σταυρόω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stavroo
|Transliteration C=stavroo
|Beta Code=stauro/w
|Beta Code=stauro/w
|Definition=(σταυρός) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fence with pales]], <span class="bibl">Th.7.25</span>; σ. τὰ βάθη ξύλοις <span class="bibl">D.S.24.1</span>:—Pass., <span class="bibl">Th.6.100</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[crucify]], <span class="bibl">Plb.1.86.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>20.19</span>, Critodem. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).200: metaph., <b class="b3">σ. τὴν σάρκα</b> [[crucify]] it, [[destroy]] its power, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>5.24</span>, cf. <span class="bibl">6.14</span>: <b class="b3">ἧλος ἐσταυρωμένος</b> nail [[from a cross]], as amulet, Asclep.Jun. ap. <span class="bibl">Alex.Trall.1.15</span>.</span>
|Definition=([[σταυρός]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fence with pales]], <span class="bibl">Th.7.25</span>; σ. τὰ βάθη ξύλοις <span class="bibl">D.S.24.1</span>:—Pass., <span class="bibl">Th.6.100</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[crucify]], <span class="bibl">Plb.1.86.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>20.19</span>, Critodem. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).200: metaph., <b class="b3">σ. τὴν σάρκα</b> [[crucify]] it, [[destroy]] its power, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Gal.</span>5.24</span>, cf. <span class="bibl">6.14</span>: ἧλος [[ἐσταυρωμένος]] = [[nail]] from a [[cross]], as [[amulet]], Asclep.Jun. ap. <span class="bibl">Alex.Trall.1.15</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σταυρόω''': (σταυρὸς) περιφράττω διὰ σκολόπων ἢ πασσάλων, περιχαρακῶ τόπον τινά, Θουκ. 7. 25· στ. τὰ βάθη ξύλοις Διοδ. Ἐκλογ. 507. 69. - Παθητ., Θουκ. 6. 100. ΙΙ. σταυρώνω, [[ἀνασκολοπίζω]], ἐπὶ σταυροῦ προσηλώνω, Πολύβ. 1. 86, 4, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κ΄, 19, κτλ.· πρβλ. ἀναστ-· - μεταφορ., στ. τὴν σάρκα, σταυρώνω αὐτήν, [[καταστρέφω]] τὴν δύναμιν αὐτῆς, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 24, πρβλ. ς΄, 14.
|lstext='''σταυρόω''': (σταυρὸς) περιφράττω διὰ σκολόπων ἢ πασσάλων, περιχαρακῶ τόπον τινά, Θουκ. 7. 25· στ. τὰ βάθη ξύλοις Διοδ. Ἐκλογ. 507. 69. - Παθητ., Θουκ. 6. 100. ΙΙ. [[σταυρώνω]], [[ἀνασκολοπίζω]], ἐπὶ σταυροῦ προσηλώνω, Πολύβ. 1. 86, 4, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κ΄, 19, κτλ.· πρβλ. ἀναστ-· - μεταφορ., στ. τὴν σάρκα, σταυρώνω αὐτήν, [[καταστρέφω]] τὴν δύναμιν αὐτῆς, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 24, πρβλ. ς΄, 14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σταυρόω [σταυρός] met een palissade omgeven: pass..; Thuc. 6.100.1; abs. een palissade aanbrengen. Thuc. 7.25.7. kruisigen. NT.
