σεύω: Difference between revisions
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διώχνω]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κυνηγώ]], [[θηρεύω]]<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]] («σεύοντ' ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.)<br /><b>4.</b> [[παρορμώ]], [[ερεθίζω]] κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ [[κύνας]]... σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] («[ἡμιόνους] σεῡαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[πράγμα]]) [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]]<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) <i>σεύομαι</i><br />α) τίθεμαι σε γρήγορη [[κίνηση]]<br />β) [[τρέχω]], [[ορμώ]]<br />γ) τινάζομαι [[κατά]] [[μήκος]] («σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῡμα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[φεύγω]] [[γρήγορα]], βιαστικά («[[σύθην]] δ' [[ἀπέδιλος]] ὄχῳ πτερωτῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) (με απρμφ.) [[σπεύδω]] («ὅτε σεύαιτο διώκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] για [[κάτι]], [[επιθυμώ]] [[κάτι]] («θυμὸς δὲ μοι ἔσσυται», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σεύομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεFομαι</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kyew</i>- συγγενή της ρίζας <i>kei</i>- «[[θέτω]] σε [[κίνηση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κινῶ</i>: <i>κίνυμι</i>) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>cyavate</i> «ταράζομαι, κινούμαι», αβεστ. <i>ş</i>(<i>y</i>)<i>avaite</i> και το αρμ. <i>čogay</i> (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-). Από τους τ. του ρήματος ο ενεστ. <i>σεύομαι</i>, οι αόρ. <i>ἔσσυτο</i> και <i>ἔσευα</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔχευα]]) και ο παρακμ. [[ἔσσυμαι]] [[είναι]] οι αρχαιότεροι. Το ρ. [[επίσης]] εμφανίζει και τ. συνηρημένους με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- που ανάγονται πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. <i>σοFέομαι</i>: <i>σοῦνται</i>, η προστ. <i>σοῦ</i>, <i>σούσθω</i>, <i>σοῦσθε</i> (<b>πρβλ.</b> και τους τ. του <b>Ησύχ.</b>) «[[σῶμαι]]<br />[[ἕρπω]]» και «<i>σοώμην</i><br /><i>ὡρμώμην</i>»). Οι μτγν. τ., εξάλλου, <i>σώοντο</i>, <i>σωομένους</i> με μακρό φωνηεντισμό πιθ. [[είναι]] αναλογικοί τών τ. του [[ῥώομαι]]. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[σόος]] (<b>πρβλ.</b> [[λαοσσόος]], [[βοοσσόος]], [[ιπποσσόος]]) με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> και τα σύνθ. σε -[[σόος]] από τα [[σείω]] και [[σώζω]]). Το ρ., [[τέλος]], συνδέεται με τη λ. [[σῶτρον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πανσυδί]])]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διώχνω]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κυνηγώ]], [[θηρεύω]]<br /><b>3.</b> [[καταδιώκω]] («σεύοντ' ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.)<br /><b>4.