κύπτω
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
fut. A κύψω LXX Ps.9.31 (10.10): aor. ἔκυψα (v. infr.): pf. κέκῡφα Hp.Steril.217:—bend forward, stoop, πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ' ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Il.4.468; ἔλαβεν… κύψας ἐκ πεδίοιο 17.621, cf. 21.69; ὁσσάκι γὰρ κύψει' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων κτλ. Od.11.585; κ. ἐστὴν γῆν Hdt.3.14; κάτω κ. Ar.V.279 (lyr.), Thphr.Char.24.8; κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Pl.R.586a; χαμᾶζε Plu.Ant.45: freq. in aor. part. with another Verb, ἔθει κύψας ran with the head down, i.e. at full speed, Ar.Ra.1091 (anap.); ὁμόσ' εἶμι κύψας Id.Ec.863; ἐς τὴν γῆν κύψασα κάτω βαδίζει Id.Fr.395; κύψας ἐσθίει eats stooping, i.e. greedily, Id.Pax33; sens. obsc., Hippon.22 Diehl. 2 hang the head from shame, οὗτος, τί κύπτεις; Ar.Eq.1354, Th.930; or sorrow, Amphis 30.6, Euphro 1.27, or thought, Epicr.11.21, 23 (anap.). 3 bow down under a burden, D.18.323. 4 κύψαι, = ἀπάγξασθαι, Archil.35, cf. Phot. 5 of animals, to be bowed forward, opp. the erect figure of man, Arist.PA657a15; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε horns bent forward, of certain African oxen, Hdt.4.183; ἐπὴν ὁ στόμαχος [τῆς ὑστέρης] ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ Hp. l.c.
German (Pape)
[Seite 1535] (vgl. κυβή, κύβδα, κυφός, cubo), perf. κέκυφα, sich vorwärts neigen, bücken, ducken; ἔλαβεν κύψας ἐκ πεδίοιο Il. 17, 621, vgl. 4, 468. 21, 69; vom Tantalus, ὁσσάκι γὰρ κύψειε γέρων πίνειν μενεαίνων Od. 11, 584; Ar. von Einem, der sich schämt, οὗτος, τί κύπτεις; was hängst du den Kopf? Equ. 1351 (vgl. κύψαντες διεφρόντιζον Epicrat. b. Ath. II, 59 e); ἔθει κύψας Ran. 1089, vgl. Eccl. 863; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν Her. 4, 183; κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Plat. Rep. IX, 568 a; πεφρικὼς καὶ στένων καὶ κύπτων εἰς τὴν γῆν vrbdt Dem. 18, 323; Arist. de part. an. 2, 11, von den Thieren, im Gegensatz von ὀρθὸν εἶναι; Sp., wie Plut. Mar. 44; – νῶτα κεκυφότα, ein krummgebogener Rücken, Nonn. – Trans., vorwärts, vornüber beugen, im Gegensatz von ἀνορθοῦν, Philo.
French (Bailly abrégé)
f. réc. κύψω, ao. ἔκυψα, pf. κέκυφα;
1 se baisser en avant : κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν HDT cornes penchées en avant en parl. de certains bœufs africains;
2 baisser la tête ou les yeux par honte, par pudeur, etc.
Étymologie: R. Κυφ, être courbé.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύπτω [~ κυφός] perf. κέκυφα, plqperf. ἐκεκύφη (zich) bukken, (zich) voorover buigen:. ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων want telkens als de oude man zich bukte Od. 11.585; τὰ κέρεα... κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθε horens die naar voren gebogen zijn Hdt. 4.183.2; ἔθει κύψας (iem.) rende voorover gebogen Aristoph. Ran. 1091. het hoofd buigen:. ὑπ’ αἰσχύνης κύπτοντας εἰς τὴν γῆν die uit schaamte hun hoofd naar de grond bogen Plut. Ages. 12.5.
Russian (Dvoretsky)
κύπτω:
1) (тж. κάτω κ. Arph., NT) наклоняться, нагибаться (εἰς τὴν γῆν Plat.; χαμᾶζε Plut.): κύψας Hom., Plut.; нагнувшись; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν Her. рога (гарамантских) быков загнуты вперед;
2) поникать головой, опускать голову (ἐς τὴν γῆν Her.; κάτω Arph.; ὑπ᾽ αἰσχύνης Plut.): τί κύπτεις; Arph. отчего ты голову вешаешь?;
3) делать (что-л.) с напряжением, с жадностью: κύψας ἐσθίει Arph. ешь во-всю.
English (Autenrieth)
aor. opt. κύψει(ε), part. κύψᾶς: bend the head, bow down. (Il. and Od. 11.585.)
English (Strong)
probably from the base of κῦμα; to bend forward: stoop (down).
