αἵρεσις
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
εως, ἡ, A taking, esp. of a town, Hdt.4.1, etc.; ἡ βασιλέος αἵ. the taking by the king, Id.9.3; ἐλπίζων ταχίστην -σιν ἔσεσθαι Th. 2.75; αἵ. δυνάμεως acquisition of power, Pl.Grg.513a:—generally, taking, receiving, ἐπιγενημάτων PTeb.27.66 (ii B. C.). B (αἱρέομαι) choice, αἵρεσίν τ' ἐμοὶ δίδου A.Pr.779; τῶνδε… αἵρεσιν παρδίδωμι Pi.N.10.82; foll. by relat., αἵ. διδόναι ὁκοτέρην... εἰ... etc., Hdt.1.11, cf. D.22.19; αἵ. προτιθέναι, προβάλλειν, Pl. Tht.196c, Sph.245b; εἰ νέμοι τις αἵρεσιν S.Aj.265; αἵρεσιν λαβεῖν D.36.11; ποιεῖσθαι Isoc.7.19; αἵ. γίγνεταί τινι Th.2.61; οὐκ ἔχει αἵρεσιν it admits no choice, Plu.2.708b. 2 choice, election of magistrates, Th.8.89, cf. Arist.Pol.1266a26, al.; αἱρέσει, opp. κλήρῳ, 1300a19, etc. 3 inclination, choice, πρός τινα Philipp. ap. D.18.166, Plb.2.61.9, etc., cf. IG2.591b; opp. φυγή, Epicur.Ep.3p.62U.; περὶ αἱρέσεων καὶ φυγῶν, title of treatise by Epicurus. II purpose, course of action or thought, like προαίρεσις, Pl.Phdr.256c; ἡ αἵ. τῆς πρεσβείας Aeschin. 2.11; αἵ. Ἐλληνική the study of Greek literature, Plb.39.1.3:—conduct, PTeb.28.10 (ii B. C.). 2 system of philosophic principles, or those who profess such principles, sect, school, Plb.5.93.8, D.S.2.29, Polystr.p.20 W., D.H.Amm.1.7, Comp.2,al., cf. Cic.Fam.15.16.3; κατὰ τῶν αἱ., title of treatise by Antipater of Tarsus; περὶ αἱρέσεων, title of Menippean satire by Varro, cf. Fr.164; αἵρεσις πρὸς Γοργιππίδην, title of work by Chrysippus, D.L.7.191; esp. religious party or sect, of the Essenes, J.BJ2.8.1; the Sadducees and Pharisees, Act.Ap.5.17, 15.5, 26.5; the Christians, ib.24.5,14, 28.22, generally, faction, party, App.BC5.2. 3 corps of epheboi, OGI 176 (Egypt). 4 Astrol., 'condition', Ptol.Tetr.21; ἡ ἡμερινὴ αἵ. Vett. Val.1.13. III proposed condition, proposal, D.H.3.10. 2 commission, ἡ ἐπὶ τοὺς νέους αἵ. Pl.Ax.367a; embassy, mission, IG4.937 (Epid.). 3 freewill offering, opp. vow, LXX Le.22.18,al. 4 bid at auction, τὴν ἀμείνονα αἵ. διδόντι παραδοθῆναι POxy.716.22 (ii A. D.), cf. 1630.8 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
αἵρεσις: -εως, ἡ, (αἱρέω) ἡ κατάληψις, ἰδίως πόλεως, Ἡρόδ. 4. 1. κτλ., ἡ βασιλῆος αἵρ., ἡ ὑπὸ τοῦ βασιλέως κατάληψις, Ἡρόδ. 9. 3. 2) σχέδιον ἢ μέσον πρὸς κατάληψιν τόπου τινός, Θουκ. 2. 75. Β. (αἱρέομαι) = ἐκλογή, αἵρεσίν τέ μοι δίδου, Αἰσχύλ. Πρ. 779· τῶν δε… αἵρεσιν παρδίδωμ’, Πινδ. Ν. 10. 154· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, αἵρεσιν διδόναι ὁπότερον..., εἰ…, κτλ., Ἡρόδ. 1. 11., 9. 26· ὡσαύτως αἵρεσιν προτιθέναι, προβάλλειν, Πλάτ. Θεαίτ. 196C. Σοφιστ. 245Β· εἰ νέμοι τις αἵρεσιν, Σοφ. Αἴ. 265· αἵρεσιν λαμβάνειν, ἔχειν τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, Δημ. 947. 