|elnltext=σταυρόω [σταυρός] met een palissade omgeven: pass..; Thuc. 6.100.1; abs. een palissade aanbrengen. Thuc. 7.25.7. kruisigen. NT.
}}
{{grml
|mltxt=[[σταυρῶ]], [[σταυρόω]], ΝΜΑ, και [[σταυρώνω]] Μ [[σταυρός]]<br /><b>1.</b> [[προσηλώνω]] κάποιον [[επάνω]] στον σταυρό, [[θανατώνω]] με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως κύριο όν.) <i>ο Εσταυρωμένος</i><br />ο [[Χριστός]] [[επάνω]] στον Σταυρό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]], [[πιλατεύω]] («μέ σταύρωσε αυτό το [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, διασταυρώνομαι με κάποιον («σταύρωσε δύο παληκάρια ώρια λυγερή», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σταυρώνω]] τα χέρια» ή «[[κάθομαι]] [ή [[μένω]]] με σταυρωμένα χέρια» — [[μένω]] [[άπρακτος]], [[αδρανής]] [[γιατί]] βρίσκομαι σε αδιέξοδο ή σε [[κατάσταση]] απελπισίας<br />β) «δεν σταύρωσα [[φράγκο]] [ή [[δραχμή]] ή [[πεντάρα]]]» — δεν έπιασα, δεν εισέπραξα [[τίποτε]]<br />γ) «δεν [[σταυρώνω]] [[φύλλο]]» — δεν μού τυχαίνουν καλά χαρτιά στο [[χαρτοπαίγνιο]]<br />δ) «[[σταυρώνω]] [[κεραία]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[τοποθετώ]] την [[κεραία]] σταυροειδώς σε [[σχέση]] με τον ιστό<br />ε) «άρον άρον σταύρωσον αυτόν»<br /><b>μτφ.</b> λέγεται για [[απόφαση]] που λαμβάνεται ή για [[ενέργεια]] που γίνεται βεβιασμένα, βιαστικά<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευλογώ]] με το [[σημείο]] του σταυρού, [[κάνω]] το [[σχήμα]] του σταυρού [[πάνω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] (α. «σταύρωσε το [[παιδί]]» β. «ὁ δὲ ἀρχιερεὺς σταυρώνει τὸ [[ὕδωρ]]», Ευχολ.)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] τα χέρια μου ώστε να σχηματιστεί [[σταυρός]] (α. «να κάθεσαι στην [[εκκλησία]] με τα χέρια σταυρωμένα» β. «αὐτὸς δὲ τὰς χεῑρας... δι' ὅλης σταυρώσας τῆς νυκτὸς ἔμεινεν [[ἀκλινής]]», Βίος Παχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] χώρο με σταυρούς, με πασσάλους, [[περιχαρακώνω]] («ξύλοις μεγίστοις καὶ ἀγκύραις τὰ [[βάθη]] ἐσταύρωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νεκρώνω]] τις σαρκικές επιθυμίες και τα [[πάθη]] (α. «σταυροῡμεν τὴν [[σάρκα]]... ἐν ὕδατι βαπτιζόμενοι», Ιωάνν. Χρυσ.<br />β. «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῡ τὴν [[σάρκα]] ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἧλος]] [[ἐσταυρωμένος]]» — [[καρφί]] από σταυρό, που το φορούσαν ως περίαπτο, ως [[φυλαχτό]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:15, 16 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυρόω Medium diacritics: σταυρόω Low diacritics: σταυρόω Capitals: ΣΤΑΥΡΟΩ
Transliteration A: stauróō Transliteration B: stauroō Transliteration C: stavroo Beta Code: stauro/w