</b> [[παρορμώ]], [[ερεθίζω]] κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ [[κύνας]]... σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[προτρέπω]], [[παρακινώ]] («[ἡμιόνους] σεῡαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[πράγμα]]) [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]]<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) <i>σεύομαι</i><br />α) τίθεμαι σε γρήγορη [[κίνηση]]<br />β) [[τρέχω]], [[ορμώ]]<br />γ) τινάζομαι [[κατά]] [[μήκος]] («σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῡμα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[φεύγω]] [[γρήγορα]], βιαστικά («[[σύθην]] δ' [[ἀπέδιλος]] ὄχῳ πτερωτῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) (με απρμφ.) [[σπεύδω]] («ὅτε σεύαιτο διώκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] για [[κάτι]], [[επιθυμώ]] [[κάτι]] («θυμὸς δὲ μοι ἔσσυται», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σεύομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεFομαι</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kyew</i>- συγγενή της ρίζας <i>kei</i>- «[[θέτω]] σε [[κίνηση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κινῶ</i>: <i>κίνυμι</i>) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>cyavate</i> «ταράζομαι, κινούμαι», αβεστ. <i>ş</i>(<i>y</i>)<i>avaite</i> και το αρμ. <i>čogay</i> (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-). Από τους τ. του ρήματος ο ενεστ. <i>σεύομαι</i>, οι αόρ. <i>ἔσσυτο</i> και <i>ἔσευα</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἔχευα]]) και ο παρακμ. [[ἔσσυμαι]] [[είναι]] οι αρχαιότεροι. Το ρ. [[επίσης]] εμφανίζει και τ. συνηρημένους με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- που ανάγονται πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. <i>σοFέομαι</i>: <i>σοῦνται</i>, η προστ. <i>σοῦ</i>, <i>σούσθω</i>, <i>σοῦσθε</i> (<b>πρβλ.</b> και τους τ. του <b>Ησύχ.</b>) «[[σῶμαι]]<br />[[ἕρπω]]» και «<i>σοώμην</i><br /><i>ὡρμώμην</i>»). Οι μτγν. τ., εξάλλου, <i>σώοντο</i>, <i>σωομένους</i> με μακρό φωνηεντισμό πιθ. [[είναι]] αναλογικοί τών τ. του [[ῥώομαι]]. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[σόος]] (<b>πρβλ.</b> [[λαοσσόος]], [[βοοσσόος]], [[ιπποσσόος]]) με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> και τα σύνθ. σε -[[σόος]] από τα [[σείω]] και [[σώζω]]). Το ρ., [[τέλος]], συνδέεται με τη λ. [[σῶτρον]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πανσυδί]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σεύω:''' Επικ. αορ. αʹ <i>ἔσευα</i> και [[σεῦα]] — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ <i>σεύᾰτο</i>, πληθ. [[ἐσσεύαντο]] — Παθ., αόρ. αʹ ἐσύθην [ῠ], ἐσσύθην [ῠ], ποιητ. [[σύθην]]· παρακ. (με [[σημασία]] ενεστ.) <i>ἔσσῠμαι</i>, μτχ. [[ἐσσύμενος]] (όχι -[[μένος]])· στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐσσύμην]] [ῠ], βʹ ενικ. [[ἔσσυο]], γʹ ενικ. <i>ἔσσῠτο</i>, Επικ. [[σύτο]], μτχ. <i>σύμενος</i>· [[εκτός]] αυτών, γʹ ενικ. [[σεῦται]], αντί γʹ πληθ. <i>σεύεται</i>, [[σοῦνται]], αντί <i>σεύονται</i>, προστ. <i>σοῦ</i>, [[σούσθω]], [[σοῦσθε]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] σε γρήγορη [[κίνηση]]· [[οδηγώ]], [[κυνηγώ]], [[διώχνω]] [[μακριά]], [[απομακρύνω]], σε Όμηρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεγείρω]], [[εξωθώ]] [[εναντίον]], [[κύνας]] [[σεύω]] ἐπὶ συΐ, στο ίδ.· με απαρ., [[παρακινώ]], [[προτρέπω]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[ρίπτω]], [[εκσφενδονίζω]], [[εξακοντίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]], [[ορμώ]], εκσφενδονίζομαι ή τινάζομαι κατά [[μήκος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· με απαρ., [[επιταχύνω]], [[σπεύδω]] να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., είμαι [[πρόθυμος]], [[επιθυμώ]] σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.· βλ. [[ἐσσύμενος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
B.17.10, Opp.H.2.445, Q.S.7.487, Ep. inf.
