ἄλογος

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλογος Medium diacritics: ἄλογος Low diacritics: άλογος Capitals: ΑΛΟΓΟΣ
Transliteration A: álogos Transliteration B: alogos Transliteration C: alogos Beta Code: a)/logos

English (LSJ)

ον,

   A without λόγος, hence,    I speechless, Pl.Lg.696e. Adv. -ως without speech, S.OC131, Isoc.3.9:—ἄ. ἡμέρα, = Lat. dies nefastus, on which no business may be done, Luc.Lex.9.    b lacking in eloquence, LXX Ex.6.12.    2 inexpressive, Pl. Tht.203a; unutterable, = ἄρρητος, S.Fr.262.    II unreasoning, ἡδονή, ὄχλος, etc., Pl.R.591c, Ti.42d, etc.; τὰ ἄλογα brutes, animals, Democr.164, Pl.Prt.321b, X.Hier.7.3; esp.in late Greek, ἄλογον, τό, = horse, POxy. 138.29 (610 A.D.), PGen.14 (late).    2 not according to reason, irrational, ἄ. δόξα, opp. ἡ μετὰ λόγου δ., Pl.Tht.201c; ἀλόγῳ πάθει τὴν ἄ. συνασκεῖν αἴσθησιν, instinctive feeling, in appreciating works of art, D.H.Lys.11; ἄ. πάθος Id.Comp.23.    3 contrary to reason, absurd, Th.6.85, Pl.Tht.203d; unaccountable, unintelligible, Lys.26.19; unfit, unsuited to its end, Th.1.32; groundless, Plb.3.15.9; ἀηδία PRyl.144.15 (38 A.D.). Adv. most freq. in this sense, Pl.R. 439d, etc.; οὐκ ἀ. οὐδ' ἀκαίρως Isoc.15.10: Sup. -ώτατα Phld.Ir. p.44 W.    III without reckoning:    1 not reckoned upon, unexpected, Th.6.46 (Comp.).    2 not counted, null and void, ἡμέραι LXX Nu.6.12.    3 Act., not having paid one's reckoning, of an ἐρανιστής, EM70.31.    IV of magnitudes, incommensurable, περὶ ἀλόγων γραμμῶν, title of work by Democr., cf. Arist.APo. 76b9, LI968b18, Euc.10.Def.10, etc.    2 in Rhythm, irrational, of feet or syllables whose time-relations cannot be expressed by a simple ratio, χορεῖος Aristox.Rhyth.2.20; ἄλογοι, sc. συλλαβαί, D.H. Comp.20:—in Music, ἄ. διαστήματα Plu.2.1145d:—of the pulse, unrhythmical, Herophil. ap.Ruf.Syn.Puls.4.3.

German (Pape)

