στυφελίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(39)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(36 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styfelizo
|Transliteration C=styfelizo
|Beta Code=stufeli/zw
|Beta Code=stufeli/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strike hard</b>, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε . . ἀσπίδ' Ἀπόλλων <span class="bibl">Il.5.437</span>; πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ' ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν <span class="bibl">16.774</span>; <b class="b3">στυφέλιξε δέ μιν</b> (sc. <b class="b3">ἐγχείη</b>) <span class="bibl">7.261</span>; <b class="b3">ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ</b> <b class="b2">drives away</b> the clouds, <span class="bibl">11.305</span>; <b class="b3">εἰ . . κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος . . ἐξ ἑδέων στυφελίξαι</b> <b class="b2">thrust</b> us from our seats, <span class="bibl">1.581</span>; τὸν δ' . . ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε <span class="bibl">22.496</span>; <b class="b3">οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ</b>. <span class="bibl">Od.17.234</span>; τινὰ κορύνῃ <span class="bibl">A.R.2.115</span>; κῦμα . . ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα <span class="title">AP</span>7.665 (Leon.); <b class="b3">ἐκ θεμέθλων ἄνακτας</b> ib.<span class="bibl">15.22</span> (Simm.); Ποσείδαν . . ἐστυφέλιξε πόντον <span class="bibl">Alc.26</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">treat roughly, maltreat</b>, <span class="bibl">Il.21.380</span>,<span class="bibl">512</span>, <span class="bibl">Od.18.416</span>; τινὰ ὀνείδεσι <span class="bibl">A.R. 1.273</span>.—Ep. word, used by <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>225</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>139</span> (lyr., abs.); also σ. τρώματα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>31</span>: in late Prose, Plu.<span class="title">Nob.</span>9.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[strike hard]], τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε.. ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437; πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ' ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν 16.774; <b class="b3">στυφέλιξε δέ μιν</b> (''[[sc.]]'' [[ἐγχείη]]) 7.261; <b class="b3">ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ</b> [[drives away]] the clouds, 11.305; <b class="b3">εἰ.. κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος.. ἐξ ἑδέων στυφελίξαι</b> [[thrust]] us from our seats, 1.581; τὸν δ'.. ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496; <b class="b3">οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ</b>. Od.17.234; τινὰ κορύνῃ A.R.2.115; κῦμα.. ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα ''AP''7.665 (Leon.); <b class="b3">ἐκ θεμέθλων ἄνακτας</b> ib.15.22 (Simm.); Ποσείδαν.. ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26.<br><span class="bld">2</span> generally, [[treat roughly]], [[maltreat]], Il.21.380,512, Od.18.416; τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273.—Ep. word, used by Pi.''Fr.''225, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''139 (lyr., abs.); also σ. τρώματα Hp.''Fract.''31: in late Prose, Plu.''Nob.''9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; [[Ἀπόλλων]] ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; [[ἐγχείη]] στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Thaten, [[μήτε]] τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0959.png Seite 959]] fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; [[Ἀπόλλων]] ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; [[ἐγχείη]] στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Taten, [[μήτε]] τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><i>Pass., seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> [[frapper fortement]], acc. ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> [[renverser]];<br /><b>2</b> [[chasser]] ; disperser;<br /><b>II.</b> [[manier avec rudesse]] ; traiter rudement, maltraiter.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυφελίζω [~ στυφελός] aor. ἐστυφέλιξα, ep. στυφέλιξα. hard slaan, stoten tegen, beuken tegen, met acc.:; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ zoals wanneer de westenwind tegen de wolken stoot Il. 11.305; met acc. en ἐκ of ἐκτός + gen. wegstoten van of uit iets. uitbr. hardhandig behandelen, mishandelen, schofferen; geneesk.. σ. τὰ τρώματα de wonden hardhandig behandelen Hp. Fract. 31.
