διατρίβω
English (LSJ)
[ρῑ], pf. A -τέτρῐφα Plb.4.57.3:—Pass., aor. 2 διετρίβην [ῐ] (v. infr.):—rub hard, χερσὶ διατρίψας Il.11.847: more freq., wear away, consume, πάντα διατρίβουσιν Ἁχαιοί Od.2.265; χρήματα Thgn. 921; τὰ τῶν Πελοποννησίων Th.8.87; εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ θεῖον to fritter away Providence into unreasoning causes, Plu.Nic.23:— Pass., κάκιστα διατριβῆναι perish utterly, Hdt.7.120 (v.l. ἐκ-), cf. Th. 8.78. II spend, of time, θερείην Hdt.1.189; freq. χρόνον δ. Lys. 3.11; παρά τινι Hdt.1.24, etc.; δ. τινὰς ἡμέρας X.HG6.5.49; ἓξ ἔτη Isoc.4.141 (later c. gen., ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐν Ῥώμῃ δ. Hdn.3.10.2):— Pass., ἐνιαυτὸς διετρίβη Th.1.125. 2 abs. (without χρόνον), waste time, οὐ μὴ διατρίψεις…; make no more delay, Ar.Ra.462; δ. ἐν γυμνασίοις pass all one's time there, Id.Nu.1002; ἐν ἄστει Antipho 1.14; ἐν ἀγρῷ Philem.71.6; αὐτοῦ, ἔνδον, Pl.Prt.311a; δ. μετ' ἀλλήλων go on talking, Id.Phd.59d, etc.: hence, busy, employ oneself, ἐν ζητήσει Id.Ap.29c; ἐν φιλοσοφίᾳ Id.Tht.173c; ἐπί τινι Id.Euthd.305a, Isoc.3.19, D.2.16; ἀμφί τι X.Eq.2.1; περί τι Pl.Phd.90c, Isoc.1.4; πρὸς ἱππικῇ Pl.Prm.126c; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist.Pol.1309a8; πρὸς φιλοσοφίᾳ (prob. l. for -ίαν) Pl.R.540b: c. part., δ. μελετῶσαι X.Cyr.1.2.12. b abs., lose time, delay, Il.19.150, Hp.VC19, Ar.Eq.515, etc.; λέγε καὶ μὴ διάτριβε Pl.R.472b; διατέτρῐφα I have let the time slip by .., Id.Tht.143a: c. part., καθ' ἕκαστα λέγων δ. to waste time in speaking, Isoc.3.35, cf. D.1.9. 3 reside, PHal.1.182 (iii B.C.), PStrassb. 22.6 (ii A.D.), etc. III put off by delay, thwart, hinder, μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Il.4.42; οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον Od.20.341; τἄριστον Ar.Fr.503: c. dupl. acc. pers. et rei, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον put them off in the matter of her wedding, Od. 2.204: c. gen. rei, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο let us not lose time on the way, ib.404:—Med., μή τι διατριβώμεθα πείρης A.R.2.883.
