ἀντιλέγω: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[the [[common]] fut. is [[ἀντερῶ]]; the aor. [[commonly]] used is [[ἀντεῖπον]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] [[against]], [[gainsay]], [[contradict]], τινί Thuc., etc.; τινὶ [[περί]] τινος Xen.; [[ὑπέρ]] τινος Xen.; πρός τι Ar.:— ἀντ. ὡς . . to [[declare]] in [[opposition]] or [[answer]] that . . , Hdt., etc.; c. inf. to [[reply]] that . . , Thuc.; ἀντ. μὴ ποιεῖν to [[speak]] [[against]] doing, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to [[allege]] in [[answer]], Soph., Thuc.:—Pass. to be [[disputed]], Xen.; of a [[place]], to be [[counter]]-claimed, Xen.<br /><b class="num">3.</b> absol. to [[speak]] one [[against]] the [[other]], [[speak]] in [[opposition]], Hdt., etc.; οἱ ἀντιλέγοντες Thuc.
|mdlsjtxt=[the [[common]] fut. is [[ἀντερῶ]]; the aor. [[commonly]] used is [[ἀντεῖπον]]<br /><b class="num">1.</b> to [[speak]] [[against]], [[gainsay]], [[contradict]], τινί Thuc., etc.; τινὶ [[περί]] τινος Xen.; [[ὑπέρ]] τινος Xen.; πρός τι Ar.:— ἀντ. ὡς . . to [[declare]] in [[opposition]] or [[answer]] that . ., Hdt., etc.; c. inf. to [[reply]] that . ., Thuc.; ἀντ. μὴ ποιεῖν to [[speak]] [[against]] doing, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, to [[allege]] in [[answer]], Soph., Thuc.:—Pass. to be [[disputed]], Xen.; of a [[place]], to be [[counter]]-claimed, Xen.<br /><b class="num">3.</b> absol. to [[speak]] one [[against]] the [[other]], [[speak]] in [[opposition]], Hdt., etc.; οἱ ἀντιλέγοντες Thuc.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢nte‹pw 安特-誒坡<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':交換-放置(說)<br />'''字義溯源''':駁斥,否認,反駁,辯駁;由([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)與([[λέγω]])*=講)組成。有兩件事是使人無可辯駁的:<br />1)神所賜的口才智慧,是人駁不倒的( 徒21:15)<br />2)因耶穌基督的名使人得痊愈的事實,也是人無話可駁的( 徒4:14)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 辯駁(1) 徒4:14;<br />2) 反駁的(1) 路21:15<br />'''原文音譯''':¢ntilšgw 安提-累哥<br />'''詞類次數''':動詞(10)<br />'''原文字根''':交換—放置(說) 相當於: ([[מָרָה]]&#x200E;)  ([[סָרַר]]&#x200E;)  ([[רִיב]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':辯駁,拒絕,反駁,反對,駁斥,背叛,毀謗,爭辯,頂嘴,頂撞,不服;由([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)與([[λέγω]] / [[εἴρω]])*=陳述)組成<br />'''出現次數''':總共(10);路(2);約(1);徒(4);羅(1);多(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 被毀謗(1) 徒28:22;<br />2) 頂嘴的(1) 羅10:21;<br />3) 爭辯的人(1) 多1:9;<br />4) 頂撞(1) 多2:9;<br />5) 不服(1) 徒28:19;<br />6) 反對(1) 徒13:45;<br />7) 否定(1) 路20:27;<br />8) 就是背叛(1) 約19:12;<br />9) 辯駁著(1) 徒13:45;<br />10) 毀謗的(1) 路2:34
|sngr='''原文音譯''':¢nte‹pw 安特-誒坡<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':交換-放置(說)<br />'''字義溯源''':駁斥,否認,反駁,辯駁;由([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)與([[λέγω]])*=講)組成。有兩件事是使人無可辯駁的:<br />1)神所賜的口才智慧,是人駁不倒的( 徒21:15)<br />2)因耶穌基督的名使人得痊愈的事實,也是人無話可駁的( 徒4:14)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 辯駁(1) 徒4:14;<br />2) 反駁的(1) 路21:15<br />'''原文音譯''':¢ntilšgw 安提-累哥<br />'''詞類次數''':動詞(10)<br />'''原文字根''':交換—放置(說) 相當於: ([[מָרָה]]&#x200E;)  ([[סָרַר]]&#x200E;)  ([[רִיב]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':辯駁,拒絕,反駁,反對,駁斥,背叛,毀謗,爭辯,頂嘴,頂撞,不服;由([[ἀντί]])*=相對,代替,交換)與([[λέγω]] / [[εἴρω]])*=陳述)組成<br />'''出現次數''':總共(10);路(2);約(1);徒(4);羅(1);多(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 被毀謗(1) 徒28:22;<br />2) 頂嘴的(1) 羅10:21;<br />3) 爭辯的人(1) 多1:9;<br />4) 頂撞(1) 多2:9;<br />5) 不服(1) 徒28:19;<br />6) 反對(1) 徒13:45;<br />7) 否定(1) 路20:27;<br />8) 就是背叛(1) 約19:12;<br />9) 辯駁著(1) 徒13:45;<br />10) 毀謗的(1) 路2:34
}}
}}