A σευέμεν A.R.2.296; with ς doubled after the augm., as always in Hom. (exc. in ἐξεσύθη (Zenod. and most codd. for -λύθη) Il.5.293): Ep. impf. σεύεσκε Q.S.2.353: aor. ἔσσευα Il.5.208; Ep. also σεῦα 20.189; 3sg. subj. σεύῃ 11.293:—Med., aor. subj. σεύωνται (v.l. -ονται) ib.415: impf. or aor. ἐσσεύοντο 2.808: aor. ἐσσεύαντο 11.549 (v.l. -οντο); Ep. σεύατο 6.505:—Pass., B.Scol.Oxy.1361Fr.1.7: aor. ἐσύθην [ῠ] E.Hel.1302 (lyr.) (ἐξ- Il., v. supr.), ἐσσύθην S.Aj.294, also σύθην A.Pr.135 (lyr.); subj. 3sg. συθῇ Hp.Mul.1.36, 2.138; part. συθείς A.Th.941, Pers.866, S.OC119(alllyr.); in iamb., Id.OT446: pf. (with pres. sense) ἔσσῠμαι Il.13.79; part. ἐσσύμενος (not -μένος) 11.554, al., Adv. ἐσσῠμένως 3.85, al.: σεσύανται· ὡρμήκασιν, Hsch.: poet.aor. 2 ἐσσύμην [ῠ], 2sg. ἔσσυο Il.16.585, Od.9.447; 3sg. ἔσσῠτο, Ep. σύτο Il.21.167, ἐπ-έσυτο E.Hel. 1162,Ph.1065 (both lyr.); part. σύμενος A.Ag.747, Eu.1007, cf. 786, 816 (all lyr.): also σεῦται, 3sg. pres. Pass., S.Tr.645 (σοῦται is prob. cj.), σοῦμαι (Dor. σῶμαι Epil.3), σοῦνται A.Pers.25 (anap.); imper. σοῦ Ar.V.209, σούσθω S.Aj.1414 (anap.), σοῦσθε A.Th.31, Ar.V.458, etc.; inf. σοῦσθαι Plu.2.362c: Hsch. cites imper. σύθι or σῦθι:—poet. Verb (also in Ion. Prose, Hp. and Aret. (v. infr.)), put in quick motion, drive: esp. 1 hunt, chase, Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ' ἠγάθεον Νυσήϊον Il.6.133; drive away, σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Od.14.35; σεύοντ' (3pl.) ἀγέλας βίᾳ B.17.10: more freq. in Med., ὡς δ' ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες σεύωνται Il.11.415, cf. 549, 3.26; ὥς τ' . . ἄγριον αἶγα ἐσσεύαντο κύνες 15.272, cf. 20.148: metaph., σ. κακότητα ἀπὸ καρήνου h.Hom.8.12; θάμβος με σ. Orph.L. 531. 2 set on, let loose at, ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας . . σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ Il.11.293. 3 drive or hurry away to or from a place, Αἰνείαν δ' ἔσσευεν ἀπὸ χθονός 20.325; ἵππους ἐκ πεδίοιο 15.681; [τινὰ] κατ' Ἰδαίων ὀρέων 20.189: c. inf., [ἡμιόνους] σεῦαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν . .drove, Od.6.89. 4 set in swift motion, ὅλμον δ' ὣς ἔσσευε [Πείσανδρον] κυλίνδεσθαι sped him so that he rolled, Il.11.147; στρόμβον δ' ὣς ἔσσευε βαλών 14.413; also αἷμ' ἔσσευα shed blood, 5.208; v. infr. 11.1. II Pass. and Med., to be put in quick motion, and so, run, rush, dart or shoot along, ἐπὶ τεύχεα to arms, 2.808; ἐπὶ κοῖτον Od.14.456; νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι Il.13.79; σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ 6.505; σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῦμα Od.5.51, cf. Il.14.227; κατ' ἀμαξιτόν 22.146; παρ' ἐρινεόν 11.167; ἀμφ' Ὀδυσῆα ib.419; ἰθὺς Λυκίων 16.585; διὰ σπέος Od.9.447; so in Trag., ἐκτόπιος συθείς having gone, departed, opp. παρών, S.OC119; ἀφ' ἑστίας A.Pers.866; ἐκ ναοῦ E.IT 1294; σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ A.Pr.135; κατὰ γᾶς σύμεναι Id.Eu.1007, cf. Ag.747; ἀνὰ νάπη E.Hel.1302; of things, αἷμα σύτο gushed out, Il.21.167; ψυχὴ κατ' . . ὠτειλὴν ἔσσυτο 14.519; ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδηρος A.Th.941; ἐσύθη ἔξω πῦον Aret.SD1.9; so of flux, ἢν πολλὰ συθῇ Hp.Mul.1.36; of the eruption of disease, ὅταν τὰ παρέοντα συθῇ νοσήματα ib.2.138. 2 c. inf., hasten, speed, ὅτε σεύαιτο διώκειν when he hasted to pursue, Il.17.463; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι that the wood might begin (cf. Engl. start) to burn, 23.198, cf. 210; ἔσσυται κελαδῆσαι is eager to sing of, Pi.I.8(7).67. 3 metaph., to be eager, have longings, θυμὸς ἔσσυται Od.10.484; esp. in pf. part. ἐσσύμενος used as Adj, v. sub voce. (σεϝ-: σῠ-, from I.-Eur. [kcirc ]yew-: [kcirc ]y[ucaron]-, cf. Skt. cyávati 'set in motion', part. Pass. cyutás:—σοῦμαι, etc., perh. contr. fr. *σοοῦμαι( = *σοόομαι, fr. σό (ϝ) ος, q.v.).)