German (Pape)
[Seite 608] zerreiben; ῥίζαν χερσί Il. 11, 847; τὴν γῆν τοῖν χεροῖν Polyaen. 4, 3, 5; θύραν, zerbrechen, Ar. Ran. 462; dah. = aufreiben, verzehren; χρήματα Theogn. 921; κάκιστα διατριβῆναι Her. 7, 120; vgl. Thuc. 8, 78; bes. χρόνον, z. B. πολλὸν παρά τινι, Zeit bei etwas hinbringen, verbringen, Her. 1, 24; συχνὸν χρόνον διατρίψας Plat. Phaed. 117 a, u. öfter; ἐν ταῖς ὁδοῖς πολὺν χρόνον δ. Xen. Mem. 2, 1, 15; ἡμέρας τινάς Hell. 6, 5, 39; ἓξ ἔτη διατέτριφε Isocr. 4, 141; ἐνιαυτὸς οὐ διετρίβη Thuc. 1, 125; χρόνος διατριφθεὶς περὶ τὸν λόγον Isocr. 4, 14; dah., mit Auslassung von χρόνον od. ähnlichen Wörtern, = verweilen; – a) zögern; Il. 19, 150; Ar. Vesp. 849; Thuc. 7, 43; Xen. Cyr. 3, 3, 25; sich aufhalten, παρά τινι, Her. 1, 24 u. Folgde. Bes. – b) bei etwas, dieZeit mit etwas hinbringen, sich damit beschäftigen; ἐν γυμνασίοις Ar. Nubb. 1002; ἐν τῇ ζητήσει Plat. Apol. 29 c; ἐν Ὁμήρῳ Ion 530 b; u. so oft Folgde; auch περί τι, z. B. περὶ τοὺς λόγους Plat. Phaed. 90 b, wie Alexis Ath. XII, 544 e; περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότες Aesch. 3, 108, u. A.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist. Pol. 5, 8; vgl. Epicrat. Ath. II, 50 c (v. 3) u. Plut. Marcell. 21; Luc. merc. cond. 8; ἐπὶ τοῖς ἔργοις Dem. 2, 16. u. A.; – μετά τινος, sich unterreden mit, Plat. Apol. 33 b; Phaed. 59 d; auch διατριβὴν διατρίβειν, Legg. VII, 820 c; s. διατριβή; – c. partic., διατρίβουσι μελετῶσαι, sie bringen ihre Zeit mit Uebungen hin, Xen. Cyr. 1, 2, 18; ἵνα μὴ καθ' ἕκαστα λέγων διατρίβω, um mich nicht mit Auseinandersetzung des Einzelnen aufzuhalten, Dem. 1, 9. – c) mit einem neuen acc., hinhalten, verzögern; Od. 2, 265; aufschieben, χόλον, γάμον, Il. 4, 42 Od. 20, 341; auch Ἀχαιοὺς γάμον, sie hält die Achäer mit der Hochzeit hin, 2, 204; ἄριστον, Ar. bei Ath. IV, 171 b; τοὺς πρέσβεις Plut. Her. malign. 41; – μὴ διατρίβωμεν ὁδοῖο, laßt uns mit der Reise nicht zögern, Od. 2, 404. So auch med., μή τι διατριβώμεθα πείρης Ap. Rh. 2, 883.
Greek (Liddell-Scott)
διατρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω, - Παθ. ἀόρ. β΄ διετρίβην [ῐ]· -τρίβω μεταξύ, τρίβω ἰσχυρῶς, χερσὶ διατρίψας Ἰλ. Λ. 847· -κατατρίβω, καταναλίσκω, φθείρω, πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοὶ Ὀδ. β.265· χρήματα Θέογν. 917· εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ θεῖον, κατατρίβω, μεταβάλλω τὴν θείαν πρόνοιαν εἰς αἰτίας ἀλόγους, δηλ. ἀπορρίπτω τὴν πρόνοιαν παραδεχόμενος τὴν τύχην, Πλούτ. Νικ. 23.-Παθ., κάκιστα διατριβῆναι, καταστρέφομαι ἐντελῶς, ἀφανίζομαι, Ἡρόδ. 7.120, πρβλ. Θουκ. 8.78, πρβλ. ἐκτρίβω ΙΙ. ΙΙ. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, δαπανῶ χρόνον, Ἡρόδ. 1.189, Λυσ. 97.26· παρά τινι Ἡρόδ. 1.24, κτλ. οὕτω, δ. τινὰς ἡμέρας Ξεν. Ἑλλ. 6.5,49, κτλ.· ἐνιαυτός διετρίβη Θουκ. 1.125. 