πείθω

From LSJ
Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πείθω Medium diacritics: πείθω Low diacritics: πείθω Capitals: ΠΕΙΘΩ
Transliteration A: peíthō Transliteration B: peithō Transliteration C: peitho Beta Code: pei/qw

English (LSJ)

   A persuade, impf. ἔπειθον Il.22.91, etc.; Ep. and Lyr. πεῖθον 16.842, B.8.16 : fut. πείσω Il.9.345, etc.; Ep. inf. πεισέμεν 5.252 : aor. 1 ἔπεισα Pi.O.2.80, A.Eu.84, Ar.Pl.304, etc. (Hom. has only opt. πείσειε Od.14.123); Aeol. part. πείσαις Pi.O.3.16 : aor. 2 ἔπῐθον Id.P.3.65 (poet. πίθον), Corinn.Supp.2.58 (poet. dual πιθέταν), A. Supp.941, Ar.Pl.949, Theoc.22.64, used by Hom. only in Ep. redupl. forms πεπίθωμεν Il.9.112, πεπίθοιμι 23.40, A.R.3.14, πεπῐθεῖν Il.9.184, A.R.3.536, πεπῐθών Pi.I.4(3).72 (v. infr.), πεπιθοῦσα Il.15.26 (ind. not in Il. or Od., πέπιθον A.R.1.964, πέπιθε h.Ap.275): pf. πέπεικα Lys. 26.7, Is.8.24, Isoc.14.15 :—Med. and Pass. πείθομαι, obey, Il.1.79, etc. : fut. πείσομαι ib.289, etc.: aor. 2 ἐπῐθόμην, Ep. πιθόμην 5.201, ἐπίθετο Ar.Nu.73, ἐπίθοντο Il.3.260, IG22.29.14, redupl. πεπίθοντο Orph.Fr.135 ; imper. πίθεο Pi.P.1.59, πιθοῦ S.Ant.992, pl. πίθεσθε A.Eu.794 ; subj. πίθωμαι Il.18.273, etc.; opt. πιθοίμην 4.93, etc. (redupl. πεπίθοιτο 10.204); inf. πιθέσθαι 7.293, etc. (πεπιθέσθαι AP14.75); part. πιθόμενος S.Ph.1226 : aor. 1 Med. ἐπεισάμην IG12(5).720.5 (Andros, ii B. C.), Aristid.1.391 J., Sopat. in Rh.8.150 W.: fut. Pass. πεισθήσομαι S.Ph.624, Pl.Sph.248e, etc.: aor. 1 ἐπείσθην A.Eu.593, S.OT526, Ar.Nu.866, X.An.7.7.29 : pf. πέπεισμαι A.Pers.697, E.El. 578, Pl.Prt.328e; Thess. pf. inf. πεπεῖστειν IG9(2).517.16 (Larissa, iii B. C.).    II intr. tenses of Act., in pass. sense, pf. 2 πέποιθα Il.4.325, etc. (not freq. in Prose); imper. πέπεισθι A.Eu.599 codd.; 2sg. subj. πεποίθῃς Il.1.524 ; Ep. 1pl. πεποίθομεν (for-ωμεν) Od.10.335 ; opt. πεποιθοίη Ar.Ach.940 : plpf. ἐπεποίθειν Il. 16.171 ; 3pl. ἐπεποίθεσαν Hdt.9.88 ; Ep. πεποίθεα Od.4.434, 8.181 ; 1pl. ἐπέπιθμεν Il.2.341, 4.159 : Pi. uses aor. 2 part. πιθών = πιθόμενος, P.3.28, redupl. πεπιθών I.4(3).72.    III as if from πῐθέω, Hom. has fut. πῐθήσω Od.21.369 (obey) : aor. part. πῐθήσας Il.4.398 (trust), cf. Hes. Op.359, 671, Pi.P.4.109, A.Ch.618 (lyr.), Lyc.735 ; redupl. aor. subj. πεπῐθήσω trans., Il.22.223 :—also Aeol. πίθημι, part. πίθεις Alc.Supp. 9.4.    A Act., prevail upon, persuade, usu. by fair means, τινα Il.9.345, etc.; πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο ib.184 ; σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε 16.842 ; τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον 9.587, cf. Od.7.258, 23.337 ; Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθε Il.22.78 : c. acc. pers. et inf., persuade one to... ib. 223, A.Eu.724, etc.; π. τινὰς ὥστε δοῦναι, etc., Hdt.6.5, cf. Th.3.31, etc.; ὥστε μὴ . . S.Ph.901 ; later ἵνα . . Ev.Matt. 27.20, Plu.2.181a; π. τινὰς ὡς χρὴ... ὡς ἔστι... Pl.R.327c, 364b; π. τινὰ ἐς τὴν ὁμολογίαν Th.5.76 ; κοὐδείς γέ μ' ἂν πείσειεν . . τὸ μὴ ἐλθεῖν Ar.Ra.68 ; πείθω ἐμαυτόν I persuade myself, am persuaded, believe, Th.6.33, And.1.70, Pl.Grg.453b, etc.; also π. τι ὠφέλιμον ὄν Th.4.17 : freq. in part., πείσας by persuasion, by fair means, opp. ἐν δόλῳ, S.Ph.102, cf. 612; opp. βίᾳ, Trag.Adesp.402 ; πόλιν πείσας having obtained the city's consent, S. OC1298 ; δᾶμον πείσαις λόγῳ Pi.O.3.16 ; μὴ πείσας unless by leave, Pl.Lg.844e ; οὐ πείσαντες τὸν δῆμον Aeschin.3.41 ; πείθοντες, opp.βίᾳ, X.An.5.5.11 ; π. γυναῖκα, opp. βιάζεσθαι, Id.Cyr.6.1.34 ; πέπεικε, opp. ἠνάγκακε, Pl.Hipparch.232b (but π. ἀνάγκῃ D.C.62.16, cf. πειθανάγκη) : with neut. pron., persuade one to or of a thing, τοῦτό γε οὐκ ἔπειθε τοὺς Φωκαιέας Hdt.1.163, cf. A.Pr.1064 (anap.), Pl.R.399b, etc.; ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν A.Ag.1212 ; μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ do not attempt to persuade me to... S.OC1442 ; also τοιάνδ' ἔπειθε ῥῆσιν addressed them thus, A.Supp.615.    2 prevail on by entreaty, Il. 24.219, Od.14.363 ; τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν Il.1.100 ; ὥς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν 9.112, cf. 181, 386, Hes.Sc.450 ; Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς Pi.O.2.80, cf. Pl.R.366a, Ap.37d : c. dupl. acc., τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν, ὃν ἂν πείθω Ἀθηναίους IG12.39.27.    II in bad sense, talk over, mislead, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις Il.1.132, cf. 6.360 ; ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς Od.2.106, cf. 14.123 ; πεπιθοῦσα θυέλλας Il. 15.26.    