[Seite 108] 1) unvernünftig, καὶ θηριώδης, ἡδονή Plat. Rep. IX, 591 c, u. so öfter Plut.; dem ἔλλογος entgegenges., Arist. Eth. Nic. 10, 2, 1; τὰ ἄλογα, Thiere, Xen. Hier. 7, 3. – 2) widersinnig, abgeschmackt, dem λόγον ἔχον entgegengesetzt, Plat. Soph. 258 e. – 3) unerwartet, Thuc. 6, 46, wo der Ggstz προσδεχομένῳ ἦν; so neben ἀπροσδόκητος Dem. 23, 58, außer der Berechnung liegend. – 4) durch Worte nicht auszudrücken, unaussprechlich, Soph. frg. 241; ἐπιστήμη Plat. Theaet. 201 d; στοιχεῖα 203 b u. öfter; bei den Mathem. irrational; auch sprachlos, σιγή Plat. Legg. III, 696 d; Luc. dom. 1; ἡμέρα, zu öffentlichen Verhandlungen nicht geeignet, Lexiph. 9. – Adv. schweigend, Soph. O. C. 130; widersinnig, dem εἰκότως entgegenges., Isocr. 4, 150; ἀλόγως ἔχειν, unverständig sein, Dem. Lpt. 24 u. öfter, ohne Grund.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλογος: -ον, ὁ ἄνευ λόγου καὶ ἑπομένως, Ι. ὁ μὴ ὁμιλῶν, ὁ μή ἐκπέμπων φωνὴν ἔναρθρον, ἄφωνος, Πλάτ. Νόμ. 696Ε· οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 131, ὡς ἐπίρρ. ἀλόγως: - ἄλ. ἡμέραι, Λατ. dies nefastus, = ἡμέρα ἀργίας καθ’ ἥν οὐδεμία ἐργασία γίνεται, Λουκ. Λεξιφάν. 9. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραστήσῃ διὰ λόγου, ἀνεκφώνητος, περὶ τοῦ στοιχείου ὡς ὄντος ἀφώνου καὶ ἀποτελοῦντος ψόφον τινὰ μόνον, Πλάτ. Θεαίτ. 203Α· πρβλ. 205C: ἀνέκφραστος, ἄρρητος, Λατ. infandus, Σοφ. Ἀποσπ. 241. ΙΙ. ἄνευ λόγου, ἄλογος, παράλογος, ἡδονή, ὄχλος, κτλ., Πλάτ. Πολ. 591C, Τίμ. 42D, κτλ.: τὰ ἄλογα = τὰ ἄλογα ζῷα, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Β, Ξεν. Ἱέρ. 7. 3, (πρβλ. τῆς καθωμιλημένης τὸ ἄλογον = ἵππος· πρβλ. καὶ ἀλογοτροφεῖον). 2) οὐχὶ σύμφωνος πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, μὴ ὁδηγούμενος ὑπ’ αὐτοῦ, μὴ πηγάζων ἐξ αὐτοῦ· ἄλ. δόξα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φράσιν: ἡ μετὰ λόγου δόξα, Πλάτ. Θεαίτ. 201C· ἄλ. τριβὴ καὶ ἐμπειρία = ἁπλῆ, μηχανικὴ τριβὴ καὶ ἐμπειρία, ὁ αὐτ. Γοργ. 501Α· ἀλόγῳ πάθει τήν ἄλογον συνασκεῖν αἴσθησιν, ἐν τῇ ἐκτιμήσει ἔργου καλλιτεχνικοῦ, Διον. Ἁλ. περί Λυσ. 11. 3) ὁ ἐναντίος τοῦ λογικοῦ, ἀνόητος, παράλογος, Θουκ. 6. 85, Πλάτ. Θεαίτ. 203D: ἀκατανόητος, ἀνεξήγητος, Λυσ. 177. 9: ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος πρὸς τὸν σκοπόν του, Θουκ. 1. 32· ἀβάσιμος, Πολύβ. 3. 15, 9: - τὸ ἐπίρρ. εἶναι κοινότατον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Πλάτ. Πολ. 439D, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.: οὐκ ἀλόγως, οὐδ’ ἀκαίρως, ὁ αὐτ. 312Β. ΙΙΙ. ἄνευ λογισμοῦ, λογαριασμοῦ: 1) ὃν δὲν ἐλογάριαζέ τις, δὲν εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του, ἀπροσδόκητος, Θουκ. 6. 46 (ἐν συνθ.). 2) ὁ μὴ ἀποτίσας τὸ ἀνῆκον εἰς αὐτὸν μέρος τοῦ λογαριασμοῦ· ἐπὶ ἐρανιστού, Γραμμ. IV. ἐπὶ μεγεθῶν δυσαναλόγων, παραπλησίως τῷ ἀσύμμετρος, Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 3, περὶ ἀτόμων γραμμῶν = 9, ἴδε Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σελ. 130: παρὰ μαθηματ., ἄλογος, ἄρρητος, Εὐκλ. 10, ὁρισμ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans raison, privé de raison;
2 contraire à la raison, absurde;
3 qu’on ne peut se représenter par la raison, inintelligible;
4 que l’on ne peut pas calculer, à quoi l’on ne peut s’attendre, improbable ; qui arrive contre toute attente.
Étymologie: ἀ, λόγος.