2) συχνάκις ἀπολ. (ἄνευ τοῦ χρόνον), φθείρω τὸν χρόνον, διέρχομαι αὐτόν ματαίως, οὐ μὴ διατρίψεις, μὴ ἀργοπορήσῃς. Ἀριστοφ. Βατρ. 462· δ. ἐν γυμνασίοις, διέχρχομαι τὸν χρόνον ἐκεῖ, ὁ αὐτ. Νεφ. 1002· ἐν ἄστει Ἀντιφῶν 113.4· ἐν ἀγρῷ Φιλήμ. Πυρρ. 1,6· αὐτοῦ ἔνδον Πλάτ. Πρωτ. 311Α· δ. μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. Φαίδωνι 59D, κτλ.· - ἐντεῦθεν, ἀπασχολῶ, ἐνασχολῶ ἐμαυτόν, ἐνασχολοῦμαι, ἐν ζητήσει ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29C· ἐν φιλοσοφίᾳ ὁ αὐτ. Θεαιτ. 173C· ἐπί τινι ὁ αύτ. Εὐθυδ. 305Α, Δημ. 22.25· ἀμφί τινι Ξεν. Ἱππ. 2,1· περί τινι Πλάτ. Φαίδωνι 90Β, Ἰσοκρ. 1C· πρὸς ἱππικῇ Πλάτ. Παρμ. 126C· πρὸς τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Πολ. 5.8,18 πρὸς φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 540Α· μετὰ μετοχ., δ. μελετῶν Ξεν. Κύρ. 1.2,12
β) ὡσαύτως ἀπολ., χάνω καιρόν, ἀργοπορῶ, βραδύνω, Ἰλ. Τ.250, Ἀριστοφ. Ἱππ. 515, κτλ.· λέγε καὶ μὴ διάτριβε Πλάτ. Πολ. 472Β· διατέτριφα, ἔχω ἀφήσει τὸν χρόνον νὰ παρέλθῃ…, ὁ αύτ. Θεαιτ. 143Α·-μετὰ μετοχ., καθ’ ἕκαστα λέγων δ., χάνω καιρὸν ὁμιλῶν, Ἰσοκρ. 34Α, πρβλ. Δημ. 11.19. ΙΙΙ. ἀναβάλλω δι’ ἀργοπορίας παρακωλύω, ἐμποδίζω, μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Ἰλ. Δ.42· οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον Ὀδ. Υ.341· ἄριστον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424· μετὰ διπλῆς αἰτ. προς. καὶ πράγμ., ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβησιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον,… τοῖς ἀναβάλλῃ τὸν χρόνον τοῦ γάμου της, Ὀδ. β.204· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο, ἂς μὴ χάνωμεν πολὺν καιρὸν ἐν τῇ ὁδῷ, καθ’ὁδόν, αὐτόθι 404 οὕτως ἐν μέσῳ τύπῳ, μη τι διατριβώμευθα πείρης Ἀπολλ. Ρόδ. Β.883.
French (Bailly abrégé)
f. διατρίψω, ao.2 Pass. διετρίβην, pf. διατέτριμμαι;
I. frotter ou gratter à travers, d'où
1 arracher en grattant : ῥίζαν IL extirper une racine;
2 user par le frottement ; consumer, perdre, détruire : κάκιστα διατριβῆναι HDT être broyé, càd périr misérablement;
II. particul. passer le temps, d'où
1 avec idée de temps remettre, différer : χόλον IL user la colère (de qqn), en retarder ou en contenir l’explosion ; γάμον OD retarder un mariage ; τινα δ. γάμον OD faire attendre à qqn, càd remettre sans cesse un mariage ; μὴ δ. ὁδοῖο OD ne pas perdre de temps à se mettre en route ; δ. χρόνον HDT employer du temps, passer du temps ; abs. δ. μετά τινος PLAT passer le temps avec qqn, càd s'entretenir avec qqn ; ἔν τινι, περί τι, ἐπί τινι employer son temps à qch, s'occuper de qch ; avec un part., passer son temps à faire qch ; abs., en mauv. part passer son temps, perdre son temps;
2 avec idée de lieu passer son temps qqe part, séjourner : ἐν ταῖς ὁδοῖς XÉN sur les routes.
Étymologie: διά, τρίβω.
English (Autenrieth)
aor. part. διατρίψᾶς: rub apart, ῥίζαν χερσί, Il. 11.846; met., waste time, delay, put off; διατρίβειν Ἀχαιοὺς γάμον (acc. of specification), Od. 2.204 ; ὁδοῖο (gen. of separation, sc. ἑταίρους), Od. 2.404.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [pas. aor. διετρίβην Th.8.87, part. διατριβείς Vett.Val.453.12]
A tr.
