PHerm.Rees 18.5 (IV d.C.), op. πολίτης Lys.30.27, ἐὰν δέ τις τῶν ἐν ταῖς πόλεσι οἰκούντων, ἢ ξένος ἢ πολίτης ἢ δ. FD 2.139.4 (II/I a.C.), al ‘amo’ δεσπότῃ καὶ δούλῳ ταὐτὸ συμφέρει Arist.Pol.1252a34, cf. 1Ep.Ti.6.1, op. κύριος Eu.Matt.13.27, Eu.Io.15.15
•entre los estoicos no sustancialmente dif. de οἰκέτης Chrysipp.Stoic.3.86.20, 25, cf. Ammon.Diff.148
•del sabio estoico μόνον τε ἐλεύθερον (εἶναι τὸν σοφόν), τοὺς δὲ φαύλους δούλους dicen los estoicos que solo el sabio es libre, y los malos son esclavos Chrysipp.Stoic.3.86.31;
e) prov. οὐκ ἔστι δούλων ... πόλις no hay una ciudad de esclavos en ref. a algo inusitado, Anaxandr.4, cf. Eup.212, Plu.Prou.1.22, App.Prou.3.91
•prov. ἐστὶ καὶ δούλων πόλις es una ciudad de esclavos ref. a un mal gobierno App.Prou.2.84.
II indic. simpl. sumisión o respeto
1 siervo dicho de colectivos tras la derrota οὔτινος δοῦλοι κέκληνται ... οὐδ' ὑπήκοοι (los griegos) no se llaman esclavos ni súbditos de nadie A.Pers.242, cf. Hdt.1.129.
2 siervo rel. la divinidad ἀμύνεο πότνια (Hera) δούλους ὑμετέρους Call.Del.226, esp. judeo-crist. κύριος ... ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται el Señor será misericordioso para con sus siervos LXX De.32.36, ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ κυρίου he aquí la esclava del Señor dicho por María Eu.Luc.1.38, cf. 1.48, δ. τοῦ Θεοῦ de Moisés Apoc.15.3, ἴασαι ... τὴν δούλην σου en un conjuro Suppl.Mag.25.9, en inscr. crist. Klein.Türsteine 486 (Frigia III d.C.), 789 (Galacia III d.C.), Pan 14r, RECAM 2.438, 442, ISmyrna 560 (VI d.C.) διάκων ἐλεεινὸς δ. Κυρίου MAMA 4.33 (IV d.C.), δοῦλοι τοῦ θεοῦ de los apóstoles Act.Ap.16.17
•en uso predic. τὰ σύμπαντα δοῦλα σά todos los seres son siervos tuyos LXX Ps.118.91.
3 siervo, servidor como señal o tít. de sometimiento o respeto, en op. al ‘rey’ o personajes importantes Δαρεῖος ... Γαδάτᾳ δούλῳ τάδε λέγει· dirigiéndose a uno de sus sátrapas IM 115.4 (imper., copia de un original de VI/V a.C.), c. gen. pos. καὶ τίς ἐν πᾶσιν δούλοις σου ὡς Δαυιδ πιστός ...; LXX 1Re.22.14, οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλέως los servidores del rey LXX 3Re.1.47, op. ἀνδράποδον: ξείνοι τε καὶ δοῦλοι τῶν ἐπομένων, ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Hdt.3.125, de un rey a otro δ. σου καὶ υἱός σου ἐγώ LXX 4Re.16.7, de mujeres a reyes: Abigail a David ἡ δούλη σου LXX 1Re.25.24, cf. 2Re.14.19, 3Re.1.13, Judith a Olofernes, LXX Iu.11.5.
III fig.
1 de pers. o asim. esclavo, esclavizado c. gen. de cosa o abstr.: del Helesponto encadenado por el rey persa, A.Pers.745, c. gen. χρημάτων ... δ. esclavo del dinero E.Hec.865, γνάθου E.Fr.282.5, δοῦλοι ... τῶν αἰεὶ ἀτόπων Th.3.38, δοῦλοι ... οἱ μὲν λιχνειῶν, οἱ δὲ λαγνειῶν X.Oec.1.22, τρυφῆς ... δ. ... καὶ κακουργίας Posidon.59, τῆς ἁμαρτίας Eu.Io.8.34, τῆς φθορᾶς 2Ep.Petr.2.19, τῆς εἱμαρμένης Vett.Val.250.9
•usos predic. πολλαχῇ γὰρ ἡ φύσις δούλη τῶν ἀνθρώπων ἐστίν Arist.Metaph.982b29, ἵνα δοῦλα (τὰ ἔθνη) γένηται τῆς δικαιουσύνης Origenes Hom.30 in Lc. (p.185), c. dat. τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ Ep.Rom.6.19., esp. del amor Ἔρωτος Nonn.D.13.326, en uso predic. c. dat. αὐτὸς δ. ... δμωΐδι γινόμενος habiendo llegado tú mismo a ser esclavo de una criada por amor AP 5.302.16 (Agath.), cf. X.Mem.1.3.11.