Spanish (DGE)

-ον
A ref. a la proporción y al número
I arit. y geom.
1 irracional e.d. que tiene una magnitud cuya relación con otra de la misma naturaleza no tiene λόγος (e.d. que comporta una serie indefinida de decimales), aplicado a toda manifestación de la realidad según las teorías pitagóricas ψεῦδος δὲ οὐδὲν δέχεται ἁ τῶ ἀριθμῶ φύσις οὐδὲ ἁρμονία ... τᾶς τῶ ἀπείρω καὶ ἀνοήτω καὶ ἀλόγω φύσιος τὸ ψεῦδος ... ἐστί Philol.B 11, καὶ τῆς μὲν ἀπειρίας οὐκ οὔσης τά τε μεγέθη πάντα σύμμετρα ἂν ἦν καὶ οὐδὲν ἄρρητον οὐδὲ ἄλογον Procl.in Euc.6.21, cf. 65.19, esp. en rel. expresa con magnitudes lineales, D.L.9.47 (= Democr.A 33), Arist.APo.76b9, τὰ περὶ τῶν ἀτάκτων ἀλόγων tít. de Apollon.Perg. en Procl.in Euc.74.23
c. doble sent., cf. B II 2 (παῖδας) ... ἀλόγους ὄντας ὥσπερ γραμμάς Pl.R.534d, cf. Procl.in Euc.23.25.
2 irracional de magnitudes lineales cuyo cuadrado no está en relación racional con el cuadrado de un segmento dado καλείσθω οὖν ἡ μὲν προτεθεῖσα εὐθεῖα ῥητή, καὶ αἱ ταύτῃ σύμμετροι εἴτε μήκει καὶ δυνάμει εἴτε δυνάμει μόνον ῥηταί, αἱ δὲ ταύτῃ ἀσύμμετροι ἄλογοι καλείσθωσαν Euc.10Def.3, cf. 4, 10.21, 36, 10.73, Papp.180.
II 1ritm. y mús. irracional de intervalos que no pueden ser ejecutados y cuya magnitud no puede precisarse al oído, διάστημα Aristox.Harm.22.15, cf. 1, Plu.2.1145c, d
πούς pie irracional e.d. que contiene un tiempo o sílaba irracional Aristox.Rhyth.2.294, οἱ μὲν ῥητοί, οἱ δ' ἄλογοι τῶν ποδῶν Aristox.Rhyth.2.296, 298 (pedes) ἀλόγους, hoc est irrationabiles nominamus Mart.Cap.9.975, p. ej. del troqueo irracional c. rel. anómala de los tiempos χορεῖος ἄλογος Aristox.Rhyth.2.296, 298
de dáctilos en posición impar y anapestos en posición par en metros yámbicos ἑκάτερον γὰρ ἄλογον Heph.6.5, cf. Choerob.in Heph.10.
2 medic. arrítmico del pulso, Herophil. en Ruf.Syn.Puls.4.3.
III 1no computado, no tenido en cuenta ἡμέραι LXX Nu.6.12.
2 que no paga su cuenta o parte correspondiente ἐρανισταί EM 930.
B c. ref. al dar cuenta o tener explicación (ἔχειν λόγον)
I en gener.
1 no fundamentado, absurdo, sin motivo, infundado, imposible πρὸς τῆς ὑμετέρας ... ἀλόγου σωτηρίας (no va) en bien de vuestra imposible salvación Th.5.105, ἐλπίδες Democr.B 292, προφάσεις Plb.3.15.9, ἀηδία PRyl.144.15 (I d.C.), SB 5235.5 (I d.C.)
c. constr. preposicionales mal fundamentado, desacertado ἐπιτήδευμα ... ἐς τὴν χρείαν ἡμῖν ἄλογον Th.1.32, τοῦτο δ' ἐστὶ καὶ πρὸς διαμονὴν ἄλογον esto es desacertado con respecto a la permanencia Plu.2.922d.