I concr.
1 aplastar, majar para aplicar como remedio en medic. ῥίζαν ... χερσὶ διατρίψας Il.11.847, ἴγνυν οἴνῳ Hp.Nat.Mul.88, cf. Superf.41
•presionar sobre, palpar, manipular εἴ τις αὐτὰ (σαρκία) διατρίβοι τοῖσι δακτύλοισι Hp.VC 1, en v. pas. τὸ πῦον ... διατριβόμενον ἐν τοῖσι δακτύλοισι σκληρὸν ... γίνεται el pus al ser presionado con los dedos resulta duro Hp.Morb.2.49.
2 raspar τοῦδε λίθοιο διατρίψαντα κέλευσα λεπταλέην ἄχνην ἐπιπασσέμεν ἕλκεϊ Orph.L.454
•frotar ποτήριόν τι ὑαλοῦν ... θλασθὲν ... χερσὶ διατρίψας D.C.57.21.7, τὼ χεῖρε Hld.7.28.5
•tb. c. intención de curar, c. ac. del miembro afectado frotar, aplicar sobre τοὺς ὀφθαλμούς LXX To.11.12, cf. 8.
3 hollar, pisar διέτριβε κέλευθα τοῖα πέλωρα hollaba el sendero dejando huellas monstruosas, h.Merc.348.
4 gastar, consumir riquezas, recursos πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί Od.2.265, χρήματα Thgn.921, ἵνα διατρίβῃ ... τὰ τῶν Πελοποννησίων para agotar los recursos de los peloponesios Th.8.87, en v. pas. κινδυνεύειν διατριβῆναι exponerse a ser vencidos por agotamiento Th.8.78
•de abstr. reducir εἰς αἰτίας ἀλόγους καὶ δυνάμεις ἀπρονοήτους ... δ. τὸ θεῖον reducir la divinidad a causas irracionales y fuerzas ciegas Plu.Nic.23.
II rel. c. el tiempo
1 poner trabas, retrasar de acciones ἐμὸν χόλον Il.4.42, μητρὸς γάμον Od.20.341, cf. 2.204, ἄριστον Ar.Fr.517
•c. part. διέτριψεν ... ἱερὸν γάμον φάσκων ... Men.Fr.265
•c. ac. de pers. entretener εἰς τὸ μὴ διατρέψαι (l. -τρῖ-) αὐτόν BGU 1208.21 (I a.C.).
2 c. ac. temp. pasar, emplear θερείην Hdt.1.189, χρόνον Aristox.Harm.30.6, Thphr.Char.25.4, τινας ἡμέρας X.HG 6.5.49, cf. An.4.6.9, LXX Le.13.46, Act.Ap.16.12, D.C.69.18.2, ἓξ ἔτη Isoc.4.141, τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου ... παρὰ Περιάνδρῳ Hdt.1.24, ἐν δὲ ταῖς ὁδοῖς ... πολὺν χρόνον X.Mem.2.1.15, cf. Is.6.21, Hyp.Fr.70.2, D.L.5.78.
B intr.
I rel. c. el tiempo demorarse, dejar pasar el tiempo, entretenerse c. gen. μὴ ... διατρίβωμεν ὁδοῖο Od.2.404, c. giro prep. περὶ τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11, περὶ τοὺς τροπικοὺς διατρίβων del sol, Posidon.210, διατρίβουσιν ἐν τῷ τιμωρεῖσθαι τῇ διανοίᾳ se entretienen en vengarse con la imaginación Arist.Rh.1378b8, c. part. pred. ὀρρωδῶν διέτριβεν ἀεί Ar.Eq.541, cf. 515, αἱ ... φυλαὶ διατρίβουσι μελετῶσαι X.Cyr.1.2.12
•en el discurso o relato alargarse καθ' ἓν ἕκαστον λέγων Isoc.3.35, cf. D.1.9, Is.7.43, Plu.2.8b, abs. οὐ γὰρ χρὴ ... διατρίβειν Il.19.150, cf. Hp.VC 19, ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι διατρίβοντες Hdt.8.141, νομίσας οὐχ οἷόν τε εἶναι διατρίβειν Th.7.42, cf. 43, 47, σπεύδων ... καὶ οὐ διατρίβων X.An.1.5.9, cf. Arist.Rh.1415b23
•esp. en el diálogo διατρίβεις Ar.V.849, Ec.790, 1151, Pl.622, λέγε καὶ μὴ διάτριβε Pl.R.472b, διατέτριφα he dejado pasar el tiempo, he perdido el tiempo Pl.Tht.143a, cf. D.8.14
•en v. med. mismo sent., c. gen. πείρης A.R.2.883
•en v. med.-pas. ἐνιαυτὸς οὐ διετρίβη no había pasado un año Th.1.125.