Greek (Liddell-Scott)
σεύω: διπλασιάζει τὸ σ μετὰ τὴν αὔξησιν ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμήρ. (πλὴν ἐν τῷ ἐξεσύθη Ἰλ. Ε. 293)· Ἰωνικ. παρατατ. σεύεσκε Κόϊντ. Σμ. 2. 353· ἀόρ. ἔσσευα Ἰλ.· Ἐπικ. ὡσαύτως σεῦα Υ. 189. - Μέσ., ὑποτακτ. σεύωνται Λ. 415· παρατ. ἐσσεύοντο Β. 808· ἀόρ. ἐσσεύαντο Ἰλ.· Ἐπικ. ὡσαύτως σεύατο αὐτόθι. - Παθητ., ἀόρ. ἐσύθην [ῠ] Εὐρ. Ἑλ. 1302 (ἐξ- Ἰλ., ἴδε ἀνωτ.), ἐσσύθην Σοφ. Αἴ. 294, ποιητ. ὡσαύτως σύθην Αἰσχύλ. Πρ. 135, μετοχ. συθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 942, Πέρσ. 865, Σοφ. Ο. Κ. 119 (ἅπαντα λυρικ.), ἀλλ’ ἐν ἰαμβ., Ο. Τ. 446· - πρκμ. (μὲ σημασίαν ἐνεστ.) ἔσσῠμαι, μετοχ. ἐσσύμενος (οὐχὶ -μένος), Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως Ὅμ.· - τούτοις προσθετέον τὸν ποιητικ. ἀόρ. β΄ (μὲ τύπον ὑπερσ.) ἐσσύμην [ῠ], β΄ ἑνικ. ἔσσυο ἀντὶ ἔσσυσο Ἰλ. Π. 585, Ὀδ. Ι. 447· γ΄ ἑνικ. ἔσσῠτο, Ἐπικ. σύτο Ὅμ., ἐπέσυτο Εὐρ. Ἑλ. 1163, Φοίνκ. 1065· μετοχ. σύμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 746, Εὐμ. 1007, πρβλ. 786, 816 (ἅπαντα λυρικ.)· - πλὴν τῶν τύπων τούτων εὑρίσκομεν σεῦται, γ΄ ἑνικ. συγκεκομμ. παθ. ἐνεστ., Σοφ. Τρ. 645· ὡσαύτως σοῦμαι (Δωρικ. σῶμαι Ἐπίλυκ. ἐν «Κωραλ.» 2), σοῦνται Αἰσχύλ. Πέρσ. 25· προστ. σοῦ Ἀριστοφ. Σφ. 209· σούσθω Σοφ. Αἴ. 1414· σοῦσθε Αἰσχύλ. Θήβ. 31, Ἀριστοφ. Σφ. 458, κτλ.· ἀπαρ. σοῦσθαι Πλούτ. 2. 362D· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει προστακτ. σύθι ἢ σῦθι. (Ἐκ τῆς √ΣΥ, δηλ. ΣϜΕ ἢ ΣΕϜ, ὅθεν ἴσως παράγονται ὡσαύτως τὰ σοβή (cauda), σοβέω, σοβαρός, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. svip-a, Ἀρχ. Γερμαν. sweif (schweif). Ποιητικὸν ῥῆμα (εὔχρηστον ἐνιαχοῦ καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζογράφοις, θέτω εἰς ταχεῖαν κίνησιν, διώκω, ἐλαύνω· μάλιστα δέ, 1) κυνηγῶ, θηρεύω, Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ’ ἠγάθεον Νυσήιον Ἰλ. Ζ. 133· ἀποδιώκω, σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλῃ πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 35· - συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς δ’ ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες σεύωνται Ἰλ. Λ. 415, πρβλ. 549, Γ. 26· ὥς τ’ ... ἄγριον αἶγα ἐσσεύαντο κύνες Ο. 272, πρβλ. Υ. 148· μεταφορ., σ. κακότητα ἀπὸ καρήνου Ὕμν. Ὁμ. 7. 12· θάμβος με σ. Ὀρφ. Λιθ. 531. 