Revision as of 10:10, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλέγω Medium diacritics: ἀντιλέγω Low diacritics: αντιλέγω Capitals: ΑΝΤΙΛΕΓΩ
Transliteration A: antilégō Transliteration B: antilegō Transliteration C: antilego Beta Code: a)ntile/gw

English (LSJ)

Hdt., Com., and Att. Prose (cf. ἀνταγορεύω): fut. A ἀντιλέξω E.Hipp.993, Ar.Ra.998, Lys.8.10 (but the common fut. is ἀντερῶ): aor. ἀντέλεξα S.OT409, Ar.Nu.1040 (but the aor. commonly used is ἀντεῖπον): pf. ἀντείρηκα: fut. Pass. ἀντειρήσομαι:—speak against, gainsay, contradict, τινί Th.5.30, Pl.Smp.216b, X.Mem.4.6.13, etc.; περί τινος Th.8.53, X.Mem.4.4.8; ὑπὲρ τῶν δικαίων ib.3.5.12; πρός τι 1.2.17; πρός πάντα τὰ δίκαια Ar.Nu.888:—often folld. by a dependent clause, ἀ. ὡς .. declare in opposition or answer that... χρησμοῖσι οὐκ ἔχω ἀντιλέγειν ὡς οὐκ εἰσὶ ἀληθέες Hdt.8.77, cf. Ar.Eq. 980, Th.8.24, X.An.2.3.25, etc.; οὐ τοῦτό γ' ἀντιλέγουσιν, ὡς οὐ . . Arist.Pol.1287b23; also ἀ. ὑπέρ τινος ὡς . . Th.8.45: so c. inf., ἀ. ποιήσειν ταῦτα, ἤν .. to reply that they will... if... Id.1.28; ἀ. μὴ κτεῖναι Μυτιληναίους Id.3.41; ἀ. τὸ μὴ οὐ ἀξιοῦσθαί τινα X.Cyr.2.2.20. 2 c. acc. rei, ἴσ' ἀντιλέξαι S.OT409; ἀ. τὸν ἐναντίον λόγον Lys.8.11; μῦθον ἀ. τινί tell one tale in reply to another, Ar.Lys.806; ἀντιλέγομεν πρᾶγμά τι Men.Epit.8:—Pass., to be disputed, questioned, X.HG6.5.37; of a place, ὑπό τινος ἀντιλεγόμενον counter-claimed, ib.3.2.30; ἀντιλέγεσθαι μικρὸν πρός τινα περί τινος D.27.15; τὰ ἀντιλεγόμενα points in dispute, Aeschin.2.44; πρὸς τὰ ἀντειρημένα κτλ., title of work by Chrysippus, Stoic.2.8; τόπος ἀντιλλεγόμενος (sic) IG5(2).443.15 (Megalopolis, ii B.C.): abs., -λέγεται περί τινος Str.8.6.6; of the genuineness of literary works, to be disputed, Plu.2.839c. 3 abs., speak in opposition, Hdt.9.42, E.Hipp.993, Ar.Ra.1076, etc.; ὁ ἀντιλέγων the opponent, Pl.Prt.335a; οἱ ἀντιλέγοντες Th.8.53; λαὸς ἀπειθῶν καὶ -λέγων LXXIs.65.2.