2 de abstr. esclavo, auxiliar, ancilar ᾗ ὥσπερ δούλας οὐδ' ἀντειπεῖν τὰς ἄλλας ἐπιστήμας δίκαιον a la que (la sabiduría), como esclavas, justo es que no contradigan las otras ciencias Arist.Metaph.996b11, φιλοσοφία δούλη σοφίας Ph.1.530, cf. 85, φίλον γὰρ τὸ σοφὸν θεῷ μᾶλλον ἢ δοῦλον Ph.1.401.
IV neutr. τὸ δ. condición de esclavo, esclavitud ἐκπεφεύγαμεν τὸ δοῦλον E.Io 556, τὸ δοῦλον ἀσθενές E.Io 983. • DMic.: do-e-ra, do-e-ro.
• Etimología: De *dohelo- (cf. mic. do-e-ro) y éste prob. < *dm̥s-elo-, formado como θέσκελος sobre *dm̥s- ‘casa’ (cf. δόμος y δεσπότης).
English (Abbott-Smith)
δοῦλος, -η, -ον, [in LXX, ὁ δ. nearly always for עֶבֶד; ὁ δ. chiefly for שִׁפְחָה ,אָמָה;]
1.in bondage to, subject to: Ro 6:19.
2.As subst., ὁ, ἡ δ., a slave;
(a)fem., ἡ δ., a female slave, bondmaid (Cremer, 702; DB, iii, 215): Lk 1:38, 48 Ac 2:18 (LXX);
(b)masc., ὁ δ., a slave, bond-man: Mt 8:9 18:23, al.; opp. to ἐλεύθερος, I Co 7:22 12:13, Ga 3:28, Eph 6:8, Col 3:11, Re 6:15 13:16 19:18; opp. to κύριος, δεσπότης, οἰκοδεσπότης, Mt 10:24 13:27, 28 Lk 12:46, Jo 15:15, Eph 6:5, Col 3:22 4:1, al.; metaph., δ. Χριστοῦ, τοῦ Χρ., Ἰησοῦ Χρ., Ro 1:1, I Co 7:22, Ga 1:10, Eph 6:6, Phl 1:1, Col 4:12, Ja 1:1, II Pe 1:1, Ju 1; δ. τ. θεοῦ, τ. κυρίου, Ac 16:17, II Ti 2:24, Tit 1:1, I Pe 2:16, Re 7:3 15:3; δ. πονηρός, ἀχρεῖος, κακός, Mt 18:32 24:48 25:26, 30, Lk 17:10 19:22; δ. ἁμαρτίας, Jo 8:34, Ro 6:17, 20; τ. φθορᾶς, II Pe 2:19. SYN.: διάκονος (q.V.), θεράπων, ὐπηρέτης (v. DB, iii, 377; iv, 461, 469; DCG, i, 221; ii, 613; Cremer, 215, 702).
English (Strong)
from δέω; a slave (literal or figurative, involuntary or voluntary; frequently, therefore in a qualified sense of subjection or subserviency): bond(-man), servant.
English (Thayer)
δούλη, δοῦλον (derived by most from δέω, to tie, bind; by some from ΔΑΛΩ, to ensnare, capture (?) others besides; cf. Vanicek, p. 322)); serving, subject to: παρεστήσατε τά μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσία, ἡ δούλη, a female slave, bondmaid, handmaid: τοῦ Θεοῦ, τοῦ κυρίου, one who worships God and submits to him, ὁ δοῦλος, the Sept. for עֶבֶד;
1. a slave, bondman, man of servile condition;
a. properly: opposed to ἐλεύθερος, κύριος, δεσπότης, οἰκοδεσπότης, α. one who gives himself up wholly to another's will, τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς, τῶν ἡδονῶν, Athen. 12, p. 531c.; τῶν χρημάτων, Plutarch, Pelop c. 3; τοῦ πίνειν, Aelian v. h. 2,41). β. the δοῦλοι Χριστοῦ, τοῦ Χριστοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, are those whose service is used by Christ in extending and advancing his cause among men: used of apostles, κύριος πάντων, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, יְהוָה עַבְדֵי, are those whose agency God employs in executing his purposes: used of apostles, γ. δοῦλος τίνος, devoted to another to the disregard of one's own interests: a servant, attendant, (of a king): διάκονος.)