18. αἵρεσις γίγνεταί τινι, ἐπιτρέπεται εἴς τινα νὰ ἐκλέξῃ, Θουκ. 2. 61· οὐκ ἔχει αἵρεσιν, δὲν ἐπιτρέπει ἐκλογήν, Πλούτ. 2. 108Β. 2) ἐκλογὴ τῶν ἀρχόντων, Θουκ. 8. 89· αἵρεσιν ποιεῖσθαι, Ἰσοκρ. 143C, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 15., 4. 6, 3, κτλ. 3) προσπάθεια, ἐνέργεια, διά τι, αἵρ. δυνάμεως, Λατ. affectatio imperii, Πλάτ. Γοργ. 513Α: κλίσις, διάθεσις, προτίμησις, πρός τινα, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 12. Πολύβ. 2. 61, 9, κτλ. ΙΙ) ἐκλογή, σχέδιον, σκοπός, τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι καὶ ἐνεργεῖν, ὡς τὸ προαίρεσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἡ αἵρεσις τῆς πρεσβείας, Αἰσχίν. 29. 30· αἵρεσις Ἑλληνική = ἡ σπουδὴ τῶν Ἑλλην. γραμμάτων, Πολύβ. 40. 6, 3. 2) φιλοσοφικὴ ἀρχή, ἢ σύστημα φιλοσοφ. ἀρχῶν, ἢ οἱ πρεσβεύοντες τοιαύτας ἀρχάς, αἵρεσις, σχολή, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 16, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. καὶ Ἀριστ. 7, κτλ., πρβλ. Κικ. ad Fam. 15. 16, 3: ἰδίως δὲ θρησκευτικὴ αἵρεσις, μερὶς ἴδια πρεσβεύουσα δόγματα, ὡς οἱ Ἐσσηνοί, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 2. 8, 1., οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι, Πράξ. Ἀπ. ε΄, 17., ιε΄, 5., κς΄, 5., οἱ ὁποῖοι μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν Χριστιανῶν, αὐτόθι κδ΄, 5, 14., κη΄, 22, καὶ ὑπὸ τῶν ὀρθοδοξούντων Χριστιανῶν περὶ τῶν ἑτέρως φρονούντων, Ἐκκλ.: ὡσαύτως περὶ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν, Ἐκκλ. 3) προτεινόμενός τις ὅρος, πρότασις, Διον. Ἁλ. 3. 10. 4) ἐπιτροπεία κατ’ ἐκλογήν, καὶ τὴν ἐπὶ τοὺς νέους αἵρεσιν τῆς ἐξ Ἀρείου Πάγου βουλῆς, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α. 5) παρὰ τοῖς Ἑβδ. (π. χ. Λευϊτ. κβ΄, 18) = ἑκούσιος, ἐλευθέρα προσφορά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐχή, τάξιμον.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de prendre, prise;
2 choix : αἵρεσιν διδόναι, νέμειν donner, laisser le choix à qqn ; αἵρεσιν λαμβάνειν avoir le choix ; ἔστι ou γίγνεταί μοι αἵρεσις THC j’ai le choix ; οὐκ ἔχει αἵρεσιν PLUT cela n’admet pas de choix, il n’y a pas de choix ; particul. choix par un vote, élection;
3 préférence, inclination ; dessein, projet.
Étymologie: αἱρέω.
English (Slater)
αἵρεσις
1 choice “ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παραδίδωμ” (N. 10.82)
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1toma, conquista c. gen. obj. Βαβυλῶνος Hdt.4.1, cf. 6.136, τῆς πόλεως Th.2.58
•adquisición δυνάμεως Pl.Grg.513a
•c. gen. subjet. ἡ βασιλέος αἵ. la conquista por parte del rey Hdt.9.3
•abs. ἐλπίζων ταχίστην αἵρεσιν ἔσεσθαι Th.2.75.
