θεωρέω

From LSJ
Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρέω Medium diacritics: θεωρέω Low diacritics: θεωρέω Capitals: ΘΕΩΡΕΩ
Transliteration A: theōréō Transliteration B: theōreō Transliteration C: theoreo Beta Code: qewre/w

English (LSJ)

—Pass., fut.

   A -ηθήσομαι S.E.M.8.280: fut. Med.in pass.sense, ib.1.70, Ael.VH 7.10: (θεωρός):—to be a θεωρός 1 (q.v.), μαντεύεσθαι καὶ θ.Th.5.18; ἐγὼ δὲ τεθεώρηκα πώποτ' οὐδαμοῖ πλὴν ἐς Πάρον Ar.V.1188; of the states which sent θεωροί, οἱ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἐς τὰ Ἴσθμια Th.8.10.    2 to be sent to consult an oracle, Pl.Ep.315b.    II of spectators at games, τὰ Ὀλύμπια Hdt.1.59; ἀγῶνα Id.8.26, X.An.1.2.10; θ. τινά to see him act, Thphr.Char.11.3: abs., And.4.20, D.18.265; to go as a spectator, ἐς τὰ Ἐφέσια Th.3.104; ἐς Ὀλυμπίαν Luc.Tim.50; v. sub ὀβολός 1.    III look at, behold, γῆν πολλήν Hdt.4.76; τύχας τινός A.Pr. 304; τὰ περὶ τὸν πόλεμον Pl.R.467c; inspect, review soldiers, X.An. 1.2.16, HG4.5.6: abs., gaze, gape, ἑστηκὼς θ. Thphr.Char.4.5: Astrol., = ἐπιθεωρέω 5, τὴν σελήνην Gal.19.542.    2 of the mind, contemplate, consider, αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θ. Pl.Grg.523e; τὰ ὄντα ᾗ ὄντα Arist.Metaph.1003b15, cf. D.1.12, Epicur.Nat.2.6, etc.: folld. by an interrog., τοῦτο θ., εἰ τἀληθῆ λέγω D.3.3; θ. τινά, ὁποτέρου τοῦ βίου ἐστίν Aeschin.3.168; πόσας ἔχουσι διαφοράς Arist.GA 761a11; θ. τίνας λέγομεν τοὺς φρονίμους Id.EN1140a24; θ. τι ἔκ τινος to judge of one thing by another, τὴν ἔννοιαν ἐκ τῶν ἔργων Is.1.13, cf. Aeschin.3.160; θ. τι πρός τι compare one thing with another, D.18.17; πρὸς τοὺς πρὸ ἐμαυτοῦ . . κρίνωμαι καὶ θεωρῶμαι; ib.315; τοὺς πρέσβεις θ. πρὸς τὸν καιρὸν καθ' ὃν ἐπρές βευον Aeschin.2.80; θ. [τι τεκμηρίοις] D. 21.199.    b observe, θ. μᾶλλον τοὺς πέλας δυνάμεθα ἢ ἑαυτούς Arist. EN1169b33, cf. Pol.1263b25,al.; ταῦτα ἐμοῦ ἐθεωρήσατε, ὡς . . ποιουμένου Lycurg.28:—Pass., τεθεώρηται τοῦτο μάλιστα ἐπὶ τῶν περιστερῶν Arist.HA562a23, cf. 540b19,al.; λόγῳ θεωρεῖσθαι, of objects not accessible to sense, Phld.D.3.10: abs., ὡς καὶ ἐπ' ἄλλων θεωρεῖται ib.1.13.    c perceive, c. inf., ἀναγκαῖον ὑπάρχειν D.S.13.88.    d abs., speculate, theorize, ἀκριβῶς, φορτικῶς, Arist.Pol.1280b28, Metaph. 1001b14; λογικῶς, φυσικῶς, Id.APo.88a19, Cael.304a25; περί τινος Id.Metaph.1004b1, 983a33 (Pass.); θ. ἔκ τινος to conclude by observation from... ib.1029a26; διά τινος Id.Mete.353b18:—Pass., ἡ παρὰ τοῖς Ἕλλησι τεθεωρημένη μάθησις Ael.Tact.Prooem. (θεωρήσασα is prob. corrupt for ἐωρ- in S.OC1084 (lyr.).)

