προτείνω: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(T22) |
(35) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist προετεινα; (from [[Herodotus]] [[down]]); to [[stretch]] [[forth]], [[stretch]] [[out]]: ὡς προέτειναν ( προέτεινεν) αὐτόν τοῖς ἱμᾶσιν, [[when]] [[they]] had stretched him [[out]] for the thongs i. e. to [[receive]] the blows of the thongs (by tying him up to a [[beam]] or a [[pillar]]; for it appears from Winer s Grammar, § 31at the [[beginning]]; others (cf. R. V. [[text]]) '[[with]] the thongs' (cf. [[ἱμάς]])). | |txtha=1st aorist προετεινα; (from [[Herodotus]] [[down]]); to [[stretch]] [[forth]], [[stretch]] [[out]]: ὡς προέτειναν ( προέτεινεν) αὐτόν τοῖς ἱμᾶσιν, [[when]] [[they]] had stretched him [[out]] for the thongs i. e. to [[receive]] the blows of the thongs (by tying him up to a [[beam]] or a [[pillar]]; for it appears from Winer s Grammar, § 31at the [[beginning]]; others (cf. R. V. [[text]]) '[[with]] the thongs' (cf. [[ἱμάς]])). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προβάλλω]], [[προτάσσω]] («[[προτείνω]] το [[χέρι]]» β. «καθιζομένη δ' ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν' ὑπολύσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[πρόταση]], [[υποβάλλω]] [[γνώμη]], [[ευχή]], [[αίτηση]], [[επιθυμία]] ή [[υποδεικνύω]] ένα [[πρόσωπο]] για ορισμένο σκοπό (α. «[[προτείνω]] γάμο» β. «[[προτείνω]] [[ειρήνη]]» γ. «[[προτείνω]] ως [[πρόεδρος]] τον συνάδελφο Χ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «προτείνατε λόγχην»<br /><b>στρ.</b> [[παράγγελμα]] για να προταθεί το όπλο [[μαζί]] με τη [[λόγχη]] του<br />β) «[[προτείνω]] [[δοράτιο]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[προωθώ]] το [[δοράτιο]] κεραίας [[προς]] την [[πλευρά]] του πλοίου για [[αναπέταση]] παριστίου, κν. [[σαγιάρω]] το [[μπαστούνι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «προτείνειν δεξιάν» — το να εκτείνει [[κανείς]] το δεξί [[χέρι]] [[προς]] χαιρετισμό με [[χειραψία]]<br />β) «προτείνειν ἑαυτόν» — το να κλίνει [[κανείς]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκτείνω]] («τὸν χαλινὸν προεκτείνεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκτείνω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ως [[ικέτης]] («[[φύλλον]] οἱ ἱκέται προτείνουσι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, τεντώνομαι, [[ξαπλώνω]] («ἡ μὲν εἰς [[στρωματόδεσμον]] ἐνδῡσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν», Πλουτ.)<br /><b>4.</b> [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («οὗ σύ... τὴν σὴν προτείνων προύκαμες ψυχήν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]] («προτείνομέν γε δραχμὰς εἴκοσιν»)<br /><b>6.</b> [[παραδίδω]], [[παραχωρώ]] («ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῑς ἱμᾱσιν, εἶπε... Ῥωμαῑον... ἔξεστιν ὑμῑν μαστίζειν;», ΚΔ)<br /><b>7.</b> [[προβάλλω]] ως [[πρόταση]] σε συλλογισμό<br /><b>8.</b> [[υποβάλλω]] για [[κρίση]], [[θέτω]] ένα [[ζήτημα]] ή [[πρόβλημα]] για [[λύση]]<br /><b>9.</b> εκτείνομαι [[προς]] τα [[εμπρός]] ή σε [[μάκρος]], [[προεξέχω]] («προτείνουσα εἰς τὸ [[πέλαγος]]... [[ἄκρα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) «προτείνειν, δωρεῑσθαι, χαρίζεσθαι»<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[προβάλλω]] ως [[πρόφαση]], [[αφορμή]], [[δικαιολογία]] («ἤν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>προτείνομαι</i><br />[[προβάλλω]] ως [[παράδειγμα]] («δοκεῑς μοι ὁμοιοτάτοις προτείνεσθαι ἀνθρώποις περὶ τὰ [[πολιτικά]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «προτείνειν χεῑρα δεξιάν» — [[προσφέρω]] το δεξί [[χέρι]] ως εχέγγυο πίστης<br />β) «μισθὸν προτείνεσθαι» — το να απαιτεί, να ζητά [[κανείς]] [[μισθό]] ή [[αμοιβή]] για τον εαυτό του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προτεταμένως]] Α<br />με [[τάση]] [[προς]] τα [[εμπρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A stretch out before, hold before, τὸν χαλινόν X.Eq.6.11 (Pass.); [ὁ ναυτίλος] π. τὰς πλεκτάνας Arist.HA525a28. 