δύο: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(1ab)
(1b)
Line 52: Line 52:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>[[numeral]]</i><i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> [can be indecl., like [[ἄμφω]], by Hom., τῶν δύο μοιράων, δύω κανόνεσσι Il.; so in Hdt. and [[attic]] Prose; but declined in Trag.]<br />two, Il., etc.;—in Poets δύο or δύω may be joined with pl. Nouns, δύο δ' [[ἄνδρες]] Il.:— εἰς δύο two and two, Xen.; σὺν δύο two [[together]], Il., Hdt.
|mdlsjtxt=<i>[[numeral]]</i><i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> <i>[[numeral]]</i> [can be indecl., like [[ἄμφω]], by Hom., τῶν δύο μοιράων, δύω κανόνεσσι Il.; so in Hdt. and [[attic]] Prose; but declined in Trag.]<br />two, Il., etc.;—in Poets δύο or δύω may be joined with pl. Nouns, δύο δ' [[ἄνδρες]] Il.:— εἰς δύο two and two, Xen.; σὺν δύο two [[together]], Il., Hdt.
}}
{{FriskDe
|ftr='''δύο''': {dúo}<br />'''Forms''': ep. eleg. auch [[δύω]], lak. usw. auch δύ(ϝ)ε (nach κύνε u. ä.), oblique Formen δυοῖν (woraus att. δυεῖν seit IV-III<sup>a</sup>), δυῶν, δυοῖσ(ι), [[δυσί]]; auch indeklinabel (seit Hom.); Einzelheiten bei Schwyzer 588f.<br />'''Composita''' : Als Vorderglied (neben dem gewöhnlichen δι-, s. [[δίς]]) z. B. in [[δυοποιός]] [[zwei ausmachend]] (Arist.), außerdem in Univerbierungen wie [[δυοκαίδεκα]] (Il. u. a.);<br />'''Derivative''': Ableitung [[δυοστός]] [[halb]] (Sch.), nach [[εἰκοστός]] usw.<br />'''Etymology''' : Die auslautende Kürze in [[δύο]] erscheint auch in der armen. Zusammenrückung ''erko''-''tasan'' [[zwölf]] und in der aind. (ved.) Ableitung ''dva''-''ká''- [[paarweise verbunden]], außerdem in lat. ''duo''. Sie läßt sich in allen diesen Fällen als sekundäre (analogische bzw. lautliche) Entwicklung verstehen. Eine ähnliche Erklärung von [[δύο]] aus [[δύω]] oder *δύοι (= aind. ''duvé'', aksl. ''dъvě'' f. n.) vor Vokal überzeugt dagegen kaum. Aber dann muß jedenfalls [[δύο]] neben der Dualform [[δύω]] (= aind. ''duvā́'', aksl. ''dъva'' m.) ein altes Indeklinabile sein. Neben idg. *''duu̯ō̆'' und *''duu̯ōu'' (in aind. ''duváu'') stand die einsilbige Dublette *''du̯ō''(''u'') in δ(ϝ)ώδεκα, arm. ''erku'', aind. ''dvā́''(''u''), heth. ''dā''- in ''dā''-''yuga''- [[zweijährig]], ''dān'' [[ein zweites Mal]]. Weitere Formen aus verschiedenen Sprachen m. reicher Lit. bei W.-Hofmann s. ''duo'' und Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 341ff.<br />'''Page''' 1,424-425
}}
}}

Revision as of 14:35, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύο Medium diacritics: δύο Low diacritics: δύο Capitals: ΔΥΟ
Transliteration A: dýo Transliteration B: dyo Transliteration C: dyo Beta Code: du/o

English (LSJ)

[ῠ], also δύω in Ep., Eleg. and late, SIG1231 (Nicomedia, iii/ iv A. D.), not in Ion. Inscrr. nor in Trag. (δύο ῥοπάς shd. be read in E.Hel.1090), nor in Att. Prose or Inscrr.: Lacon. acc.