German (Pape)

[Seite 1205] ein θεωρός sein, Zuschauer bei den öffentlichen Spielen u. Festen sein, als Zuschauer zu einem Feste hinziehen, bes. als Abgesandter des Staates, s. θεωρός; τὰ Ὀλύμπια θεωρεῖν Her. 1, 59. 8, 26; σ ύν τε γὰρ γυναιξὶ καὶ παισὶν ἐθεώρουν, ὥςπερ νῦν ἐς τὰ Ἐφέσια Ἴωνες, sie zogen mit Frau u. Kind zu den Festspielen, Thuc. 3, 104; allgemein, περὶ μὲν τῶν ἱερῶν τῶν κοινῶν, θύειν καὶ ἰέναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ θεωρεῖν 5, 18, wo der Schol. θεωροὺς πέμπειν erkl.; ἐθεώρο υν εἰς τὰ Ἴσθμια 8, 10; ἐγὼ δὲ τεθεώρηκα πώπ οτ' οὐδαμοῖ, πλὴν εἰς Πάρον Ar. Vesp. 1188, so auch ἀγῶνα, Xen. An. 1, 2, 10. vgl. 5. 3, 8; absolut, nach Delphi zum Orakel gehen, Plat. Ep. III, 315 b; ἐς Ὀλυμπίαν Luc. Tim. 50. – Uebh. ansehen, schauen, betrachten; ἦ θεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι; Aesch. Prom. 302 (sonst nicht bei Tragg., denn θεωρήσασα τοὐμὸν ὄμμα Soph. O. C. 1086 ist zw. L. u. schwierige Verbindung, s. Herm.); στρατιώτας, mustern, Xen. An. 1, 2, 16 Hell. 4, 5, 6 u. oft; in Prosa von Plat. an sehr gewöhnlich, auch auf geistiges Beschauen übertr., betrachten, erwägen; θεωρεῖν τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον Rep. V, 467 c; πολλοὺς καὶ καλοὺς λόγους Conv. 210 d; καὶ σκοποῦμαι Phaed. 99, d; auch pass., τὸ ὑπὸ τῆς τοῦ διαλέγεσθαι ἐπιστήμης τοῦ ὄντος τε καὶ νοητοῦ θεωρούμενον Rep. VI, 511 e; neben λογίζομαι Dem. 1, 12; öfter bei den Rednern u. Folgdn; ἡ σοφία θεωρεῖ οὐδέν Arist. Eth. 6, 12; θεωρήσεται ist pass., S. Emp. adv. gramm. 70, der θεωρεῖσθαι oft (wie das lat. videri) fast für εἶναι braucht, z. B. ὃ πάλιν τῶν ἀπόρων θεωρεῖται adv. geom. 48, was sin Folge der Untersuchung) gehört.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρέω: μέλλ. -ήσω, κτλ. - Παθ., μέλλ. -ηθήσομαι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 280˙ ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασ., αὐτόθι 1. 70, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 10˙ (θεωρός). Βλέπω πρός τι, παρατηρῶ, θεῶμαι, «θωρῶ», γῆν πολλὴν Ἡρόδ. 4. 76˙ τύχας τινὸς Αἰσχύλ. Πρ. 302, Πλάτ., κλ.˙ ἐπιθεωρῶ στρατιώτας, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16, Ἑλλ. 4. 5, 6. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὡς τὸ Λατ. contemplari, σκέπτομαι, ἐξετάζω φιλοσοφικῶς, αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θ. Πλάτ. Γοργ. 523 Ε, πρβλ. Πολ. 467C, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 1, κ. ἀλλ., Δημ. 12. 24, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἐκλογίζομαι) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, τοῦτο θ., εἰ ἀληθῆ λέγω Δημ. 29. 15˙ θ. τινά, ὁποτέρου τοῦ βίου ἐστὶν Αἰσχίν. 77. 41˙ πόσας ἔχουσι διαφορὰς Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 10, 28˙ θ. τίνας λέγομεν τοὺς φρονίμους ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 5, 1, κ. ἀλλ.˙ μετὰ προθέσ., θ. τι ἔκ τινος, κρίνω περί τινος πράγματος ἔκ τινος ἄλλου, τὴν ἔννοιαν ἐκ τῶν ἔργων Ἰσαῖ. 36. 