συνέρχομαι

Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

fut.

   A -ελεύσομαι Plu.2.306e, Phintys ap. Stob.4.23.61; but the Att. fut. is σύνειμι (εἶμι ibo), q. v., with aor. 2 συνῆλθον (Dor. part. συνενθόντες Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene)) and pf. συνελήλυθα:—go together or in company, σύν τε δύ' ἐρχομένω Il.10.224.    II come together, assemble, meet, Hdt.1.152, 3.159, 7.97, E.Ba.714, Th.1.3, etc.; συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους IG42(1).68.66 (Epid., iv B.C.); σ. ἐς τὠυτό Hdt.1.202; εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον X.Ath.2.2; εἰς τὸ κοινόν Pl.Lg.680e; εἰς ἓν ἱερόν ib.767c; ἐνθάδε Ar.Lys.39; δεῦρο ἐς Κλεισθένους ib.621 (lyr.); ἐκ τῶν ἀγρῶν Id.Pax632 (troch.); ἀπὸ τῶν πόλεων Th.5.55; ἐς λόγους σ. Hdt.1.82, cf. Ar.Eq.1300 (troch.): c. dat., without ἐς λόγους, BGU1778.2 (i B.C.); σύνελθε πρὸς Θέωνα PSI9.1079.3 (i B.C.); ἐπὶ τὸν ἀγῶνα, i.e. the Dramatic ἀγών, D.21.55; and simply, ξ. τινί have dealings with, S.OT572; σ. χοροῖς take part in . ., E.Hel.1468 (lyr.).    2 in hostile sense, meet in battle, σ. ἐς πεδίον Hdt. 1.80; εἰς μάχην Pl.Tht. 154e; κάπρῳ γὰρ ὡς συνῆλθεν ἀντίαν ἔριν PCair.Zen.532.16 (iii B.C.); also of the battle, μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα engaged in, contested by them, Th.5.74.    3 come together, be united or banded together, ἐς τὠυτό Hdt.4.120; φίλος φίλῳ ἐς ἓν σ. E.Ph.462; δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτόν Pl.Chrm.157e; σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Arist.Pol.1278b24; σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Phintys l.c.; form a league, of states, D.18.19; come together, after quarrelling, ἀδελφοὶ . . οὔτε ῥᾳδίως σ. Plu.2.481c.    b of sexual intercourse, σ. τῷ ἀνδρί Hp.Mul.2.143; σ. γυναιξί X.Mem.2.2.4, cf. Pl.Smp.192e, Str.15.3.20; σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, of a woman, D.S.3.58; freq. of marriage-contracts, BGU970.13 (ii A.D.), PGnom. 71, al. (ii A.D.), etc.: abs., of animals, couple, Arist.HA541b34.    4 c. acc. cogn., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. joined in this expedition, Th.1.3 (ξυνεξ- is prob. cj.); τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον shared thy bed, S.Aj. 491.    III of things, to be joined in one, συνερχόμεν' εἰς ἕν Emp.17.7; χάρις κείνου τέ σοι κἀμοῦ ξ. S.Tr.619; τἀπ' ἐμοῦ τε κἀπὸ σοῦ ἐς ἓν ξ. E.Tr.1155; σ. εἰς ἕν Arist.Cael.288a16; of one river joining another, Ar.Fr.150 (dub.l.); of heavenly bodies, to be in conjunction, Arist.Mete.343b31, 344a1; of a chasm, close, Plu.2.306e; so of a fistula, Meges ap.Orib.44.24.10.    2 of events, concur, happen together, Hdt.6.77; τῆς τύχης οὕτω σ. Plu.Cam.13.