   A δύε IG5(1).1; Thess. fem. δύας ib.9(2).517: gen. and dat. δυοῖν Hp.Vict.1.3, but f.l. in Hdt.1.11,91 [used as monos. in S.OT640, cf. δώδεκα for δυώδ-]; later Att. also δυεῖν (esp. in fem. gen.) found in codd. of E.El. 536, cited fr. Th. by Ael.Dion.(?) Fr.372, cf. 1.20 (cod. Laur.); Boeot. δουῖν Corinn.Supp.2.54; later δυσί, δυσὶν ἡμέραις Th.8.101 codd., δυσὶν ἡμέρῃσι v.l. in Hp.Acut.(Sp.) 67; δυοῖν ὄμμασι καὶ δυσὶν ἀκοαῖς Arist.Pol.1287b27, cf.Men.699, SIG344.26 (Teos, iv B.C.), etc.: early Att. Inscrr. have δυοῖν IG12.3.10, al., later δυεῖν SIG2587.286, IG22.463.78, al., from cent. iii on δυσί ib.1028.27, al.; Ion. gen. δυῶν GDI5653d9 (Chios), Hdt.1.94, 130, etc., dat. δυοῖσι ib. 32,7.104; δυῶν also Dor., Leg.Gort.1.40, Tab.Heracl.1.139; δυοῖς Leg.Gort.7.46.— Used indecl., like ἄμφω, by Hom. (who has no gen. or dat. δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Il.10.253; δύω κανόνεσσι 13.407, etc.; so in Hdt. and Att., δύο νεῶν Hdt.8.82; δύο ζεύγεσι Id.3.130; δύο νεῶν Th.3.89; δύο πλέθρων X.An.3.4.9; with dual, δύο μναῖν dub. l. Id.Mem. 2.5.2; but not in Trag. and rare in Com., ἔτεσιν δύο Alex.105; δύ' ἔτεσιν Damox.2.3: not in Att. Inscrr. before the Roman period, IG3.1443, al.:—two, Il.1.16, etc.; in Hom., δύο and δύω are sts. joined with plural Nouns, δύο δ' ἄνδρες 18.498, al.; also in Trag., δύο κριούς S.Aj.237 (lyr.); in Att. Prose, δύο τέχνας Pl.Grg.464b; but δυοῖν is rare with plural Nouns, ὀρθοστάταις δυοῖν IG2.1054.64; ἕνα καὶ δύο one or two, a few, Il.2.346; δύ' ἢ τρεῖς Ar.Pax829, cf. X.HG 3.5.20; εἰς δύο two and two, Id.Cyr.7.5.17; σὺν δύο two together, Il. 10.224, Hdt.4.66; δύο ποιεῖν τὴν πόλιν to split the state into two, divide it, Arist.Pol.1310a4.

German (Pape)

[Seite 673] zwei; Sanskr. dva, dvâu, Lat. duo, Umbr. du-r, Goth. tvai F. tvôs N. tva, Kirchenslav. dŭva, Lit. du, dvi, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol . 1, 204. Bei Homer finden sich nur die Formen δύο und δύω, rein nach dem Versbedürfniß abwechselnd, aber beide, so oft auch der Dichter das Wort gebraucht, fast nur als nom. oder accus.; den genit. u. den dativ. vermeidet Homer merkwürdiger Weise. Er verbindet das Wort mit dem dual. u. mit dem plural., rein nach dem Versbedürfniß abwechselnd. Beispiele: – 1) nominat.: Iliad. 12, 95 υἷε δύω, 13, 499 δύο ἄνδρες, Odyss. 15, 412 δύω πόλιες, Iliad. 18, 507 δύω τάλαντα. – 2) accusat.: Odyss. 9, 90 ἄνδρε δύω, Iliad. 5, 572 δύο φῶτε, 22, 210 δύο κῆρε θανάτοιο, 21, 145 δύο δοῦρε, 3, 116 δύω κήρυκας, 20, 269 δύω πτύχας, vs. 271 τὰς δύο (πτύχας) χαλκείας, δύο δ' ἔνδοθι κασσιτέροιο, Odyss. 9, 74 δύω νύκτας δύο τ' ἤματα, 10, 142 δύο τ' ἤματα καὶ δύο νύκτας. – 3) genitiv. und dativ.: Iliad. 13, 407 δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν (ἀσπίδα); Odyss. 10, 515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων; Iliad. 10, 253 παρῴχηκεν δὲ πλέων νύξ

Greek (Liddell-Scott)

