ἕζομαι

From LSJ
Revision as of 12:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕζομαι Medium diacritics: ἕζομαι Low diacritics: έζομαι Capitals: ΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hézomai Transliteration B: hezomai Transliteration C: ezomai Beta Code: e(/zomai

English (LSJ)

imper. A ἕζευ Il.24.522: impf. and aor. 2 ἑζόμην: aor. 1 Pass. ἕσθην, only ἦ 'σθῶ; S.OC195 (s.v.l.):—seat oneself, sit, in Hom. only pres. and impf., εἰνὶ θρόνῳ Il.15.150; ἐς θρόνους Od.4.51; ἐπὶ δίφρῳ Il.6.354; κατὰ κλισμούς Od.3.389; ποτὶ βωμόν 22.379; ἐπὶ βάθρον S.OC100, cf. Ar.Ra.682 (s. v.l.); ἕ. ἐς Κολοφῶνα Mimn.9; ἀμφὶ κλάδοις E.Ph.1516 (anap.): c. acc. only, τόδ' ἕζετο μαντεῖον A. Eu.3; εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.Aj.249 (lyr.); ἐπὶ χθονὶ . . ἑζέσθην they sank to the earth, of a pair of scales, Il.8.74; once in Hdt., ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε 8.22, and in late Prose, J.AJ18.6.6, Luc.Syr. D.31, Astr.10; in Att. Prose καθέζομαι was always used. 2 crouch, in a posture of defence, Il.22.275, Od.14.31. 3 sink to the ground, collapse, Il.13.653, 14.495. II Act., ἕζω set, place, is not found: for εἷσα, εἱσάμην, εἵσομαι, εἷμαι, v. ἵζω. (Cf. ἕδος.)

German (Pape)

[Seite 717] s. ἕδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἕζομαι: παρατ. καὶ ἀόρ. β΄ ἑζόμην: ὁ παθ. ἀόρ. ἕσθην (ἀναγινωσκόμενος ἐν Σοφ. Ο. Κ. 195) δὲν εἶναι Ἀττικ., ἴδε Λουκ. Σολοικ. 11, Φρύν. 269, καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ, προσέτι καὶ τὸ ῥῆμα καθέζομαι. (Ἐκ τῆς PΕΔ παράγονται ὡσαύτως ἵζω, εἷσᾱ, ἕδος, ἕδρα, ἱδρύω, (παρβλ σέδας = καθέδρας Ἡσύχ.)· πρβλ. Σανσκρ. sad, sid-âmi (sido, sedeo) sâd-ayâmi (colloco), sa-as, (sedes) Λατ. sed-eo, sed-o, sol-ium· Γοτθ. sit-a Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. sitz-u (sitzen), sat-al, (sedile, settle, saddle): πρβλ. ἧμαι). Καθίζω ἐμαυτόν, καθέζομαι, Ὁμ., ὅστις ὅμως μεταχειρίζεται μόνο ἐνεστ. καὶ παρατ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προθέσεως ἐν, ὡς ἕζεσθαι ἐν λέκτρῳ, κτλ.· ἐπὶ δίφρῳ, ἱλ. Ζ. 354· κατὰ κλισμοὺς Ὀδ. Γ. 389· ποτὶ βωμὸν Χ. 335, 379· ἐπὶ βάθρον Σοφ. Ο. Κ. 100, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 682· σπανίως ἕζ. εἰς τόπον Μίμνερμ. 9· ἀμφί τινι Εὐρ. Φοίν. 1516· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. μόνον, τόδ’ ἕζετο μαντεῖον Αἰσχύλ. Εὐμ. 3· εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενος Σοφ. Αἴ. 249 (ἴδε καθίζω ΙΙ): - ἐπὶ χθονί… ἑζέσθην, κατέβησαν πρὸς τὴν γῆν, ἐκάθισαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄερθεν ἤρθησαν, ἐπὶ πλαστίγγων, Ἰλ. Θ. 71: - ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. 8. 22 (ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις· ἀλλ’ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ τὸ καθέζομαι ἦν ἀεὶ ἐν χρήσει. ΙΙ. Δὲν ὑπάρχει ἐνεργητικὸς τύπος ἕζω, καθίζω, τοποθετῶ, θέτω, ἂν καὶ ὡς εἰ ἐξ αὐτοῦ ἔχομεν τοὺς μεταβατ. τύπους εἷσα, μέσ. εἱσάμην, μέσ. μέλλ. εἵσομαι, παθ. πρκμ. εἷμαι, (ἴδε εἷσα): - τὸ μεταβατικὸν ῥῆμα εἶναι ἵζω, ἢ ἱδρύω.