2 π. τινὰ χρήμασι bribe, Hdt.8.134, Lys.21.10 ; π. ἐπὶ μισθῷ μισθῷ, Hdt.8.4, 9.33, Th.2.96, etc. (Pass., χρήμασι πεισθείς Id.1.137) : prov., δῶρα θεοὺς πείθει Hes.Fr.272 ; πείθειν τινά alone, Lys. 7.21, X.An.1.3.19, Act.Ap. 12.20.    3 offood, tempt, Xenocr. ap. Orib. 2.58.84.    B Pass. and Med., to be prevailed on, won over, persuaded, abs., Il.5.201, etc. ; imper. freq. in Trag., πείθου be persuaded, S.OC520, El. 1015, E.Fr.440 ; but πιθοῦ comply, S.OC1181, El. 1207 : c. inf., to be persuaded to do, Id.Ph.624; πείθεσθέ μοι πρύτανιν ἑλέσθαι Pl .Prt. 338a ; also πείθεσθαί τινι ὥστε . . Th. 2.2 ; ὃ . . ὑμεῖς . . ἥκιστ' ἂν ὀξέως πείθοισθε (sc. πρᾶξαι) Id.6.34 ; ἑκὼν καὶ πεπεισμένος of one's own free will, POxy. ivp 203 (iv A.D.), etc. ; τὰ μὲν παρ' ἡμῶν ἴσθι σοι πεπεισμένα we are won over to you, Ar. Th. 1170.    2 πείθεσθαί τινι listen to one, obey him, Il. 1.79, etc. ; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. S. Ant. 67 ; τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ, X. Cyr. 1.2.8, An. 7.3.39 ; μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν Pl. Ap. 29d : sts. c. dupl. dat., ἔπεσι, μύθοισι π. τινί, Il.1.150, 23.157 : without dat. pers., ἐπείθετο μύθῳ 1.33, cf. Od. 17.177 ; γήραϊ πείθεσθαι yield, succumb to old age, Il.23.645 ; στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί let us comply with the custom of eating, sad though the meal be, ib.48 ; νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, of leaving off the labours of the day, 8.502 ; ἀδίκοις ἔργμασι π. Sol.4.11, 13.12.    b with Adj. neut., σημάντορι πάντα πιθέσθαι obey him in all things, Od. 17.21 ; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω wherein I think some will not obey, Il.1.289, cf. 4.93, 7.48, Hdt. 6.100, etc. ; πάντ' ἔγωγε πείσομαι S.Aj.529 ; πείσομαι δ' ἃ σοὶ δοκεῖ Id.Tr. 1180 ; οὐ . . πείθομαι τὸ δρᾶν Id.Ph. 1252 ; μύθοις . . πεισθεὶς ἀφανῆ E. Hipp. 1288 (anap.), cf. Lys.22.3 : rarely with Noun in acc., χρήμασι πεισθῆναι [τὴν ἀναχώρησιν] Th.2.21 (s.v.l.).    3 c. gen., four times in Hdt., πείθεσθαί τινος 1.126, 5.29, 33,6.12, cf. E. IA726, Th. 7.73 ; πείσθητί μευ Herod. 1.66 ; κείνου . . πιθοίατο vulg. in Il.10.57.    II πείθεσθαί τινι believe, trust in, πείθεθ' ἑταίρῳ Od. 20.45 ; οἰωνοῖσι Il.12.238; τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ 4.408 ; ἐνυπνίῳ Pi.O. 13.79 ; λεγομένοισι Hdt. 2.146, etc. : c. acc. et inf., believe that... οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ' εἶναι Od. 16.192, cf. Hdt. 1.8, etc. : c. dat. pers. et inf., π. τινὶ μὴ εἶναι χρήματα, = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, X.An. 7.8.3 : with ὡς, οὐ πείσονται ὡς σὺ αὐτὸς οὐκ ἠθέλησας Pl. Cri.44c, cf. R.391b : with neut. Adj. or Pron., τὰ περὶ Αἴγυπτον τοῖσι λέγουσι αὐτὰ π., οὐκ ἐπείθοντο τὰ ἐσαγγελθέντα, Hdt.2.12, 8.81 ; πείθεσθε τούτῳ ταῦτα Ar. Th. 592 ; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι I do not take this on your word, Pl.Ap.25e, cf. Phdr.235b : abs., ὡς ἐγὼ πείθομαι Phld.Po.5.34.    b π. τινὰ ὅπως . . to believe of him, that... E. Hipp.1251.    III pf. 2 πέποιθα trust, rely on, c. dat. pers. vel rei, Il.4.325, etc. (not freq. in early Prose, as αὑτῷ πεποιθέναι Pl. Mx. 248a): c. dat. et inf., οὔ πω χερσὶ πέποιθα ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od. 16.71, cf. Il.13.96, etc.: c. dat., οἷσι . . μαρναμένοισι πέποιθε Od.16.98 : later c. inf. only, πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος I trust to win this fame, S.Aj. 769 ; αἰχμήν . . μᾶλλον θεοῦ σέβειν πεποιθώς daring to... A. Th.530: once in Hdt., χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι 9.88 : rarely c. acc. et inf., πέποιθα . . τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνόν A. Th.444 ; εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι 2 Ep.Cor.10.7 ; π. εἴς τινας ὅτι . . Ep.Gal.5.10; ἐπί τινας ὅτι . . 2 Ep.Cor. 2.3 ; ἐπὶ χρήμασι Ev.Marc. 10.24: abs., ὄφρα πεποίθῃς that you may feel confidence, Il.1.524, Od.13.344 ; πεποιθώς in sure confidence, LXXDe. 33.28.    IV post-Hom. pf. Pass. πέπεισμαι believe, trust, c. dat., νεκροῖσι A. Eu.599 ; ὀνείροις E.Hel.1190, etc. : c. acc. et inf., συνοίσειν ταῦτα πέπ. D.4.51, cf. Pl. R. 368a : abs., νῦν δὲ πέπεισμαι Id.Prt. 328e ; πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων persuaded by... Plu.Rom. 14 ; πεπείσμεθα περὶ ὑμῶν τὰ κρείττονα Ep.Hebr.6.9. (Cf. Lat. fido, fides.)