2) παρορμῶ ἐναντίον τινός, ἐξερεθίζω, ὅτε πού τις θηρευτὴρ κύνας ... σεύῃ ἐπ’ ἀγροτρῳ συῒ Ἰλ. Λ. 293. 3) ἀποδιώκω, ἐξελαύνω μετὰ σπουδῆς ἐκ τινος τόπου, ῥίπτω, σφενδονῶ, τινάζω, Αἰνείαν δ’ ἔσσευεν ἀπὸ χθονὸς Ἰλ. Υ. 325· ἵππους ἐκ πεδίοιο Ο. 681· [τινὰ] τῶν κατ’ Ἰδαίων ὀρέων Υ. 189· - μετ’ ἀπαρεμφ., παρακινῶ, προτρέπω, ἡμιόνους ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν ... Ὀδ. Ζ. 89· - μεταφορ., σ. νόον πρὸς μόχθον Ἀνθ. Π. 1. 93. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ῥίπτω, ἐξακοντίζω, [τὸν δὲ] ὅλμον ὣς ἔσσευε κυλίνδεσθαι, τὸν ἔρριψεν οὕτως ὥστε νὰ κυλίηται, Ἰλ. Λ. 147· στρόμβον δ’ ὡς ἔσσευε βαλὼν Ξ. 413· ὡσαύτως, αἷμα ἔσσευα (ἴδε ἐν λέξ. ἀτρεκής) Ε. 208· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., τίθεμαι εἰς ταχεῖαν κίνησιν, ὅθεν, τρέχω, ὁρμῶ, πηδῶ ἢ τινάσσομαι κατὰ μῆκος, ἐπὶ τεύχεα, πρὸς τὰ ὅπλα, Β. 808· ἐπὶ κοῖτον Ὀδ. Ξ. 456· νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι Ἰλ. Ν. 79· σεύατ’ ἔπειτ’ ἀνὰ ἄστυ Ζ. 505· σεύατ’ ἔπειτ’ ἐπὶ κῦμα Ὀδ. Ε. 51, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 227· κατ’ ἁμαξιτὸν Χ. 146· παρ’ ἐρινεὸν Λ. 167· ἀμφ’ Ὀδυσῆα Λ. 419· ἰθὺς Λυκίων Π. 584· διὰ σπέος Ὀδ. Ι. 447· οὕτω παρὰ Τραγικ., ἐκτόπιος συθεὶς, ἀπελθών, ἀναχωρήσας, ἀντίθετον τῷ παρών, Σοφ. Ο. Κ. 119· ἀφ’ ἑστίας Αἰσχύλ. Πέρσ. 865· ἐκ ναοῦ, ἐξ ἕδρας Εὐρ. Ι. Τ. 1294, κτλ.· σύθην δ’ ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 135, κατὰ γᾶς σύμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1007, πρβλ. Ἀγ. 746· ἀνὰ νάπη Εὐρ. Ἑλ. 1302· - ἐπὶ πραγμάτων, αἷμα σύτο, ἐτινάχθη, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Φ. 167· ψυχὴ κατ’ ... ὠτειλὴν ἔσσυτο Ξ. 519· ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 942· ἐσύθη ἔξω πῦον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9. 2) μετ’ ἀπαρεμφ., σπεύδω, ὅτε σεύαιτο διώκειν, ὅτε ἔσπευδε νὰ καταδιώξῃ, Ἰλ. Ρ. 463· ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι, ἵνα τὸ δάσος σπεύσῃ νὰ καῇ, δηλ. ἵνα καῇ ταχέως, Ἰλ. Ψ. 198, πρβλ. 210· ἔσσυται κελαδῆσαι, σπεύδει νὰ ψάλῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 133. 3) μεταφορ., εἶμαι πρόθυμος, ἕτοιμος, ποθῶ, θυμὸς ἔσσυται Ὀδ. Κ. 484· μάλιστα μετὰ μετοχ. πρκμ. ἐσσύμενος εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., (ὅθεν δὲν γράφεται ἐσσυμένος), ἴδε ἐν λέξ., Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἔσευα;