French (Bailly abrégé)

v. *ἕζω.

English (Autenrieth)

(root ἑδ), 2 sing. ἕζεαι, imp. ἕζεο, ἕζευ, ipf. ἑζόμην: sit down, take a seat; in dodging a spear, Il. 22.275; fig., of the sinking of the scale, κῆρες ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, Il. 8.74.

Spanish (DGE)

• Morfología: pres. imper. ἕζευ Il.24.522, Call.Fr.228.47; aor. pas. subj. ἑσθῶ S.OC 195; para las formas εἷσα, εἱσάμην, εἵσομαι, εἷμαι y ἕσαι v. ἵζω
I 1sentarse
a) de pers., dioses c. ἐπί indic. sobre lo que uno se sienta ἕζεο τῷδ' ἐπὶ δίφρῳ Il.6.354, ἐπὶ θρόνου Il.24.522, κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην βάθρον S.OC 100, ὄργανον ... ἐφ' ὃ ἑζομένη Hp.Mul.2.181, ἐπὶ κλιντῆρι Theoc.2.113, c. otros giros prep. ἕζετο δ' εἰνὶ θρόνῳ Il.15.150, κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε Od.3.389, κατ' Ὄλυμπον Q.S.10.335, ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο Od.4.51, sólo c. ac. εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.Ai.249, c. dat. ἑζομένη δελφῖνι Nonn.D.6.308, ἑζομένην λοφιῇσιν Nonn.D.13.443, c. constr. pred. ἐγὼ οὐδ' οἵδε παῖδες ἑζόμεσθ' ἐφέστιοι S.OT 32
c. giro prep. de junto a quien o a lo que uno se sienta παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ' οὐδοῦ ἑζόμεθ' Od.10.63, Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν Od.22.379, παρ' αὐτὸν ἑζομένη Od.23.99, Διὸς παρὰ θρόνον E.Fr.620, παρὰ τοῖν ποδοῖν I.AI 18.187
abs. ἄμφω δ' ἑζομένω Il.3.211, ἦ 'σθῶ; ¿debo sentarme? S.l.c., δαίνυνθ' ἑζόμενοι A.R.2.305, ἄμφω ἕζονται Luc.Syr.D.31
c. adv. o sintagma adverbial ἑζομένη δὲ κατ' αὖθι Od.21.55, Θέμιστι ἐγκλιδὸν ἑζομένῃ h.Hom.23.3, ἐν σκιῇ ἑζόμενον sentándose a la sombra Hes.Op.593, αὐτίκα ἕζετ' Pi.I.6.56, ἕζεο δὴ τηνεί Theoc.Ep.4.13, μέσῳ ἕζεται Luc.Astr.10;
b) de anim. voladores posarse Θρηικία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον Ar.Ra.682, del coro de aves ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου Ar.Au.742, de insectos ἑζόμεναι λιγυροῖσιν ἐπὶ στομάτεσσι μέλισσαι AP 2.1.386 (Christod.).
2 fig. establecerse, asentarse c. ac. τόδ' ἕζετο μαντεῖον A.Eu.3, c. giro prep. ἐς ... Κολοφῶνα ... ἑζόμεθ' Mimn.12.4, ἕζευ ... ἐπ' Ἄθω κολώναν Call.l.c., cf. Opp.H.1.327
situarse, colocarse c. ἐκ y gen. ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε situaos fuera del centro (de nuestra contienda), Hdt.8.22.
II c. énfasis en el mov. ‘hacia abajo
1 caer al suelo ὁ δ' ἕζετο χεῖρε πετάσσας ἄμφω Il.14.495
bajar hasta el suelo, hundirse αἱ μὲν Ἀχαιῶν κῆρες ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἑζέσθην las Keres (en la psicostasia) de los aqueos bajaron hacia la tierra feraz, Il.8.74.
2 agacharse, agazaparse ἕζετο γὰρ προϊδών Il.22.275, Ὀδυσσεὺς ἕζετο κερδοσύνῃ Od.14.31, ἑζόμενος aganchádose para orinar, Hes.Op.731.
• Etimología: Pres. secundario (el primario es ἵζω < *si-sd-ō, como lat. sīdō), formado sobre ἑζόμην, antiguo aor. red. < *se-sd-o-mān, cf. av. opt. ha-zd-yāt, de la r. *sed-; cf. tb. gót. satjan, aesl. sěděti, etc.