English (LSJ)

(σταυρός) A fence with pales, Th.7.25; σ. τὰ βάθη ξύλοις D.S.24.1:—Pass., Th.6.100. II crucify, Plb.1.86.4, Ev.Matt.20.19, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(4).200: metaph., σ. τὴν σάρκα crucify it, destroy its power, Ep.Gal.5.24, cf. 6.14: ἧλος ἐσταυρωμένος = nail from a cross, as amulet, Asclep.Jun. ap. Alex.Trall.1.15.

German (Pape)

[Seite 930] 1) Pfähle oder Pallisaden einschlagen, durch Pallisaden schützen, ὅσα ἐσταυρώθη τοῦ ὑποτειχίσματος Thuc. 6, 100 u. Sp. – 2) kreuzigen; Pol. 1, 86, 4; N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρόω: (σταυρὸς) περιφράττω διὰ σκολόπων ἢ πασσάλων, περιχαρακῶ τόπον τινά, Θουκ. 7. 25· στ. τὰ βάθη ξύλοις Διοδ. Ἐκλογ. 507. 69. - Παθητ., Θουκ. 6. 100. ΙΙ. σταυρώνω, ἀνασκολοπίζω, ἐπὶ σταυροῦ προσηλώνω, Πολύβ. 1. 86, 4, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κ΄, 19, κτλ.· πρβλ. ἀναστ-· - μεταφορ., στ. τὴν σάρκα, σταυρώνω αὐτήν, καταστρέφω τὴν δύναμιν αὐτῆς, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 24, πρβλ. ς΄, 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 élever une palissade ; garnir d’une palissade;
2 crucifier.
Étymologie: σταυρός.
Syn. διαπασσαλεύω.

Spanish

crucificar

English (Strong)

from σταυρός; to impale on the cross; figuratively, to extinguish (subdue) passion or selfishness: crucify.

English (Thayer)

σταυρῷ; future σταυρώσω; 1st aorist ἐσταυρωσα; passive, present σταύρομαι; perfect ἐσταύρωμαι; 1st aorist ἐσταυρωθην; (σταυρός, which see);
1. to stake, drive down stakes: Thucydides 7,25, 6 (here οἱ Συρακοσιοι ἐσταύρωσαν, which the Scholiast renders σταυρους κατέπηξαν).
2. to fortify with driven stakes, to palisade: a place, Thucydides 6,100; Diodorus
3. to crucify (Vulg. crucifigo): τινα,
a. properly: 8:12 r]; for תָּלָה, to hang, Polybius 1,86, 4; Josephus, Antiquities 2,5, 4; 17,10, 10; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,53,56; in native Greek writings ἀνασταυρουν is more common).
b. metaphorically: τήν σάρκα, to crucify the flesh, destroy its power utterly (the nature of the figure implying that the destruction is attended with intense pain (but note the aorist)), ἐσταύρωμαι τίνι, and ἐσταύρωται μοι τί, I have been crucified to something and it has been crucified to me, so that we are dead to each other all fellowship and contact between us has ceased, ἀνασταυρόω, σὑν᾿σταυρόω.)

Greek Monotonic

σταυρόω: μέλ. -ώσω (σταυρός
I. περιφράζω με πασσάλους, περιχαρακώνω έναν τόπο με παλούκια, οχυρώνω, σε Θουκ.
II. σταυρώνω, θανατώνω κάποιον καρφώνοντάς τον στο σταυρό, σε Πολύβ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

σταυρόω:
1) окружать кольями, обносить частоколом Thuc.;
2) обносить, огораживать (τὰ βάθη ξύλοις Diod.);
3) распинать на кресте (τοὺς αἰχμαλώτους Polyb.; παραδοῦναί τινα εἰς τὸ σταυρῶσαι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταυρόω [σταυρός] met een palissade omgeven: pass..; Thuc. 6.100.1; abs. een palissade aanbrengen. Thuc. 7.25.7. kruisigen. NT.