}}
{{elru
|elrutext='''στῠφελίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[отражать]], [[отбивать]], [[ударять]] (ἀσπίδα, τινὰ μεμαῶτα Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[сталкивать]], [[свергать]] (ἐξ ἑδέων Hom.; ἄνακτας ἐκ θεμέθλων Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[прогонять]] (νέφεα Hom.);<br /><b class="num">4</b> [[сбрасывать]], [[ввергать]] ([[ναύτας]] ἐς ἅλα Anth.);<br /><b class="num">5</b> [[жестоко обращаться]], [[притеснять]], [[обижать]] (τινά Hom.): στυφελίζων Soph. в своей жестокости.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στῠφελίζω''': (στυφελὸς) κτυπῶ τι ἰσχυρῶς καὶ [[διασείω]] αὐτό, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε ... ἀσπίδ’ [[Ἀπόλλων]], «διέσεισε, διεκίνησε» (κατὰ τὸν Σχολ.), Ἰλ. Ε. 437· πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ’ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν Π. 774· στυφέλιξε δέ μιν (ἐξυπ. [[ἐγχείη]]) Η. 261· ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξη, “διασείσῃ, πλήξῃ” (Σχόλ.), Λ. 305· εἰ ... κ’ ἐθέλησιν [[Ὀλύμπιος]] ... ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, ἐκ τῆς ἕδρας ἀποκινῆσαι, ἀνατρέψαι, Α. 581· τὸν δ’ ... ἐκ δαιτύος ἐστ. Χ. 496· [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Ὀδ. Ρ. 234· τινα κορύνῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 115· [[κῦμα]] ... ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἄλα Ἀνθ. Π. 7. 665· ἄνακτας ἐκ θεμέθλων [[αὐτόθι]] 15. 22. 2) [[καθόλου]], κακῶς μεταχειρίζομαι, Ἰλ. Φ. 380, 512, Ὀδ. Σ. 416· τινὰ ὀνείδεσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 273, Ἡσύχ. - Ἐπὶ λέξει, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 247, Σοφ. Ἀντ. 139 ([[ἔνθα]] κεῖται ἀπολ.), [[ὡσαύτως]], στ. στρώματα Ἱππ. Ἀποσπ. 772.
|lstext='''στῠφελίζω''': (στυφελὸς) κτυπῶ τι ἰσχυρῶς καὶ [[διασείω]] αὐτό, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε ... ἀσπίδ’ [[Ἀπόλλων]], «διέσεισε, διεκίνησε» (κατὰ τὸν Σχολ.), Ἰλ. Ε. 437· πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ’ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν Π. 774· στυφέλιξε δέ μιν (ἐξυπ. [[ἐγχείη]]) Η. 261· ὡς [[ὁπότε]] νέφεα [[Ζέφυρος]] στυφελίξη, “διασείσῃ, πλήξῃ” (Σχόλ.), Λ. 305· εἰ ... κ’ ἐθέλησιν [[Ὀλύμπιος]] ... ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, ἐκ τῆς ἕδρας ἀποκινῆσαι, ἀνατρέψαι, Α. 581· τὸν δ’ ... ἐκ δαιτύος ἐστ. Χ. 496· [[οὐδέ]] μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Ὀδ. Ρ. 234· τινα κορύνῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 115· [[κῦμα]] ... ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἄλα Ἀνθ. Π. 7. 665· ἄνακτας ἐκ θεμέθλων [[αὐτόθι]] 15. 22. 2) [[καθόλου]], κακῶς μεταχειρίζομαι, Ἰλ. Φ. 380, 512, Ὀδ. Σ. 416· τινὰ ὀνείδεσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 273, Ἡσύχ. - Ἐπὶ λέξει, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 247, Σοφ. Ἀντ. 139 ([[ἔνθα]] κεῖται ἀπολ.), [[ὡσαύτως]], στ. στρώματα Ἱππ. Ἀποσπ. 772.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><i>Pass., seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> frapper fortement, acc. ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> renverser;<br /><b>2</b> chasser ; disperser;<br /><b>II.</b> manier avec rudesse ; traiter rudement, maltraiter.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>στῠφελίζω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[strike]] [[ὁπόταν]] θεὸς ἀνδρὶς [[χάρμα]] πέμψῃ, [[πάρος]] μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.
