ὑποδύω
ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
English (LSJ)
ὑποδύνω, A put on under, κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.1.155. 2 metaph., κίνδυνον ὑποδύνειν undergo danger, Id.3.69; ταῦτα ὑποδύνειν Id.7.10.θ. 3 intr., slip in under, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους Id.4.75: c. acc., slip into, insinuate oneself into, ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην Id.6.2; τὸ δὶς παῖδες οἱ γέροντες ὑποδῦνον αὐτοὺς νύττει Phld.Lib.p.64 O.: v. infr. 11.1d. 4 slip from under, ἧττον ἂν ὑποδύοι ὁ ἵππος X.Eq.8.7 (the only place in which pres. Act. ὑποδύω is found). II mostly in Med. ὑποδύομαι, fut. -δύσομαι Od.20.53, Arr.Fr.126 J.: aor. 1 -εδυσάμην, Ep. 3sg. -εδύσετο Od.4.570 (tm.): also aor. 2 Act. -έδυν, pf. -δέδῡκα:—go or get under or down into, c. acc., ὑποδῦσα θαλάσσης κόλπον having plunged into... Od. 4.435, cf. 570 (tm.), Il.18.145 (tm.); ὑ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Hdt.1.31; ὑπὸ τὴν φοινικίδα Ar.Pl.735; -δεδυκότος τοῦ ἄρθρου εἰς χωρίον Hp.Art. 10; ὑ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων creep under, Ar.V.205; φέρει τιν' ὑποδεδυκότα underneath it, like Odysseus under the ram of Polyphemus, ib. 182; ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος ὑποδύεται Scol.23; εἰς τὴν θάλατταν Luc. Herm.71: c. dat., ὑ. τῇ πέλτῃ Id.DMort.27.3. b put one's feet under a shoe, put on, ἀνύσας ὑπόδῡθι τὰς Λακωνικάς Ar.V.1158; ὑποδύσασθαι . . δυσμενῆ καττύματα ib.1159; ὑποδυσάμενος ib.1168 (but in these places Scal. restored ὑποδοῦ (ὑ. δ' ἀνύσας τι Van Leeuwen), ὑποδήσασθαι, -δησάμενος, cf. ὑποδέω 111.1). c metaph., put on a character (because the actor's face was put under a mask), ἡ κολακευτικὴ... ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων, προσποιεῖται εἶναι τοῦθ' ὅπερ ὑπέδυ pretends to be the character which it puts on, Pl.Grg. 464c; οἱ σοφισταὶ ταὐτὸν ὑποδύονται σχῆμα τῷ φιλοσόφῳ Arist.Metaph.1004b18; ὑποδύεται ὑπὸ τὸ σχῆμα τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορική Id.Rh.1356a27; τὴν ἡδονὴν ὑποδύεται τὸ βλάπτον Ath.Med. ap. Orib. inc.23.25; also ὑ. τὸν Δία, τὴν Ἀθηνᾶν, Luc.Pisc.33: c. dat., προγόνων ἀρεταῖς Plu.Arat.1, cf. Gal.Thras.36; for ὀνόματι ὑ. συμμάχων in D.H.15.7, ὄνομα is prob. cj. d metaph., insinuate oneself into favour with, τὸν δῆμον Plu.Cat.Mi.32, cf. 57: abs., creep, θαύματα καὶ τότε ὑπεδύετο Pl.Lg.967b: v. supr. 1.3. 2 c. gen., come from under, come forth from, θάμνων ὑπεδύσετο Od.6.127: metaph., κακῶν ὑποδύσεαι 20.53. 