pousser vivement, d’où
1 chasser devant soi, poursuivre, acc.;
2 pousser en avant : ἵππους IL des chevaux ; avec idée d’hostilité précipiter, lancer : κύνας ἐπὶ συΐ OD lancer des chiens contre un sanglier;
3 repousser;
4 jeter, lancer : Αἰνείαν ἔσσυεν ἀπὸ χθονός IL il lança Énée loin de la terre;
5 faire jaillir : αἷμα IL du sang;
Pass.-Moy. σεύομαι (ao. poét. σευάμην > 3ᵉ sg. σεύατο, ao. Pass. ἐσύθην ou ἔσσύθην, pf. au sens d’un prés. ἔσσυμαι, pqp. au sens d’un impf. ἐσσύμην);
I. tr. 1 chasser devant soi, poursuivre;
2 précipiter, lancer : ἀπ’ ἠϊόνος πεδίονδε du rivage dans la plaine;
II. intr., surt. aux deux ao. et au pf. s’élancer, se précipiter : ἐπὶ τεύχεα IL vers ses armes ; κατὰ γῆς ESCHL à terre ; πάλιν SOPH en arrière, càd pour retourner en hâte ; συθεὶς ἐκτόπιος SOPH qui est parti du lieu en hâte ; avec un suj. de chose : σύτο δ’ αἷμα IL le sang se précipita, càd jaillit avec force ; avec un inf. : σ. διώκειν IL s’élancer pour poursuivre ; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι IL afin que le bois se hâte de brûler, càd brûle vite ; fig. bondir d’impatience : θυμὸς δέ μοι ἔσσυται OD mon cœur bondit d’impatience ; part. ἐσσύμενος, η, ον qui s’est élancé, d’où impétueux ; fig. impatient, avec un gén. : ἐσσύμενος ὁδοῖο OD impatient de se mettre en route ; πολέμοιο IL impatient de combattre ; avec un inf. : ἐσσύμενος πολεμίζειν IL impatient de combattre.
Étymologie: R. Συ > Σευ, Σου s’élancer.
English (Autenrieth)
aor. ἔσσευα, σεῦα, mid. ipf. ἐσσεύοντο, aor. 1 σεύατο, ἐσσεύαντο, subj. σεύωνται, aor. 2 ἔσσυο, ἔσσυτο, σύτο, pass. perf. ἔσσυμαι, part., w. pres. signif. and irreg. accent, ἐσσύμενος: I. act. and mid. aor. 1, set a going rapidly, chase, drive, start; of impulsion by the hand of a god, ‘swung’ him, Il. 20.325; so of chasing persons down-hill, Il. 6.133; driving away animals, Od. 14.35, Il. 3.26; making a stone fly, a head roll, Il. 14.413, Il. 11.147; starting or drawing blood, Il. 5.208.—II. pass. and mid., sometimes even aor. 1, set oneself a going rapidly, rush, hasten, speed; w. inf., σεύατο διώκειν, ‘made haste’ to pursue, Il. 17.463, Il. 23.198; met., θῦμός μοι ἔσσυται, Il. 10.484; esp. the part. ἐσσύμενος, striving, eager, desirous, w. gen., Od. 4.733, w. inf. Od. 4.416.