II sin rel. c. el tiempo
1 c. determ. locales frecuentar, permanecer, estar c. giro prep. o adv. de lugar ἐν γυμνασίοις Ar.Nu.1002, ἐν τῇ πολεμίᾳ (γῇ) X.An.7.3.13, ἐν τῷ Πανόρμῳ Plb.1.40.1, ἐν κόλποις ... καὶ κλινιδίοις γυναικῶν Plu.2.751a, cf. Philostr.VA 8.30, Arr.Epict.3.24.5, ὁ στόλος ἐν Σάμῳ διατρίβει D.S.13.38, cf. X.Eph.5.10.6, ἐπὶ τῆς πυρίης Hp.Steril.230, τοὺς σοφοὺς ... ἐπὶ ταῖς τῶν πλουσίων θύραις διατρίβοντας (dijo Simónides que veía) a los sabios rondando las puertas de los ricos Arist.Rh.1391a11, ἔνδον Pl.Prt.311a, αὐτοῦ περὶ τὸ τέμενος Plb.4.35.2, cf. Thphr.HP 4.4.4, ἐνθάδε POxy.3813.7 (III/IV d.C.)
•c. prep. y pers. παρὰ Πιτταλάκῳ ... διατρίβοντα Τίμαρχον a Timarco que vivía en casa de Pitálaco Aeschin.1.68, παρὰ Λυσιμάχῳ Lys.3.11, παρὰ τῷ βασιλεῖ Λυσιμάχῳ IG 11(4).542.7 (III a.C.), παρὰ Ἀντιγόνῳ διατρίβων pasando el tiempo junto a Antígono Ach.Tat.Intr.Arat.35, cf. D.S.14.39, ἐκεῖ ... μετ' αὐτῶν Eu.Io.3.22
•abs. σὺ διάτριβε tú quédate Men.Dysc.134
•c. idea de permanencia residir, habitar, incluso vivir ἐν ἀγρῷ Philem.74.6, ἐν ἄστει Antipho 1.14, ἐν πόλει Ph.2.312, cf. PHal.1.182 (III a.C.), Euagr.Pont.Cap.Pract.41.2, ὄφις καὶ κάρκινος ἐν ταὐτῷ διέτριβον Aesop.211, ἐν ἀλλοτρίᾳ πόλει BGU 267.11 (II d.C.), cf. PStras.22.6 (III d.C.), c. otros giros prep. περὶ τὴν θάλατταν Arist.HA 534a7, εἰς ἀεί Vett.Val.331.32, c. adj. pred. εἰ δὲ ποτ' ... εἰρηναῖος διατρίψῃ Ar.Eq.805
•de instancias oficiales residir, tener su sede ἐν τῇ αὐτῇ πόλει ἐν ᾗ οἱ δικασταὶ διατρίβουσι POxy.3285.26 (II d.C.), ὁ πραιπόσιτος ὁ ἐν Σοήνῃ διατρίβων ISyène 252.4 (III/IV d.C.)
•tb. residir temporalmente, estar de paso ἐπ' Ἀλεξανδρίας POxy.2756.9 (I d.C.).