English (Thayer)
1st aorist participle κύψας; (from κυβη the head (cf. Vanicek, p. 164; especially Curtius, index under the word)); from Homer down; the Sept. chiefly for קָדַד; to bow the head, bend forward, stoop down: κάτω added (Aristophanes vesp. 279), ἀνακύπτω, παρακύπτω, συγκύπτω.)
Greek Monolingual
(AM κύπτω)
κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί του λίκνου», Παπαδ.
β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.)
νεοελλ.
φρ. α) «δεν κύπτω τον αυχένα» — δεν υποκύπτω, δεν υποτάσσομαι
β) «έκυψε υπό το βάρος τών ετών» — γέρασε
αρχ.
1. σκύβω το κεφάλι από ντροπή, από θλίψη ή από σκέψεις
2. κάμπτομαι από το φορτίο
3. (για ζώα) έχω οριζόντια στάση, σε αντιδιαστολή με την όρθια στάση του ανθρώπου («διὰ τὸ μὴ ὀρθὰ εἶναι τὰ ζῷα, ἀλλὰ κύπτειν», Αριστοτ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἔκυψεν
ἀπήγξατο».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύπ-τω < θ. κυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κυφ-α, κυφ-ός), με τροπή του διαρκούς -φ- σε κλειστό -π-, < ku-bh-, μηδενισμένη βαθμίδα του IE keu-bh-, παρεκτεταμένης (με χειλικό -bh-) μορφής της ΙΕ ρίζας keu- «κάμπτω, σκύβω, υποκλίνομαι». Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kakubh- «καμπούρα, αιχμή», λιθουαν. kupra, αρχ. άνω γερμ. hovar «καμπούρα, κορυφή». Ο τ. κυφός αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. kubhra- «κυρτωμένος ταύρος», kubja- «κυρτός, καμπουριασμένος», ενώ η απευθείας σύνδεση της λ. κῦφος (τὸ) με αβεστ. kaōfa- «βουνό, καμπούρα» δεν φαίνεται πειστική, επειδή η λ. κῦφος είναι μετονοματικό παράγωγο της λ. κυφός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακύπτω, προκύπτω, υποκύπτω
αρχ.
αντικύπτω, αποκύπτω, διακύπτω, διανακύπτω, διεκκύπτω, εγκύπτω, εισκύπτω, εκκύπτω, επανακύπτω, επικύπτω, κατακύπτω, κατεπικύπτω, ορκύπτω, παρακύπτω, παρανακύπτω, προσανακύπτω, προσκύπτω, συγκύπτω, συμπαρακύπτω, συνανακύπτω, συνδιεκκύπτω, υπερκύπτω
νεοελλ.
προανακύπτω.
Greek Monotonic
κύπτω: (√ΚΥΠ), μέλ. κύψω, αόρ. αʹ ἔκυψα, παρακ. κέκῡφα·
1. σκύβω, γέρνω προς τα εμπρός, κλίνω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· θέει κύψας, τρέχει με το κεφάλι προς τα κάτω, δηλ. με πλήρη ταχύτητα, σε Αριστοφ.· κύψας ἐσθίει, τρώει με το κεφάλι γερμένο, δηλ. άπληστα, αχόρταγα, στον ίδ.· κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν, κέρατα γερμένα προς τα εμπρος, λέγεται για συγκεκριμένο είδος αφρικανικού βοδιών, σε Ηρόδ.
2. κρεμώ το κεφάλι προς τα κάτω, από ντροπή, σε Αριστοφ.