2 de lo que no se puede dar cuenta o explicación, inexplicable c. dat. τοῖν δὲ ἑτέροιν καὶ ἀλογώτερα (el asunto de Egesta) resultaba para los otros dos aún más inexplicable Th.6.46, ἀλλὰ καὶ ὃ ἄλογον δοκεῖ εἶναι παρά τισιν Lys.26.19
esp. en medic. y cien. inmotivado, sin fundamento, inexplicable ἀθυμίη Hp.Coac.411, ἐπάρσιες Hp.Coac.85.
3 contra toda razón, no justificable πόλει ἀρχὴν ἐχούσῃ οὐδὲν ἄλογον ὅ τι ξυμφέρον para una ciudad dueña de un imperio no carece de justificación nada que le convenga Th.6.85
injusto ἄλογον ἡγούμενος ... καταλεῖψαι τοὺς λαούς Ath.Al.Fug.24.4
subst. διασειόμεθα δὲ παρὰ τὸ ἄ. somos maltratados injustamente, OGI 519.15 (Frigia III d.C.).
II fil. y cien. en op. a un principio racional
1 de explicaciones, doctrinas que no se basa en un principio racional, no científico, acientífico como impropio de ἐπιστήμη: ἄλογον γὰρ πρᾶγμα πῶς ἂν εἴη ἐπιστήμη; Pl.Smp.202a, ἄ. πρᾶγμα op. τέχνη pero propio de ἐμπειρία Pl.Grg.465a, cf. 519d, ἄ. δόξα op. ἀληθὴς δόξα Pl.Tht.201d, τὸ μὲν ἀεὶ μετ' ἀληθοῦς λόγου, τὸ δὲ ἄλογον Pl.Ti.51e, δόξα Iust.Phil.2Apol.3.3, πίστις Ath.Al.M.25.4B, τοῦτο δ' ἄ. esto es contrario al rigor científico, ilógico Arist.Ph.188a5, cf. GA 722b30
en una serie de argumen. fil. ilógico οὐκ ἄλογον φανεῖται Pl.Prm.131d, cf. X.Ages.11.1, ἄλογον ἂν δόξειεν Arist.GA 734a3, ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἄλογον Arist.Metaph.999b23, τοῦτο παντελῶς ἄλογον καὶ πλάσματι ὅμοιον esta (es una teoría) totalmente infundada y semejante a una ficción Arist.Cael.289a6
de un postulado gratuito καὶ μὴ τίθεσθαι μηδὲν μηδ' ἀξιοῦν ἀξίωμ' ἄλογον, ἀλλ' ἢ ἐπαγωγὴν ἢ ἀπόδειξιν φέρειν Arist.Ph.252a24, συμβαίνει ἄλογα resulta ilógico Arist.Metaph.1002a29
subst. lo ilógico, el absurdo en la obra literaria ἐνδέχεται ἐν τῇ ἐποποιίᾳ τὸ ἄλογον Arist.Po.1460a13, cf. 1461b14
en ret. quae alogos? quae sine ratione componitur Fortunat.Rh.84.22.
2 de pers. y abstr. en rel. c. el hombre que no está regido por un principio racional, irracional παῖδες Pl.R.534d (cf. A I 1), αἴσθησις Pl.Ti.69d, ἀλόγῳ πάθει τὴν ἄλογον συνασκεῖν αἴσθησιν D.H.Lys.11, cf. Comp.188.15, κριτήριον D.H.Th.27, cf. POxy.1012.fr.13.2.29, τῇ θηριώδῃ καὶ ἄλόγῳ ἡδονῇ Pl.R.591c, cf. Ti.47d, Arist.EN 1172b10, ὄρεξις Arist.Rh.1369a4, θυμός Plb.3.81.9, ὀργή Plb.6.56.11, τύχη Athenag.Leg.25.3, τὸ ὕδωρ σῶμά ἐστιν ἄ. Corp.Herm.Fr.25A, ἄλογοι κινήσεις πάθη τε λέγονται καὶ παρὰ φύσιν εἶναι, ἅτ' ἐκβαίνουσαι τὴν λογικὴν σύστασιν Chrysipp.Stoic.3.127.18, τὸ ‘ἄλογον’ ἴσον τῷ ‘ἀπειθὲς τῷ λόγῳ’ Chrysipp.Stoic.3.94, cf. 3.113