2 c. determ. de abstr. ocuparse, dedicarse frec. desde el punto de vista intelectual, c. giros prep.: περὶ y ac.: περὶ τὰς ἔριδας Isoc.10.1, cf. 1.4, περὶ τοὺς ἀντιλογικοὺς λόγους Pl.Phd.90c, περὶ ὠνὴν καὶ πρᾶσιν Arist.Pol.1291b20, cf. Rh.1391a5, περὶ τὰς θεολογίας Arist.Mete.353a35, περὶ τὸ μὴ ὄν Arist.Metaph.1064b30, περὶ φαύλας καὶ ἀσήμους πράξεις D.H.1.3, cf. D.Chr.32.89, περὶ τὰς μεθόδους Vett.Val.l.c.
•ἐν y dat. ἐν ζητήσει Pl.Ap.29c, ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht.173c, cf. D.6.4, ἐν μέθῃ Plb.15.25.25, cf. 21.27.9, Str.1.1.23
•c. otros giros πρὸς ἱππικῇ Pl.Prm.126c, πρὸς φιλοσοφίᾳ Pl.R.540b, Arist.Pol.1309a8, ἐπὶ τῷ πράγματι Pl.Euthd.305a, cf. Isoc.3.19, D.2.16, ἀμφὶ πώλευσιν διατρίβειν dedicarse a la doma de potros X.Eq.2.1
•c. part. περὶ ἐκεῖνα πραγματευόμενος δ. Pl.Prm.130d.
3 sólo c. determ. de la actividad intelectual practicar, ejercitarse ἐν ᾧ δοκεῖ βέλτιστος αὐτὸς ... εἶναι, ἐνταῦθα διατρίβειν en lo que cree que es el mejor, en ello se afana Arist.Rh.1371b31, οἱ περὶ τὴν εὐσέβειαν διατρίβοντες en la India los que practican el dharma Asoka Edict.17S.
•como algo susceptible de ser enseñado y aprendido τὰς ἐν τῷ Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβὰς ἐνθάδε νῦν διατρίβεις περὶ τὴν τοῦ βασιλέως στοάν Pl.Euthphr.2a, ἐν τῇ Ἐρυμνέως ... σχολῇ διέτριβέ τις Posidon.253.13
•asistir a una escuela, estudiar ἐν ταῖς τρισὶν αἱρέσεσι διατρίψας D.L.4.67.
III fig., ref. al trato o rel. recíproca
1 conversar, platicar c. μετά y gen. de pers. μετ' ἀλλήλων Pl.Phd.59d, μετ' ἐκείνου X.Mem.4.1.1, μετὰ Ἀπολλωνίου PEnteux.84.4 (III a.C.).
2 tener trato sexual ὁ ἀρρὴν οὐ πρὸς μιᾷ διατρίβει el (ciervo) macho no tiene trato con una sola hembra Arist.HA 578b11.
English (Strong)
from διά and the base of τρίβος; to wear through (time), i.e. remain: abide, be, continue, tarry.
English (Thayer)
imperfect διέτριβον; 1st aorist διετριψα; to rub between, rub hard, (properly, Homer, Iliad 11,847, others); to wear away, consume; χρόνον or ἡμέρας, to spend, pass time: Aristophanes, Xenophon, Plato, others); simply to stay, tarry, (cf. Buttmann, 145 (127); Winer's Grammar, 593 (552)): WH Tr text ἔμεινεν); Homer, Iliad 19,150 down).
Greek Monolingual
(AM διατρίβω)
1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ
2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.)
3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.)
4. απασχολούμαι με κάτι, ενασχολούμαι σε κάτι, καταγίνομαι μ' αυτό
αρχ.
1. τρίβω, τρίβω δυνατά «χερσί διατρίψας», Όμ.)
2. καταναλώνω, φθείρω, καταστρέφω («πάντα κατατρίβουσιν Ἀχαιοί», Όμ.)
3. αναβάλλω εξαιτίας της αργοπορίας μου, εμποδίζω, παρακωλύω («οὔ τι διατρίβω μητρός γάμον, ἀλλά κελεύω γήμασθ' ᾧ κ' ἐθέλη» — ούτε καθυστερώ τον γάμο της μητέρας μου αλλά τήν προτρέπω να παντρευτεί όποιον θέλει, Όμ.)