German (Pape)

[Seite 254] (vgl. ἀντείρω, ἀντεῖπον), dagegen sprechen, ἴσ' ἀντιλέξαι Soph. O. R. 409, u. sonst; oft bei Att. absolut, ὁ ἀντιλέγων, der Gegner, Plat. Prot. 335 a; πρός τινα Parm. 128 d; Xen. Mem. 1, 2, 17; τινί Plat. Conv. 201 c u. öfter; τοῖς νόμοις τἀναντία Ar. Nubb. 1023; περί τινος Lys. 8, 10; ἀντέλεγον περὶ βασιλείας, sie stritten sich um den Thron, Xen. Hell. 3, 3, 1; περὶ τῶν δικαίων Mem. 4, 4, 8, wie ὑπὲρ τῶν δικαίων, um das Recht zu erlangen, 3, 5, 12. – Mit folgd. inf. u. μή, Thuc. 3, 41; Xen. Cyr. 2, 2, 20 An. 2, 5, 28 Hell. 2, 2, 19; auch ὡς, Thuc. 2, 84 u. sonst; τὰ ἀντιλεγόμενα, Streitpunkte, Pol. 9, 33, vgl. 31, 23; χωρίον ὑπό τινος ἀντιλεγόμενον, worauf Jem. Anspruch macht, Xen. Hell. 3, 2, 30; καί τι μικρὸν ἔφη πρὸς τὴν ἐμὴν μητέρα περὶ χρυσιδίων ἀντιλέγεσθαι Dem. 27, 15; οὐδὲν ἀντιλεκτέον Eur. Heraclid. 975.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλέγω: Ἡρόδ., Κωμ., καὶ Ἀττ. πεζ. (πρβλ. ἀνταγορεύω): μέλλ. ἀντιλέξω Εὐρ. Ἱππ. 993, Ἀριστοφ. Βάτρ. 998, Ξεν.· ἀλλ’ ὁ κοινὸς μέλλ. εἶναι ἀντερῶ: ― ἀόρ. ἀντέλεξα Σοφ. Ο. Τ. 409, Ἀριστοφ. Νεφ. 1040 (ἀλλ’ ὁ κοινὸς ἐν χρήσει ἀόρ. εἶοναι ἀντεῖπον): οὕτως ὁ πρκμ. εἶναι ἀντείρηκα, ὁ παθ. μέλλ. ἀντειρήσομαι, ὁμιλῶ ἐναντίον τινὸς, ἀντιλέγω, ἐναντιοῦμαι διὰ λόγων, τινὶ Θουκ. 5. 30, Πλάτ., Ξεν., κλπ.: περί τινος Θουκ. 8. 53· τινὶ περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· ὑπέρ τινος αὐτόθι 3. 5, 12· πρός τι Ἀριστοφ. Νεφ. 888: ― συχνάκις ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἀντ. ὡς... διακηρύττω ἐκ τοῦ ἐναντίου (ἢ ἀποκρίνομαι) ὅτι..., Ἡρόδ. 8. 77, Ἀριστοφ. Ἱππ. 980, Θουκ. 8. 24, Ξεν., κτλ.· οὐ τοῦτό γ’ ἀντιλέγουσιν, ὡς οὐ... Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 11· ὡσαύτως, ἀντ. ὑπέρ τινος ὡς.., Θουκ. 8. 45· οὕτω μετ’ ἀπαρ., ἀντ. ποιήσειν ταῦτα, ἤν..., ἀποκρίνομαι ὅτι θὰ πράξω ταῦτα ἐὰν..., ὁ αὐτ. 1. 28· ἀντιτείνω, λέγω ὅτι δὲν..., καίπερ πάνυ πολλῶν ἀντιλεγόντων ὡς, κτλ., Ξεν. Ἀν. 2. 3, 25· ἀντ. μὴ οὐκ ἀξιοῦσθαι τινα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 20. 2) μετὰ αἰτ. πράγμ., ἴσ’ ἀντιλέξαι (ἴδε ἀνωτ.) Σοφ. Ο. Τ. 409· ἀντ. τινί τι, λέγω τι ἐναντίον τινός, Θουκ. 5. 30· ἀντ. λόγον Λυσ. 113. 