2 expose to danger, ψυχὴν . . προτείνων S.Aj.1270. 3 metaph., hold out as a pretext or excuse, π. πρόφασιν Hdt.1.156; σκῆψιν E.El.1067; θεούς S.Ph.992; παιδὸς θάνατον E.Andr.428:—Med., π. τὴν ἡλικίαν Pl.Ep.317c. II stretch forth, hold out, χεῖρα, as a suppliant, Archil.130; τὰς χεῖρας Hdt.1.45, 7.233 (for punishment, Ps.-Callisth. 2.2); φύλλον οἱ ἱκέται προτείνουσι Call.Iamb.1.275a (προτιμῶσι 275); also προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (Herm. for ὀρεγόμενα) A.Ag. 1110 (lyr.); π. ἑαυτόν leaning forward, Pl.R.449b: hence intr., stretch forward, προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος [ἄκρα] Id.Criti.111a, cf. Plb.1.29.2, etc. 2 π. χεῖρα δεξιάν offer, tender it as a pledge, S.Ph. 1292, cf. Tr.1184, E.Alc.1118, etc.; π. πίστιν D.23.117. 3 hold out, offer, μεγάλα π. ἐπ' οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Hdt.8.140.β; κέρδος A.Pr.777; τελετάς E.Ba.238; κάλλος Id.Hel.28; φάντασμα Pl.R. 382a; ἐλπίδα E.Fr.131; δραχμὰς εἴκοσιν Ar.Pl.1019; ἐλευθερίαν Antipho 5.50; δέλεαρ π. τὴν ἡδονήν Plu.2 13a; ἐμοὶ λόγους Pl.Phdr.230d: c. inf., π. τινὶ λαβεῖν ὅ τι χρῄζει X.Oec.5.8:—Med., Hdt.5.24, 7.161; ἔρωτα Pl.Phdr.266b; φιλίαν προτενεῖται D.14.5; τὴν ἀειλογίαν Id.19.2:—Pass., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Isoc.6.37, cf. 12.117. 4 put forward, propose, π. ζητήματα, ἐρωτήματα, Plu.2.737d, Arr.Epict. 3.8.1; αἴνιγμά τινι D.L.2.70, etc.:—Med., offer or put forward as instances, Pl.Grg.518b:—Pass., Sor.2.1, Iamb.Myst.1.3. 5 Med . . μισθὸν προτείνασθαι stipulate for as a reward, Hdt.9.34. III put forward as a proposition (πρότασις 1.1), Arist.APr.47a15, Top. 104a5, al.:—Med., ib.164b4:—Pass., ib.7.
German (Pape)
[Seite 790] (s. τείνω), 1) wovor ausspannen, ausbreiten, vorhalten; δεξιὰν πρότεινε χεῖρα, Soph. Phil. 1276; Trach. 1174; Eur. Alc. 1120; τὼ πόδε, Ar. Th. 1183; τὴν δεξιὰν προτείνων, Dem. 18, 323, vgl. 19, 255, wo der Ggstz ist εἴσω τὴν χεῖρα ἔχειν; Sp., wie Luc. Nigr. 21; – darreichen, τάς γε χεῖρας παγκάλας ἔχειν μ' ἔφη, ὁπότε προτείνοιέν γε δραχμὰς εἴκοσιν, Ar. Plut. 1018; u. med., μισθὸν προτείνεσθαι, sich Sold reichen lassen, Sold für sich fordern, Her. 9, 34; aber auch = act., προτεινομένων ἡμῶν, ἆρ' ἐθέλοιεν ἂν δέχεσθαι, Plat. Soph. 247 d; – von weitem zeigen, versprechen, vorspiegeln, μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ' ἀποστέρει, Aesch. Prom. 779; θεοὺς προτείνων τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης, Soph. Phil. 980; Her. 8, 140, 2; πρόφασιν, 1, 156; ἐλευθερίαν, Antiph. 5, 50; so auch im med., Her. 5, 24. 7, 160; τὴν ἡλικίαν αὐτοῖς προὐτεινόμην, Plat. Ep. III, 317 c, ich schützte mein Alter gegen sie vor; übh. vorzeigen, προτείνων λόγους ἐν βιβλίοις, Phaedr. 230 d; Sp.; προτεινόμενον διαλύσεις, anbietend, Plut. Caes. 33, wie φιλίαν προτενεῖται, er wird seine Freundschaft anbieten, Dem. 14, 5; vgl. ὅσοι πρὸς τὰ κοινὰ δικαίως προσέρχονται, κἂν δεδωκότες ὦσιν εὐθύνας, τὴν ἀειλογίαν ὁρῶ προτεινομένους, 19, 2. – Intraus., sich erstrecken, πᾶσα ἀπὸ τῆς ἄλλης ἠπείρου μακρὰ προτείνουσα εἰς τὸ πέλα γος, Plat. Critia. 111 a. – 2) gew. vorlegen, aufgeben, bes. eine Aufgabe zu lösen vorlegen, αἴνιγμα, D. L. 2, 70; Luc. Iup. trag. 27; πρότασιν, s. oben πρότασις. – Eine Protasis machen, was Arist. top. 8, 12, 15 erkl. : ἔστι δὲ τὸ προτείνεσθαι ἓν ποιεῖν τὰ πλείω, aus mehreren Dingen eins machen.