German (Pape)

[Seite 543] fut. πείσω, aor. ἔπεισα (wovon Hom. nur optat. πείσειε, Od. 14, 123 hat) u. poet. ἔπιθον, bei Hom. immer mit der Reduplication, πεπίθω, πεπιθών, πεπιθεῖν, πεπίθοιμεν, πέπιθε; Pind. πεπιθών, I. 3, 90, πιθών P. 3, 28; πιθών auch Ar. Ran. 1168; πεπιθήσω = πείσω, Il. 22, 223, eigentl. ich werde machen, daß er Vertrauen hat; perf. πέπεικα u. πέποιθα (s. unten); med. fut. πείσομαι, aor. II. bei den Ep. ἐπιθόμην, ἐπίθοντο, πιθέσθαι, u. mit der Reduplication πεπίθοιτο, Il. 10, 204. Die Nebenformen des fut. u. aor. πιθήσω u. πιθήσας bei Hom. sind intrans., wie πιθήσας Pind. P. 4, 109 u. πιθήσασα δώροισι Μίνω Aesch. Ch. 609; – 1) Activ., durch gütliche Mittel, bes. Worte od. Zureden, bewegen oder gewinnen, überreden; πείθεις δή μευ θυμόν, Od. 23, 230, u. oft so φρένας, θυμόν, θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν. Bes. erbitten, durch Bitten bewegen, Il. 24, 219 Od. 14, 363; besänftigen, begütigen, zufriedenstellen, Il. 1, 100. 9, 112. 181. 386; Hes. Sc. 450; Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισεν, Pind. Ol. 2, 88; bes. durch die Rede bewegen, Etwas zu thun, τόνδε – πεπιθήσω ἐναντίβιον μαχέσασθαι, Il. 22, 222; δᾶμον πείσας λόγῳ, Pind. Ol. 3, 17; γνώμᾳ πεπιθών, I. 3, 90; πείσαισ' ἀκοίταν βουλεύμασιν, N. 5, 28; νὶν πίθον παρασχεῖν, P. 3, 65; π. τινὰ ὥςτε δοῦναι, Her. 6, 5; πιθεῖν Τιτᾶνας οὐκ ἠδυνήθην, Aesch. Prom. 204; πείθω νιν λόγῳ, Ag. 1022; ἔπειθον οὐδέν' οὐδέν, 1185; πρὸς τοῦ δ' ἐπεί. σθης καὶ τίνος βουλεύμασιν, Eum. 563; ταῖς ἐμαῖς γνώμαις πεισθείς, überredet, Soph. O. R. 570; ἐκ τοῦ φίλων πεισθεῖσα, El. 401; ἐννύχοις πεπεισμένη ὀνείροις, Eur. Hel. 1206; πείθει Ὀρέστην μητέρα κτεῖναι, Or. 29; u. mit doppeltem accus., τίνα δοκεῖς πείσειν τάδε, wen meinst du davon zu überreden? Hec. 1205; vgl. Her. 1, 163; Xen. Hier. 1, 16; Plat. Apol. 37 a; κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος, Aesch. Pers. 790; τί δ' ἐν δόλῳ δεῖ μᾶλλον ἢ πείσαντ' ἄγειν, Ar. Plut. 102; ἢ λόγῳ πείσαντες ἄξειν ἢ πρὸς ἰσχύος κράτος, 590, u. in Prosa überall, τὸ πείθειν οἷόν τ' εἶναι τοῖς λόγοις δικαστάς, Plat. Gorg. 452 e; καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντές σφισιν ὑπηρετεῖν, Rep. II, 364 c, u. A.; auch τοὺς πολλοὺς εἰς τὴν ὁμολογίαν, dazu bewegen, Thuc. 5, 76; im schlechten Sinne, τοὺς δικαστὰς ἀργυρίῳ πείθειν, die Richter durch Geld bewegen, bestechen; ξεῖνόν τινα χρήμασι πείσας, Her. 8, 134; μισθῷ, 9, 33, für Sold wozu dingen, wie Thuc. 1, 31; δώροις, 4, 65, χρήμασι, 1, 137 u. öfter; vgl. δῶρα θεοὺς πείθει, Hes. frg. bei Plat. Rep. III, 390 e; u. Lys. 7, 21; auch bereden, beschwatzen, durch List, milderer Ausdruck für betrügen, täuschen, Il. 1, 132. 6, 360 Od. 2, 106. 