3. σκύβω κάτω από βάρος, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κύπτω: μέλλ. κύψω: ἀόρ. ἔκυψα: πρκμ. κέκῡφα· πρβλ. ἀνα-, ἐπι-, κατα-, παρα-, συγ-, ὑπερ-, ὑπο-κύπτω. (Ἐκ τῆς √ΚΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τοῖς κέκυφα, κυφός, κῦφος, καὶ ἴσως ὑβός· πρβλ. Λατ. cub-o, cum-bo, in-cumb-o). Κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, «σκύφτω», πλευρά, τά οἱ κύψαντι παρ’ ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Ἰλ. Δ. 468· ἔλαβεν... κύψας ἐκ πεδίοιο Ρ. 621, πρβλ. Φ. 69· ὁσσάκι γὰρ κύψειε γέρων πίνειν μενεαίνων κτλ. Ὀδ. Λ. 585· κ. ἐς τὴν γῆν Ἡρόδ. 3. 14, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 349· κ. κάτω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 279· κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Πλάτ. Πολ. 586Α· χαμᾶζε Πλουτ. Ἀντών. 45· συχνάκις κατ’ ἀόρ. μετοχ. μετ’ ἄλλου ῥήμ., θέει κύψας, τρέχει μὲ τὴν κεφαλὴν κεκυφυῖαν, δηλ. μετὰ μεγίστης ταχύτητος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1091· οὕτως, ὁμόσ’ εἶμι κύψας ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 863· ἐς τὴν γῆν κύψασα κάτω βαδίζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 349· κύψας ἐσθίει, τρώγει «σκυφτά», δηλ. ἀπλήστως, ἀδηφάγως, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 33· κύψαντες διεφρόντιζον Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 23. 2) καταβιβάζω τὴν κεφαλὴν ἐξ αἰσχύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θεσμ. 930· ἢ ἐκ θλίψεως, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6· ἢ ἕνεκα σκέψεων, Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 21. 3) κάμπτομαι ὑπὸ φορτίον τι, Δημ. 332, 12. 4) παρ’ Ἀρχιλ. 32, κῦψαι = ἀπάγξασθαι, πρβλ. Ἡσύχ., Φωτ. 5) ἐπὶ ζῴων, εἶμαι κεκυφὼς πρὸς τὰ ἐμπρός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 11· οὕτω, κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν, κέρατα κεκαμμένα πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπί τινων Ἀφρικανικῶν βοῶν, Ἡρόδ. 4. 183· ἐπὴν ὁ στόμαχος τῆς ὑστέρης κεκύφῃ Ἱππ. 677. 33. ΙΙ. μεταβ., κλίνω τι πρὸς τὰ ἐμπρός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: bend forward, stoop, (run) with the head down (IA).
Other forms: aor. κύψαι (Il.), fut. κύψομαι, -ω (Att., hell.), perf. κέκυφα (IA.),
Compounds: often with prefix, e.g. ἀνα-, κατα-, ἐπι-, παρα-, ὑπο-, ὑπερ-.
Derivatives: ἐπί-, κατά-, παρά-, πρό-κυψις stoopng (medic., hell.); συγκύπ-ται pl. rafters, sloping beams (Ath. Mech.), παρακυπτ-ικός looking inside, inspect inquisitively (Cod. Iust.). Adv. κύβ-δα bent forward (Archil., com.). Enlarged present κυπτάζω keep stooping, go poking about (com.). - Besides κυφός bent forwards, hunchbacked (β 16) with several derivv.: κύφων, -ωνος m. bent yoke of the plough, pillory, who has had is neck in a pillory, curved beam etc. (Thgn., Archil., com. etc.) with κυφώνιον kind of salve (Alex. Trall.), -ισμός punishment by the κ, (sch.); κυφότης being bent (Hld.), κῦφος n. hump, hunch (Hdn.; Schwyzer 512). Denomin. κυφόομαι be bent, humpbacked with κύφωσις being humpbacked, -ωμα hump (medic.); as backformation (to κυφός or κέκυφα?) κύφω in κύφοντα ὀφθαλμοῖς with downcast eyes (LXX). - With factitive meaning κυπόω overthrow, only (ἀνα-) κυπώσας (Lyc., Nic.); after τύπτω (: τύπος): τυπόω?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As κυφός is in Greek isolated in its formation, it may be original as against the regular κύπτω (with old perfect κέκυφα?). κυφός has been compared with Skt. kubhrá- m. humpbacked bull, kubjá- humpbacked, curved, for which recently mundide origin has been claimed; a reduplicated formation is found in Skt. kakúbh- f. top, summit, hump. Directe comparison of κῦφος n. with Av. kaōfa- m. mountain, camel-hump (Brandenstein Μνήμης χάριν 1, 53) is deceptive, as κῦφος was built in Greek to κυφός. Of words with final -p- may be mentioned Lith. kuprà, OHG hovar hump. Uncertain is the relation to diverse glosses as κύφερον η κυφήν κεφαλήν. Κρῆτες H. (cf. Bechtel Dial. 2, 789) [prob.not here; see 2. κύμβη], also words for pot, jar as Skt. kumbhá-, Av. xumba- m. (cf. Sturtevant Lang. 17, 10). Cf. further on κύπελλον, 1. κύμβη, κύβος, κυψέλη. The variation κυφ- κυπ- rather points to a Pre-Greek word; there is no good IE comparandum.
Middle Liddell
[Root !κυπ]
1. to bend forward, stoop down, Hom., Hdt., etc.; θέει κύψας runs with the head down, i. e. at full speed, Ar.; κύψας ἐσθίει eats stooping, i. e. greedily, Ar.; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσθεν horns bent forward, of certain African oxen, Hdt.
2. to hang the head from shame, Ar.
3. to bow down under a burden, Dem.
Frisk Etymology German
κύπτω: (ion. att.),
{kúptō}
Forms: Aor. κύψαι (seit Il.), Fut. κύψομαι, -ω (att., hell. u. sp.), Perf. κέκυφα (ion. att.),
Grammar: v.