|sltr=<b>στῠφελίζω</b> [[strike]] [[ὁπόταν]] θεὸς ἀνδρὶς [[χάρμα]] πέμψῃ, [[πάρος]] μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> <b>πρβλ.</b> <i>εἴκ</i>-<i>ελος</i>), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> <i>μάχ</i>-<i>λος</i>, <i>φαῦ</i>-<i>λος</i>) κατ' [[επίδραση]] του επικού ρ. [[στυφελίζω]], το οποίο [[είναι]] πιθ. σχηματισμένο [[κατά]] το [[ἐλελίζω]]. Ελάχιστα πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] της οικογένειας αυτής με το ρ. [[στύφω]], το οποίο, όμως, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του επιθ. [[στυφελός]] από τη σημ. «[[τραχύς]]» στη σημ. «[[στυφός]], όξινος»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> [[πρβλ]]. [[εἴκελος]]), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] [[πρβλ]]. [[μάχλος]], [[φαῦλος]]) κατ' [[επίδραση]] του επικού ρ. [[στυφελίζω]], το οποίο [[είναι]] πιθ. σχηματισμένο [[κατά]] το [[ἐλελίζω]]. Ελάχιστα πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] της οικογένειας αυτής με το ρ. [[στύφω]], το οποίο, όμως, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του επιθ. [[στυφελός]] από τη σημ. «[[τραχύς]]» στη σημ. «[[στυφός]], όξινος»].
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] με [[δύναμη]] και το [[τραντάζω]]<br /><b>2.</b> κακομεταχειρίζομαι κάποιον [[είτε]] με [[λόγια]] [[είτε]] με έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], το ρ. [[στυφελίζω]] και τα επίθ. [[στυφελός]], [[στύφλος]] ανάγονται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>steu</i>-<i>p</i>- «[[κορμός]], [[χτυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[στύπος]], [[τύπτω]]). Προβληματική παραμένει η [[σχέση]] τών τ. [[στυφελίζω]], [[στυφελός]], [[στύφλος]]. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. [[στυφελίζω]] θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. <i>στυφ</i>-<i>ελός</i> «[[τραχύς]]» (για το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> <b>πρβλ.</b> <i>εἴκ</i>-<i>ελος</i>), μέσω μιας σημ. «[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[σκληρός]] από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. [[στύφλος]] / [[στυφλός]] [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συγκοπής από το [[στυφελός]] (<b>πρβλ.</b> [[πυκνός]]: [[πυκινός]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], ο τ. [[στυφελός]] έχει προέλθει από το [[στύφλος]] / [[στυφλός]] (αβέβαιου τονισμού, για το [[επίθημα]] <b>πρβλ.</b> <i>μάχ</i>-<i>λος</i>, <i>φαῦ</i>-<i>λος</i>) κατ' [[επίδραση]] του επικού ρ. [[στυφελίζω]], το οποίο [[είναι]] πιθ. σχηματισμένο [[κατά]] το [[ἐλελίζω]]. Ελάχιστα πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] της οικογένειας αυτής με το ρ. [[στύφω]], το οποίο, όμως, έχει ασκήσει [[επίδραση]] στη σημασιολογική [[εξέλιξη]] του επιθ. [[στυφελός]] από τη σημ. «[[τραχύς]]» στη σημ. «[[στυφός]], όξινος»].
|lsmtext='''στῠφελίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[στυφελός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] [[δυνατά]], [[πλήττω]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, [[απομακρύνω]], [[σκορπίζω]] τα σύννεφα, στο ίδ.· <i>ἐξ ἑδέων στυφελίξαι</i>, τον ανέτρεψε, τον έριξε από το κάθισμά του, την [[έδρα]] του, την [[θέση]] του, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, φέρομαι με [[σκληρότητα]], [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα, κακομεταχειρίζομαι, [[συμπεριφέρομαι]] με [[σκαιότητα]], σε Όμηρ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[to strike hard]], [[to dash]], [[to beat]], [[to drive away]], [[to maltreat]] (ep. lyr. Il.).<br />Other forms: Aor. <b class="b3">-λίξαι</b>.<br />Compounds: Also w. <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">μετα-</b>, <b class="b3">περι-</b>.