14, 123. – Auch von leblosen Dingen, θυέλλας, erregen, Il. 15, 26. – Πείθω ἐμαυτόν, ich überrede mich, d. i. ich bin überzeugt, glaube, Plat. Gorg. 453 a u. öfter; ὥς γε ἐμαυτὸν πείθω, Dem. 24, 6, u. A. – Das part. πείσας heißt oft durch gütliches Zureden, durch Unterhandlungen, auf dem Wege der Güte, πείσας ἄγει τὸ στράτευμα, er führt das Heer mit dessen Einwilligung; οὐ πείσας τὸν δῆμον, ohne das Volk beredet zu haben, ohne Beistimmung des Volks, Aeschin. u. A., bes. Plut.; vgl. τὰς πόλεις ἑκούσας ἔπεισε ποιεῖν τὰς ὁδούς Xen. An. 5, 1, 14, u. Hell. 6, 1, 14. – Das impf. kann auch durch zureden übersetzt werden, ἕκαστός τις ἔπειθεν αὐτὸν ὑποστῆναι τἡν ἀρχήν, Xen. An. 5, 9, 19, vgl. Hell. 6, 5, 23; Pol. 4, 64, 2. 5, 63, 3. – 2) Im pass., fut. πείσομαι, auch πιθήσω, Od. 21, 369, aor. ἐπείσθην, bei Hom. ἐπιθόμην u. πιθήσας, Il. 9, 119, sich durch gütliche Mittel, bes. durch Worte gewinnen lassen, sich überreden, überzeugen lassen, überredet, überzeugt sein, gehorchen (vgl. S. Emp. pyrrh. 1, 2301; Hom. u. Folgde überall; mit folgdm accus. c. inf., εἰ μὴ πέπεισθε ἀδικίαν δικαιοσύνης ἄμεινον εἶναι, Plat. Rep. II, 368 a; mit folgdm ὡς, Legg. VII, 801 b; – c. inf., ὑπὸ χρυσοῦ πεισθῆναι πλούσιον ἄνδρα ἰάσασθαι, Plat. Rep. III, 408 c; – gew. τινί, gehorchen, folgen, μηδὲ ἄρξειν μηδὲ ἄρχοντι πείσεσθαι, Critia 120 a; καὶ παρεικαθεῖν, Soph. O. C. 1336; mit folgdm inf., πείθεσθέ μοι ῥαβδοῦχον ἑλέσθαι, Plat. Prot. 338 a, folget mir und wählet, u. A. – Die Sache, wozu Einer überredet wird, oder in der er einem Andern folgt, steht auch im accus., wie das act. mit doppeltem accus. vrbdn oben erwähnt ist. πάντα πιθέσθαι, in allen Dingen folgen, Alles befolgen, Od. 17, 21; σημαίνειν, ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω, worin Niemand, wie ich meine, gehorchen wird, Il. 1, 289; u. so ist auch 20, 466 Od. 3, 146, οὐδὲ τὸ ᾔδη, ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν, zu erklären, worin Jener ihm nicht nachgeben werde, wo man gew. πείσεσθαι als pass. für πεισθήσεσθαι erklärt; πείθεσθε τούτῳ ταῦτα, Ar. Th. 595; τί σοι πιθώμεσθα, Av. 164; auch σοῖς ταῦτα πείσομαι λόγοις, Aesch. Ch. 770; 'Αθηναῖοι ταῦτα Αἰσχίνῃ πείθονται, Her. 6, 100; – εἰς ἀγαθόν, Il. 11, 799; Hom. vrbdt es auch mit dem doppelten dat., τινὶ ἔπεσι, μ ύθοις, Il. 1, 150. 23, 157; γήραϊ πείθεσθαι, dem Alter gehorchen, sich in die Nothwendigkeit des Alters geduldig fügen, Il. 24, 345; στυγερῇ δαιτὶ πείθεσθαι, sich in den Gebrauch des traurigen Mahles fügen, 23, 48; πείθεσθαι νυκτί, der Einladung der Nacht zum Schlafe folgen, 8, 502. 9, 65. – Seltener ist dabei der gen., πείθεσθαί τινος, Her. 1, 126. 5, 29. 33. 6, 12; als v. l. auch Il. 10, 57; Thuc. 7, 73, u. öfter bei sp. D., wie An. Rh. 3, 308. – Πείθεσθαί τινι, Jemandem glauben, trauen, woran glauben, μύθῳ, oft Hom; ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, darin traue ich dir nicht, das glaube ich dir nicht, Plat. oft. – 3) Das perf. πέποιθα, πεποιθέναι, plusquampf. πεποίθεα, Od. 4, 434. 8, 181, hat die Bdtg sich haben überzeugen lassen, vertrauen, seine Zuversicht worauf setzen, mit dem dat. der Person oder der Sache, auf die man vertraut, Hom. u. Hes., auch wird noch ein inf. hinzugesetzt, ὔμμιν ἔγωγε μαρναμένοισι πέπ οιθα σαωσέμεναι νέας ἁμάς, Il. 13, 95, ich vertraue euch, daß ihr die Schiffe retten werdet, vgl. 16, 171 Od. 16, 71. 