3 go under so as to bear, bear on one's shoulders, τὸν μὲν ἔπειθ' ὑποδύντε Il.8.332, 13.421. b metaph., undergo labour or toil, take it on oneself, c. acc., ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον Hdt.4.120, cf. supr. 1.2; πόνον, κίνδυνον, X.Cyr.1.5.12, etc.; τὸν Ἀριστοφάνην tackle, Luc.Ind.27; ὑ. αἰτίαν make oneself subject to... D. 23.12. c c. inf., submit, undertake, ὑποδύεσθαι διδάσκειν X.Oec.14.3. 4 of feelings, steal into or over (cf. ὑφέρπω), τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; A.Eu.842 (lyr.): rarely c. dat., πᾶσιν δ' ὑπέδυ γόος sorrow stole upon all, Od.10.398; ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη . . ὑπέδυ S.Ph.1112 (lyr.); ὑποδύεται . . ταῖς ψυχαῖς ὁρμή Luc.Anach.37: abs., of diseases, X.Eq.4.2. 5 abs., slip or slink away, D.25.28. 6 submit to, τισι Arr.Parth.Fr.87 Roos; ὑποδύσεται τοῖς ἐκ Ῥωμαίων . . ἀξιουμένοις Id.Fr.126 J.: also c. acc., ὑπέδυσαν τὰ ἐπαγγελλόμενα Id.Fr.3 J.; μηκέτι τὸ εἱμαρμένον ἢ παρὸν δυσχερᾶναι ἢ μέλλον ὑποδύεσθαι (sic cod. P) M.Ant.2.2 (vv. ll. ἀπο-, ἀνα-: ὑπιδέσθαι cj. Wilamowitz). 7 abs., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες sunken, hollow eyes, Luc. Tim.17, Hippiatr.34.
German (Pape)
[Seite 1216] (s. δύω), darunter ziehen, gew. med. mit aor. II. u. perf. act., = ὑποδύνω, unterziehen, unten anziehen, z. B. Schuhe, ὑπόδυθι τὰς Λακωνικάς Ar. Vesp. 1158; ὑποδυσάμενος 1168; ὑποδύσασθαι καττύματα 1160; untertauchen, hinunter schleichen, darunter gehen, sich bücken, τὸν μὲν ἔπειθ' ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι φερέτην Il. 8, 332, nachdem sie sich gebückt und unter ihn gestellt hatten, um ihn aufzuheben und zu tragen, wie 13, 421; vgl. ὑποδύντε μάλ' ὦκα νεκρὸν ἀείραντες φέρετ' ἐκ πόνου 17, 717 (Luc. Demon. 61); ἥγ' ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα κόλπον Od. 4, 435, nachdem sie untergetaucht war; vgl. Il. 18, 145; auch ὑπέδυ πέτραν, Plut. Thes. 6; τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806, vgl. 837; seltener c. dat., πᾶσιν δ' ἱμερόεις ὑπέδυ γόος Od. 10, 398, bei Allen schlich sich Trauer ein; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. 1, 31, wie übertr., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων (ἡ κολακευτική) Plat. Gorg. 464 c; ὑπὸ κλίνην Dem. 22, 53; ὑποδύεται ὑπὸ λίθῳ Jac. Scol. 15; auch ὑπό τινος, Ar. Vesp. 206; εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 617. – Anders aber ist θάμνων ὑπεδύσετο Od. 6, 127, er tauchte darunter hervor, kam darunter hervor, wie übertr., κακῶν ὑποδύσεαι ἤδη 20, 53. – Dah. ohne Casus, sich einer Sache entziehen, sich davonmachen, flüchten, ὑποδύει παρὰ ταῦτα Dem. 25, 28, du schleichst dich daneben weg. – Uebertr. = sich einer Sache unterziehen, bes. eine Arbeit, eine Mühe übernehmen, εἰ δὲ μὴ ἑκόντες ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον Her. 4, 120; ἐθελονταὶ ὑπέδυσαν ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ 7, 134; Xen. Oec. 14, 3; κίνδυνον Cyr. 1, 5, 12. 