19· μῦθον ἀντ. τινί, λέγω ἕνα λόγον ὅπως ἀποκριθῶ εἰς ἕτερον, Ἀριστοφ. Λυσ. 806· οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, ἀντιλέγεσθαί τι πρός τινα περί τινος Δημ. 818.13: ― Παθ., διαφιλονεικοῦμαι, εἶμαι ὑπὸ ἀμφισβήτησιν, ἀλλὰ ταῦτα μὲν... ἴσως ἀντιλέγεται Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37· ἐπὶ τόπου, ὑπό τινος ἀντιλεγόμενον, διαφιλονεικούμενον, ὁ αὐτ. 3. 2, 30. 3) ἀπολ., ἀντιλέγω ὡς καὶ νῦν: τοῦτου δὲ οὕτω δικαιεῦντος ἀντέλεγε οὐδεὶς Ἡρόδ. 9. 42, Εὐρ., Ἀριστοφ. κτλ., ὁ ἀντιλέγων, ὁ ἐναντίος, Πλάτ. Πρωτ. 335Α· οἱ ἀντιλέγοντες Θουκ. 8. 53.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντιλέξω, ao. ἀντέλεξα;
f., ao. et pf. usuels ἀντερῶ, ἀντεῖπον, ἀντείρηκα;
parler contre, contredire : τινι qqn ; ἀ. τι opposer qqe argument ; ἀ. τινί τι alléguer qch contre qqn ; abs. parler en opposition, contredire, contester : τὰ ἀντιλεγόμενα ESCHN les points controversés, en litige.
Étymologie: ἀντί, λέγω³.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. ἀντιλλεγόμενον IG 5(2).443.15 (Megalópolis II a.C.); fut. ἀντιλέξω E.Hipp.993, Ar.Ra.998, Lys.8.10; aor. 1.a sg. ἀντέλεξα S.OT 409, Ar.Nu.1040, 3.a plu. ἀντεῖπαν LXX Io.17.14; perf. 3a sg. ἀντιλέλεκται Eus.HE 3.3.6]
I abs. o c. dat. o ac. de pers., a veces c. πρός o ὑπέρ
1 abs. oponerse de palabra, oponerse en la asamblea o en un juicio τούτου ... δικαιεῦντος ἀντέλεγε οὐδείς Hdt.9.42, ὡς ἔδοξεν αὐτοῖς ... καὶ ἀντέλεγον Th.5.112, εἰ μὴ ἀντιλέγοντι τοὶ Ἐπιδαύριοι IAE 25.18, πότερον συνηγόρευες ... ἢ ἀντέλεγες; - ἀντέλεγον ¿estabas de acuerdo o te opusiste? - me opuse Lys.12.25, cf. X.Cyr.6.2.24, Antisth.65, Is.8.19, 23, Plb.1.69.10
esp. en las teorías semánticas sofísticas sobre la relatividad del significado, D.L.9.53 (= Protag.A 1), οὐκ ἔστιν ἀντιλέγειν Prodic. en Didym.in Eccl.16.12, μὴ εἶναι ἀντιλέγειν Antisth.47a, ψευδῆ λέγειν οὐδ' ἀντιλέγειν οὐδὲ δύω λόγω περὶ τῶν αὐτῶν πραγμάτων ἀντειπεῖν (que no era posible) decir lo falso ni hablar en contra ni oponer dos tesis sobre los mismos temas Isoc.10.1, cf. Ar.Nu.901, en gener. ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος; ¡desgraciada! ¿estando en contra Creonte? S.Ant.47, νῦν δ' ἀντιλέγει κοὐκέτ' ἐλαύνει ahora se permite protestar y no rema de los remeros de la nave Páralo influidos por las tragedias de Eurípides, Ar.Ra.1076, ὡς διαφθερῶν (με) κοὐκ ἀντιλέξοντ' E.Hipp.993, τὸ ἀντιλέγειν ... μὴ κάλει λοιδορεῖσθαι al simple contradecir no llames injuriar Pl.Euthd.285d, cf. e, 286a, b, τοὺς μὲν γὰρ ἀντιλέγοντας καὶ ἀρνουμένους τε μᾶλλον κολάζομεν Arist.Rh.1380a17, λαὸς ἀπειθῶν καὶ ἀντιλέγων LXX Is.65.2, οὐκ ἀντιλέγω no me opongo Men.Epit.297