Greek Monolingual

ἕζομαι 1. κάθομαι
2. σταματώ, μένω σ' έναν τόπο
3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη
4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< sed-jo-mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sed «καθίζω, παίρνω θέση, κάθομαι». Ο παρατατικός εζόμην (αντί ειζόμην), που λειτουργεί και ως αόριστος, σχηματίζεται με τη μηδενισμένη (sd-) βαθμίδα της ρίζας sed- είτε με αναδιπλασιασμό (se-sd- πρβλ. αβεστ. ha-zd-yāt) είτε με αύξηση (e-sd-), οπότε η δάσυνση είναι αναλογική. Ο μεταβιβαστικός θεματικός ενεστώτας ίζω προήλθε από si-sd-ō (πρβλ. λατ. sīdō, ουμβρ. sistu, αρχ. ινδ. sīdati). To έζομαι «είμαι καθισμένος» και το μεταβιβαστικό ίζω «καθίζω κάποιον», που συνήθως απαντούν ως σύνθετα με την πρόθεση κατά, αντιστοιχούν προς τα sitzen «είμαι καθισμένος», setzen «καθίζω» (στατικά: δυναμικά) ρήματα της Γερμανικής (πρβλ. και λατ. sedēre, sedāre, αρχ. σλαβ. sěděti, γοτθ. satjan). Τέλος στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και το ρήμα ιδρύω].

Greek Monotonic

ἕζομαι: (√ΕΔ), παρατ. και αόρ. βʹ ἑζόμην, Παθ. αόρ. αʹ ἕσθην· καθίζω τον εαυτό μου, κάθομαι, ἐν λέκτρῳ, ἐπὶ δίφρῳ, κατὰ κλισμούς, σε Όμηρ.· ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, κατέβηκαν στη γη, καταδύθηκαν από ένα ζεύγος σκάλες, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. καθέζομαι.
II. δεν υπάρχει Ενεργ. ενεστ., ἕζω, θέτω, τοποθετώ· αν και, όπως και αυτό, έχουμε μτβ. τύπους εἷσα, Μέσ. εἱσάμην, Μέσ. μέλ. εἵσομαι, Παθ. παρακ. εἷμαι· βλ. εἷσα.

Russian (Dvoretsky)