3, 3, 15; πῶς οὖν τοῦθ' ὑπέδυ Dem. 24, 157; τὴν διὰ τοῦ ψηφίσματος αἰτίαν ὑποδύσεσθαι, 23, 12; τὴν πρᾶξιν ὑποδύεσθαι Pol. 2, 21, 9. – Dah. ὑποδύεσθαί τινα, sich bei Einem einschmeicheln oder ihm listig beizukommen suchen, ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός Soph. Phil. 1099; προσωπεῖον ὑποδῦναι, unter eine Larve kriechen, eine Larve annehmen, Sp.; auch gradezu τὸν Ἀριστοφάνη ὑποδέδυκας, Luc. adv. ind. 27. – Ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες, eingefallene Augen, Luc. Tim. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδύω: ὑποδύνω, φορῶ κάτωθεν, κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Ἡρόδ. 1. 155. 2) μεταφορ., κίνδυνον ὑποδύνειν, ὑφίστασθαι κίνδυνον, κινδυνεύειν, ὁ αὐτ. 3. 69· ταῦτα ὑποδύνειν ὁ αὐτ. 7. 10. 3) ἀμεταβ., ἠρέμα εἰσέρχομαι ὑποκάτω τινός, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους ὁ αὐτ. 4. 75· ὑπ. τι, εἰσέρχομαι εἴς τι κρυφίως καὶ ἐντέχνως, ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην ὁ αὐτ. 6. 2· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1, δ. 4) φεύγω ὑποκάτωθέν τινος, ἧττον ἂν ὑποδύοι ὁ ἵππος (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα ὁ ἐνεργ. ἐνεστὼς ὑποδύω ἀπαντᾷ), Ξεν. Ἱππ. 8, 7. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὑποδύομαι, μέλλ. δύσομαι· ἀόρ. α΄ -εδυσάμην, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. -εδύσετο Ὀδ.· - ἀόρ. β΄ ἐνεργ. -έδυν, πρκμ. -δέδυκα. Καταδύομαι ὑποκάτω, εἰσέρχομαι ὑποκάτω, εἰσχωρῶ, χώνομαι ὑποκάτω, Λατιν. subire, μετ’ αἰτ., ὑποδῦσα θαλάσσης κόλπον, βυθυσθεῖσα εἰς..., Ὀδ. Δ. 435, 570. πρβλ. Ἰλ. Σ. 145· ὑποδ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Ἡρόδ. 1. 31. ὑπὸ τὴν φοινικίδα Ἀριστοφ. Πλ. 735· ἄρθρον εἰς χωρίον ὑπ. Ἱπποκρ. περὶ Ἄρθρ. 787· ὑποδ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων, ἕρπω ὑποκάτω, Ἀριστοφ. Σφ. 205· φέρει τιν’ ὑποδεδυκότα, ὑποκάτω ὄντα, ὡς ὁ Ὀδυσσεὺς ὑπὸ τὸν κριὸν τοῦ Πολυφήμου, αὐτόθι 182· ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος ὑποδύεται Σκόλ. 22. Bergk.· ἐς τὴν θάλασσαν Λουκ. Ἑρμότ. 71· μετὰ δοτ., ὑπ. τῇ πέλτῃ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 27. 