δύο: ὡσαύτως δύω παρ’ Ἐπ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Πόρσ. Ὀρ. 1550· γεν. καὶ δοτ. δυοῖν [[[εἶναι]] μονοσύλλαβον ἐν Σοφ. Ο. Τ. 640, πρβλ. δώδεκα ἀντὶ δυώδ-] παρὰ μεταγεν. Ἀττ. ὡσαύτως δυεῖν, ἀλλ’ ὁ τύπος οὗτος ἀποκλείεται ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδόσεων τῶν δοκίμων Ἀττικῶν, ὡς Εὐρ. Ἠλ. 536, Θουκ. 1. 20, ἴδε Ellendt Λεξ. Σοφ. λ. δύο ἐν τέλ.·- παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως δοτ. πληθ. δυσὶ (ἐν Θουκ. 8. 101, ἀντὶ δυσὶν ἡμέραις γραπτέον δυοῖν ἡμέραιν), κοινὸν ὅμως μετὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 150, καὶ συχνὸν ἐν Ἐπιγραφαῖς, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 210·- Ἐν ταῖς Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς τὸ δυοῖν εἶνε ἐν χρήσει μέχρι τοῦ 329 π. Χ., τὸ δυεῖν ἀπὸ τοῦ 329 μέχρι τοῦ 229 π. Χ., τὸ δὲ δυσὶ ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς 3ης ἑκατονταετ. π. Χ., Meisterh. σ. 157. - Οἱ Ἰων. τύποι δυῶν (Ἡρόδ. 1. 94, 130, κτλ.), δυοῖσι (1. 32., 7. 104) θεωροῦνται ἀμφίβολοι ὑπὸ τοῦ Δινδ. - Ἐν χρήσει ἀκλίτως, ὡς τὸ ἄμφω, παρ’ Ὁμ. (ὅστις δὲν ἔχει γενικὴν ἢ δοτικὴν δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Ἰλ. Κ. 253· δύω κανόνεσσι Ν. 407, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., δύο νεῶν Ἡρόδ. 8. 82· δύο ζεύγεσι 3. 130· δύο νεῶν Θουκ. 3. 89· δύο πλέθρων Ξεν. Ἀν. 1. 3, 23, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ οὕτω παρὰ Τραγ. (τὸ χωρίον Εὐρ. Ἀνδρ. 692 δὲν παρουσιάζει ἐξαίρεσιν), καὶ σπάνιον παρὰ Κωμ., Ἀλεξ. Κνιδ. 1, Δαμοξ. Συντρ. 1. 3. (Ἐκ τῆς √ΔΥ παράγονται ὡσαύτως τὰ δὶς (ἀντὶ δυὶς ἢ δϝίς), δεύτερος (ἀντὶ δϝέτερος), δοιοί, δισσός, δία, δίχα, δι-πλόος· πρβλ. Σανσκρ. dva, dvàu (dyo), dvis (bis), dvitîyas (δεύτερος), vi- (ve-, dis-)· Ζενδ. dva (duo), κτλ.· Λατ. duo, bis (ἀντὶ duis, πρβλ. Ζενδ. bi-tya (δεύτερος)), bini (ἀντὶ duini), dis- καὶ ve-, du-plex, du-bius· Γοτθ. tvai, vi-thra (contra), twistass (διχοστασία)· Παλαιο-Σκανδιν. tveir, tvi- (bis)· Ἀγγλο-Σαξ. twâ (two, twain), tvennr (twin), κτλ.· Παλαιο-Γερμ. zwuo (Γερμ. zwei), κτλ.). Ἰλ. Α. 16, κτλ.·- παρ’ Ὁμ. δύο καὶ δύω (κατὰ τὴν χρείαν τοῦ μέτρου) συχνάκις συνάπτονται πληθυντικοῖς ὀνόμασιν, ὡς δύο δ’ ἄνδρες, κτλ.· παρὰ Τραγ. ὡσαύτως τὸ δύο ἐνίοτε ἀπαντᾷ μετὰ πληθ. ὀνομάτων, τὸ δὲ δυοῖν σπανίως, ἴδε Elmsl. Μηδ. 798·- δύο ἐνίοτε, τῷ = ἡμετέρῳ «ἕνα δυό», Λατ. vel duo vel nemo, ὀλίγοι, Θεόκρ. 14. 45· πληρέστερον, ἕνα καὶ δύο Ἰλ. Β. 346· δύ’ ἢ τρεῖς Ἀριστοφ. Εἰρ. 829· εἰς δύο, δύοδύο, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· σὺν δύο, δύο ὁμοῦ, Ἰλ. Κ. 224, Ἡρόδ. 4. 66· δύο ποιεῖν τὴν πόλιν, διασπᾶν, διαιρεῖν εἰς δύο, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 10.

French (Bailly abrégé)

gén.-dat. δυοῖν, indécl. dans Homère;
numéral;
deux ; abs. pour marquer deux parties (sur trois), càd les deux tiers.
Étymologie: R. ΔϜι, séparer, > δίς pour *δϜίς ; cf. lat. duo et bis pour duis.

English (Autenrieth)

indeclinable in Homer: two; proverb, σύν τε δὔ ἐρχομένω καί τε πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν, ‘two together going, hasteneth the knowing’ (lit. one notes before the other), Il. 10.224.