21, 132; auch absol., ὄφρα πεποίθῃς, auf daß du Zutrauen fassest, Il. 1, 524 Od. 13, 344; τῇ σῇ πέποιθα χειρὶ δεξιᾷ, Eur. Alc. 1118; χρησμοῖς, τύχῃ, Aesch. Ch. 295 Ag. 654; Ζηνί, 790; πεποιθοίη, Ar. Ach. 904; auch c. acc. c. inf., ἔπεμψα τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδοῦ, Aesch. Spt. 37, vgl. 426. 503; u. c. inf., καὶ δίχα κείνων πέποιθα ταῦτ' ἐπισπάσειν κλέος, Soph. Ai. 756, ich hege die Zuversicht, diesen Ruhm zu erringen; vgl. χρήμασιν ἐπεποίθεσαν διωθέεσθαι, Her. 9, 88; διὰ τὸ αὑτῷ πεποιθέναι, Plat. Menex. 248 a; einen imperat. πέπεισθι hat Aesch. Eum. 599, Hom. die syncop. Form ἐπέπιθμεν, Il. 14, 55; so ist auch πιθήσας gebraucht, Il. 22, 107; vgl. auch πεπίθοιτο, Il. 10, 204; γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ, Pind. I. 3, 90. – Sp, wie N. T., verbinden auch πεποιθέναι ἐπὶ τὸν θεόν. – Adi. verb. πειστέον, man muß gehorchen, Plat. Phil. 28 b u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πείθω: ἐνεργ., ὡς καὶ νῦν, πείθω, παρατ. ἔπειθον Ὅμ. καὶ Ἀττ., Ἰων. πείθεσκε Χρησμ. Σιβ. 1. 43· μέλλ. πείσω Ἰλ. Ι. 345, Ἀττ.: — ἀόρ. α΄ ἔπεισα Αἰσχύλ. Εὐμ. 84, Ἀριστοφ., κτλ., (ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον εὐκτ. πείσειε Ὀδ. Ξ. 123, Δωρ. μετοχ. πείσαις Πινδ. Ο. 2. 29): — ἀόρ. β΄ ἔπῐθον, ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδ., Τραγ., καὶ μεταγεν. ποιηταῖς, παρὰ δὲ Ὁμ. μόνον ἐν τοῖς μετ’ ἀναδιπλασ. τύποις πεπίθωμεν, πεπίθοιμεν, πεπῐθεῖν, πεπῐθών, (πέπῐθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 275)· — πρκμ. πέπεικα Λυσ. 175. 38, Ἰσαῖ. 71. 28. — Μέσ. καὶ Παθ., πείθομαι, ὑπακούω, Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. πείσομαι (ἀκριβῶς ὡς ὁ μέλλ. τοῦ πάσχω) αὐτόθι: — ποιητ. ἀόρ. β΄ ἐπῐθόμην, Ἐπικ. πιθόμην Ἰλ. Ε. 201, ἐπίθετο Ἀριστοφ. Νεφ. 95, ἐπίθοντο Ἰλ. Γ. 260, προστ. πιθοῦ Αἰσχύλ., Σοφ., ὑποτακτ. πίθωμαι, εὐκτ. πιθοίμην (μετ’ ἀναδιπλ. πεπίθοιτο Ἰλ. Κ. 204) ἅπαντα παρ’ Ὁμ., Σοφ., Ἀριστοφ., μετοχ. πιθόμενος Σοφ.· — μέσ. ἀόρ. α΄ πείσασθαι μόνον παρ’ Ἀριστείδ. 1. 391, Ρήτορες (Walz) 8. 150· — μέλλ. παθ. πεισθήσομαι Σοφ. Φ. 624, Πλάτ., κτλ.·— ἀόρ. α΄ ἐπείσθην Αἰσχύλ., Σοφ., Ἀριστοφ., Ξεν.· — πρκμ. πέπεισμαι Αἰσχύλ., Εὐρ., Πλάτ. ΙΙ. ἀμετάβ. χρόνοι τοῦ ἐνεργ., ἐπὶ παθ. σημασ.: πρκμ. β΄ πέποιθα, Ὅμ., Ἀττ. (ἀλλ’ οὐχὶ συχνάκις παρὰ πεζογράφοις)· προστ. πέπεισθι Αἰσχύλ. Εὐμ. 599, ὑποτακτ. πεπείθω Ἰλ. Α. 524, Ὀδ. Ν. 344, Ἐπικ. α΄ πληθ. πεποίθομεν (ἀντὶ -ωμεν) Ὀδ. Κ. 335· εὐκτ. πεποιθοίη (ἀντὶ -θοι) Ἀριστοφ. Ἀχ. 940· ὑπερσ. ἐπεποίθειν Ἰλ. Π. 171, Ἡρόδ., Ἐπικ. καὶ πεποίθεα Ὀδ. 4. 434, Θ. 181, συγκεκομ. α΄ πληθ. ἐπέπιθμεν Ἰλ. Β. 341, Δ. 159. — Ὁ Πίνδ. ὡσαύτως χρῆται μετοχ. ἀορ. β΄πιθὼν=πιθόμενος, Π. 3. 50· καὶ πεπιθὼν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ι. 3 (4) ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. μεταβάλλει ἀμφότερα τὰ χωρία ὅπως ἀποφύγῃ τὸν σολοικισμόν.