de partes del alma en op. una parte intelectual y racional τὸ μὲν (μόριον) ἄλογον αὐτῆς εἶναι, τὸ δὲ λόγον ἔχον que una (parte del alma) es irracional (la que rige lo vegetativo) y la otra tiene un principio racional Arist.EN 1102a28, ἄλλη τις φύσις τῆς ψυχῆς ἄλογος εἶναι, μετέχουσα μέντοι πῃ λόγου (de la que rige pasiones y deseos), Arist.EN 1102b13, por lo tanto τὸ ἄλογον διττόν Arist.EN 1102b29, cf. Epicur.Ep.[2] 66.7, Clem.Al.Strom.4.3.9
subst. τὸ ἄλογον Pl.Phlb.28d, cf. Origenes Io.1.37.
3 de los animales bruto, irracional X.Hier.7.3, Plb.15.21.5, LXX 4Ma.14.14, 2Ep.Petr.2.12, ἑρπετά LXX Sap.11.15
subst. plu. τὰ ἄ. las bestias, los brutos, los animales Democr.B 164, Pl.Prt.321b, χορηγῆσαι ἄλογα POxy.138.29 (VII d.C.), τὰ ταπεινὰ μου ἄ. PGen.14.15 (biz.)
de almas encarnadas en animales ὄχλον θορυβώδη ... καὶ ἄ. Pl.Ti.42d
de perros en el ágora irracional o incapaz de hablar Philostr.VA 6.31
sg. τὸ ἄ. el bruto, la acémila o el caballo Cyr.S.V.Sab.36, Greg.Leg.Hom.M.86.600A.
C ref. al lenguaje
I 1secreto S.Fr.262.
2 inexpresable τὸ μὴ ὄν Pl.Sph.238c.
3 de elementos lingüísticos (letras, sonidos) que no proveen explicación o cuenta de los objetos nombrados ἆρ' αἱ μὲν συλλαβαὶ λόγον ἔχουσι, τὰ δὲ στοιχεῖα ἄλογα; Pl.Tht.203a, cf. b, 202b, 205c.
II 1mudo σιγή Pl.Lg.696e.
2 poco elocuente ἐγώ LXX Ex.6.12.
III ἄ. ἡμέρα trad. del lat. dies nefastus Luc.Lex.9.
IV gram. irregular, no analógico A.D.Adu.171.3, ἀλογώτερον A.D.Adu.196.7 ἀλόγους συντάξεις A.D.Synt.195.2.
V ref. a la doctrina del Logos o Verbo
1 carente de Logos πᾶς Ἰουδαίων ... ὁμολογήσειεν ἂν ... τὸν θεὸν ... μὴ εἶναι ἄ. Eus.E.Th.1.20, Gr.Nyss.M.45.13A.
2 οἱ ἄ. secta opuesta a la doctrina del Logos y a los escritos de San Juan, Epiph.Const.Haer.51.3.
D adv. -ως
I sin prestar ninguna atención εὐήθως καὶ ἀ. ἀεὶ παρήκουε τοῦ Κλεομένους Plb.5.35.6.
II 1sin plan, sin razón, ilógicamente ἀτάκτως ... καὶ ἀ. Pl.Ti.43b, cf. c, Pl.R.439d, οὐκ ἀ. οὐδ' ἀκαίρως Isoc.15.10, ἡ φύσις οὐδὲν ἀ. οὐδὲν μάτην ποιεῖ Arist.Cael.291b13, en crít. lit. Longin.22.1, 33.5.
2 irracionalmente ὑλακτήσει Philostr.VA 6.31.
3 gram. irregularmente A.D.Adu.197.2.
III sin palabras ἀδέρκτως, ἀφώνως, ἀ. S.OC 131, cf. Isoc.3.9.
IV contra toda razón, injustamente ἀθροίζειν LXX 3Ma.6.25, ἀ. γενόμενος εἰς ἀμπελικὸν χωρίον PLond.214.8 (III d.C.), cf. ἀ. πάσχομεν Athenag.Leg.4.2.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and λόγος; irrational: brute, unreasonable.