Greek Monolingual
-η και -α, -ο (AM δοῡλος, -η, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου
μσν.- νεοελλ.
1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός
2. «δοῡλος τοῦ θεοῡ» — υπηρέτης του θεού, αφοσιωμένος στον θεό
νεοελλ.
1. αυτός που κυριαρχείται και παρασύρεται από κάτι (κατάσταση, πάθος κ.λπ.) («δούλος του χρήματος»)
2. παροιμ. α) «αν δεν γίνει κανείς δούλος, δεν γίνεται αφέντης» — μόνο αν δουλέψει κανείς για άλλον θα καταλάβει τη σημασία του χρήματος
β) «νηστεύει ο δούλος του θεού, γιατί ψωμί δεν έχει»
ειρων. για τους συγκρατημένους εξαιτίας ανέχειας
γ) «δούλο τρέφεις, εχθρό τρέφεις ή διάβολο» — οι δούλοι ως ξένοι αδιαφορούν για τις υποθέσεις των αφεντικών τους κι επιπλέον ως γνώστες τών οικογενειακών μυστικών γίνονται επικίνδυνοι («να μη γίνεις δούλος σ’ αφεντικό που ήταν δούλος και να μην πάρεις δούλο που ήταν αφεντικό»)
αρχ.-μσν.
υποτελής, υπήκοος
αρχ.
1. ως επίθ. μτφ. εξαρτημένος, υποχείριος, δευτερεύων
2. συνεκδ. δουλικός, δουλοπρεπής
3. (το ουδ. πληθ. με περιληπτ. έννοια) τά δοῡλα
4. (κατά τον Ησύχιο) «ἡ οἰκία ἤ τὴν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για καρικό ή λυδικό ή ακόμη και βορειοσημιτικό δάνειο. Οι μυκηναϊκοί τύποι do-e-ra «σκλάβος, δούλος», do-e-ra «σκλάβα, δούλη» μαρτυρούν συναίρεση στο ελλ. δούλος. Στη γλώσσα του Ησυχίου «δούλος
η οικία...» πρέπει ίσως να αντικατασταθεί η λ. δούλος από τ. δούμος παρά το πρόβλημα της αλφαβητικής σειράς που προκύπτει από την αλλαγή. Τέλος παραμένει αναπόδεικτη μια υποτιθέμενη σχέση του δούλος με τη ρίζα του δίδωμι. Στην αρχαιότητα η λ. δούλος σήμαινε τον σκλάβο γενικά, τον υπηρέτη τών θεών, ακόμη αποδόθηκε και σε λαούς υποταγμένους
συνδεόταν δε σημασιολογικά με τα: οικέτης «ο δούλος που υπηρετεί τον οίκο και διαμένει σ' αυτόν», σώμα «δούλος», θεράπων «ο ακόλουθος, αυτός που προσφέρει κάποια υπηρεσία, ο δούλος», ανδράποδον «ο αιχμάλωτος πολέμου που γίνεται δούλος». Η λ. δούλος εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή δούλο- κυρίως σε μεταγενέστερα σύνθετα (πρβλ. δουλαγωγός, δουλοδιδάσκαλος) και ως β' συνθετικό με τη μορφή -δουλος (πρβλ. εθελόδουλος, ιερόδουλος, σύνδουλος)].
Greek Monotonic
δοῦλος: ὁ,
I. κυρίως, δέσμιος ή σκλάβος εκ γενετής, αντίθ. προς το κάνω κάποιον δούλο, που πριν ήταν ελεύθερος (ἀνδράποδον), σε Θουκ.· έπειτα, γενικά, σκλάβος, υπηρέτης, σε Ηρόδ.· ο Όμηρ. έχει μόνο το θηλ. δούλη, ἡ, θεράπαινα, υπηρέτρια· χρημάτων δ., υπηρέτης, σκλάβος του χρήματος, σε Ευρ.