ἕζομαι: med. к *ἕζω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: sit (down) (Il.)
Other forms: fut. καθεδοῦμαι (Att.), later καθεσθήσομαι (LXX), καθεδήσομαι (D. L.); aor. καθεσθῆναι (Paus.); - other presents ἵζω, ἱζάνω (Schwyzer 700) make sit, set, with ἵζησα, ἵζηκα (late.), with prefix καθ-ίζω (Il.), Ion. κατ-ίζω, καθ-ιζάνω, Aeol. κατ-ισδάνω set down, sit down, med. καθ-ίζομαι sit down, with fut. καθιῶ (D.), καθίσω (hell.), κατίσω (Ion.), καθιξῶ (Dor.), med. καθιζήσομαι (Att.), καθιοῦμαι (LXX), καθίσομαι (NT., Plu.); aor. καθίσ(σ)αι, καθίσ(σ)ασθαι (X., in Hom. wrong for καθέσ(σ)αι, s. below), κατίσαι (Hdt., for κατέσαι), καθίξαι (Dor.), καθιζῆσαι (late.); late perf. κεκάθικα, late aor. ptc. pass. καθιζηθείς. - Beside these present forms and the aorists there is a sigmatic aorist εἷσα I set, inf. ἕσ(σ)αι, med. εἱσάμην, ἕσ(σ)ασθαι, καθ-εῖσα, καθ-έσ(σ)αι (thus also in Hom. to be read for καθίσ(σ)αι; and also κατέσαι for κατίσαι in Hdt.); here fut. καθέσω (Eup.); see Wackernagel Unt. 63ff.
Compounds: With terminative prefix (s. Brunel Aspect verbal 83ff., 257ff.) καθ-έζομαι (Il.) sit (down) - Often with prefix: ἀνα-, ἐν-, ἐπι-, παρα-, συν- etc.; also to καθέζομαι, καθίζω which are considered as simplices (s. Schwyzer 656, Schwyzer-Debrunner 429). - ἕδος s-stem (s. εὐρυόδεια s.v.). The verbal nouns are largely independent, s. ἕδρα, ἑδώλια, ἑλλά; also ἔδαφος and ἔδεθλον; ἕσμα stalk, pedicle (Arist.) < *sed-sm-, cf. ὄζος. Cf. also ἱδρύω.
Origin: IE [Indo-European] [884] *sed- sit down
Etymology: Both ἕζομαι and ἵζω are IE formations, ἕζομαι a thematic jotpresent *sed-i̯o-(mai), also found in Germ., e. g. ONo. sitia, OS sittian, OHG sizzen sitzen, ἵζω a redupl. *si-zd-ō (< *si-sd-ō ) = Lat. sīdō, Umbr. sistu sidito, Skt. sī́dati . As the preterite ἑζόμην in Homer is often an aorist, it is perhaps a redupl. aorist *se-zd- (cf. Av. opt. ha-zd-yā-t_); it could even be an augmented zero grade *e-zd- (with secondary aspiration). A present is in Homer only ἕζεαι (κ 378). Cf. Schwyzer 652 n. 5 and 716 n. 3, Chantr. Gramm. hom. 1, 336. - The aorist εἷσα, ἕσ(σ)αι from IE *e-sed-s-m̥ (with sec. aspiration), *sed-sai agrees with Skt. subj. ní ... ṣát-s-a-t er möge sich niederlassen (RV 10, 53, 1). - Further, e. g. Lat. sedēre, sēdāre, OCS sěděti, s. the etym. dict. - As perfect indicating a present to (καθ-)ἕζομαι, (καθ-)ἵζω functions ἧμαι, κάθ-ημαι (s. Schwyzer-Debrunner 258).

Middle Liddell

[Root !εδ]
I. to seat oneself, sit, ἐν λέκτρωι, ἐπὶ δίφρωι, κατὰ κλισμούς Hom.; ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην they sank to the earth, of a pair of scales, Il.:—cf καθέζομαι.
II. there is no act. pres., ἕζω, to set, place; though, as if from it, we have trans. tenses εἷσα, mid. εἱσάμην, fut. mid. εἵσομαι, perf. pass. εἷμαι; v. εἷσα.