English (Slater)

δῠο (δύο, δυοῖν gen., δύο.)
   1 two δύο δὲ γλαυκῶπες δράκοντες (O. 6.45) ἀγαθαὶ δὲ πέλοντἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (O. 6.101) δράκοντεςτρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ (O. 8.38) ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι (O. 9.86) δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων (O. 13.32) αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι (P. 2.30) δύο δ' ἀπὸ Κίρρας, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (sc. μ' ἄγοντι νῖκαι) (P. 7.16) δύο μὲν ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος acc. (N. 6.61) ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (i. e. ποδῶν δὶς νικηφόρων καὶ δυοῖν ἀνδρῶν. Σ) (N. 8.48) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (post ὄλβῳ distinx. alii) (I. 5.12) εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμέᾳ δὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): δύϝο IGDS 15 (Sicilia VI a.C.); beoc. δούο BCH 60.1936.179.31 (Tespias III a.C.); δίουο IG 7.3172.164 (Orcómeno III a.C.); ép. y poét. (nunca trag. ni com. y raro en prosa) δύω Il.13.407, h.Cer.400, Hes.Op.12, Thgn.955, Emp.B 32, A.R.1.163, Isoc.10.1, Gal.18(2).979, Philostr.VA 3.15, TAM 4(1).276.7 (Nicomedia III/IV d.C.), Ath.Al.M.26.77B, Gr.Naz.M.35.1092A; lacon. δύε SEG 39.370a.8 (Laconia V/IV a.C.); eub., etol. δύϝε SEG 41.725c.7 (Eretria VI a.C.), IG 92.152d (Calidón VI a.C.)