part. subst. οἱ ἀντιλέγοντες en un debate público los contradictores, oponentes Th.8.53, cf. Pl.Prt.335a, τὼς ἀντιλέγοντας rétor dorio anónimo en POxy.410.31 (IV a.C.), en el Senado romano οἱ ἀ. la oposición Plb.30.31.20.
2 c. dat. o ac. de pers. oponerse de palabra, contradecir, replicar, llevar la contraria a
a) c. dat. de pers. ἀντειπεῖν ἐμοί S.OC 999, ἀντεῖπεν αὐτῷ Th.1.136, σοι ... ἀντερεῖ Pl.R.580a, τῷ Καίσαρι Eu.Io.19.12, ἀντιλέγειν τοῖς μανθάνουσιν, ἤν τι μὴ ὀρθῶς λέγεσθαι δοκῇ αὐτοῖς Luc.Herm.13, αὐτῷ Is.2.15, τούτοις Is.12.4, Plb.4.34.8, Themist.Ep.20, Luc.DMort.30.3, c. dat. de abstr. o personif. εἰρήνῃ X.Ages.2.21, ταῖς Ἀλεξάνδρου τιμαῖς Plb.12.12b.3, τῇ ἀληθείᾳ LXX Si.4.25, τῇ σωτηρίᾳ Iren.Lugd. en Eus.HE 4.29.2
id. de cosas físicas rehusar, rechazar ταῖς λοιπαῖς (ἀρτάβαις) BGU 1818.13 (I a.C.), τῇ δωρεᾷ τοῦ Θεοῦ Ign.Sm.7.1, cf. Clem.Al.Strom.7.16.100
c. dat. y complet. χρησμοῖσι ... ἀ. ὡς οὐκ εἰσὶ ἀληθέες Hdt.8.77, cf. Pl.Smp.216b;
b) c. ac. de pers. oponerse, replicar οὐ βούλομαι τὸν μάντιν ἀντειπεῖν κακῶς no quiero replicar con insultos al adivino S.Ant.1053.
3 c. πρός y ac. de cosa objetar, oponerse πρὸς πάντα τὰ δίκαια Ar.Nu.888, πρὸς τάδε τίς ἀντερεῖ; Ar.Ach.701, πρὸς ταῦτα Pl.Euthd.285d, πρὸς τὰ μὲν ἀντειπεῖν δεῖ, τῶν δὲ ἔλεγχον ποιήσασθαι Th.3.61, πρὸς νόμους ... ἀντιλέγειν Is.10.22, πρὸς μίαν ... θεραπείαν ... Luc.Abd.24, πρὸς τοῦτο μὲν οὐκ ἀντιλέγω a eso no me opongo X.Mem.1.2.17, πρὸς οὐδέν Plb.5.16.7
a veces tb. c. dat. de pers. μηκέτι πρὸς ταῦτα ἀντείπῃς ... τῷ μειρακίῳ Pl.Thg.131a.
4 c. ὑπέρ y gen. oponerse a favor de, defender ὑπὲρ ἀνδρὸς ἀντειπεῖν Ar.Th.545, ὑπὲρ δικαίων X.Mem.3.5.12
id. y πρός c. ac. de pers. πρὸς αὐτὸν ὑπὲρ Ἀγησιλάου X.HG 3.3.3
id. y or. complet. ὑπὲρ τοῦ Τισσαφέρνους ὡς Th.8.45.
II c. complet. o ac. int.
1 c. complet. objetar c. ὡς o inf.: αὐτοὺς ἀντιλέγοντας ... ὡς Th.8.24, cf. Ar.Eq.980, ὡς οὐκ ἄξιον X.An.2.3.25, cf. Arist.Pol.1287b23, ἀντέλεγον, ἢν καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ἐν Ἐπιδάμνῳ ἀπαγάγωσι, ποιήσειν ταῦτα Th.1.28, pero ἀντιλεγόντων δ' ἡμῶν ... μηδὲ τὸ παράπαν γενέσθαι τὰς διαθήκας Is.4.15, οὐκ ἀντερεῖ ὁ Ἰωάννης καὶ τὸν νεκρὸν ἀναστῆσαι A.Io.46
ante un tribunal declarar a su vez μὴ ὀφείλειν PPetr.1.16.2.10 (III a.C.)