4. φρ. «ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβησιν 'Αχαιοὺς ὃν γάμον» — για να αναβάλλει τον χρόνο του γάμου για τους Αχαιούς Όμ.
5. (με γεν. πράγμ.) «μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῑο» — ας μη χάνουμε τον καιρό μας στον δρόμο, Όμ.
6. μέσ. καθυστερώ, χρονοτριβώ («μή τι διατριβώμεθα πείρης» — ας μη χρονοτριβούμε σε δοκιμές, Απολ. Ρόδ.).
Greek Monotonic
διατρίβω: [ῑ], μέλλ. -ψω — Παθ. αόρ. βʹ -ετρίβην [ῐ], παρακ. -τέτριμμαι·
I. τρίβω ανάμεσα, τρίβω με πίεση, φθείρω, καταναλώνω, δαπανώ, χαραμίζω, σε Όμηρ. — Παθ., διατρῐβῆναι, φθείρομαι, καταστρέφομαι εντελώς, σε Ηρόδ.
II. 1. δ. χρόνον, Λατ. terere tempus, σπαταλώ, δαπανώ, καταναλώνω, χρόνο, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., ἐνιαυτὸς διετρίβη, σε Θουκ. 2. α) απόλ., (χωρίς το χρόνον), χαραμίζω το χρόνο, τον σπαταλώ, οὐ μὴ διατρίψεις, δηλ. μην καθυστερήσεις περισσότερο, μην αργοπορήσεις, σε Αριστοφ.· δ. ἐν γυμνασίοις, περνώ όλο το χρόνο μου εκεί, στον ίδ.· δ. μετ' ἀλλήλων, συνεχίζω να μιλώ, στον ίδ.· από όπου, απασχολώ τον εαυτό μου σε ή με ένα πράγμα, ἔν ή ἐπί τινι, σε Πλάτ.· περί τι, στον ίδ.· με μτχ., δ. μελετῶν, σε Ξεν. β) επίσης απόλ., χάνω χρόνο, καθυστερώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., δ. ὁδοῖο, καθυστερώ στον δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.
III. ματαιώνω, εμποδίζω, παρακωλύω, δυσχεραίνω ένα πράγμα, σε Όμηρ.· δ. Ἀχαιοὺς ὃν γάμον, τους απάλλαξε στο ζήτημα του γάμου της, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τρίβω fijnwrijven, met acc.:; ῥίζαν... χερσὶ δ. met de handen de wortel fijn wrijven Il. 11.847; overdr. vermorzelen, uitputten, vernietigen:; ἵνα διατρίβῃ... τὰ τῶν Πελοποννησίων om de macht van de Spartanen te verzwakken Thuc. 8. 87.3; pass.:; κινδυνεύειν διατριβῆναι de kans lopen vernietigd te worden Thuc. 8.78; dwarsbomen:. ἐμὸν χόλον δ. mijn woede dwarsbomen Il. 4.42; μητρὸς γάμον δ. het huwelijk van mijn moeder uitstellen Od. 20.341; πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί de Grieken dwarsbomen alles Od. 2.265. van tijd talmen, treuzelen: met gen..; μή... διατρίβωμεν ὁδοῖο laten we niet talmen met de reis Od. 2.404; abs.. οὐ γὰρ χρή... διατρίβειν want we mogen niet talmen Il. 19.150; λέγε καὶ μὴ διάτριβε spreek en verspil geen tijd Plat. Resp. 472b. doorbrengen, met acc.:; τὴν θερείην πᾶσαν αὐτοῦ διέτριψαν zij brachten de hele zomer daar door Hdt. 1.189.4; pass.:; ἐνιαυτὸς μὲν οὐ διετρίβη er was nog geen jaar verstreken Thuc. 1.125.2; abs. zijn tijd doorbrengen; ἐν γυμνασίοις δ. zijn tijd doorbrengen in gymnasia Aristoph. Nub. 1002; ἔνδον δ. zijn tijd binnen doorbrengen Plat. Prot. 311a; zijn tijd doorbrengen met, zich bezighouden met: met ptc.:; διατρίβουσι μελετῶσαι zij brengen de tijd door met oefeningen Xen. Cyr. 1.2.12; met prep.:; περὶ τὰς ἔριδας zich bezighouden met eristiek Isocr. 10.1; τὸ περὶ ὠνὴν καὶ πρᾶσιν διατρῖβον de groep die zich bezighoudt met koop en verkoop Aristot. Pol. 1291b20; ἐν φιλοσοφίᾳ δ. zich wijden aan filosofie Plat. Tht. 173c; converseren:. μετ’ ἀλλήλων δ. met elkaar converseren Plat. Phaed. 59d.