German (Pape)

[Seite 1020] (s. ἔρχομαι), mit, zugleich, zusammen kommen, gehen; Hom. nur in tmesi, σύν τε δύ' ἐρχομένω, Il. 10, 224; zusammenkommen mit Einem, εἰ μὴ σοὶ ξυνῆλθε, Soph. O. R. 572; ἐπεὶ τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, Ai. 486; εἰς ἓν ξυνελθόντα, Eur. Troad. 1155; συνελθεῖν ἀλλήλοις εἰς λόγο υς, Ar. Equ. 1297; u. in Prosa, Her. 7, 97, wie Pol. 1, 78, 4; auch im Treffen an einander gerathen, μάχη ὑπ ὸ ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῦσα, Thuc. 5, 74; ὅστις βουλευσόμενος εἰς βουλὴν συνέρχεται, Plat. Legg. II, 674 b; συνερχόμεθα εἰς ταὐτό, Rep. I, 329 a; ξυνελθόντες σοφιστικῶς εἰς μάχην τοιαύτην, Theaet. 154 d, u. öfter, wie Xen. u. Folgde; von der Liebe, Xen. Mem. 2, 2, 4; vgl. Plut. Thes. 3 Ant. 53. – Uebh. zusammentreffen, zu gleicher Zeit geschehen, Her. 6, 77.

Greek (Liddell-Scott)

συνέρχομαι: μέλλ. -λεύσομαι (Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33), ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. εἶναι σύνειμι (εἶμι)· ἀποθετ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ. Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω ὁμοῦ, ἢ ἐν συνοδίᾳ, σύν τε δύ’ ἐρχομένω Ἰλ. Κ. 224 (ἔνθα ἡμαρτημένως ὑποτίθεται ὅτι ἐγένετο τμῆσις τοῦ σύνδυο). ΙΙ. ἔρχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ μέρος, Ἡρόδ. 1. 152., 7. 97, Εὐρ. Βάκχ. 714, Θουκ., κλπ.· σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 1. 202· εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον Ξεν. Ἀθην. 2, 2· εἰς τὸ κοινὸν Πλάτ. Νόμ. 680Ε· εἰς ἓν ἱερὸν αὐτόθι 767C· ἐνθάδε Ἀριστοφ. Λυσ. 39· δεῦρο ἐς Κλεισθένους αὐτόθι 621· ἐκ τῶν ἀγρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 632· ἀπὸ τῶν πόλεων Θουκ. 5. 55· σ. ἐς λόγους τινὶ Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1300· ἐπὶ τὸν ἀγῶνα Δημ. 532. 8· καὶ ἁπλῶς, σ. τινι, ἔχω σχέσεις μετά τινος, Σοφ. Ο. Τ. 572· σ. χοροῖς, λαμβάνω μέρος εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1469. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἔρχομαι εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι εἰς μάχην, σ. τινι ἐς πεδίον Ἡρόδ. 1. 80· εἰς μάχην Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐπὶ ἀγῶνα Δημ. 532. 8· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μάχης, μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, γενομένη, διεξαχθεῖσα, Θουκ. 5. 74. 3) ἔρχομαι ἐπὶ τὸ αὐτό, συνενοῦμαι ἢ συνδέομαι, φίλος φίλῳ εἰς ἓν σ. Εὐρ. Φοίν. 462· δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Χαρμίδ. 157Ε· σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4· σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33· αἱ πόλεις σ., ἐσχημάτισαν σύνδεσμον ἢ συμμαχίαν, Δημ. 231. 18· συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι μετὰ προηγηθεῖσαν ἔριν, ἀδελφοὶ οὐ ῥᾳδίως σ. Πλούτ. 2. 481D. β) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, σ. γυναικὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 4. Στράβ. 735· σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, ἐπὶ γυναικός, Διόδ. 3. 58, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Ε· οὕτως ἀπολ., Πλουτ. Θησ. 3, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8. 1. 4) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. (ὡς τὸ ὁδὸν ἔρχ.), λαμβάνω μέρος εἰς ταύτην τὴν ἐκστρατείαν, Θουκ. 1. 3· οὕτω, τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, ἔλαβον μέρος εἰς τὴν κλίνην σου, εἰς τὴν κοίτην σου, Σοφ. Αἴ. 491· λέχος συστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28, πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 831. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συνδέομαι εἰς ἓν, χάρις κείνου τε κἀμοῦ ξ. Σοφ. Τρ. 619· τἀπ’ ἐμοῦ τε κἀπό σου εἰς ἓν ξ. Εὐρ. Τρῳ. 1155· οὕτω, σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 4. 120· σ. εἰς ἓν Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2, 6, 1· ἐπὶ ποταμοῦ συναπτομένου μετ’ ἄλλου εἰς ἓν ῥεῖθρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 12· ἐπὶ ἀστέρων, εἶμαι ἐν συζυγίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 15· ἐπὶ ἀριθμῶν, συναποτελῶ ἓν ποσὸν ἢ κεφάλαιον, Ἡρόδ. 3. 159· ἐπὶ χάσματος, συγκλείομαι, Πλούτ. 2. 306Ε. 2) ἐπὶ γεγονότων, συντρέχω, συμβαίνω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 6. 77· τῆς τύχης οὕτω σ. Πλουτ. Κάμιλλ. 13.

