παρρησία

From LSJ
Revision as of 13:40, 5 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",;" to ";")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρρησία Medium diacritics: παρρησία Low diacritics: παρρησία Capitals: ΠΑΡΡΗΣΙΑ
Transliteration A: parrēsía Transliteration B: parrēsia Transliteration C: parrisia Beta Code: parrhsi/a

English (LSJ)

ἡ, (πᾶς, ῥῆσις)
A outspokenness, frankness, freedom of speech, claimed by the Athenians as their privilege, ἐλεύθεροι παρρησίᾳ θάλλοντες οἰκοῖεν πόλιν κλεινῶν Ἀθηνῶν E.Hipp.422, cf. Ion672; παρρησίᾳ φράζειν = speak freely Id.Ba.668; ἔχειν παρρησία = have freedom of speech Id.Ph.391; οὔσης παρρησίας Ar. Th.541; διδόναι παρρησίαν τισί Isoc.2.28; ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παρρησία γίγνεται Pl.R.557b; τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ = I will speak the truth boldly D.6.31; τὴν ὑπὲρ τῶν δικαίων παρρησίαν ἀποδόμενος Din.2.1; δημοκρατίας οὔσης οὐκ ἔστι παρρησία Isoc.8.14; παρρησία καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία Plb.2.38.6; περὶ παρρησίας, title of work by Philodemus.
2 in bad sense, licence of tongue, ἡ εἰς τοὺς θεοὺς παρρησία Isoc.11.40, cf. Pl.Phdr.240e, Cic.Att.1.16.8.
3 freedom of action, Aristaenet.2.7; παρρησία ζωῆς καὶ θανάτου power of life and death, Vett. Val.6.3,al.; licence, permission, Just.Nov.1.1.1; παρρησίᾳ ἐκτέμνεται τὸ δέρμα without fear, Aët.15.8; ἤγαγον ὑμᾶς μετὰ παρρησίας openly, LXX Le.26.13.
4 liberality, lavishness, κεκόσμηκε τὸν αὑτοῦ βίον τῇ καλλίστῃ παρρησίᾳ OGI323.10(Pergam., ii B.C.); ἐπὶ τῇ… τῶν καμάτων καὶ πάσης ἐπιμελείας παρρησίᾳ IG5(1).547 (Sparta, iii A.D.); = copia, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
liberté de langage, franchise : παρρησίαν διδόναι ISOCR donner la liberté de parler ; en mauv. part liberté de langage excessive;
NT: confiance, assurance.
Étymologie: p. *πανρησία, de πᾶν, ῥητός.

German (Pape)

ἡ, freies Reden, Freimütigkeit, Offenheit im Reden und Handeln; Eur. Hipp. 394, Ion 672 und öfter; γέλωτα γενέσθαι ἐπὶ τῇ παρρησίᾳ αὐτοῦ, Plat. Symp. 222c; ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παρρησίας γίγνεται, Rep. VIII.557b; παρρησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρώμενος, Phaedr. 240e; Folgde: καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία, Pol. 2.38.6; παρρησίαν ἄγειν, DS. 12.63; παρρησίᾳ, freimütig, offen, Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρρησία -ας, ἡ [πᾶς, ῥητός] vrije meningsuiting:. διδόναι παρρησίαν vrijheid van spreken toestaan Plat. Lg. 694b; μετὰ παρρησίας ἐρῶ ik zal in alle openheid spreken Dem. 6.31. vrijpostigheid:. τῆς παρρησίας wat een schaamteloosheid! Men. Epitr. 1101.

Russian (Dvoretsky)

παρρησία:
1 откровенная речь, откровенность, прямота (ἐλευθερία καὶ π. Plat.; π. καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία Polyb.): παρρησίᾳ θάλλειν и παρρησίαν ἔχειν Eur. пользоваться свободой слова; παρρησίᾳ φράζειν Eur. откровенно говорить; μετὰ παρρησίας Dem. со всей откровенностью; ἐν παρρησίᾳ NT явно, откровенно, всенародно;
2 невоздержность на язык (π. κατακορής Plat.);
3 дерзание, смелость (παρρησίαν ἔχειν εἴς τι и πρός τινα NT).

English (Thayer)