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [en Hom. sólo indecl.; δύο como gen. Il.10.253, Od.10.515, Hdt.8.82, Th.3.89, X.An.3.4.9, IG 22.6153 (III d.C.); como dat., Hdt.3.130, Alex.110, Damox.2.3; δύω como gen., Gr.Naz.M.35.1092A, tb. como dat. Il.13.407; διού como gen. Nouveau Choix 24A.4 (Acrefia III a.C.); c. decl. de dual: gen.-dat. δυοῖν Hp.Vict.1.3, E.El.536, Pl.Grg.464b, IG 22.1668.64 (IV a.C.), POxy.3611.7 (III d.C.), monosilábico, S.OT 640, δυεῖν Arist.Cat.14a.31, IG 22.463.78, 1672.286 (ambas IV a.C.), 835.27 (III a.C.), Men.Dysc.327, LXX 4Ma.1.28, POxy.3996.9 (III d.C.), beoc. δουῖν Corinn.1(a).3.15; c. decl. de plu.: tes. nom. masc. δύοι SEG 43.311B.25 (Tesalia II a.C.); tes. y locr. nom.-ac. neutr. δύα SEG 26.672.10 (Larisa II a.C.), IEpir.App.68.4 (Dodona IV a.C.); tes. ac. fem. δύας IG 9(2).517.21 (Larisa III a.C.), SEG 26.672.28 (Larisa II a.C.); jón., cret., délf. y locr. gen. δυῶν Hdt.1.94, 130, Schwyzer 688D.9 (Quíos V a.C.), ICr.4.72.1.41 (Gortina V a.C.), TEracl.1.139 (IV a.C.), CID 2.62.2.68 (IV a.C.), IG 92.638.5.8 (Naupacto II a.C.); dat. δυοῖσι Hippon.95.6, Hdt.1.32, δυσί(ν) Hp.Int.35, A.Fr.281, Welles, RC 3.26 (Teos IV a.C.), Hp.Acut.(Sp.) 67, Arist.Pol.1287b27, Thphr.HP 9.2.6, Men.Comp.2.119, LXX Ex.4.9, IG 22.1028.27 (II/I a.C.), δυοῖς Hsch., tb. cret. ICr.4.72.7.46 (Gortina V a.C.), el. δυοίοις IO 13.3 (V a.C.), eol. δύεσιν Eust.802.28]
numeral dos
a) c. subst. en dual Ἀτρεΐδα ... δύω Il.1.16, cf. A.Ch.207, Call.Dian.207, Isoc.l.c., A.R.1.163, Orph.A.946, δυοῖν ... μιασμάτοιν A.Eu.600, cf. Hp.Vict.1.3, S.OT 640, E.El.536, ἄλλω δύο παῖδε A.R.1.185;
b) c. subst. en plu.: δύο: δ. δ' ἄνδρες Il.18.498, cf. CID 2.78.4 (IV a.C.), δ. παῖδας Hes.Sc.112, δύϝο τάλαντα IGDS 15 (Sicilia VI a.C.), cf. Parm.B 8.53, B.4.17, S.Ai.237, E.Hel.1090, Call.Dian.90, Orph.A.722, δίου ὀβολοί IG 7.3193.5 (Orcómeno III a.C.), c. gen. τῶν δ. μοιράων Il.10.253, cf. Hdt.8.82, Th.3.89, Hp.Fract.44, τὸ ... ὕψος δ. πλέθρων X.An.3.4.9, δραχμάων ... διού Nouveau Choix l.c., Αὐρ(ήλιος) ... κεῖται ἐτῶν δ. IG 22.6153 (III d.C.), c. dat. δύο ζεύγεσι Hdt.3.130, ἐν ἔτεσιν δύο Alex.110, cf. Damox.2.3
δύω: δ. κακά Thgn.955, δ. ... νηούς Call.Dian.233, πυάλους δ. TAM l.c., c. gen. τῶν δύω τὸ ἕτερον Gr.Naz.M.35.1092A, c. gen. partitivo τὰς δ. τῶν ῥάβδων Hp.Fract.30, c. dat. δύω κανόνεσσ' Il.13.407
δύας: ἐν στάλλας ... δύας IG 9(2).517.21 (Larisa III a.C.), cf. SEG 26.672.28 (Larisa II a.C.), IEpir.App.l.c.
δυῶν: ἀντὶ μαιτύρον δυōν ICr.4.72.1.41, τριγλύφων ... δυῶν CID 2.62.2.68 (IV a.C.)
δυοῖς: ἐν τοῖς δυοῖς μɛ̄νσί ICr.4.72.7.46 (Gortina V a.C.)
δυοῖσιν: δυοῖσιν ἐν πόνοισι Hippon.l.c.
δυσί: ταῖς δυσὶ σιαγόσι A.Fr.281, cf. Hp.Int.35, Acut.(Sp.) 67, Thphr.HP 9.2.6, Welles, RC l.c., LXX Ex.4.9, IG 22.1028.27 (II/I a.C.)
δυοῖν: ὀρθοστάταις δυοῖν IG 22.1668.64 (IV a.C.), ἐπιμηνιειᾶν δυοῖν CID 2.32.14 (IV a.C.), cf. Plu.2.198c, POxy.3611.7 (III d.C.)
δυεῖν: ταλάντων ... δυεῖν Men.Dysc.327, cf. IG 22.835.27 (III a.C.), Arist.Cat.14a31, LXX 4Ma.1.28, POxy.3996.9 (III d.C.);
c) alternando formas con dual y plural en una misma frase δυοῖν ὄντοιν τοῖν πραγμάτοιν δύο λέγω τέχνας Pl.Grg.464b, δυοῖν ὄμμασι καὶ δυσὶν ἀκοαῖς Arist.Pol.1287b27;
d) en combinación c. otros numerales para la expr. de cantidades superiores δ. καὶ τεσσεράκοντα Hp.Nat.Hom.15, ἐπ' ἐτέα δυῶν δέοντα εἴκοσι hasta que faltaban dos años para los veinte, e.d., dieciocho años Hdt.1.94, cf. 130, πεντακοσίων πεντηκόντων δυῶν Schwyzer 688D.9 (Quíos V a.C.), μνᾶς δύε καὶ τριάκοντα SEG 39.370a.8 (Laconia V/IV a.C.), Ϝίκατι καὶ δυῶν ποδῶν TEracl.l.c., πέλεθρα ἑκατὸν τράκοντα (sic) δύα SEG 26.672.10 (Larisa II a.C.);
e) en combinación con otros numerales para la expr. de la indeterminación ἕνα καὶ δ. uno o dos, e.e. unos pocos, Il.2.346, δύ' ἢ τρεῖς ἀνθρώπους Anan.2.2, ἐς βραχὺ ἄγοντες τὴν ἀρχὴν ... ἓν ἢ δ. ὑποθέμενοι Hp.VM 1, cf. Ar.Pax 829, X.HG 3.5.20, 1Ep.Cor.14.29;
f) en expr. c. valor distributivo, gener. c. prep. τέσσαρας ῥίζας κατὰ δ. συνεζευγμένας Hp.Epid.4.19, πεζῶν καὶ ἱππέων εἰς δ. ἄγοντας τὴν χιλιοστύν llevando su regimiento de infantería y caballería en formación de a dos X.Cyr.7.5.17
en lit. bíblica y crist. c. red. del numeral εἰσῆλθον ... εἰς τὸν κιβωτόν, δ. δ. ἀπὸ πάσης σαρκός LXX Ge.7.15, cf. Eu.Marc.6.7, Epiph.Const.Haer.1.7, ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δ. δ. los envió de dos en dos, Eu.Luc.10.1;
g) subst., de pers. los dos, las dos σύν τε δύ' ἐρχομένω yendo los dos juntos, Il.10.224, ἣ μὲν ἔην θνητή, αἳ δ' ἀθάνατοι ... αἱ δύο esta última (Medusa) era mortal, las inmortales eran las otras dos ref. a las tres Gorgonas, Hes.Th.278
de cosas dos cosas ἣ δύ' ἐν φρεσὶν νοεῖ Semon.8.27, ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δ. Hp.Epid.1.11, εἰ ... δ. εἴη, οὐκ ἂν δύναιτο ἄπειρα εἶναι Meliss.B 6, (δεδούλωται) δυσὶν ... δοῦλος Men.Comp.2.119, τᾶν δὲ δουῖν Corinn.l.c., ἡ μὲν γὰρ ἁφὴ δ. λέγει ἐν τῇ ἐπαλλάξει τῶν δακτύλων ἡ δ' ὄψις ἕν Arist.Metaph.1011a33, δ. ... ποιοῦσιν ... τὴν πόλιν dividen a la ciudad en dos bandos Arist.Pol.1310a4, τὸ καταπέταμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη ... εἰς δ. Eu.Matt.27.51, εἰς δ. αὐτὸν κόψαι Io.Mal.Chron.15.387;
h) δ. ἄνδρες trad. de lat. duouiri, SEG 46.1252 (Acragante I a./d.C.), IEphesos 4101.14 (I a.C.), CASA 3.1964.54.7 (Taormina I a.C.). • DMic.: dwo.