pero ἀντέλεγε ... μὴ ἀποκτεῖναι Μυτιληναίους proponía no matar a los mitilenios Th.3.41.
2 c. ac. int. indicando palabras, órdenes, propuestas contestar, ordenar, replicar ἔπος E.IA 1391, λόγον ... ὁντινοῦν δύναιντ' ἂν ἀντειπεῖν Is.2.17, ἴσ' S.OT 409, τὸν ἐναντίον λόγον Lys.8.11, cf. Plb.9.24.7, Anaximen.Rh.1442b33, αἰσχρὸν ὂν ἀντιλέγειν τὸ μὴ οὐχὶ τὸν πλεῖστα καὶ πονοῦντα ... μεγίστων ἀξιοῦσθαι X.Cyr.2.2.20
ἀ. πρᾶγμά τι objetar a una cosa Men.Epit.225, ἀντείπαμεν [δὴ] τὸ τὸν σο[φ] ὸν ὀργισθήσε[σθαι hemos objetado que el sabio se irritará Phld.Ir.p.92
c. ac. int. y dat. de pers. τὸ τεθνάναι δ' οὐκέτ' ἀντερῶ θεοῖς no discutiré a los dioses el morir A.A.539, τοῖσδε δ' οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω A.Pr.51, cf. Pl.Ap.28b, Ar.Lys.806, οἷς καὶ οὐδὲν ἀντερῶ BGU 1662.17 (II d.C.)
tb. añadiendo otras constr. τὰ δ' ἀντερεῖς πρὸς αὐτόν, ὡς οὐδὲν ἠδίκηκας Ar.Nu.1079, κατὰ μηδὲν ἀντιλέγων sin objetar nada, PMur.114.14 (II d.C.), ἀντέλεγον τοῖς Λακηδαιμονίοις, ἃ μὲν ἠδικοῦντο, ... ὅτι Th.5.30.
III 1c. πρός y pron. recíprocos y anafóricos discutir πρὸς ἀλλήλους Hp.Nat.Hom.1.3, cf. αὐτοῖσιν ἀντιλέγουσιν ib., ἐὰν ... ἀντιλέγωσιν πρὸς αὐτοὺς περὶ τοῦ πλήθους τῶν παίδων si discuten entre ellos por el número de alumnos, SIG 578.31 (Teos III/II a.C.).
2 c. περί y gen. disputar, debatir περὶ ἑνὸς ἀντιλέγειν Isoc.6.25, περὶ τῶν δικαίων ἀντιλέγοντες X.Mem.4.4.8, cf. Plb.23.4.10
id. y dat. de pers. αὐτῷ περί του X.Mem.4.6.13.
IV en v. pas. como transf. de III 1 ser disputado o discutible οὐδε ἀντειρήσεται nada se (te) discutirá S.Tr.1184, ταῦτα μὲν ... ἴσως ἀντιλέγεται, τίνες ἦσαν οἱ ἄρξαντες ἀδικεῖν; X.HG 6.5.37, ἐὰν δέ τι ἀντιλέγηται τοῖς κατεληλυθόσιν καὶ τοῖς ἐν τῇ πόλει si surge alguna discusión entre los recién llegados y los de la ciudad, SIG 283.15 (Quíos V a.C.), cf. D.27.15
de lugares τὸ] ν τόπον ἀντιλλεγόμενον IG 5(2).443.15 (Megalópolis II a.C.), cf. Str.8.6.6, ὑπ' Ἀρκάδων ἀντιλεγόμενον de un lugar reclamado por los Arcadios X.HG 3.2.30, ἀντιλεγόμενος σίτος trigo en disputa, PHib.82.4 (III a.C.)
de obras, escritos, en part. disputado, discutible, de autenticidad dudosa (δράματα) Anon.Com.p.140, γραφαί Eus.HE 6.13.6, cf. Plu.2.839c
subst. τὰ ἀντιλεγόμενα puntos de discusión Aeschin.2.44
esp. entre los estoicos Objeciones como tít., Sphaer.Stoic.1.140, τὰ ... ἀντειρημένα de Crisipo Stoic.2.8, cf. Gal.5.477.