<br />Derivatives: [[στυφελιγμοί]] ([[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">-σμοί</b>) m. pl. [[maltreatment]] (A. Eq. 537 [anap.]). -- Besides [[στυφελός]] [[hard]], [[raw]], [[stony]], [[severe]] (A. in lyr., A. R., Opp., AP; also Arcad. Cyren. after sch. A. R. 2, 1005; cf. Leumann Hom. Wörter 269 f.), second. [[astringent]], [[bitter]] (AP; after [[στύφω]]); <b class="b3">κατα-</b> στυφελίζω [[raw]], [[stony]] (h. Merc., Hes.), [[ἀ-]] στυφελίζω [[not hard]], [[friendly]], [[smooth]] (Thgn., AP); enlarged [[στυφελώδης]] [[hard]] (Q.S.); also [[στύφλος]] (on the accent below) [[raw]], [[stony]] (trag., Lyc.; <b class="b3">κατά-</b> στυφελίζω H.), <b class="b3">-άριος</b> (Hyettos IIIp; PN?). At first sight ep. [[στυφελίζω]] seems a derivation of the later attested [[στυφελός]]. Apart from the chronology of the attestations, in that way the meaning of the verb (prop. *`to be, make hard or severe'?) becomes hard to understand. For [[στυφελίζω]] one could consider [[ἐλελίζω]] as example (Schmoll Die Verba auf <b class="b3">-ίζω</b> [Diss. Tübingen 1955] 182), after it [[στυφελός]] for [[στύφλος]] (Leumann l. c.)? The barytonesis of [[στύφλος]] is remarkable (cf. however [[φαῦλος]], [[μάχλος]], [[κτίλος]] a.o.), but must be considered more probale as lectio difficilior then the less well attested oxytonesis.<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: Not well explained. The in spite of the deviating vowel quantity (cf. [[τύφω]]: [[τυφλός]]) obvious connection with [[στύφω]] is for [[στύφλος]], [[στυφελός]] not hard to motivate ('drawing together, -drawn, contract' > [[solid]], [[hard etc.]]; e.g. Persson Stud. 193), but is for [[στυφελίζω]] not immediately convincing. So the last rather to [[τύπτω]] (Curtius 227 etc.)? -- Extensive on [[στυφελίζω]] Ruijgh L'élém. ach. 84 ff.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στυφελός]]<br /><b class="num">1.</b> to [[strike]] [[hard]], [[smite]], Il.; of the [[wind]], to [[drive]] [[away]] clouds, Il.; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι to [[thrust]] him from his [[seat]], Il.<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], to [[treat]] roughly, [[misuse]], [[maltreat]], Hom.
}}
{{FriskDe
|ftr='''στυφελίζω''': {stuphelízō}<br />'''Forms''': Aor. -λίξαι,<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[hart schlagen]], [[schmettern]], [[stoßen]], [[wegstoßen]], [[mißhandeln]] (ep. lyr. seit Il.)<br />'''Composita''': auch m. ἀπο-, ἀνα-, μετα-, περι-,<br />'''Derivative''': mit στυφελιγμοί ([[varia lectio|v.l.]] -σμοί) m. pl. [[Mißhandlung]] (A. ''Eq''. 537 [anap.]). — Daneben [[στυφελός]] [[hart]], [[rauh]], [[steinig]], [[streng]] (A. in lyr., A. R., Opp., ''AP''; auch arkad. kyren. nach Sch. A. R. 2, 1005; vgl. Leumann Hom. Wörter 269 f.), sekund. [[zusammenziehend]], [[bitter]] (''AP''; nach [[στύφω]]); κατα- ~ [[rauh]], [[steinig]] (''h''. ''Merc''., Hes.), ἀ- ~ [[nicht hart]], [[freundlich]], [[glatt]] (Thgn., ''AP''); erweitert [[στυφελώδης]] [[hart]] (Q.S.); auch [[στύφλος]] (zum Akz. unten) [[rauh]], [[steinig]] (Trag., Lyk.; [[κατά]]- ~ H.), -άριος (Hyettos III<sup>p</sup>; PN?). Beim ersten Anblick scheint das ep. [[στυφελίζω]] eine Ableitung des später belegten [[στυφελός]] zu sein. Von der Chronologie der Belege abgesehen, wird dabei die Bedeutung des Verbs (eig. *’hart, streng sein od. machen’?) schwerverständlich. Für [[στυφελίζω]] kommt [[ἐλελίζω]] als Vorbild in Betracht (Schmoll Die Verba auf -ίζω [Diss. Tübingen 1955] 182), danach [[στυφελός]] für [[στύφλος]] (Leumann a. O.) ? Die Barytonese bei [[στύφλος]] fällt auf (vgl. immerhin [[φαῦλος]], [[μάχλος]], [[κτίλος]] u.a.), verdient aber schon als lectio difficilior der schlechter bezeugten Oxytonese vorgezogen zu werden.<br />'''Etymology''': Nicht sicher erklärt. Die trotz der abweichenden Vokalquantität (vgl. τύ̄φω: [[τυφλός]]) naheliegende Anknüpfung an [[στύφω]] ist für [[στύφλος]], [[στυφελός]] nicht schwer zu begründen (’zusammenziehend, -gezogen, gedrungen’ > [[fest]], [[hart]]; z.B. Persson Stud. 193), leuchtet aber für [[στυφελίζω]] nicht unmittelbar ein. Letzteres somit vielmehr zu [[τύπτω]] (Curtius 227 usw.)? — Ausführlich über [[στυφελίζω]] Ruijgh L’élém. ach. 84 ff.<br />'''Page''' 2,815
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελίζω Medium diacritics: στυφελίζω Low diacritics: στυφελίζω Capitals: ΣΤΥΦΕΛΙΖΩ
Transliteration A: styphelízō Transliteration B: styphelizō Transliteration C: styfelizo Beta Code: stufeli/zw