• Etimología: De *du°H3, cf. lat. duo, frente a la forma *dueH3, que da lugar a δύω, ai. dvā́, etc.

English (Abbott-Smith)

δύο, numeral, indecl. exc. in dat., δυσί, δυσίν (Attic δυοῖν),
two: Mt 19:6, Mk 10:8, Jo 2:6, al.; with pl. noun, Mt 9:27 10:10, al.; οἱ, τῶν, τοὺς δ., Mt 19:5 20:24, Mk 10:8, Eph 2:15, al.; δ. ἐξ, Lk 24:13; distrib., ἀνὰ, κατὰ δ., two and two, two apiece: Lk 10:1 (WH, ἀνὰ δ. [[[δύο]]]), Jo 2:6, I Co 14:27; δύο δύο (= ἀνὰ δ., as LXX, Ge 6:19 for שְׁנַיִם שְׁנַיִם, but not merely "Hebraism," cf. μυρία μυρία, Æsch., Pers., 981, and for usage in π. and MGr., v. M, Pr., 21, 97), Mk 6:7; εἰς δ. (two and two, Xen., Cyr., 7, 5, 17), into two parts, Mt 27:51, Mk 15:38.

English (Strong)

a primary numeral; "two": both, twain, two.

English (Thayer)

genitive indeclinable δύο (as in Epic, and occasionally in Herodotus, Thucydides, Xenophon, Polybius, others for δυοιν, more common in Attic (see Rutherford, New Phryn., p. 289f)); dative δυσί, δυσίν (δυσί in Tr δυσίν), δυσίν in R G δυσί; R G L δυσί); R G δυσί); cf. Tdf. Proleg., p. 98; WH s Appendix, p. 147) — a form not found in the older and better writings, met with in Hippocrates, Aristotle, Theophrastus, frequent from Polybius on, for the Attic δυοιν); accusative δύο (cf. Lob. ad Phryn., p. 210; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 276f; Winer s Grammar, § 9,2b.; Passow, i., p. 729); two: absolutely, οὐκ ἔτι εἰσί δύο, ἀλλά σάρξ μία, δύοτρεῖς, τρεῖς ἐπί δυσί καί δύο ἐπί τρισί, ἀνά and κατά δύο, two by two (Winer s Grammar, 398 (372); 401 (374); Buttmann, 30 (26)), WH omits; Tr brackets ἀνά); WH ἀνά δύο (δύο); cf. Acta Philip. § 36, Tdf. edition, p. 92); δύο δύο, two and two, Song of Solomon , after the Hebrew, in μύρια μύρια for κατά μυριάδας, cf. Winer's Grammar, 249 (234) (cf. 39 (38))); neuter εἰς δύο into two parts, δύο τῶν μαθητῶν (αὐτοῦ), R G); τῶν οἰκετῶν, δύο ἐξ αὐτῶν, Buttmann (1873) 158 (138); Winer's 203 (191)). with a noun or pronoun: δύο δαιμονιζόμενοι, δύο μάχαιραι, ἐπί στόματος δύο μαρτύρων, δυσί κυρίοις, εἶδε δύο ἀδελφούς, οἱ δύο, the two, the twain: τούς δύο, αἱ ( only) δύο διαθῆκαι, οὗτοι (Lachmann brackets οὗτοι) οἱ δύο υἱοί μου, περί τῶν δύο ἀδελφῶν, ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς, τούς δύο ἰχθύας, δύο δηνάρια, Luke 10:35.