Greek Monolingual

σταυρῶ, σταυρόω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ σταυρός
1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.)
2. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως κύριο όν.) ο Εσταυρωμένος
ο Χριστός επάνω στον Σταυρό
νεοελλ.
1. ταλαιπωρώ, βασανίζω, πιλατεύω («μέ σταύρωσε αυτό το παιδί»)
2. συναντώ τυχαία κάποιον, διασταυρώνομαι με κάποιον («σταύρωσε δύο παληκάρια ώρια λυγερή», δημ. τραγούδι)
3. φρ. α) «σταυρώνω τα χέρια» ή «κάθομαιμένω] με σταυρωμένα χέρια» — μένω άπρακτος, αδρανής γιατί βρίσκομαι σε αδιέξοδο ή σε κατάσταση απελπισίας
β) «δεν σταύρωσα φράγκοδραχμή ή πεντάρα]» — δεν έπιασα, δεν εισέπραξα τίποτε
γ) «δεν σταυρώνω φύλλο» — δεν μού τυχαίνουν καλά χαρτιά στο χαρτοπαίγνιο
δ) «σταυρώνω κεραία»
ναυτ. τοποθετώ την κεραία σταυροειδώς σε σχέση με τον ιστό
ε) «άρον άρον σταύρωσον αυτόν»
μτφ. λέγεται για απόφαση που λαμβάνεται ή για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, βιαστικά
νεοελλ.-μσν.
1. ευλογώ με το σημείο του σταυρού, κάνω το σχήμα του σταυρού πάνω από κάποιον ή από κάτι (α. «σταύρωσε το παιδί» β. «ὁ δὲ ἀρχιερεὺς σταυρώνει τὸ ὕδωρ», Ευχολ.)
2. τοποθετώ τα χέρια μου ώστε να σχηματιστεί σταυρός (α. «να κάθεσαι στην εκκλησία με τα χέρια σταυρωμένα» β. «αὐτὸς δὲ τὰς χεῑρας... δι' ὅλης σταυρώσας τῆς νυκτὸς ἔμεινεν ἀκλινής», Βίος Παχ.)
αρχ.
1. περιβάλλω χώρο με σταυρούς, με πασσάλους, περιχαρακώνω («ξύλοις μεγίστοις καὶ ἀγκύραις τὰ βάθη ἐσταύρωσαν», Διόδ.)
2. νεκρώνω τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη (α. «σταυροῡμεν τὴν σάρκα... ἐν ὕδατι βαπτιζόμενοι», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῡ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», ΚΔ)
3. φρ. «ἧλος ἐσταυρωμένος» — καρφί από σταυρό, που το φορούσαν ως περίαπτο, ως φυλαχτό.

Middle Liddell

σταυρός
I. to fence with pales, impalisade, Thuc.
II. to crucify, Polyb., NTest.

Chinese

原文音譯:staurÒw 士滔羅哦
詞類次數:動詞(46)
原文字根:(使)站立
字義溯源:刺穿在十字架上,用木樁圍籬,掛在十字架上,釘十字架;源自(σταυρός)=十字架),而 (σταυρός)出自(ἵστημι)*=站)。保羅對哥林多信徒說,他曾定了主意,在他們中間不知道別的,只知道耶穌基督,並他釘十字架( 林前2:2)。比較: (προσπήγνυμι)=固定於,釘十字架
出現次數:總共(46);太(10);可(8);路(6);約(11);徒(2);林前(4);林後(1);加(3);啓(1)
譯字彙編
1) 釘十字架(23) 太20:19; 太23:34; 太27:26; 太27:31; 太27:38; 可15:13; 可15:14; 可15:15; 可15:20; 路23:21; 路23:21; 路23:23; 路23:33; 路24:7; 約19:6; 約19:6; 約19:10; 約19:15; 約19:16; 徒4:10; 林前2:2; 林前2:8; 加3:1;
2) 他們⋯釘十字架(4) 可15:24; 可15:25; 可15:27; 約19:18;
3) 釘十字架的(4) 太28:5; 可16:6; 徒2:36; 林前1:23;
4) 釘了十字架(3) 路24:20; 約19:23; 林前1:13;
5) 被釘十字架(2) 約19:20; 啓11:8;
6) 已經⋯都釘十字架了(1) 加5:24;
7) 他⋯被釘在十字架上(1) 林後13:4;
8) 他們既⋯釘了十字架(1) 太27:35;
9) 我可以⋯釘十字架(1) 約19:15;
10) 他釘十字架(1) 約19:41;
11) 把他釘十字架(1) 太27:22;
12) 釘他十字架(1) 太27:23;
13) 釘十字架罷(1) 約19:6;
14) 已釘十字架了(1) 加6:14;
15) 被釘⋯十字架(1) 太26:2