Russian (Dvoretsky)
διατρίβω: (ῑ) (pass.: aor. 2 διετρίβην, pf. διατέτριμμαι)
1) растирать (ῥίζαν χερσί Hom.);
2) истреблять, уничтожать; pass. гибнуть (κάκιστα διατριβῆναι Her.; κινδυνεύειν διατριβῆναι Thuc.);
3) сдерживать, унимать (τὸν χόλον τινός Hom.);
4) откладывать, оттягивать (γάμον Hom.);
5) задерживать (τοὺς πρέσβεις Plut.): μὴ διατρίβωμεν ὁδοῖο Hom. не будем медлить с отъездом;
6) (о времени), тратить, проводить, (χρόνον πολλόν Her. и συχνόν Plat.; πολὺν χρόνον ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; πολὺ μέρος τῆς ἡμέρας πρός τινι πράγματι Plut.);
7) проводить время (μετά τινος, ἐν τῇ ζητήσει Plat.; περὶ φιλοσοφίαν Aeschin. и ἐπὶ φιλοσοφίᾳ Plut.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arst.; ἐπὶ τοῖς ἰδίοις Isocr.): διατρίβουσι μελετῶντες τὰ ἄλλα Xen. они занимаются другими делами;
8) терять (напрасно) время Hom., Thuc., Arph., Xen., Luc.;
9) пребывать, находиться (ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; ἐν γυμνασίοις Arph.; πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ βουλευτηρίου Plut.).
Middle Liddell
fut. ψω Pass., aor2 -ετρῐ/βην perf. -τέτριμμαι
I. to rub between, rub hard, rub away, consume, waste, Hom.:—Pass., διατρῐβῆναι to perish utterly, Hdt.
II. δ. χρόνον, Lat. terere tempus, to spend time, Hdt., Xen.: Pass., ἐνιαυτὸς διετρίβη Thuc.
2. absol. (without χρόνον), to waste time, pass it away, οὐ μὴ διατρίψεις; i. e. make no more delay, Ar.; δ. ἐν γυμνασίοις to pass all one's time there, Ar.; δ. μετ' ἀλλήλων to go on talking, Ar.: —hence, to employ oneself on or in a thing, ἔν or ἐπί τινι Plat.; περί τι Plat.; c. part., δ. μελετῶν Xen.
b. also absol. to lose time, delay, Il., Ar., etc.: c. gen., δ. ὁδοῖο to lose time on the way, Od.
III. to put off by delay, to thwart, hinder a thing, Hom.; δ. Ἀχαιοὺς ὃν γάμον put them off in the matter of her wedding, Od.
Chinese
原文音譯:diatr⋯bw 笛阿-特里波
詞類次數:動詞(10)
原文字根:經過-磨損 相當於: (יָשַׁב / יָשׁוּב)
字義溯源:消磨,消磨時間,相寒喧,逗留,住留,居住,居,住;由(διά)*=通過)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成;而 (τρίβος)又出自(τρίβος)X*=磨擦)。這字10出現中8次用在使徒行傳,大都譯為:住,居住;有一次譯為:逗留。參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(10);約(2);徒(8)
譯字彙編:
1) 他們⋯住了(3) 徒14:3; 徒14:28; 徒25:14;
2) 我們住了(1) 徒20:6;
3) 他⋯住了(1) 徒25:6;
4) 逗留(1) 徒16:12;
5) 仍住(1) 徒15:35;
6) 居(1) 約11:54;
7) 住在那裏(1) 徒12:19;
8) 居住(1) 約3:22