παρρησίας, ἡ (πᾶν and ῤῆσις; cf. ἀρρησια silence, καταρρησις accusation, πρόρρησις prediction);
1. freedom in speaking, unreservedness in speech (Euripides, Plato, Demosthenes, others): ἡ παρρησία τίνος, χρῆσθαι παρρησία, παρρησία adverbially — freely: λαλεῖν, openly, frankly, i. e. without concealment: εἶπε ἡμῖν παρρησία (Philemon 1, Meineke edition, p. 405), ἐν παροιμίαις: R G in 29 (where L T Tr WH ἐν παρρησία); ἐν παρρησία, freely, μετά παρρησίας, εἶπεν, λαλεῖν, free and fearless confidence, cheerful courage, boldness, assurance, (Josephus, Antiquities 9,10, 4; 15,2, 7; (cf. Winer's Grammar, 23)): αἰσχύνεσθαι, cf. Wiesinger at the passage); ἐν πίστει, resting on, ἔχειν παρρησίαν εἰς τί, πολλή μοι (ἐστι) παρρησία πρός ὑμᾶς, ἔχειν παρρησία with an infinitive of the thing to be done, Test xii. Patr., test. Rub. 4); of the undoubting confidence of Christians relative to their fellowship with God, μετά παρρησίας, ἔχειν παρρησίαν, opposed to αἰσχύνεσθαι to be covered with shame, Judges, πρός τόν Θεόν added, the deportment by which one becomes conspicuous or secures publicity (Philo de victim. offer. § 12): ἐν παρρησία, before the public, in view of all, ἐν τῷ κρύπτω); ἐν); Lightfoot).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.)
2. η ελευθερία της προσέγγισης, το θάρρος του χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή να εμφανιστεί ενώπιόν του στη Δευτέρα Παρουσία (α. «τολμᾱν ἐπικαλεῖσθαί Σε μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως», Ιω. Χρυσ.
β. «ὅτι οὐκ ἔχομεν παρρησίαν διὰ τὰ πολλὰ ἡμῶν ἁμαρτήματα»)
μσν.-αρχ.
1. εμπιστοσύνη («νῦν καιρὸς ἀναψύξεως καὶ παρρησίας πρὸς Σὲ Χριστέ»)
2. εξουσία («Θεόδωρος παρρησίας ἐν τῷ παλατίῳ τυγχάνων»)
3. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης («εἰς δὲ μέθην ἰόντος... παρρησίᾳ κατακορεῖ», Πλάτ.)
4. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) παρρησία
με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά
αρχ.
1. ελευθερία δράσης («παρρησία ζωῆς καὶ θανάτου» — δικαίωμα ζωής και θανάτου, Αρισταίν.)
2. γενναιοδωρία («κεκόσμηκε τὸν αὑτοῦ βίον τῇ καλλίστη παρρησίᾳ»)
3. αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ῥῆσις (πρβλ. αρρησία), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -ρ-].

Greek Monotonic

παρρησία: ἡ (πᾶς, ῥῆσις),
1. ελευθεροστομία, ελευθεριότητα, ευθύτητα, σε Ευρ.· μετὰ παρρησίας, σε Δημ.
2. με αρνητική σημασία, ασυδοσία της γλώσσας, σε Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρρησία: ἡ, (ῥῆσις) ἡ περὶ τὸ λαλεῖν ἐλευθερία, τὸ ἐκφράζειν ἐλευθέρως τὸ τί φρονεῖ τις, ἐλευθεροστομία, ἣν οἱ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἴδιον δικαίωμα, ἐλεύθεροι παρρησίᾳ θάλλοντες οἰκοῖεν πόλιν κλεινῶν Ἀθηνῶν Εὐριπ. Ἱππ. 422, πρβλ. Ἴωνα 672· παρρησίᾳ φράζειν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 668· π. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 391· παρρησίας οὔσης Ἀριστοφ. Θεσμ. 541· π. διδόναι τισὶ Ἰσοκρ. 20C· ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ π. γίγνεται Πλάτ. Πολ. 557Β· τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ Δημ. 73. 17· τὴν ὑπὲρ τῶν δικαίων π. ἀποδόμενος Δείναρχ. 105.6. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀθυροστομία, Ἰσοκρ. 229Β, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 240Ε.

Middle Liddell

παρ-ρησία, ἡ, [πᾶς, ῥῆσις
1. freespokenness, openness, frankness, Eur.; μετὰ παρρησίας Dem.
2. in bad sense, licence of tongue, Isocr.

Chinese

原文音譯:pa¸?hs⋯a 爬-雷西阿
詞類次數:名詞(31)
原文字根:每一-湧出
字義溯源:坦率直言,坦誠,坦然,無保留的說,率直,明明,顯揚,顯然,自由地,公開地,膽,放膽,膽量,(用)膽量講說,勇敢,坦然無懼,明明地;由(πᾶς)*=一切,所有)與(λέγω)*=說出來)組成。這字在約翰福音用了九次,可能是因著主耶穌常用比喻或隱喻對門徒說話,門徒卻不能領會主耶穌所說的,於是主耶穌就‘明明的’對他們坦率直言
同源字:1) (παρρησία)坦率直言 2) (παρρησιάζομαι)放膽講出 3) (ῥῆμα)發表
出現次數:總共(31);可(1);約(9);徒(5);林後(2);弗(2);腓(1);西(1);提前(1);門(1);來(4);約壹(4)
譯字彙編
1) 膽量(7) 徒4:13; 徒4:29; 弗3:12; 提前3:13; 門1:8; 來3:6; 來10:35;
2) 明明的(6) 可8:32; 約7:13; 約7:26; 約11:14; 約16:25; 約18:20;
3) 坦然無懼(4) 約壹2:28; 約壹3:21; 約壹4:17; 約壹5:14;
4) 膽(3) 徒4:31; 弗6:19; 腓1:20;
5) 公開(1) 西2:15;
6) 坦然無懼的(1) 來4:16;
7) 坦然(1) 來10:19;
8) 顯揚(1) 約7:4;
9) 放膽(1) 林後7:4;
10) 膽量講說(1) 林後3:12;
11) 坦誠(1) 徒2:29;
12) 顯然(1) 約11:54;
13) 就明明的(1) 約10:24;
14) 自由(1) 徒28:31;
15) 明(1) 約16:29