French (Bailly abrégé)

f. συνελεύσομαι, ao.2 συνῆλθον, etc.
aller ensemble, se rencontrer :
1 se réunir ; avec l’acc. sans prép. : στρατείαν ξ. THC se réunir pour une expédition ; σ. ἐς λόγους τινί HDT se rencontrer avec qqn pour un entretien ; abs. σ. τινι se concerter avec qqn;
2 s’unir, avoir commerce avec, τινι;
3 se réunir, se réconcilier;
4 se renconter, en venir aux mains avec, τινι ; en parl. de l’engagement lui-même μάχη ὑπὸ ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῦσα THC combat où se rencontrèrent les forces des Cités les plus considérables;
5 se rencontrer ; fig., en parl. d’événements aboutir au même point, concorder ; avec idée de temps se produire dans le même temps, coïncider;
6 se réunir, se refermer en parl. d’une ouverture;
7 se réunir, s’ajouter, former un total.
Étymologie: σύν, ἔρχομαι.

English (Strong)

from σύν and ἔρχομαι; to convene, depart in company with, associate with, or (specially), cohabit (conjugally): accompany, assemble (with), come (together), come (company, go) with, resort.

English (Thayer)

imperfect συνηρχομην; 2nd aorist συνῆλθον, once (T Tr WH) 3rd person plural συνῆλθαν (see ἀπέρχομαι, at the beginning); perfect participle συνεληλυθως; pluperfect 3rd person plural συνεληλύθεισαν; from Homer down (Iliad 10,224in tmesis);
1. to come together, i. e., a. to assemble: absolutely, G L T Tr WH); ἐκ with the genitive of place, εἰς with an accusative of the place, πρός τινα, ἐπί τό αὐτό (see ἐπί, C. I:1d.), L text ἔλθῃ); with a dative of the person with one, which so far as the sense is concerned is equivalent to unto one (for examples from Greek writings see Passow, under the word, 2; (Liddell and Scott, under the word, II:1,3; cf. Winer's Grammar, 215 (202))), T WH text omit; Tr marginal reading brackets the dative); ἐνθάδε, ὅπου, εἰς — indicating either the end, as εἰς τό φαγεῖν, ἐν ἐκκλησία, in sacred assembly (R. V. marginal reading in congregation), Winer s Grammar, § 50,4a.).
b. Like the Latin convenio equivalent to coeo: of conjugal cohabitation, Xenophon, mem. 2,2, 4; Diodorus 8,58; Philo de caritat. § 14; de fortitud. § 7; de speciall. legg. § 4; Josephus, Antiquities 7,8, 1,7,9, 5; Apollod. Bibl. 1,3, 3); with ἐπί τό αὐτό added,
2. to go (depart) or come with one, to accompany one (see ἔρχομαι, II., p. 252 a): τίνι, with one, Tr text brackets the dative); A. V. company with); εἰς τό ἔργον added, σύν τίνι, Acts 21:16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ
γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ.
δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) ανακτώ τις αισθήσεις μου ή αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου ηρεμία, αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε ακόμη από το σοκ» β. «μετά από τέτοια συμφορά θα αργήσει να συνέλθει»)
2. φρ. «δικαίωμαελευθερία] του συνέρχεσθαι»
(νομ.) το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεων
μσν.
1. ζω στο ίδιο οίκημα με κάποιον
2. βοηθώ
μσν.-αρχ.
1. (για τις δύο φύσεις του Χριστού) ενώνομαι σε ένα πρόσωπο, συνυπάρχω («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)
2. έχω σαρκικές σχέσεις ή συνάπτω γάμο (α. «συνελθοῡσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ λάθρα καὶ γενομένην ἔγκυον», Διόδ.
β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι ὄπισθεν», Αριστοτ.
γ. «τῶν νῡν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)
αρχ.
1. έρχομαι κάπου μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
2. έρχομαι ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», Ευρ.)
3. συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ πεδίον συνελθόντων», Ηρόδ.)
4. (για μάχη) συνάπτομαι, διεξάγομαι («μάχη ὑπό ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῡσα», Θουκ.)
5. συνδέομαι φιλικά («δυοῑν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», Πλάτ.)
6. συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», Δημοσθ.
β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῡ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», Πλούτ.)
7. (για ποταμούς) συμβάλλω
8. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συζυγία
9. (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι
10. (για γεγονότα) συμβαίνω ταυτόχρονα, συμπίπτω (α. «ταῡτα πάντα συνελθόντα», Ηρόδ.
β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», Πλούτ.)
11. περιπίπτω, περιέρχομαι («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ
γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ.
δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) ανακτώ τις αισθήσεις μου ή αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου ηρεμία, αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε ακόμη από το σοκ» β. «μετά από τέτοια συμφορά θα αργήσει να συνέλθει»)
2. φρ. «δικαίωμαελευθερία] του συνέρχεσθαι»
(νομ.) το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεων
μσν.
1. ζω στο ίδιο οίκημα με κάποιον
2. βοηθώ
μσν.-αρχ.
1. (για τις δύο φύσεις του Χριστού) ενώνομαι σε ένα πρόσωπο, συνυπάρχω («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)
2. έχω σαρκικές σχέσεις ή συνάπτω γάμο (α. «συνελθοῡσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ λάθρα καὶ γενομένην ἔγκυον», Διόδ.
β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι ὄπισθεν», Αριστοτ.
γ. «τῶν νῡν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)
αρχ.
1. έρχομαι κάπου μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
2. έρχομαι ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», Ευρ.)
3. συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ πεδίον συνελθόντων», Ηρόδ.)
4. (για μάχη) συνάπτομαι, διεξάγομαι («μάχη ὑπό ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῡσα», Θουκ.)
5. συνδέομαι φιλικά («δυοῑν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», Πλάτ.)
6. συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», Δημοσθ.
β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῡ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», Πλούτ.)
7. (για ποταμούς) συμβάλλω
8. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συζυγία
9. (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι
10. (για γεγονότα) συμβαίνω ταυτόχρονα, συμπίπτω (α. «ταῡτα πάντα συνελθόντα», Ηρόδ.
β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», Πλούτ.)
11. περιπίπτω, περιέρχομαι («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).

Greek Monotonic

συνέρχομαι: μέλ. -ελεύσομαι, Αττ. μέλ. σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo)· αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.·
I. έρχομαι ή πηγαίνω μαζί, πορεύομαι με συνοδεία, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. έρχομαι μαζί με άλλους στο ίδιο μέρος, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· συνέρχομαι ἐς τωὐτό, σε Ηρόδ.· συνέρχομαι ἐς λόγους τινί, στον ίδ.· και απλώς, συνέρχομαί τινι, έχω σχέσεις με, συναναστρέφομαι κάποιον, σε Σοφ.
2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, έρχομαι στα χέρια, συγκρούομαι· μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, μάχη που συνήφθη, που διεξήχθη από αυτούς, σε Θουκ.
3. έρχομαι στο ίδιο σημείο, συνδέομαι, συνενώνομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· σχηματίζω σύνδεσμο ή συμμαχία, σε Δημ.
4. με σύστ. αντ., ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον, πήραν μέρος, είχαν συμμετοχή στην εκστρατεία αυτή, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, μοιράστηκα το κρεβάτι σου, λέγεται για συνουσία, σε Σοφ.
III. 1. λέγεται για πράγματα, συνδέομαι σε ένα και το αυτό, ενώνομαι, στον ίδ., Ευρ.· επίσης για αριθμούς, συναποτελώ ένα ποσό ή χρηματικό κεφάλαιο, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για γεγονότα, συντρέχω, συμπίπτω χρονικά, συμβαίνω παράλληλα, στον ίδ.