English (LSJ)

A strike hard, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε.. ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437; πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ' ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν 16.774; στυφέλιξε δέ μιν (sc. ἐγχείη) 7.261; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ drives away the clouds, 11.305; εἰ.. κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος.. ἐξ ἑδέων στυφελίξαι thrust us from our seats, 1.581; τὸν δ'.. ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Od.17.234; τινὰ κορύνῃ A.R.2.115; κῦμα.. ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα AP7.665 (Leon.); ἐκ θεμέθλων ἄνακτας ib.15.22 (Simm.); Ποσείδαν.. ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26.
2 generally, treat roughly, maltreat, Il.21.380,512, Od.18.416; τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273.—Ep. word, used by Pi.Fr.225, S.Ant.139 (lyr., abs.); also σ. τρώματα Hp.Fract.31: in late Prose, Plu.Nob.9.

German (Pape)

[Seite 959] fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; Ἀπόλλων ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; ἐγχείη στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Taten, μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao.
Pass., seul. prés. et impf.
I. frapper fortement, acc. ; p. suite :
1 renverser;
2 chasser ; disperser;
II. manier avec rudesse ; traiter rudement, maltraiter.
Étymologie: στυφελός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυφελίζω [~ στυφελός] aor. ἐστυφέλιξα, ep. στυφέλιξα. hard slaan, stoten tegen, beuken tegen, met acc.:; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ zoals wanneer de westenwind tegen de wolken stoot Il. 11.305; met acc. en ἐκ of ἐκτός + gen. wegstoten van of uit iets. uitbr. hardhandig behandelen, mishandelen, schofferen; geneesk.. σ. τὰ τρώματα de wonden hardhandig behandelen Hp. Fract. 31.

Russian (Dvoretsky)

στῠφελίζω:
1 отражать, отбивать, ударять (ἀσπίδα, τινὰ μεμαῶτα Hom.);
2 сталкивать, свергать (ἐξ ἑδέων Hom.; ἄνακτας ἐκ θεμέθλων Anth.);
3 прогонять (νέφεα Hom.);
4 сбрасывать, ввергать (ναύτας ἐς ἅλα Anth.);
5 жестоко обращаться, притеснять, обижать (τινά Hom.): στυφελίζων Soph. в своей жестокости.