English (Woodhouse)

outspokenness, boldness of speech, freedom of speech, of speech, out-spokenness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐλευθεροστομία). Ἀπό τό παρά + ρῆσις τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παρρησία: παρρησιάζομαι (=μιλῶ ἐλεύθερα), παρρησιαστής, παρρησιαστικός, ἀπαρρησίαστος.

Translations

freedom of speech

af: vryheid van spraak; ar: حرية التعبير; arz: حرية التعبير; ast: llibertá d'espresión; az: söz azadlığı; ba: һүҙ азатлығы; be: свабода слова; bg: свобода на словото; bn: বাকস্বাধীনতা; bs: sloboda govora; ca: llibertat d'expressió; ckb: ئازادیی دەربڕین; cs: svoboda projevu; da: ytringsfrihed; de: Meinungsfreiheit; el: ελευθερία του λόγου; en: freedom of speech; eo: libera sinesprimado; es: libertad de expresión; et: sõnavabadus; eu: adierazpen askatasun; fa: آزادی بیان; fi: sananvapaus; fo: talufrælsi; fr: liberté d'expression; glk: گۊتنرهایی; gl: liberdade de expresión; hak: ngièn-lun chhṳ-yù; he: חופש הביטוי; hi: अभिव्यक्ति की स्वतंत्रता; hr: sloboda govora; hu: szólásszabadság; hy: խոսքի ազատություն; id: kebebasan berbicara; is: málfrelsi; it: libertà di parola; ja: 表現の自由; ka: სიტყვის თავისუფლება; ko: 표현의 자유; ku: azadiya derbirinê; la: libertas exprimendi; lo: ເສລີພາບໃນການເວົ້າ; lt: žodžio laisvė; lv: vārda brīvība; mk: слобода на говорот; ml: അഭിപ്രായസ്വാതന്ത്ര്യം; mr: अभिव्यक्तिस्वातंत्र्य; ms: kebebasan bersuara; mwl: lhibardade de spresson; my: လွတ်လပ်စွာဟောပြောခွင့်; nl: vrijheid van meningsuiting; nn: ytringsfridom; no: ytringsfrihet; oc: libertat d'expression; pa: ਬੋਲਣ ਦੀ ਆਜ਼ਾਦੀ; pl: wolność słowa; ps: د وينا ازادي; pt: liberdade de expressão; ro: libertatea de exprimare; ru: свобода слова; scn: libbirtati di parrata; sco: freedom o speech; sc: libertade de espressione; sd: اظهار جي آزادي; sh: sloboda govora; simple: freedom of speech; sk: sloboda slova; sq: liria e shprehjes; sr: слобода говора; sv: yttrandefrihet; ta: கருத்து வெளிப்பாட்டுச் சுதந்திரம்; tg: озодии афкор ва сухан; th: เสรีภาพในการพูด; tl: kalayaan sa pananalita; tr: İfade özgürlüğü; uk: свобода слова; ur: آزادی گفتار; vi: tự do ngôn luận; wuu: 言論自由; yi: פרייהייט פון ווארט; zea: vrie'eid van meênigsuuting; zh_min_nan: giân-lūn ê chū-iû; zh_yue: 言論自由; zh: 言論自由

impudence

Bulgarian: нахалство, дъ́рзост, безочие; Catalan: impudència; Czech: drzost, nestydatost; Dutch: onbeschoftheid, onbeschaamdheid; Finnish: röyhkeys, häpeämättömyys, julkeus; French: impudence; Galician: impudencia; German: Flegelei, Frechheit, Unverschämtheit, Vermessenheit; Greek: θράσος; Ancient Greek: ἀδιατρεψία, ἀναιδεία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναιδία, ἀναισχυντία, ἀσχημοσύνη, αὐθάδεια, αὐθαδία, βδελυρία, θάρρος, θέρσος, θράσος, λαμυρία, μοθωνία, παρρησία, τὸ ἀδυσώπητον, τὸ ἀναιδές; Hebrew: עזות-מצח‎; Interlingua: impudentia; Irish: brusaireacht, gearr-aighneas, dailtíneacht; Italian: impudenza, sfrontatezza; Norwegian Bokmål: frekkhet, uforskammethet; Persian: بی‌ادبی‎; Polish: arogancja, bezczelność, bezwstydność, hucpiarstwo, impertynenckość, zuchwalstwo, zuchwałość; Portuguese: impudência; Romanian: obrăznicie, impudoare, impudență; Russian: наглость, дерзость, нахальство; Scottish Gaelic: sgimilearachd; Spanish: impudencia, descaro, desenvoltura; Turkish: arsızlık