3· - ἀκολούθως, β) ὡς τὸ ἐνδύομαι, εἰσάγω τοὺς πόδας εἰς σανδάλια, φορῶ σανδάλια, ὑπόδῡθι τὰς Λακωνικὰς Ἀριστοφ. Σφ. 1158· ὑποδύσασθαι... δυσμενῆ καττύματα αὐτόθι 1159· ὑποδυσάμενος αὐτόθι 1168, (ἀλλ’ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις ὁ Scal. ἀποκατέστησεν: ὑποδοῦ τι, ὑποδήσασθαι, -δησάμενος, ἐκ τοῦ ὑποδέω ΙΙ). γ) μεταφορ., ἀναλαμβάνω, παριστάνω χαρακτῆρά τινα (διότι τὸ πρόσωπον τοῦ ὑποκριτοῦ ἐκρύπτετο ὑπὸ προσωπεῖον), ἡ κολακευτική..., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων, προσποιεῖται εἶναι τοῦθ’ ὅπερ ὑπέδυ, προσποιεῖται ὅτι εἶναι ὁ χαρακτὴρ ὃν παριστάνει, Πλάτ. Γοργ. 464C· οἱ σοφισταὶ ταὐτὸν ὑποδύονται σχῆμα τῷ φιλοσόφῳ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 19· ὑποδύεται ὑπὸ τὸ σχῆμα τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορικὴ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 7· ὡσαύτως, ὑπ. τὸν Δία, τὴν Ἀθηνᾶν Λουκ. Ἁλιεὺς 33· τὸν Ἀριστοφάνην ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 27. - μετὰ δοτ., ὀνόματι συμμάχων ὑπ. Διονυσ. Ἁλ. Ἀποσπ. 2320 Reisk., πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 1, Γαλην. 6. 31. δ) μεταφορ. ὡσαύτως, ὑπεισέρχομαι, κρυφίως εἰσέρχομαι, εἰσχωρῶ εἰς τὴν εὔνοιάν τινος, ἑλκύω αὐτόν, τὸν δῆμον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 32, πρβλ. 57, Πομπ. 25: ἀπολύτως, ἕρπω, θαύματα μὲν οὖν καὶ τότε ὑπεδύετο περὶ αὐτὰ Πλάτ. Νόμ. 967Α· ἴδε ἀνωτ. Ι, 3. 2) μετὰ γεν., ἐξέρχομαι κάτωθεν, ἐξέρχομαι ἔκ τινος τόπου, θάμνων ὑπεδύσετο Ὀδ. Ζ. 127· μεταφορ., κακῶν ὑποδύσεαι Υ. 53. 3) θέτω ἐμαυτὸν ὑποκάτω ὥστε νὰ βαστάσω τι, βαστάζω, φέρω ἐπὶ τῶν ὤμων μου, τὸν μὲν ἔπειθ’ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι, ..., νῆας ἐπὶ γλαφυρὰς φερέτην Ἰλ. Θ. 332., Ν. 421. β) μεταφορ., ἀναλαμβάνω τι, ἀναδέχομαι, μετ’ αἰτ., ὑπ. κίνδυνον Ἡρόδ. 3. 69· πόλεμον ὁ αὐτ. 4. 120, πρβλ. 7. 10, 8· πόνον, κίνδυνον Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12, κλπ.· ὑπ. αἰτίαν Δημ. 624. 19. γ) μετ’ ἀπαρ., ὑποτάσσομαι, ἀναδέχομαι, ὑπέδυσαν ποινὴν τῖσαι Ἡρόδ. 7. 134· ὑπ. διδάσκει Ξεν. Οἰκον. 14, 3. 4) ἐπὶ αἰσθημάτων, κρυφίως εἰσέρχομαι εἰς τὴν ψυχήν τινος καὶ καταλαμβάνω αὐτὴν (πρβλ. ὑφέρπω), τίς μ’ ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Αἰσχύλ. Εὐμ. 842· - σπανίως μετὰ δοτ., πᾶσιν δ’ ὑπέδυ γόος, πάντας θλῖψις κατέλαβε, Ὀδ. Κ. 398· ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ’ ἔπη... ὑπέδυ Σοφ. Φιλοκ. 1112· ὑποδύεται... ταῖς ψυχαῖς ὁρμὴ Λουκ. Ἀνάχ. 37· - ἀπολ., ἐπὶ νόσων, Ξεν. Ἱππ. 4. 2. 5) ἀπολ., ἠρέμα ἢ κρυφίως ἐκφεύγω, Δημ. 778. 20 β) ὑποπτήσσω, «ζαρώνω» ἐνώπιόν τινος, τινι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Μάρδοι· τι Μᾶρκ. Ἀντων. 2. 2· 7) ἀπολ., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες, βαθεῖς, «βουλιαγμένοι μέσα», Λουκ. Τίμ. 17.
French (Bailly abrégé)
intr. (à l’ao.2 ὑπέδυν, au pf. ὑποδέδυκα et au Moy.);
I. se plonger sous, s’enfoncer sous ou dans, acc. ou dat. ; qqf avec ὑπό et l’acc., ou le gén. ; rar. avec εἰς et l’acc. ; abs. ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες LUC yeux creux, enfoncés ; fig.