Greek (Liddell-Scott)

στῠφελίζω: (στυφελὸς) κτυπῶ τι ἰσχυρῶς καὶ διασείω αὐτό, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε ... ἀσπίδ’ Ἀπόλλων, «διέσεισε, διεκίνησε» (κατὰ τὸν Σχολ.), Ἰλ. Ε. 437· πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ’ ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν Π. 774· στυφέλιξε δέ μιν (ἐξυπ. ἐγχείη) Η. 261· ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξη, “διασείσῃ, πλήξῃ” (Σχόλ.), Λ. 305· εἰ ... κ’ ἐθέλησιν Ὀλύμπιος ... ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, ἐκ τῆς ἕδρας ἀποκινῆσαι, ἀνατρέψαι, Α. 581· τὸν δ’ ... ἐκ δαιτύος ἐστ. Χ. 496· οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Ὀδ. Ρ. 234· τινα κορύνῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 115· κῦμα ... ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἄλα Ἀνθ. Π. 7. 665· ἄνακτας ἐκ θεμέθλων αὐτόθι 15. 22. 2) καθόλου, κακῶς μεταχειρίζομαι, Ἰλ. Φ. 380, 512, Ὀδ. Σ. 416· τινὰ ὀνείδεσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 273, Ἡσύχ. - Ἐπὶ λέξει, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. ἐν Ἀποσπ. 247, Σοφ. Ἀντ. 139 (ἔνθα κεῖται ἀπολ.), ὡσαύτως, στ. στρώματα Ἱππ. Ἀποσπ. 772.

English (Autenrieth)

aor. (ἐ)στυφέλιξα, pass. pres. part. στυφελιζομένους: smite, knock about, thrust rudely from, Il. 1.581, Il. 22.496, Od. 17.234; in general, buffet, maltreat, Od. 18.416; pass., Od. 16.108; ‘scatter’ the clouds, Il. 11.305.

English (Slater)

στῠφελίζω strike ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶς χάρμα πέμψῃ, πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν fr. 225.

Greek Monolingual

Α
1. χτυπώ κάτι με δύναμη και το τραντάζω
2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας steu-p- «κορμός, χτυπώ» (πρβλ. στύπος, τύπτω). Προβληματική παραμένει η σχέση τών τ. στυφελίζω, στυφελός, στύφλος. Παρά την αρχαιότητά του, το ρ. στυφελίζω θα μπορούσε να έχει προέλθει από το επίθ. στυφ-ελός «τραχύς» (για το επίθημα -ελος πρβλ. εἴκελος), μέσω μιας σημ. «είμαι ή γίνομαι σκληρός από χτυπήματα που δέχθηκα», ενώ το επίθ. στύφλος / στυφλός είναι πιθ. προϊόν συγκοπής από το στυφελός (πρβλ. πυκνός: πυκινός). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, ο τ. στυφελός έχει προέλθει από το στύφλος / στυφλός (αβέβαιου τονισμού, για το επίθημα πρβλ. μάχλος, φαῦλος) κατ' επίδραση του επικού ρ. στυφελίζω, το οποίο είναι πιθ. σχηματισμένο κατά το ἐλελίζω. Ελάχιστα πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση της οικογένειας αυτής με το ρ. στύφω, το οποίο, όμως, έχει ασκήσει επίδραση στη σημασιολογική εξέλιξη του επιθ. στυφελός από τη σημ. «τραχύς» στη σημ. «στυφός, όξινος»].