28, Αἰσχίν. 76. 28˙ θ. τι πρός τι, συγκρίνω, παραβάλλω, Δημ. 230. 26˙ πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ... κρίνωμαι καὶ θεωρῶμαι; ὁ αὐτ. 330. 8˙ τοὺς πρέσβεις θ. πρὸς τὸν καιρὸν καθ’ ὃν ἐπρέσβευον Αἰσχίν. 38. 34˙ ὡσαύτως, θ. τι τεκμηρίοις Δημ. 578. 23. β) παρατηρῶ, ἐξετάζω, θ. μᾶλλον τοὺς πέλας δυνάμεθα ἢ ἑαυτοὺς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 9, 5, πρβλ. Πολιτ. 2. 5, 12, κ. ἀλλ.˙ ταῦτα ἐμοῦ ἐθεωρήσατε, ὡς... ποιουμένου Λυκοῦργ. 151. 28. - Παθ., τεθεώρηται τοῦτο μάλιστα ἐπὶ τῶν περιστερῶν Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 3. 18, πρβλ. 5. 5, 4, κ. ἀλλ. γ) ἀπολ., κάμνω θεωρίας, φιλοσοφῶ, σκέπτομαι, ἀκριβῶς, φορτικῶς Ἀριστ. Πολιτ. 3. 9, 11, Μεταφ. 2. 4, 33˙ λογικῶς, φυσικῶς ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 1. 32, 1, Οὐρ. 3. 5, 8˙ περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 3, 2., 3. 2, 15, κ. ἀλλ.˙ θ. ἔκ τινος, συμπεραίνω διὰ παρατηρήσεως ἐκ..., αὐτόθι 6. 3, 7, κ. ἀλλ.˙ διά τινος ὁ αὐτ. Μετεωρ. 2. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ θεατῶν ἐν τοῖς δημοσίοις ἀγῶσι, τὰ Ὀλύμπια Ἡρόδ. 1. 59˙ ἀγῶνα ὁ αὐτ. 8. 26, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 10˙ θ. τινα, βλέπω τινὰ παριστάνοντα, ὑποκρινόμενον ἐν θεάτρῳ, Δημ. 315. 10, Θεόφρ. Χαρ. 11˙ ἀπολ., Ἀνδοκ. 31. 37˙ εἰσέρχομαι ὡς θεατής, ἐς τὰ Ἐφέσια Θουκ. 3. 104˙ ἐς Ὀλυμπίαν Λουκ. Τίμ. 50˙ ἴδε ἐν λ. ὀβολὸς Ι. ΙΙΙ. εἶμαι θεωρὸς ἢ πρεσβευτὴς τῆς πόλεως εἰς μαντεῖον ἢ εἰς ἀγῶνας, Θουκυδίδ. 5. 18˙ ἐγὼ δὲ τεθεώρηκα πώποτ’ οὐδαμοῖ, πλὴν ἐς Πάρον Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 1188˙ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν πόλεων ὅσαι ἔπεμπον θεωρούς, οἱ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἐς τὰ Ἴσθμια Θουκ. 8. 10˙ πρβλ. θεωρὸς ΙΙ. 2) πέμπομαι ὅπως ἐρωτήσω τὸ μαντεῖον, Πλάτ. Ἐπιστ. 315B. IV. ἐν τῷ θεωρήσασα τοὐμὸν ὄμμα Σοφ. Ο. Κ. 1084, ἡ αἰτιατ. ὄμμα δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ὅπως ἐν τῇ φράσει βαίνειν πόδα, = θεωρήσασα διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ μου˙ ὁ Wunder προύτεινεν: ἐωρήσασα, ὑψώσασα τοὺς ὀφθαλμούς μου, θεωρήσασα ἄνωθεν˙ ἀλλ’ αἰωρεῖν, οὐχὶ δὲ ἐωρεῖν, εἶναιδόκιμος Ἀττικὸς τύπος, δι’ ὃ ὁ Jebb ἐξέδωκεν: αἰωρήσασα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. θεωρήσω, ao. ἐθεώρησα, pf. τεθεώρηκα;
I. observer, examiner, contempler :
1 en parl. des spectateurs dans les jeux θ. τὰ Ὀλύμπια HDT assister comme spectateur aux jeux olympiques ; ἀγῶνα HDT être spectateur d’un concours ; aller comme spectateur : ἐς Ὀλυμπίαν LUC, ἐς τὰ Ἐφέσια THC à Olympie, aux jeux d’Éphèse;
2 inspecter, passer en revue (une troupe, etc.);
3 contempler en gén. : γῆν πολλήν HDT une grande étendue de pays;
4 fig. contempler par l’intelligence : τι qch ; τι ἔκ τινος juger une chose d’après une autre ; τι πρός τι comparer un ch. avec une autre;
II. aller comme député d’un État (θεωρός) pour assister à des jeux publics ou pour consulter un oracle.
Étymologie: θεωρός.