Greek (Liddell-Scott)
προτείνω: ἐκτείνω ἐμπρός, προβάλλω πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν χαλινὸν Ξεν. Ἱππ. 6. 11· ὁ ναυτίλος πρ. τὰς πλεκτάνας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 29. 2) ἐκθέτω εἰς κίνδυνον, ψυχὴν… προτείνων Σοφ. Αἴ. 1270. 3) μεταφορ., προβάλλω ὡς πρόφασιν, πρ. πρόφασιν Ἡρόδ. 1. 156 σκῆψιν Εὐρ. Ἠλ. 1067· πρ. θεοὺς Σοφ. Φιλ. 992· παιδὸς θάνατον Εὐρ. Ἀνδρ. 428· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. τὴν ἡλικίαν Πλάτ. Ἐπιστ. 317C. ΙΙ. τείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, χεῖρα, χεῖρας, μάλιστα ὡς ἱκέτης, Ἀρχίλ. 117, Ἡρόδ. 1. 45., 7. 233, (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. 4, 136)· πρ. τινὶ χεῖρα Σοφ. Φιλ. 1292, κτλ.· ὡσαύτως, προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὀρεγομένα) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1111· πρ. ἑαυτόν, τείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πλάτ. Πολ. 449Β· ἐντεῦθεν ἀμεταβ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ μακράν, προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος [[[ἄκρα]]] ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 111Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 2 κτλ. 2) προτείνειν δεξιάν, προτείνειν, προσφέρειν αὐτὴν ὡς ἐχέγγυον πίστεως, Σοφ. Φιλ. 1292, Τρ. 1184, Εὐριπ. Ἄλκ. 1118, κτλ.· οὕτω, προτ. πίστιν Δημ. 669. 10. 3) προβάλλω, προτείνω, Λατιν. ostentare, μεγάλα προτ., ἐπ’ οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Ἡρόδ. 8. 140, 2· κέρδος πρ. Αἰσχύλ. Πρ. 777· τελετὰς Εὐρ. Βάκχ. 238, πρβλ. Ἑλ. 28, Πλάτ. Πολ. 382Α· ἐλπίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 130· δραχμὰς Ἀριστοφ. Πλ. 1019· ἐλευθερίαν Ἀντιφῶν 135. 16· δέλεαρ πρ. τὴν ἡδονὴν Πλούτ. 2. 13Α· πρ. λόγους τινὶ Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πρ. τινὶ λαβεῖν Ξεν. Οἰκ. 5, 8· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 5. 21, κ. ἀλ.· ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 266Α· φιλίαν Δημ. 179. 17, κτλ.· ― Παθ., δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Ἰσοκρ. 123Β, πρβλ. 257Α. 4) προβάλλω ὡς ἔνστασιν, Δημ. 341. 14· πρ. ζητήματα, ἐρωτήματα, προτείνω, προβάλλω, Πλούτ. 2. 737D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 8, 1· αἴνιγμά τινι Διογ. Λ. 2 70, κτλ.· ― Μέσ., ὁμοιοτάτους πρ. ἀνθρώπους περὶ τὰ πολιτικὰ Πλάτ. Γοργ. 518Β. 5) ἐν τῷ μέσ., μισθὸν προτείνομαι, ἀπαιτῶ ἢ ζητῶ ὡς ἀμοιβήν, Ἡρόδ. 9. 34. ΙΙΙ. προβάλλω ὡς πρότασιν (πρότασις ΙΙ, 1), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 32, 4, Tοπ. 1. 10, 1, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Προτ. 1. 27, 9. IV. προτιμῶ, τί τινος Κλήμ. Ἀλ. 558. - Κατὰ Σουΐδ.: «προτείνειν, δωρεῖσθαι, χαρίζεσθαι».