ΙΙΙ. ὡς εἰ ἐκ παραλλήλου τύπου, πῐθέω, ὁ Ὅμ. ἔχει μέλλ. πῐθήσω καὶ μετοχ. ἀορ. πῐθήσας, ἀμφότερα ἀμεταβ. (τὸ δεύτερον ὡσαύτως παρ’ Ἡσ., καὶ παρὰ Πινδ. Π. 4. 194, Αἰσχύλ. Χο. 619)· ἀλλ’ ὁ μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἀόρ. ὑποτακτ. πεπῐθήσω μεταβ., Ἰλ. Χ. 223. (Ἐκ τῆς √ΠΙΘ, ὡς ἐν τοῖς πιθεῖν, πιθέσθαι· ἐκτεταμένον πείθω, πέποιθα· πρβλ. πειθώ, πεῖσα, πίστις· Λατ. fῑ-des, fῑ-dus, fῑ-do, καὶ ἴσως foe-dus, eris). Ι. Ἐνεργ., πείθω, καταπείθω, ἀλλὰ συνήθως δι’ ἠπίου τρόπου, τινὰ Ὁμ., κλ.· ὡσαύτως, πεπιθεῖν φρένας Αἰακίδαο Ἰλ. Ι. 184· ἢ μετὰ δοτ. προσ., σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν Π. 842· οὕτω, τοῦ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθον Ι. 587, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 258· ἤ, Ἕκτορι θυμὸν ἔπειθεν Ἰλ. Χ. 78, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 337· — μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., καταπείθω τινὰ νὰ ..., Ἰλ. Χ. 223, Αἰσχύλ. Εὐμ. 724, κτλ.· ὡσαύτως π. τινὰ ὥστε δοῦναι κτλ., Ἡρόδ. 6, 5, πρβλ. Θουκ. 3. 31, κτλ.· ὥστε μὴ ... Σοφ. Φιλ. 901· π. τινα ὡς χρὴ ..., ὥς ἐστι ... Πλάτ. Πολ. 327C, 364Β· π. τινὰ εἴς τι Θουκ. 5. 76· πείθω ἐμαυτόν, εἶμαι πεπεισμένος, «πιστεύω», ὡς τὸ πείθομαι, ὁ αὐτ. 6. 33. Ἀνδοκ, 10. 2, Πλάτ. Γοργ. 453Α, κτλ.· — συχνάκις κατὰ μετοχ., πείσας, διὰ τῆς πειθοῦς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν δόλῳ, Σοφ. Φιλ. 102, πρβλ. 612· πόλιν πείσας, τυχὼν τῆς συναινέσεως τῆς πόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1298· δᾶμον πείσας λόγῳ Πινδ. Ο. 3. 29· μὴ πείσας, χωρὶς νὰ λάβῃ ἄδειαν, Πλάτ. Νόμ. 844Ε, Αἰσχίν. κτλ.· οὕτω, πείθων, ἀντίθετον τῷ βίᾳ, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 11· πέπεικε, ἀντίθετον τῷ ἠνάγκακε, Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β. ΙΙ. Ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) πείθω τινὰ δι’ ἀπατηλῶν λόγων, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι, οὐδέ με πείσεις Ἰλ. Α. 132, πρβλ. Ζ. 360· ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπεισεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Β. 186, πρβλ. Ξ. 123. 2) καταπείθω τινὰ διὰ δεήσεως, Ἰλ. Ω. 219, Ὀδ. Ξ. 363· τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν, «πείσομεν» (Σχολ.), Ἰλ. Α. 100· ὥς κεν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν Ι. 112, πρβλ. 181, 386, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 450· π. τινὰ λιταῖς Πινδ. Ο. 2. 144· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ.· — π. γυναῖκα, ἀντίθετον τῷ βιάζεσθαι, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 34. 3) πείθω τινὰ χρήμασι, διαφθείρω διὰ χρημάτων, Ἡρόδ. 8. 134, Λυσ. 162. 24· οὕτω, πείθω ἐπὶ μισθῷ ἢ μισθῷ Ἡρόδ. 8. 4., 9. 33, Θουκ. 2. 96, κτλ.· χρημάτων δόσει ὁ αὐτ. 1. 137· παροιμ., δῶρα θεοὺς πείθει Ἡσ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 390Ε, οὕτω, πείθειν τινὰ μόνον, Λυσ. 110. 13, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 19, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 20 πρβλ. ἀναπείθω 3. 4) διεγείρω, παροσρμῶ, πεπιθοῦσα θυέλλας, πείσασα, διεγείρασα, Ἰλ. Ο. 26. 5) μετὰ διπλ. αἰτ., πείθειν τινά τι Ἡροδ. 1. 163, Αἰσχύλου Πρ. 1063, Πλάτ. Πολ. 399Β, κτλ.· ἔπειθον οὐδὲν οὐδένα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1212· μὴ πεῖθ’ ἃ μὴ δεῖ Σοφ. Ο. Κ. 1442· — ὡσαύτως, τοιάνδ’ ἔπειθε ῥῆσιν Αἰσχύλ. Ἱκ. 615. Β. Παθ. καὶ Μέσ. καταπείθομαι, προσελκύομαι πρὸς τὴν γνώμην τινός, καταπείθομαι νὰ συναινέσω, ἀπολ., Ὅμ. καὶ Ἀττ.· ἡ προστ. πείθου ἢ πιθοῦ εἶναι συνήθης παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς· ὁ Brunck, ᾦ ἕπονται πολλοὶ τῶν ἐκδοτῶν, προτιμᾷ ἀπανταχοῦ νὰ ἀπκαταστήσῃ τὸν τύπον πιθοῦ ὡς τὸν γνήσιον Ἀττικόν· ἡ λέξις ἀπαντᾷ καθόλου εἰπεῖν ἐν ἀρχῇ στίχου, δι’ ὃ δὲν βοηθεῖ ἡμᾶς τὸ μέτρον· ἀλλ’ ὁ τύπος πείθου ἀπαιτεῖται ἐν Σοφ. Ο. Κ. 520, Εὐρ. Ἀποσπ. 443· ὁ Ἕρμανν. (Σοφ. Ἠλ. 1003) ἑρμηνεύει τὸ πείθου sine tibi persuaderi, τὸ δὲ πιθοῦ obedi (ὅπερ δηλοῖ ἄμεσον συναίνεσιν) :— μετ’ ἀπαρεμφ., καταπείθομαι νὰ πράξω τι, Σοφ. Φιλ. 624, Πλάτ. Πρωτ. 338Α· ὡσαύτως, πείθεσθαί τινι ὥστε ... Θουκ. 2. 2· ὃ ... ὑμεῖς ... ἥκιστ’ ἂν ὀξέως πείθοισθε (ἐξυπακ. πρᾶξαι) ὁ αὐτ. 6. 34. 2) πείθεσθαί τινι, ὑπακούειν, Ὅμ., κλ.· τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι π. Σοφ. Ἀντ. 67· τοῖς ἄρχουσι, τῷ νόμῳ Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Ἀνάβ. 7. 3, 39· τῷ θεῷ μᾶλλον ἢ ὑμῖν Πλάτ. Ἀπολ. 29D· ἐνίοτε μετὰ διπλῆς δοτ., ἔπεσι, μύθοις π. τινὶ Ἰλ. Α. 150, Ψ. 157· — ὥσαύτως ἄνευ δοτ. προσώπ., ἐπείθετο μύθῳ Ἰλ. Α. 33, Ὀδ. Ρ. 177· γήραϊ πείθεσθαι, ὑπείκειν, ὑποχωρεῖν τῷ γήρατι, Ἰλ. Τ. 645· στυγερῇ πειθώμεθα δαιτί, ἄς ὑποχωρήσωμεν εἰς τὴν κοινὴν συνήθειαν τοῦ ἐσθίειν, ἂν καὶ ἡ εὐωχία εἶναι θλιβερά, αὐτόθι 48· νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, καταλείποντες τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας, Θ. 502, Ι. 65· ἀδίκοις ἕργμασι π. Σόλων 3. 11., 12. 12.
β) μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., σημάντορι πάντα πιθέσθαι, τῷ ἐπιτάσσοντι ὑπακούειν ἐν πᾶσιν, Ὀδ. Ρ. 21· ἅ τιν’ οὐ πείθεσθαι ὀΐω, «καθ’ ἃ οἶμαι οὐ πείσεσθαι αὐτῷ τινὰ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Α. 289· ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν Υ. 465, Ὀδ. Γ. 146· πρβλ. Ἰλ. Δ. 93, Η. 48, Ἡρόδ. 6. 100, κτλ.· οὕτως ἐνίοτε παρ’ Ἀττ., πάντ’ ἔγωγε πείσομαι Σοφ. Αἴ. 529· πείσομαι δ’ ἃ σοὶ δοκεῖ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1180· οὐ ... πείθομαι τὸ δρᾶν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1252· πεισθεὶς ἀφανῇ Εὐρ. Ἱππ. 1288· λίαν σπανία εἶναισύνταξις μετ’ οὐσιαστ. κατ’ αἰτ., χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν Θουκ. 2. 21·— ἀντὶ τῆς δοτ. ὁ Ἡρόδ. ἐνίοτε ἔχει τὴν γεν., πείθεσθαί τινος 1. 126 (ἔνθα ἰδὲ Bähr.), 5. 29 καὶ 33· οὕτως, Εὐρ. Ι. Α. 726, Θουκ. 7. 73, πρβλ. Matth. Gr. Gr. § 362· ἡ γενικὴ ἀπαντᾷ ὡς διαφορ. γραφὴ ἐν Ἰλ. Κ. 57. 3) πείθομαί τινι, πιστεύω ἢ ἐμπιστεύομαι εἴς τινα, πείθεσθ’ ἑταίρῳ Ὀδ. Υ. 45· οἰωνοῖσι Ἰλ. Μ. 238· τεράεσσι θεῶν καὶ Ζηνὸς ἀρωγῇ Δ. 408· ἐνυπνίῳ Πινδ. Ο. 13. 112· λεγομένοισι Ἡρόδ. 2. 146, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πιστεύω ὅτι ..., οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ’ εἶναι Ὀδ. Π. 192, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· παρ’ Ἀττ., μετὰ δοτ. προσ, καὶ ἀπαρ., ἰδὼν δὲ τὰ ἱερὰ ὁ Εὐκλείδης εἶπεν, ὅτι πείθοιτο αὐτῷ μὴ εἶναι χρήματα = ὅτι χρήματα οὐκ ἔχει, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 3, πρβλ. Cobet N. LL. 509. — ἀκολούθως ἐνίοτε μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., π. τὰ περὶ Αἴγυπτον, τὰ ἐξαγγελθέντα Ἡρόδ. 2. 12., 8. 81· πείθεσθε τούτῳ ταῦτα Ἀριστοφ. Θεσμ. 592· ταῦτ’ ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, δὲν πείθομαι, δὲν σὲ πιστεύω εἰς ταῦτα, Πλάτ. Ἀπολ. 25Ε, Φαῖδρ. 235Β.
β) ὡσαύτως παρ’ Ἀττ., π. τινα ὅπως ..., πιστεύω περί τινος ὅτι ..., Εὐρ. Ἱππ. 1251. ΙΙ. πρκμ. β΄ πέποιθα, ὡς τὸ παθ., ἔχω πεποίθησιν, μετὰ δοτ. προσ. ἢ πράγμ., Ὅμ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς ποιηταῖς, ἀλλ’ οὐχὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., οὔπω χερσὶ πέποιθα ἀνδρ’ ἀπαμύνασθαι Ὀδ. Π. 71, πρβλ. Ἰλ. Ν. 96, κτλ.· μετὰ μετοχ., οἷσι ... μαρναμένοισι πέποιθε Ὀδ. Π. 98·— ἀκολούθως μονον μετ’ ἀπαρ., πέποιθα τοῦτ’ ἐπισπάσειν κλέος, ἔχω τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἀποκτήσω τὴν φήμην ταύτην, Σοφ. Αἴ. 769· σέβειν πεποιθώς, τολμῶν νὰ ..., Αἰσχύλ. Θήβ. 530· οὕτω παρ’ Ἡροδότ., χρήμασι ἐπεποίθεσαν διωθέεσθαι 9. 88· σπανίως μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πέποιθα τὸν πυρφόρον ἥξειν κεραυνὸν Αἰσχύλ. Θήβ. 444· οὕτως, εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι Ἐπιστ. Β΄πρὸς Κορινθ. ι΄, 7· π. εἴς τινα ὅτι ... Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. ε΄, 10· ἐπί τινα ὅτι ... Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 3· ἐπί τινι Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ι΄, 24· — ἀπολ., ὄφρα πεποιθοίης, ἵνα πεισθῇς, ἵνα ἔχῃς πεποίθησιν, Ἰλ. Δ. 521, Ὀδ. Ν. 344· πεποιθώς, ἔχων βεβαίαν πεποίθησιν, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΓ΄, 28). ΙΙΙ. ὁ μεθ’ Ὅμηρον παθητ. πρκμ. πέπεισμαι συνήθως σημαίνει εἶμαι πεπεισμένος, μετὰ δοτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 599, Εὐρ. Ἑλ. 1190, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πεπ. ταῦτα συνοίσειν Δημ. 55. 5. - ἀπολ., νῦν δὲ πέπεισμαι Πλάτ. Πρωτ. 328E· πεπεισμένος ἔκ τινων λογίων, ὢν πεπεισμένος, πεισθεὶς …, Πλουτ. Ρωμ. 14· οὕτω, π. τι περί τινος Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Ϛ΄, 9· - ἀλλὰ καί, 2) ἐπὶ πραγμάτων, πιστεύομαι, εἶμαι παραδεκτός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1170. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 74.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux temps suiv. : f. πείσω, ao. ἔπεισα, ao.2 poét. ἔπιθον, pf. πέπεικα ; Pass. f. πεισθήσομαι, ao. ἐπείσθην, pf. πέπεισμαι);
1 persuader, convaincre, acc. : τινά τι persuader qqn de qch ; τινά ποιεῖν τι qqn de faire qch ; πείθω ἐμαυτόν, je me persuade, je suis convaincu, je crois, c. πείθομαι;