Spanish

contemplar

English (Strong)

from a derivative of θεάομαι (perhaps by addition of ὁράω); to be a spectator of, i.e. discern, (literally, figuratively (experience) or intensively (acknowledge)): behold, consider, look on, perceive, see. Compare ὀπτάνομαι.

English (Thayer)

θεωρῶ; imperfect ἐθεώρουν; (future θεωρήσω, T Tr WH); 1st aorist ἐθεώρησα; (θεωρός a spectator, and this from θεάομαι, which see (cf. Vanicek, p. 407; Liddell and Scott, under the word; Allen in the American Journ. of Philol. i., p. 131 f)); (from Aeschylus and Herodotus down); the Sept. for רָאָה and Chaldean חָזָה;
1. to he a spectator, look at, behold, German schauen (the θεωροι were men who attended the games or the sacrifices as public deputies; cf. Grimm on τινα, ὁ θεωρῶν τόν υἱόν θεωρεῖ τόν πατέρα, the majesty of the Father resplendent in the Song of Solomon , τινα with participle (Buttmann, 301 (258): τί, τά σημεῖα, L Tr WH; θαυμαστά τέρατα, τά ἔργα τοῦ Χριστοῦ, τί with participle, ὅτι, to view attentively, take a view of, survey: τί, to view mentally, consider: followed by orat. obliq., to see; i. e.
a. to perceive with the eyes: πνεῦμα, τινα with a participle, τινα, ὅτι, τό πρόσωπον τίνος (after the Hebrew; see πρόσωπον, 1a.), equivalent to to enjoy the presence of one, have contact with him, οὐκέτι θεωρεῖν τινα, used of one from whose sight a person has been withdrawn, οὐ θεωρεῖ ὁ κόσμος τό πνεῦμα, i. e. so to speak, has no eyes with which it can see the Spirit; he cannot render himself visible to it, cannot give it his presence and power, to discern, descry: τί, τινα, to ascertain, find out, by seeing: τινα with a predicate accusative, τί with participle, ὅτι, εἰδῶ, I:5) equivalent to to get knowledge of: τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα the Son of Man by death ascending; cf. Lücke, Meyer (yet cf. Weiss in the 6te Aufl.), Baumg.-Crusius, in the place cited); τόν θάνατον i. e. to die, τήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, to be a partaker of the glory, i. e. the blessed condition in heaven, which Christ enjoys, ἀναθεωρέω, παραθεωρέω.) [ SYNONYMS: θεωρεῖν, θέασθαι, ὁρᾶν, σκοπεῖν: θεωρεῖν is used primarily not of an indifferent spectator, but of one who looks at a thing with interest and for a purpose; θεωρεῖν would be used of a general officially reviewing or inspecting an army, θέασθαι of a lay spectator looking at the parade. θεωρεῖν as denoting the careful observation of details can even be contrasted with ὁρᾶν in so far as the latter denotes only perception in the general; so used θεωρεῖν quite coincides with σκοπεῖν Schmidt 1:11; see also Green, 'Critical Note' on ὁράω, σκοπέω.]

Greek Monotonic

θεωρέω: μέλ. -ήσω (θεωρός),
I. 1. κοιτάζω, εξετάζω, ατενίζω, επιθεωρώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ.· επιθεωρώ στράτευμα, σε Ξεν.
2. λέγεται για το πνεύμα, σκέφτομαι, εξετάζω φιλοσοφικώς, στοχάζομαι, σε Πλάτ., κ.λπ.
II. παρακολουθώ τους δημόσιους αγώνες, λέγεται για τους θεατές, θεωρέω τὰ Ὀλύμπια, σε Ηρόδ., κ.λπ.· θεωρέω τινά, τον βλέπω να ενεργεί, σε Δημ.· απολ., πηγαίνω σαν θεατής, ἐς τὰ Ἐφέσια, σε Θουκ.
III. είμαι θεωρός ή πρεσβευτής της πόλης σε μαντείο ή αγώνες, σε Αριστοφ., Θουκ.
IV. στο θεωρήσασα τοὐμὸν ὄμμα, σε Σοφ.· η αιτ. ὄμμα μπορεί να θεωρηθεί όπως στο βαίνειν πόδα, έχοντας δει με τα δικά μου μάτια.