French (Bailly abrégé)
f. προτενῶ, ao. προὔτεινα, etc.
A. tr. I. tendre en avant, allonger : δεξίαν SOPH tendre la main pour confirmer une promesse;
II. fig. 1 exposer : ψυχήν SOPH sa vie;
2 mettre en avant, proposer (un gain, une espérance, etc.) acc. : δέλεαρ προτείνειν τὴν ἡδονήν PLUT offrir comme amorce le plaisir ; προτείνειν τινί avec un. inf. : proposer à qqn de ; proposer (une recherche, une question, etc.), acc.;
3 mettre en avant, alléguer, acc.;
Moy. προτείνομαι (f. προτενοῦμαι) tr;
1 tendre en avant (la main comme suppliant) acc. ; mettre en avant, proposer, offrir, acc.;
2 prétendre ou réclamer pour soi : μισθόν HDT comme récompense.
Étymologie: πρό, τείνω.
Spanish
English (Strong)
from πρό and teino (to stretch); to protend, i.e. tie prostrate (for scourging): bind.
English (Thayer)
1st aorist προετεινα; (from Herodotus down); to stretch forth, stretch out: ὡς προέτειναν ( προέτεινεν) αὐτόν τοῖς ἱμᾶσιν, when they had stretched him out for the thongs i. e. to receive the blows of the thongs (by tying him up to a beam or a pillar; for it appears from Winer s Grammar, § 31at the beginning; others (cf. R. V. text) 'with the thongs' (cf. ἱμάς)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ τείνω
1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ' ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν' ὑπολύσω», Αριστοφ.)
2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα πρόσωπο για ορισμένο σκοπό (α. «προτείνω γάμο» β. «προτείνω ειρήνη» γ. «προτείνω ως πρόεδρος τον συνάδελφο Χ»)
νεοελλ.
φρ. α) «προτείνατε λόγχην»
στρ. παράγγελμα για να προταθεί το όπλο μαζί με τη λόγχη του
β) «προτείνω δοράτιο»
ναυτ. προωθώ το δοράτιο κεραίας προς την πλευρά του πλοίου για αναπέταση παριστίου, κν. σαγιάρω το μπαστούνι
μσν.-αρχ.
φρ. α) «προτείνειν δεξιάν» — το να εκτείνει κανείς το δεξί χέρι προς χαιρετισμό με χειραψία
β) «προτείνειν ἑαυτόν» — το να κλίνει κανείς προς τα εμπρός
αρχ.
1. προεκτείνω («τὸν χαλινὸν προεκτείνεσθαι», Ξεν.)
2. εκτείνω, απλώνω κάτι προς τα εμπρός ως ικέτης («φύλλον οἱ ἱκέται προτείνουσι», Καλλ.)
3. εκτείνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω («ἡ μὲν εἰς στρωματόδεσμον ἐνδῡσα προτείνει μακρὰν ἑαυτήν», Πλουτ.)
4. εκθέτω σε κίνδυνο («οὗ σύ... τὴν σὴν προτείνων προύκαμες ψυχήν», Σοφ.)
5. προσφέρω, παρέχω («προτείνομέν γε δραχμὰς εἴκοσιν»)
6. παραδίδω, παραχωρώ («ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῑς ἱμᾱσιν, εἶπε... Ῥωμαῑον... ἔξεστιν ὑμῑν μαστίζειν;», ΚΔ)
7. προβάλλω ως πρόταση σε συλλογισμό
8. υποβάλλω για κρίση, θέτω ένα ζήτημα ή πρόβλημα για λύση
9. εκτείνομαι προς τα εμπρός ή σε μάκρος, προεξέχω («προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος... ἄκρα», Πλάτ.)
10. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτείνειν, δωρεῑσθαι, χαρίζεσθαι»
11. μτφ. προβάλλω ως πρόφαση, αφορμή, δικαιολογία («ἤν μὴ ἀξιόχρεον πρόφασιν προτείνῃ», Ηρόδ.)
12. μέσ. προτείνομαι
προβάλλω ως παράδειγμα («δοκεῑς μοι ὁμοιοτάτοις προτείνεσθαι ἀνθρώποις περὶ τὰ πολιτικά», Πλάτ.)
13. φρ. α) «προτείνειν χεῑρα δεξιάν» — προσφέρω το δεξί χέρι ως εχέγγυο πίστης
β) «μισθὸν προτείνεσθαι» — το να απαιτεί, να ζητά κανείς μισθό ή αμοιβή για τον εαυτό του.
επίρρ...
προτεταμένως Α
με τάση προς τα εμπρός.