English (Strong)

from ἀντί and λέγω; to dispute, refuse: answer again, contradict, deny, gainsay(-er), speak against.

English (Thayer)

(imperfect ἀντέλεγον); to speak against, gainsay, contradict; absolutely: L Tr WH omit); τίνι, μή and the accusative with an infinitive: L marginal reading Tr WH λέγοντες) (as in Greek writings; see Passow (or Liddell and Scott), under the word; (Winer s Grammar, § 65,2 b; Buttmann, 355 (305))). "to oppose oneself to one, decline to obey him, declare oneself against him, refuse to have anything to do with him" (cf. Winer's Grammar, 23 (22)): τίνι, Lucian, dial. inferor. 30,3); absolutely, Achilles Tatius (500 A.D.>?) 5,27). Passive, ἀντιλέγομαι I am disputed, assent or compliance is refused me, (Winer's Grammar, § 39,1): Acts 28:22.

Greek Monolingual

(AM ἀντιλέγω)
φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί
μσν.
1. δικαιολογούμαι
2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση
3. δυσανασχετώ
αρχ.-μσν.
1. αντιτίθεμαι
2. αμφισβητώ
3. αρνούμαι, απορρίπτω
4. απαντώ
αρχ.-μσν.
τα αντιλεγόμενα
1. (συνήθως για βιβλία) τα αμφισβητούμενα, εκείνα των οποίων η γνησιότητα δεν είναι γενικά παραδεκτή
2. (ειδικότερα) ορισμένα βιβλία που δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης
αρχ.
1. φιλονικώ
2. (μτχ.) ο αντιλέγων
ο αντίπαλος·