Frisk Etymology German

ἕζομαι: {hézomai}
Forms: wozu Fut. καθεδοῦμαι (att.), später καθεσθήσομαι (LXX), καθεδήσομαι (D. L.); Aor. καθεσθῆναι (Paus. u. a.); — andere Präsensbildung ἵζω, erweitert ἱζάνω (Schwyzer 700) sitzen lassen, setzen, sich setzen, sitzen (vorw. ep. ion. poet., sp. Prosa), wozu ἵζησα, ἵζηκα (sp.), präfigiert καθίζω (seit Il., att.), ion. κατίζω, καθιζάνω, äol. κατισδάνω niedersetzen, sich niedersetzen, sitzen, Med. καθίζομαι sich niedersetzen, wozu (nach den Verba auf -ίζω) Fut. καθιῶ (D. usw.), καθίσω (hell.), κατίσω (ion.), καθιξῶ (dor.), Med. καθιζήσομαι (att.), καθιοῦμαι (LXX), καθίσομαι (NT., Plu.); Aor. καθίσ(σ)αι, καθίσ(σ)ασθαι (X. usw., bei Hom. falsch für καθέσ(σ)αι, s. unten), κατίσαι (Hdt., wohl für κατέσαι), καθίξαι (dor.), καθιζῆσαι (sp.); sp. Perf. κεκάθικα, sp. Aor. Ptz. Pass. καθιζηθείς.
Grammar: v.
Meaning: sitzen, sich setzen (ep. poet. seit Il., sp. Prosa),
Composita: mit terminativem Präfix (vgl. Brunel Aspect verbal 83ff., 257ff.) καθέζομαι (seit Il., att.) sich niedersetzen, sitzen, — Oft mit Präfix: ἀνα-, ἐν-, ἐπι-, παρα-, συν- usw.; auch zu den als Simplicia empfundenen καθέζομαι, καθίζω (dazu Schwyzer 656, Schwyzer-Debrunner 429). — Die betreffenden Verbalnomina nehmen alle in formaler Hinsicht gegenüber dem Verb eine selbständige Stellung ein, s. ἕδος, ἕδρα, ἑδώλια, ἑλλά; auch ἔδαφος und ἔδεθλον. Vgl. noch ἱδρύω.
Derivative: Neben diesen Präsensformen und daraus gebildeten Aoristformen steht ein alter sigmatischer Aorist εἷσα ich setzte, Inf. ἕσ(σ)αι, Med. εἱσάμην, ἕσ(σ)ασθαι, καθεῖσα, καθέσ(σ)αι (so auch bei Hom. zu lesen für καθίσ(σ)αι; danach auch κατέσαι für κατίσαι bei Hdt.); dazu Fut. καθέσω (Eup.); vgl. Wackernagel Unt. 63ff. mit wichtigen Ausführungen.
Etymology: Sowohl ἕζομαι wie ἵζω vertreten idg. Bildungen, ἕζομαι ein indeterminiertes thematisches Jotpräsens *sed-i̯o-(mai), das auch im Germ., z. B. ano. sitia, asächs. sittian, ahd. sizzensitzen’, belegt ist (anders über die germ. Formen Karstien KZ 65, 149 m. A. 1), ἵζω ein terminatives redupliziertes *si-zd-ō (aus *si-sd-ō mit Schwundstufe) = lat. sīdō, umbr. sistusidito’, aind. sī́dati sich setzen. Da das Präteritum ἑζόμην bei Homer oft als Aorist fungiert, ist es vielleicht als reduplizierter Aorist *se-zd- (vgl. aw. Opt. ha-zd-yā-t_) aufzufassen; es könnte sogar für augmentiertes schwundstufiges *e-zd- (mit sekundärer Aspiration) stehen. Sicher präsentisch ist bei Homer nur ἕζεαι (κ 378). Vgl. Schwyzer 652 A. 5 und 716 A. 3 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 336. — Der Aorist εἷσα, ἕσ(σ)αι aus idg. *e-sed-s- (mit sekundärer Aspiration), *sed-sai stimmt zum aind. Konj. ... ṣát-s-a-t er möge sich niederlassen (RV 10, 53, 1). — Über andere Formen dieser weitverzweigten Wortsippe, z. B. lat. sedēre, sēdāre, aksl. sěděti, s. W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. sedeō, Vasmer Russ. et. Wb. s. sidétь m. Lit.; außerdem WP. 2, 483ff. — Als Zustandeperfekt zu (καθ-)ἕζομαι, (καθ-)ἵζω fungiert ἧμαι, κάθημαι (vgl. Schwyzer-Debrunner 258). — Ein altes Kausativum zu ἕζομαι vermutet Specht KZ 62, 51 in ὁδεῖν· πωλεῖν H. usw. (eig. dauernd hinsetzen = got. satjan usw.).
Page 1,445-446