2 aceptación de una responsabilidad o trabajo εὐδοκοῦντα τῇ αἱρέσει τῆς ἐπιτροπῆς BGU 1070.6 (III d.C.), cf. POxy.1117.11 (II d.C.) en BL 1.332
•recepción τῶν ἐπιγενημάτων PTeb.27.66 (II a.C.).
II 1elección c. gen. obj. τῶνδε ... αἵρεσιν παρδίδωμ' Pi.N.10.82, αἵρεσιν ποιεῖσθαι Isoc.7.19, αἵ. τῆς πρεσβείας Aeschin.2.11
•sin rég. αἵρεσιν διδόναι A.Pr.779, Hdt.1.11, 5.11, D.22.19, προτιθέναι Pl.Tht.196c, προβάλλειν Pl.Sph.245b, νέμειν S.Ai.265, λαβεῖν D.36.11, γίγνεσθαι Th.2.61, ἔχειν Plu.2.708b, πέπρακα καλῇ αἱρέσει PMasp.120re.5 (VI d.C.)
•c. prep. en fórmulas de contratos αἱρέσεως ... οὔσης περὶ σέ al estar a disposición tuya la elección, POxy.2722.41 (II d.C.), τῆς αἱρέσεως οὔσης περὶ ἡμᾶς περί ... al estar a disposición nuestra la elección de ..., PSarap.51.20 (II d.C.)
•elección, elecciones de magistrados τῶν ἀρχόντων Arist.Pol.1266a26, Plb.3.86.7
•abs. ἐκ δὲ δημοκρατίας αἱρέσεως γιγνομένης Th.8.89, αἱρέσει op. κλήρῳ Arist.Pol.1300b18.
2 cuerpo, personas seleccionadas, comisión ἡ ἐπὶ τοὺς νέους αἵ. Pl.Ax.367a
•embajada, delegación, IG 42.83.12 (Epidauro I d.C.)
•clase o promoción de efebos IFayoum 201.6 (II a.C.), cf. 200.7 (I a.C.).
3 astrol. secta o grupo de astros que tienen en común su cualidad de diurnos y masculinos o nocturnos y femeninos (ὁ Ἥλιος) ἔστι δὲ τῆς ἡμερινῆς αἱρέσεως Vett.Val.1.12, (ἡ Σελήνη) ἔστι δὲ τῆς νυκτερινῆς αἱρέσεως Vett.Val.1.22, cf. Ptol.Tetr.2.8.3, Rhetor. en Cat.Cod.Astr.1.146.
III 1inclinación, buena disposición, estima c. πρός y ac. ἡ τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν δῆμον αἵ. IG 22.1225.16 (Salamina III a.C.), τὰν αἵρεσιν ἃν ἔχει ποτί τε τὸ ἱερὸν καὶ τὰν πόλιν FD 4.414.14 (III a.C.), εἰς τὸν λοιπὸγ χρόνον τὴν αὐτὴν ἔχειν αἵρεσιν πρὸς ἡμᾶς Milet 1(3).139A.13 (III a.C.), cf. Philipp.Maced.4, Plb.2.61.9, φανερὰν ποιεῖν ἣν ἔχομεν πρὸ[ς α] ὐτὸν αἵρεσιν IGLS 992.18 (Dafne II a.C.), c. εἴς y ac. IGLS 992.2 (Siria II a.C.)
•ἐξ ἀμφοτέρων Lyr.Alex.Adesp.1.1, op. φυγή Epicur.Ep.[4] 128, περὶ αἱ. καὶ φυγῶν tít. de una obra de Filodemo, Phld.Oec.28.9, cf. Elect.5.10.
2 vocación, disposición, afición sent. posit. τὴν ὑπὸ τῶν πολλῶν μακαριστὴν αἵ. εἱλέσθην Pl.Phdr.256c, αἵ. Ἑλληνική Plb.39.1.3, προστὰς ... ἐνδόξου καὶ καλῆς αἱρέσεως habiendo manifestado una brillante y hermosa disposición (política) IIl.32.4 (III a.C.), cf. Rhodiaka 1.8.6 (II/I a.C.)
•conducta, PTeb.28.10 (II a.C.)
•conducta piadosa, Didyma 118.7 (II a.C.)