Greek Monolingual

και δυο (AM δύο)
1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα
2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» — κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο
νεοελλ.
1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα μεσάνυχτα»)
2. (ως ουσ. με το ουδ. άρθρο) το δύο
(στα χαρτιά της τράπουλας) αυτό που εικονίζει δύο φορές το ορισμένο σχήμα («έχω το δύο το καλό»)
3. φρ. α) «μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» — γι' αυτούς που με μια προσπάθεια πετυχαίνουν διπλό αποτέλεσμα
β) «όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανένα δεν πιάνει» — γι' αυτούς που ασχολούνται ταυτόχρονα με δύο δύσκολες υποθέσεις
γ) «από 'να κριάρι δυο τομάρια» — για πλεονέκτες
δ) «δυο κεφάλια σ' ένα φέσι δεν χωρούνε» — είναι αδύνατο να άρχουν δύο συγχρόνως
ε) «γίναμε από δυο χωριά» — μαλώσαμε
στ) «δυο τρεις» πολύ λίγοι
4. μουσ. «ανά δύο» — όρος που δηλώνει ότι δύο όργανα της ίδιας οικογένειας γραμμένα στο ίδιο πεντάγραμμο πρέπει να παίξουν προς στιγμήν ενωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < duwō-. To βραχύ τελικό φωνήεν της λ. δύο είναι δυσερμήνευτο και υποστηρίχθηκε ότι μπορεί να είναι πρωταρχικό, επειδή εμφανίζεται και στα αρμ. erko-tasan «δώδεκα», αρχ. ινδ. dva-kắ- «συνδεδεμένα ανά ζεύγη» καθώς και στο λατ. duo. Η υπόθεση ότι το δύο προήλθε από τον επικό και ελεγειακό τ. δύω ή δύο (=αρχ. ινδ. duvắ, αρχ. σλ. dŭvĕ) προ φωνήεντος δεν είναι πειστική. Ίσως πρόκειται για αρχαία άκλιτη λέξη παράλληλα προς τον τ. δυϊκού αριθμού δύω (=αρχ. ινδ. duvā, αρχ. σλ. dŭva). Παράλληλα προς τη δισύλλαβη ρίζα duwō- εμφανίζεται και η μονοσύλλαβη dwō (u)- η οποία απαντά στο δ (F)ώ-δεκa, αρμ. erku, αρχ. ινδ. dvắ (u), χεττ. dā- στο dā-yuga- «διετής»].

Greek Monotonic

δύο: Επικ. δύω· γεν. και δοτ. δυοῖν· Ιων., επίσης, γεν. πληθ. δυῶν, δοτ. δυοῖσι, και στη μεταγεν. Αττ. δυσί· και άκλιτο, όπως το ἄμφω, από τον Όμηρ., τῶν δύο μοιράων, δύο κανόνεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ηρόδ. και Αττ. πεζό λόγο· σπανίως σε Τραγ.· δύο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στους Ποιητές το δύο ή δύω μπορεί να ακολουθ. από πληθυντικά ονόματα, δύοδ' ἄνδρες, στον ίδ.· εἰς δύο, δύο δύο, σε Ξεν.· σὺν δύο, δύο μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δύο: эп.-поэт. тж. δύω (indecl., но тж.: gen. δυοῖν, δυεῖν - ион.-дор. δυῶν, dat. δυοῖν, δυσί(ν) - ион. δυοῖσι) два, двое, две, иногда оба, обе: εἷς καὶ δ. Hom. один (из них) или оба; δ. ἢ τρεῖς οἱ πρῶτοι Xen. двое-трое из передовых бойцов; εἰς δ. Xen. по два, по двое или Luc. надвое; δ. ποιεῖν τι Arst. разделить что-л. на две части; δυοῖν (θάτερον) - ἤ … ἤ Dem. одно из двух - или … или; σὺν δ. вдвоем Hom., но тж. (v. l. σύνδυο) Her. по два; ἀνὰ δ. и δ. καὶ δ. NT по два, по двое; τὰ δ. μέρη Thuc. (ср. лат. duae partes) две части (из трех), т. е. две трети.