Greek Monotonic

ἀντιλέγω: μέλ. -λέξω, αλλά ο κοινός μέλ. είναι ἀντερῶ· αόρ. αʹ -έλεξα (αλλά ο αόρ. που χρησιμ. κοινώς είναι το ἀντεῖπον)· ομοίως ο παρακ. είναι ἀντείρηκα, ο Παθ. μέλ. ἀντερήσομαι·
1. μιλώ ενάντια, αντικρούω, αντιπαραβάλλω, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· τινὶ περί τινος, σε Ξεν.· ὑπὲρ τινος, στον ίδ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· ἀντ. ὡς, ανακοινώνω αντιθετικά ή απαντώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ. ανταπαντώ ότι..., σε Θουκ.· ἀντ. μὴ ποιεῖν, μιλώ ενάντια στο να γίνει, στον ίδ.
2. με αιτ. πράγμ., επικαλούμαι σε απάντηση, σε Σοφ., Θουκ. — Παθ., αμφισβητούμαι, σε Ξεν.· λέγεται για τόπο, διαφιλονικούμαι, στον ίδ.
3. απόλ., αντιλέγω, μιλώ κατά αντιπαραβολή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ ἀντιλέγοντες, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλέγω: (fut. ἀντιλέξω и ἀντερῶ, aor. ἀντέλεξα и ἀντεῖπον, pf. ἀντείρηκα)
1) высказываться против, противоречить, опровергать, возражать (τινὶ περί или ὑπέρ τινος Xen. и τινί τι Thuc.); οὐδὲν ἀντιλεκτέον Eur. спору нет; ἀ. μὴ ποιεῖν τι Thuc. возражать против какого-л. действия; ἀ. μὴ οὐ ἀξιοῦσθαι … Xen. утверждать, что не подобает …;
2) приводить в возражение (τὸν ἐναντίον λόγον τινί Lys.);
3) оспаривать (χωρίον ὑπό τινος ἀντιλεγόμενον Xen.): τὰ ἀντιλεγόμενα Polyb. спорные вопросы.

Middle Liddell

[the common fut. is ἀντερῶ; the aor. commonly used is ἀντεῖπον
1. to speak against, gainsay, contradict, τινί Thuc., etc.; τινὶ περί τινος Xen.; ὑπέρ τινος Xen.; πρός τι Ar.:— ἀντ. ὡς . . to declare in opposition or answer that . ., Hdt., etc.; c. inf. to reply that . ., Thuc.; ἀντ. μὴ ποιεῖν to speak against doing, Thuc.
2. c. acc. rei, to allege in answer, Soph., Thuc.:—Pass. to be disputed, Xen.; of a place, to be counter-claimed, Xen.
3. absol. to speak one against the other, speak in opposition, Hdt., etc.; οἱ ἀντιλέγοντες Thuc.

Chinese

原文音譯:¢nte‹pw 安特-誒坡
詞類次數:動詞(2)
原文字根:交換-放置(說)
字義溯源:駁斥,否認,反駁,辯駁;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(λέγω)*=講)組成。有兩件事是使人無可辯駁的:
1)神所賜的口才智慧,是人駁不倒的( 徒21:15)
2)因耶穌基督的名使人得痊愈的事實,也是人無話可駁的( 徒4:14)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 辯駁(1) 徒4:14;
2) 反駁的(1) 路21:15
原文音譯:¢ntilšgw 安提-累哥
詞類次數:動詞(10)
原文字根:交換—放置(說) 相當於: (מָרָה‎) (סָרַר‎) (רִיב‎)
字義溯源:辯駁,拒絕,反駁,反對,駁斥,背叛,毀謗,爭辯,頂嘴,頂撞,不服;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成
出現次數:總共(10);路(2);約(1);徒(4);羅(1);多(2)
譯字彙編
1) 被毀謗(1) 徒28:22;
2) 頂嘴的(1) 羅10:21;
3) 爭辯的人(1) 多1:9;
4) 頂撞(1) 多2:9;
5) 不服(1) 徒28:19;
6) 反對(1) 徒13:45;
7) 否定(1) 路20:27;
8) 就是背叛(1) 約19:12;
9) 辯駁著(1) 徒13:45;
10) 毀謗的(1) 路2:34