Greek Monotonic

στῠφελίζω: μέλ. -ξω (στυφελός
1. χτυπώ δυνατά, πλήττω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνεμο, απομακρύνω, σκορπίζω τα σύννεφα, στο ίδ.· ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, τον ανέτρεψε, τον έριξε από το κάθισμά του, την έδρα του, την θέση του, στο ίδ.
2. γενικά, φέρομαι με σκληρότητα, μεταχειρίζομαι άσχημα, κακομεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι με σκαιότητα, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to strike hard, to dash, to beat, to drive away, to maltreat (ep. lyr. Il.).
Other forms: Aor. -λίξαι.
Compounds: Also w. ἀπο-, ἀνα-, μετα-, περι-.
Derivatives: στυφελιγμοί (v.l. -σμοί) m. pl. maltreatment (A. Eq. 537 [anap.]). -- Besides στυφελός hard, raw, stony, severe (A. in lyr., A. R., Opp., AP; also Arcad. Cyren. after sch. A. R. 2, 1005; cf. Leumann Hom. Wörter 269 f.), second. astringent, bitter (AP; after στύφω); κατα- στυφελίζω raw, stony (h. Merc., Hes.), ἀ- στυφελίζω not hard, friendly, smooth (Thgn., AP); enlarged στυφελώδης hard (Q.S.); also στύφλος (on the accent below) raw, stony (trag., Lyc.; κατά- στυφελίζω H.), -άριος (Hyettos IIIp; PN?). At first sight ep. στυφελίζω seems a derivation of the later attested στυφελός. Apart from the chronology of the attestations, in that way the meaning of the verb (prop. *`to be, make hard or severe'?) becomes hard to understand. For στυφελίζω one could consider ἐλελίζω as example (Schmoll Die Verba auf -ίζω [Diss. Tübingen 1955] 182), after it στυφελός for στύφλος (Leumann l. c.)? The barytonesis of στύφλος is remarkable (cf. however φαῦλος, μάχλος, κτίλος a.o.), but must be considered more probale as lectio difficilior then the less well attested oxytonesis.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Not well explained. The in spite of the deviating vowel quantity (cf. τύφω: τυφλός) obvious connection with στύφω is for στύφλος, στυφελός not hard to motivate ('drawing together, -drawn, contract' > solid, hard etc.; e.g. Persson Stud. 193), but is for στυφελίζω not immediately convincing. So the last rather to τύπτω (Curtius 227 etc.)? -- Extensive on στυφελίζω Ruijgh L'élém. ach. 84 ff.

Middle Liddell

στυφελός
1. to strike hard, smite, Il.; of the wind, to drive away clouds, Il.; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι to thrust him from his seat, Il.
2. generally, to treat roughly, misuse, maltreat, Hom.

Frisk Etymology German

στυφελίζω: {stuphelízō}
Forms: Aor. -λίξαι,
Grammar: v.
Meaning: hart schlagen, schmettern, stoßen, wegstoßen, mißhandeln (ep. lyr. seit Il.)
Composita: auch m. ἀπο-, ἀνα-, μετα-, περι-,
Derivative: mit στυφελιγμοί (v.l. -σμοί) m. pl. Mißhandlung (A. Eq. 537 [anap.]). — Daneben στυφελός hart, rauh, steinig, streng (A. in lyr., A. R., Opp., AP; auch arkad. kyren. nach Sch. A. R. 2, 1005; vgl. Leumann Hom. Wörter 269 f.), sekund. zusammenziehend, bitter (AP; nach στύφω); κατα- ~ rauh, steinig (h. Merc., Hes.), ἀ- ~ nicht hart, freundlich, glatt (Thgn., AP); erweitert στυφελώδης hart (Q.S.); auch στύφλος (zum Akz. unten) rauh, steinig (Trag., Lyk.; κατά- ~ H.), -άριος (Hyettos IIIp; PN?). Beim ersten Anblick scheint das ep. στυφελίζω eine Ableitung des später belegten στυφελός zu sein. Von der Chronologie der Belege abgesehen, wird dabei die Bedeutung des Verbs (eig. *’hart, streng sein od. machen’?) schwerverständlich. Für στυφελίζω kommt ἐλελίζω als Vorbild in Betracht (Schmoll Die Verba auf -ίζω [Diss. Tübingen 1955] 182), danach στυφελός für στύφλος (Leumann a. O.) ? Die Barytonese bei στύφλος fällt auf (vgl. immerhin φαῦλος, μάχλος, κτίλος u.a.), verdient aber schon als lectio difficilior der schlechter bezeugten Oxytonese vorgezogen zu werden.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Die trotz der abweichenden Vokalquantität (vgl. τύ̄φω: τυφλός) naheliegende Anknüpfung an στύφω ist für στύφλος, στυφελός nicht schwer zu begründen (’zusammenziehend, -gezogen, gedrungen’ > fest, hart; z.B. Persson Stud. 193), leuchtet aber für στυφελίζω nicht unmittelbar ein. Letzteres somit vielmehr zu τύπτω (Curtius 227 usw.)? — Ausführlich über στυφελίζω Ruijgh L’élém. ach. 84 ff.
Page 2,815