Greek Monolingual
Α
1. διώχνω
2. (κατ' επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω
3. καταδιώκω («σεύοντ' ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.)
4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.)
5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ («[ἡμιόνους] σεῡαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν», Ομ. Ιλ.)
6. (σχετικά με πράγμα) ρίχνω, εξακοντίζω
7. (παθ. και μέσ.) σεύομαι
α) τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση
β) τρέχω, ορμώ
γ) τινάζομαι κατά μήκος («σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῡμα», Ομ. Οδ.)
δ) φεύγω γρήγορα, βιαστικά («σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.)
ε) (με απρμφ.) σπεύδω («ὅτε σεύαιτο διώκειν», Ομ. Ιλ.)
στ) μτφ. είμαι έτοιμος, πρόθυμος για κάτι, επιθυμώ κάτι («θυμὸς δὲ μοι ἔσσυται», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σεύομαι (< σεFομαι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kyew- συγγενή της ρίζας kei- «θέτω σε κίνηση» (πρβλ. κινῶ: κίνυμι) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. cyavate «ταράζομαι, κινούμαι», αβεστ. ş(y)avaite και το αρμ. čogay (με φωνηεντισμό -ο-). Από τους τ. του ρήματος ο ενεστ. σεύομαι, οι αόρ. ἔσσυτο και ἔσευα (πρβλ. ἔχευα) και ο παρακμ. ἔσσυμαι είναι οι αρχαιότεροι. Το ρ. επίσης εμφανίζει και τ. συνηρημένους με φωνηεντισμό -ο- που ανάγονται πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. σοFέομαι: σοῦνται, η προστ. σοῦ, σούσθω, σοῦσθε (πρβλ. και τους τ. του Ησύχ.) «σῶμαι
ἕρπω» και «σοώμην
ὡρμώμην»). Οι μτγν. τ., εξάλλου, σώοντο, σωομένους με μακρό φωνηεντισμό πιθ. είναι αναλογικοί τών τ. του ῥώομαι. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -σόος (πρβλ. λαοσσόος, βοοσσόος, ιπποσσόος) με φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. και τα σύνθ. σε -σόος από τα σείω και σώζω). Το ρ., τέλος, συνδέεται με τη λ. σῶτρον (βλ. και λ. πανσυδί)].
Greek Monotonic
σεύω: Επικ. αορ. αʹ ἔσευα και σεῦα — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ σεύᾰτο, πληθ. ἐσσεύαντο — Παθ., αόρ. αʹ ἐσύθην [ῠ], ἐσσύθην [ῠ], ποιητ. σύθην· παρακ. (με σημασία ενεστ.) ἔσσῠμαι, μτχ. ἐσσύμενος (όχι -μένος)· στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ποιητ. αόρ. βʹ ἐσσύμην [ῠ], βʹ ενικ. ἔσσυο, γʹ ενικ. ἔσσῠτο, Επικ. σύτο, μτχ. σύμενος· εκτός αυτών, γʹ ενικ. σεῦται, αντί γʹ πληθ. σεύεται, σοῦνται, αντί σεύονται, προστ. σοῦ, σούσθω, σοῦσθε·
I. 1. θέτω σε γρήγορη κίνηση· οδηγώ, κυνηγώ, διώχνω μακριά, απομακρύνω, σε Όμηρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. διεγείρω, εξωθώ εναντίον, κύνας σεύω ἐπὶ συΐ, στο ίδ.· με απαρ., παρακινώ, προτρέπω, σε Ομήρ. Οδ.
3. λέγεται για πράγματα, ρίπτω, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ. και Μέσ.,
1. τρέχω, ορμώ, εκσφενδονίζομαι ή τινάζομαι κατά μήκος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· με απαρ., επιταχύνω, σπεύδω να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., είμαι πρόθυμος, επιθυμώ σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.· βλ. ἐσσύμενος.