English (Thayer)

(λόγος, reason);
1. destitute of reason, brute: ζῷα, brute animals, Xenophon, Hier. 7,3, others).
2. contrary to reason, absurd: Xenophon, Ages. 11,1; Thucydides 6,85; often in Plato, Isocrates, others).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλογος, -ον)
1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός
2. αυτός που στερείται λογικής
3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος
4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν)
αρχ.
1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση
2. αυτός που δεν μπορεί να εκτεθεί, να περιγραφεί με τον λόγο, ανέκφραστος, απερίγραπτος
3. αυτός που δεν τον υπολόγιζε κανείς, αναπάντεχος, απροσδόκητος
4. αυτός που δεν τον λαμβάνει κανείς υπ' όψιν, ασήμαντος, αμελητέος
5. (για μεγέθη) αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί
6. ενστικτώδης
7. ακατανόητος, ανεξήγητος
8. ο ακατάλληλος, ο ανάρμοστος
9. αστήριχτος, αβάσιμος
10. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άλογα (ενν. ζώα)
ζώα, θηρία
11. φρ. «άλογος ημέρα» — ημέρα αργίας, κατά την οποία καμία εργασία δεν γίνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λόγος.
ΠΑΡ. ἀλογεύομαι, ἀλογία
αρχ.
ἀλογοῦμαι, ἀλογῶ, ἀλογώδης
μσν.
ἀλογίζομαι
(μσν. νεοελλ.) το άλογον].

Greek Monotonic

ἄλογος: -ον,
I. 1. αυτός στον οποίο λείπει ολόγος, δηλ. ο μη ομιλών, ο άφωνος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἀλόγως, σε Σοφ.
2. ανείπωτος, ανέκφραστος, ανεκφώνητος, Λατ. infandus, σε Πλάτ.
II. αυτός που δεν έχει λογική, παράλογος, στον ίδ. κ.λπ.· τὰ ἄλογα, κτήνη, ζώα, στον ίδ., σε Ξεν.· (στη Ν.Ε. ἄλογον, είναι το άλογο).
III. απροσδόκητος, μη αναμενόμενος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλογος:
1) бессловесный (σιγή Plat.): ἄ. καταλιπών Luc. онемевший; ἡμέρα ἄδικος καὶ ἄ. Luc. день без судебных заседаний и речей, т. е. неприсутственный;
2) невыразимый, неопределимый (στοιχεῖα Plat.); мат. (о числах) иррациональный;
3) мат. несоизмеримый (γραμμαὶ πρὸς ἀλλήλας ἄλογοι Arst.);
4) неисчислимый, непредвиденный: ἄ. τινι Thuc. неожиданный для кого-л.;
5) непостижимый, бессмысленный, непонятный, нелепый (ἄ. καὶ μὴ πιστός Thuc.; δεινὸς καὶ ἄ. Plat.): καταφεύγειν εἰς προφάσεις ἀλόγους Polyb. выставлять невероятные предлоги;
6) не основанный на разуме или мышлении, механический (τριβὴ καὶ ἐμπειρία Plat.);
7) неразумный, безрассудный (ὄχλος, ἡδονή Plat.).

Middle Liddell


without λόγος, i. e.,
I. without speech, speechless, infans, Plat.:—adv. ἀλόγως, Soph.
2. unutterable, Lat. infandus, Plat.
II. without reason, irrational, Plat., etc.: τὰ ἄλογα brutes, animals, Plat., Xen.; (in modern Greek ἄλογον is a horse).
III. not reckoned upon, unexpected, Thuc.