2 enjôler, circonvenir, engager par ruse ; séduire, surprendre, tromper;
3 fléchir par des prières, amollir, adoucir, apaiser ; en mauv. part amollir ou gagner par de l’argent, corrompre;
4 en gén. gagner le bonnes grâces de, acc.;
5 stimuler, exciter, mettre en mouvement : θυέλλας IL les tempêtes, propr. les persuader de souffler;
6 en gén. s’efforcer d’amener qqn à adopter une opinion, à participer à une entreprise, à suivre un conseil;
II. intr. (au pf. πέποιθα et au pqp. ἐπεποίθεν, au sens d’un prés. et d’un impf.) se fier, se confier, s’en remettre à, τινι ; abs. ὄφρα πεποίθῃς IL afin que tu prennes confiance ; de même avec l’inf. avoir la confiance de ou que, compter que, etc.
Moy. πείθομαι (f. πείσομαι, ao.2 ἐπιθόμην) et Pass. (f. πεισθήσομαι, ao. ἐπείσθην, pf. πέπεισμαι);
1 se laisser persuader : λόγῳ ESCHL par des paroles ; abs. à l’impér. πείθου, laisse-toi persuader;
2 obéir à, τινι ; avec double dat. : τινι ἔπεσι IL, τινι μύθοις IL obéir aux paroles de qqn ; γήραϊ πείθεσθαι IL obéir à la vieillesse, se soumettre avec patience aux inconvénients de la vieillesse ; πείθεσθαι νυκτί IL céder à l’invitation de la nuit pour cesser la lutte ; τινι πάντα πίθεσθαι OD obéir à qqn en toute chose ; abs. πιθοῦ ATT obéis, p. opp. à πείθου (v. ci-dessus Moy. 1);
3 se fier à, croire à (une parole) : οὐ δυνήσομαί ποτε τὸ σὸν πιθέσθαι παῖδ’ ὅπως ἐστὶν κακός EUR je ne pourrai jamais croire que ton fils fasse le mal ; ταῦτ’ ἐγώ σοι οὐ πείθομαι PLAT je ne te crois pas sur ce point ; en ce sens pf. Pass. πέπεισμαι, avoir été persuadé, croire ; part. πεπεισμένος avec le dat. engagé, déterminé par.
Étymologie: R. Πιθ, lier ; cf. πίστις ; lat. fides, fido ; skr. bandh, lier.

English (Autenrieth)

ipf. ἔπειθον, πεῖθε, fut. inf. πεισέμεν, aor. inf. πεῖσαι, aor. 2 red. πέπιθον, fut. πεπιθήσω, mid. opt. 3 pl. πειθοίατο, ipf. (ἐ)πείθετο, fut. πείσομαι, aor. 2 (ἐ)πιθόμην, red. opt. πεπίθοιτο, perf. πέποιθα, subj. πεποίθω, plup. πεποίθει, 1 pl. ἐπέπιθμεν: I. act., make to believe, convince, persuade, prevai<<>*<>> upon, τινά, φρένας τινός or τινί, and w. inf.; the persuasion may be for better or for worse, ‘talk over,’ Il. 1.132; ‘mollify,’ Il. 1.100.—II. (1) mid., allow oneself to be prevailed upon, obey, mind; μύθῳ, τινὶ μύθοις, Il. 23.157; τεράεσσι, Il. 4.408; ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀίω, ‘wherein methinks many a one will not comply,’ Il. 1.289.—(2) perf., πέποιθα and plup., put trust in, depend upon; τινί, ἀλκί, etc., Od. 10.335, Od. 16.98.

English (Slater)

πείθω (πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αις(α): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)
   1 act.
   a persuade, win over Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (O. 2.80) δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ (O. 3.16) κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) (P. 3.28) ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα (N. 7.95) c. inf., ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν (P. 3.65) c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι- κίλοις βουλεύμασιν (N. 5.28) γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) (N. 5.37)
   b pf., & ep. aor. redupl.
   I c. inf., be persuaded πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν (O. 1.103)
   II trust in. rely upon c. dat. πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος (P. 10.64) καὶ προξενίᾳ πέποιθ (N. 7.65) οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.
   c persuade someone of something, c. dupl. acc., καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν (Pae. 6.52)
   2 med., obey c. dat. ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν (O. 13.79) πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (P. 1.3) θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) (P. 4.200) ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες (N. 8.10) ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν (Pae. 6.12) ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you (P. 1.59) frag., τί πείσομα[ι (πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42.