Frisk Etymological English

Grammatical information: numer.
Meaning: two
Other forms: ep. eleg. also δύω, Lac. etc. also δύ(Ϝ)ε (after κύν-ε etc.), oblique forms δυοῖν (Att. δυεῖν since IV-IIIa), δυῶν, δυοῖσ(ι), δυσί; also indeclinable ( Il.); see Schwyzer 588f.
Dialectal forms: Myc. dwo, duwoupi \/dwouphi\/.
Compounds: As first member (beside usual δι-, s. δίς) e. g. in δυο-ποιός making two (Arist.), and in univerbations like δυο-καί-δεκα (Il. a. o.);
Derivatives: δυοστός half (Sch.), after εἰκοστός etc.
Origin: IE [Indo-European] [228] *duu̯o, *duu̯-eh₃(?) two
Etymology: The final short of δύο also in Arm. erko-tasan twelve and in Skt. (Ved.) deriv. dva-ká- in pairs (Lat. duo is due to the Iambenkürzung). *duu̯o is also found in Goth. twa and wit we two and in OIr. da. (Cowgill, MSS 46 (1985) 13-28). δύο from δύω or *δύοι (= Skt. duvé, OCS dъvě f. n.) before vowel does not convince. Therefore δύο beside the dual δύω (= Skt. duvā́, OCS dъva m.) must be an old indeclinable. Beside IE *duu̯ō and *duu̯ōu (in Skt. duváu) there was monosyllabic *du̯ō(u) in δ(Ϝ)ώ-δεκα, Arm. erku, Skt. dvā́(u), Hitt. dā- in dā-yuga- two years old, dān a second time. See Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 341ff. and Cowgill l.c. who assumes *dúu̯o beside *duu̯ó (which was *duu̯eh₃(u), rather than *duu̯oh₁ with o-stem inflection).

Middle Liddell

numeralnumeral numeral numeral numeral numeral [can be indecl., like ἄμφω, by Hom., τῶν δύο μοιράων, δύω κανόνεσσι Il.; so in Hdt. and attic Prose; but declined in Trag.]
two, Il., etc.;—in Poets δύο or δύω may be joined with pl. Nouns, δύο δ' ἄνδρες Il.:— εἰς δύο two and two, Xen.; σὺν δύο two together, Il., Hdt.

Frisk Etymology German

δύο: {dúo}
Forms: ep. eleg. auch δύω, lak. usw. auch δύ(ϝ)ε (nach κύνε u. ä.), oblique Formen δυοῖν (woraus att. δυεῖν seit IV-IIIa), δυῶν, δυοῖσ(ι), δυσί; auch indeklinabel (seit Hom.); Einzelheiten bei Schwyzer 588f.
Composita : Als Vorderglied (neben dem gewöhnlichen δι-, s. δίς) z. B. in δυοποιός zwei ausmachend (Arist.), außerdem in Univerbierungen wie δυοκαίδεκα (Il. u. a.);
Derivative: Ableitung δυοστός halb (Sch.), nach εἰκοστός usw.
Etymology : Die auslautende Kürze in δύο erscheint auch in der armen. Zusammenrückung erko-tasan zwölf und in der aind. (ved.) Ableitung dva-- paarweise verbunden, außerdem in lat. duo. Sie läßt sich in allen diesen Fällen als sekundäre (analogische bzw. lautliche) Entwicklung verstehen. Eine ähnliche Erklärung von δύο aus δύω oder *δύοι (= aind. duvé, aksl. dъvě f. n.) vor Vokal überzeugt dagegen kaum. Aber dann muß jedenfalls δύο neben der Dualform δύω (= aind. duvā́, aksl. dъva m.) ein altes Indeklinabile sein. Neben idg. *duu̯ō̆ und *duu̯ōu (in aind. duváu) stand die einsilbige Dublette *du̯ō(u) in δ(ϝ)ώδεκα, arm. erku, aind. dvā́(u), heth. - in -yuga- zweijährig, dān ein zweites Mal. Weitere Formen aus verschiedenen Sprachen m. reicher Lit. bei W.-Hofmann s. duo und Wackernagel-Debrunner Aind. Gramm. 3, 341ff.
Page 1,424-425