•buena conducta o disposición como ciudadano ἡ πρὸς τὴν πατρίδα αἵ. SEG 33.1039.19 (Cime II a.C.).
3 método, tipo πολυσχεδὴς μέν ἐστιν ἡ τῆς σκέψεως αἵρεσις Ps.Callisth.1.4B.
4 escuela, secta ἕως ἐτῶν ἑπτὰ καὶ τριάνκοντα οὔτε σχολῆς ἡγούμενος οὔτε ἰδίαν πεποιηκὼς αἵρεσιν hasta los 37 años no encabezó escuela alguna ni formó su propia doctrina D.H.Amm.1.7.3, cf. Polystr.Contempt.21.10, Plb.5.93.8, D.S.2.29, Phld.Stoic.Hist.3.2, Cic.Fam.15.16.3, D.L.4.67, ἄθεος αἵρεσις de la escuela de Epicuro, Didym.In Eccl.24.7
•secta religiosa de los esenios, I.BI 2.118, de los saduceos Act.Ap.5.17, de los fariseos Act.Ap.15.5, de los cristianos Act.Ap.24.5, 14, 28.22
•herejía Origenes Cels.2.3, Cod.Iust.1.1.5.3
•gener. partido, facción, 1Ep.Cor.11.19, App.BC 5.2.
IV 1oferta ὃς ἂν προσενέγκῃ τὰ δῶρα ... κατὰ πᾶσαν αἵ. αὐτῶν LXX Le.22.18
•en subastas τὴν ἀμείνονα αἵρεσιν διδόντι παραδοθῆναι adjudicar al mejor postor, POxy.716.22 (II d.C.), cf. 1630.8 (III d.C.)
•propuesta D.H.3.10.
2 gener. en plu. condiciones, disposiciones en una paz, D.C.71.17.1, en un senadoconsulto ἐπ' αὐτοῖς τοῖς νόμοις αἱρέσεσίν τε CRIA 5.11 (Tabas I a.C.), en un acta de fundación ἐπὶ ταῖς αὐταῖς αἱρέσεσιν IEphesos 3803b.6 (IV d.C.), en testamentos POxy.907.4 (III d.C.), Cod.Iust.1.3.52.13.
English (Abbott-Smith)
αἵρεσις, -εως, ἡ (< αἱρέω, -ομαι), [in LXX for נְדָבָה ,]
1.capture.
2.choosing, choice (v. MM, VGT, s.v.).
3.that which is chosen, hence, opinion; esp. a peculiar opinion, heresy: I Co 11:19, Ga 5:20, II Pe 2:1 R, txt.
4.In late writers (MM, VGT), of a set of persons professing particular principles or opinions, a school, sect, party, faction: Ac 5:17 15:5 24:5,14 26:5 28:22, I Co, Ga, II Pe, l.c., R, mg. (Cremer, 614). †
English (Strong)
from αἱρέομαι; properly, a choice, i.e. (specially) a party or (abstractly) disunion: heresy (which is the Greek word itself), sect.
English (Thayer)
(εως, ἡ;
1. (from αἱρέω), act of taking, capture: τῆς πόλεως, the storming of a city; in secular authors.
2. (from ἁιρέομαι), choosing, choice, very often in secular writings: the Sept. that which is chosen, a chosen course of thought and action; hence one's chosen opinion, tenet; according to the context, an opinion varying from the true exposition of the Christian faith (heresy): Sophocles' Lexicon, under the word).
4. a body of men separating themselves from others and following their own tenets (a sect or party): as the Sadducees, Diogenes Laërtius 1 (13) 18f, others, used of the schools of philosophy).
5. dissensions arising from diversity of opinions and aims: B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Sects; Burton, Bampt. Lect. for 1829; Campbell, Diss. on the Gospels, diss. iv., part iv.)
Greek Monotonic
αἵρεσις: -εως, ἡ (αἱρέω),
I. 1. άλωση, κατάληψη, ιδίως μιας πόλης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ βασιλῆος αἵρεσις, η κατάληψη από το βασιλιά, στον ίδ.
2. σχέδιο κατάληψης μιας περιοχής, ενός τόπου, σε Θουκ.