Meaning: sich ducken, sich vorwärts beugen.
Composita: oft mit Präfix, z.B. ἀνα-, κατα-, ἐπι-, παρα-, ὑπο-, ὑπερ-,
Derivative: Einzelne Verbalnomina: ἐπί-, κατά-, παρά-, πρόκυψις das Ducken, Vorwärtsbeugen (Mediz., hell. u. sp.); συγκύπται pl. Schrägbalken (Ath. Mech.), παρακυπτικός hineinschauend, neugierig beschauend (Cod. Iust.). Adv. κύβδα vornüber gebeugt (Archil., Kom.). Erweitertes Präsens κυπτάζω gebückt gehen, herumstöbern (Kom. u. a.). — Daneben κυφός gebückt, vornübergebogen, buckelig (seit β 16) mit mehreren Ablegern: κύφων, -ωνος m. ‘Krummholz am Pfluge, Halseisen, (mit Halseisen versehener) Bube, Schrägbalken’ (Thgn., Archil., Kom. usw.) mit κυφώνιον Art Salbe (Alex. Trall.), -ισμός das Belegen mit Halseisen (Sch.); κυφότης Buckligkeit (Hld.), κῦφος n. Buckel, Höcker (Hdn. u.a.; Schwyzer 512). Denominativum κυφόομαι gebückt, buckelig sein mit κύφωσις Buckligkeit, -ωμα Buckel, Höcker (Mediz.); daneben als Rückbildung (zu κυφός od. κέκυφα?) κύφω in κύφοντα ὀφθαλμοῖς mit gesenkten Augen (LXX). — Mit faktitiver Bedeutung κυπόω umstürzen, umwerfen, nur (ἀνα-) κυπώσας (Lyk., Nik.); etwa nach τύπτω (: τύπος): τυπόω o. ä.?
Etymology: Da κυφός im Griechischen bildungsmäßig isoliert steht, dürfte es gegenüber dem regelmäßigen κύπτω (mit altem Perfekt κέκυφα?) die Priorität beanspruchen können. Dem Sinne nach deckt sich κυφός gut mit den anders gebildeten aind. kubhrá- m. höckeriger Stier, kubjá- bucklig, krumm, für die neuerdings protomundäischer Ursprung (mit Recht?) erwogen worden ist, s. Mayrhofer Wb. s. vv.; eine reduplizierte Bildung liegt übrigens in aind. kakúbh- f. Spitze, Gipfel, Höcker vor. Der direkte Vergleich von κῦφος n. mit aw. kaōfa- m. Berg, Kamelbuckel (Brandenstein Μνήμης χάριν 1, 53) ist trügerisch, da κῦφος im Griechischen zu κυφός gebildet wurde; entfernte Verwandtschaft ist selbstverständlich möglich. Von Wörtern mit auslautendem -p- seien erwähnt lit. kuprà, ahd. hovar Buckel, Höcker. Unsicher bleibt die Beziehung zu allerhand Glossen wie κύφερον ἢ κυφήν· κεφαλήν. Κρῆτες H. (vgl. Bechtel Dial. 2, 789), ebenso das Verhältnis zu Wörtern für Topf, Krug wie aind. kumbhá-, aw. xumba- m. (Laryngaloperationen bei Sturtevant Lang. 17, 10). Vgl. noch zu κύπελλον, 1. κύμβη, κύβος, κυψέλη m. Lit.
Page 2,52-53
Chinese
原文音譯:kÚptw 去普拖
詞類次數:動詞(3)
原文字根:彎
字義溯源:彎腰*,向前彎,;或源自(κῦμα)=巨浪),而 (κῦμα)出自(κυρόω)X=彎,大浪*)
同源字:1) (ἀνακύπτω)伸直 2) (κατάκρισις)彎下腰 3) (κύπτω)彎腰 4) (παρακύπτω)側旁彎腰 5) (συγκύπτω)一同彎腰
出現次數:總共(2);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 彎⋯腰(1) 約8:6;
2) 我⋯彎腰(1) 可1:7
Mantoulidis Etymological
(=σκύβω). Ἀπό τό: κύβη (=κεφάλι). Θέμα κυβ ἤ κυφ + τ + ω → κύπτω.
Παράγωγα: κυφός (=καμπούρης), κυφοῦμαι, κῦφος, τό (=καμπούρα), κυφότης (=καμπούρα), κύφωμα, κύφων (=κυρτό ξύλο), κύφωσις, κυφαγωγός, κυπτάζω (θαμιστ.). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: κύμβος (=ποτήρι), κύμβη, κύμβαλον, κύπη (=κοίλωμα), κύπελλον.