II. ως επίθ., δοῦλος, -η, -ον, δουλικός, υπηρετικός, υποτελής, υπόδουλος, σε Σοφ. κ.λπ.
III. τὸ δοῦλον = οἱ δοῦλοι, σε Ευρ.· επίσης, δουλεία, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
δοῦλος:
1) рабский, невольничий: ἀνδράποδα καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Thuc. пленные - как рабы, так и свободнорожденные; ἀνὴρ δ. Soph. раб; γυνὴ δούλη Eur. рабыня;
2) подневольный, зависимый (πόλις Soph., Xen., Plat.; βίος Soph.);
3) перен. неблагородный, низкий, грубый, недостойный (γνῶμαι Soph.; τρόποι Eur.; ψυχή, ἡδοναί Plat.);
4) подчиненный, служебный (ἐπιστῆμαι Arst.).
II ὁ раб, невольник (οἱ δοῦλοι ἄκοντες τοῖς δεσπόταις ὑπηρετοῦσιν Xen.; перен. δ. λιχνειῶν Xen.; χρημάτων Eur., τύχης Arst.): δοῦλοι καὶ ἐκ δούλων Arst. рабы, рожденные рабами, т. е. рожденные в рабстве; δ. τῶν πέλας Soph. готовый угождать (всем) окружающим; δοῦλοι τῶν ἐπιόντων Arst. (покорные) рабы обстоятельств.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: slave, servant, also as adj. with the comp. δουλότερος (Hdt.); δούλη f. slave-woman, maid (Il.); on the extension E. Kretschmer Glotta 18, 74f.
Other forms: δῶλος Cret.;
Dialectal forms: Myc. do-e-ro, do-e-ra \/dohelos, dohela\/
Compounds: many subst. and adj. compp.
Derivatives: δουλίς f. (Hyp.; cf. Schwyzer 127 and 465) with δουλίδιον (H.), δουλάριον (Ar.). - δουλοσύνη servanthood (Ion., Od.; vgl. Porzig Satzinhalte 226) with δουλόσυνος (E. Hek. 448 [lyr.]); s. Frisk Eranos 43, 220. - δούλιος, -ειος slavish, of a servant (Hom.), δούλεος id. (A. R.), δουλικός id. (Att. etc.), δουλικά (σώματα) n. pl. slaves (Peripl. M. Rubr., Pap.). - Denomin. δουλεύω be slave, serve (Ion.-Att.) with δουλεία, ion. -ηΐη servanthood, δούλευμα id. (trag.; s. Chantr. Form. 186), δουλεύτρια female servant (Eust.); δουλόομαι, -όω be made servant (Ion.-Att.) with δούλωσις (Th.) and δουλωτικός (Plu.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The forms point to *δόελος, prob. from *δοhελος. One adduces: δοῦλος ἡ οἰκία, η την ἐπὶ τὸ αὑτὸ συνέλευσιν τῶν γυναικῶν H. (unclear δωλοδομεῖς οἰκογενεῖς; wrong Schulze Q. 95 A. 3); the word has been changed in δοῦμος (Latte after Wackernagel; aigainst the word order), but there is no conclusion. The word is in any case a loan, acc. to Lambertz Glotta 6, 1ff. from Carian or Lydian (thus Benveniste Rev. d. ét. lat. 10, 438f.); Risch, Kratylos 29 (1984) 96f. remarks that then the word would have appeared much later (than Myc), but it could as well be Pre-Greek. Neumann (FS Risch)1986, 489-496) started from *dm̥-sel-o- > *doh-elo-, with sel- the root of ἑλεῖν. But home-taken does not give the right meaning (while Fr. domestique is perfect), and for o < *m̥ in Attica etc. he gives only ὄπατρος as example.
Middle Liddell
δοῦλος, ὁ, n n n adj
I. properly, a born bondman or slave, opp. to one made a slave (ἀνδράποδον), Thuc.; then, generally, a bondman, slave, Hdt.: Hom. has only the fem. δούλη, ἡ, a bondwoman:—χρημάτων δ. slave to money, Eur.
II. as adj., δοῦλος, η, ον, slavish, servile, subject, Soph., etc.
III. τὸ δοῦλον = οἱ δοῦλοι, Eur.: also = δουλεία, Eur. [deriv. uncertain]