II. 1. (αἱρέομαι), εκλογή, διαλογή, προτίμηση· νέμειν, προτιθέναι, προβάλλειν· δίνω ή προσφέρω το δικαίωμα εκλογής, σε Ηρόδ., Αττ.· αἵρεσις γίγνεταί τινι, επιτρέπεται σε κάποιον να εκλέξει, σε Θουκ.· αἵρεσιν λαμβάνειν, το να έχει κάποιος το δικαίωμα της εκλογής, σε Δημ.
2. επιλογή ή εκλογή των αρχόντων, σε Θουκ. κ.λπ.
3. εκλογή, προμελετημένο σχέδιο, σκοπός, σε Πλάτ. κ.λπ.
4. φιλοσοφική αρχή, αίρεση, σχολή κ.λπ.· ιδίως θρησκευτική αίρεση, όπως οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι, σε Καινή Διαθήκη
5. η θρησκευτική αίρεση ως διδασκαλία και έτερος τρόπος αντίληψης και διδαχής, σε Εκκλ.
Russian (Dvoretsky)
αἵρεσις: εως ἡ
1) взятие, овладение, захват, завоевание (Βαβυλῶνος Her.; τῆς πόλεως Thuc.);
2) свобода выбора, выбор (αἵ. καὶ κρίσις Isocr.; αἵρεσίν τινι διδόναι Her., προβάλλειν или προτιθέναι Plat.): διακρῖναι τὴν αἵρεσιν Her. сделать выбор; οἷς αἵ. γεγένηται Thuc. (те), у которых есть возможность выбирать; οὐκ ἔχει αἵρεσιν Plut. нет свободы выбора;
3) выборы, избрание Thuc., Arst.;
4) избранные лица: ἡ αἵ. τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῆς Plat. выборные от Ареопага;
5) стремление, тяготение, влечение, склонность (τινος Plat. и πρός τινα Dem., Polyb.): αἵ. Ἑλληνική Polyb. ревностное изучение греческой словесности;
6) направление, школа, учение (τοῦ Περιπάτου αἵ. Polyb.): αἱ τῆς φιλοσοφίας αἱρέσεις Sext. философские школы;
7) секта (ἡ αἵ. τῶν Σαδδουκαίων NT).
Middle Liddell
αἱρέω
I. a taking especially, esp. of a town, Hdt., etc.; ἡ βασιλῆος αἵρ. the taking by the king, Hdt.
2. means for taking a place, Thuc.
II. (αἱρέομαι) a taking for oneself, a choosing, choice, νέμειν, προτιθέναι, προβάλλειν to give or offer choice, Hdt., attic; αἵρ. γίγνεταί τινι a choice is allowed one, Thuc.; αἵρεσιν λαμβάνειν to have choice given, Dem.
2. choice or election of magistrates, Thuc., etc.
3. a choice, deliberate plan, purpose, Plat., etc.
4. a sect, school, etc.: esp. a religious sect, such as the Sadducees and Pharisees, NTest.
5. a heresy, Eccl.
Chinese
原文音譯:a†resij 害雷西士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:舉起(著)
字義溯源:選擇,派別,意見不合,分裂,教派,教門,分門結黨,異端;源自(αἱρέομαι)*=取為己有,挑選)。當時,在猶大人中有撒都該教門,法利賽教門,拿撒勒教門(或教黨,教派; 徒5:17; 15:5; 24:5);保羅從前也是在法利賽教門中( 徒26:5);他們也稱保羅所傳的為異端( 徒24:14),為教門( 徒28:22)。保羅說,在哥林多教會中有分門結黨的事( 林前11:19);彼得說,在外邦信徒中也有人引進陷害人的異端( 彼後2:1);保羅說,行異端那類事的人,必不能承受神的國( 加5:20)。上面所提的教門,分門結黨,異端,全都是同一個編號 (αἵρεσις)。參讀 (αἱρέομαι)同源字
出現次數:總共(9);徒(6);林前(1);加(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 教派(5) 徒5:17; 徒15:5; 徒24:5; 徒26:5; 徒28:22;
2) 異端(3) 徒24:14; 加5:20; 彼後2:1;
3) 分門結黨(1) 林前11:19