1 pénétrer sous ou dans, rar. avec le dat. : πᾶσιν ὑπέδυ γόος OD un gémissement de joie pénétra dans tous les cœurs;
2 se glisser sous, s’insinuer dans : τὸν δῆμον PLUT dans l’esprit du peuple;
3 se charger de, prendre sur soi : πόλεμον HDT entreprendre une guerre ; κίνδυνον XÉN affronter un danger ; avec l’inf. : ὑπ. διδάσκειν XÉN entreprendre de montrer;
II. en parl. du costume entrer dans, d’où
1 se chausser : καττύματα AR mettre des chaussures;
2 se vêtir : τὸν Ἀριστοφάνη LUC prendre le masque d’Aristophane ; s’abriter derrière, τινι;
III. se glisser de dessous : θάμνων OD de dessous un taillis ; fig. ὑπ. κακῶν OD sortir des maux où l’on est plongé;
IV. s’enfoncer ; chercher à échapper à ; redouter, acc..
Étymologie: ὑπό, δύω.
Greek Monolingual
ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [[δύω / δύνω]]
μέσ. υποδύομαι
(στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο
μσν.-αρχ.
1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο
2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον, εἴθ' ὑποδεδυκέναι λέγοι θεόν, κατάκριτος», Γρηγ. Ναζ.)
3. φρ. «ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες» — βαθουλωμένα μάτια
αρχ.
1. φορώ από κάτω («κέλευε δὲ σφεας κιθῶνάς τε ὑποδύνειν τοῑσι εἵμασι», Ηρόδ.)
2. εισδύω κάπου με κρυφό και έντεχνο τρόπο («ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην», Ηρόδ.)
3. μέσ. α) φορώ τα υποδήματά μου
β) έρπω από κάτω («ὁ ὑποδυόμενός τις οὑτοσὶ ὑπὸ τῶν κεραμίδων ἡλιαστὴς ὀροφίας», Αριστοφ.)
γ) (απλώς) έρπω («θαύματα μὲν οὖν καὶ τότε ὑπεδύετο περὶ αὐτά», Πλάτ.)
δ) βαστάζω, φέρω στους ώμους μου
ε) αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι («πάντα δὲ κίνδυνον ἡδέως ὑποδύεσθαι», Ξεν.)
στ) δέχομαι να κάνω κάτι («ὑπέδυσαν ποινὴν τῑσαι», Ηρόδ.)
ζ) φεύγω κάτω από κάτι («ἧττον ἄν ὑποδύοι ὁ ἵππος», Ξεν.)
η) φεύγω ήρεμα ή κρυφά
θ) υποκύπτω, υποτάσσομαι σε κάτι («μηκέτι τὸ εἱμαρμένον ἢ παρὸν δυσχερᾱναι ἢ μέλλον ὑποδύεσθαι», Μ. Αυρ.)
ι) γλιστρώ, παραπατώ
ια) μτφ. i) (για αισθήματα) εισέρχομαι κρυφά και καταλαμβάνω την ψυχή κάποιου
ii) κερδίζω την εύνοια κάποιου με επιτήδειο τρόπο («ἀπ' ἐξουσίας ὑπατικῆς αἰσχρῶς καὶ ταπεινῶς ὑποδυόμενος τὸν δῆμον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποδύω: και -δύνω,
I. 1. φορώ κάτω από, κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι, σε Ηρόδ.
2. εισέρχομαι κάτω από, στον ίδ.· επίσης, εισέρχομαι κρυφά, μυστικά, πέφτω επάνω σε, με αιτ., στον ίδ.· επίσης, γλιστρώ, ξεγλιστρώ κάτω από κάτι, σε Ξεν.
3. μεταφ., υφίσταμαι κίνδυνο, κινδυνεύω, σε Ηρόδ.
II. Μέσ., ὑποδύομαι, μέλ. -δύσομαι, αόρ. αʹ -εδυσάμην, Επικ. γʹ ενικ. -εδύσετο· επίσης, Ενεργ. αόρ. βʹ -έδυν, παρακ. -δέδῡκα·
I. 1. βουλιάζω, καταβυθίζομαι, περνώ από κάτω, βουλιάζω, βυθίζομαι από κάτω, Λατ. subire, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· ὑποδύω ὑπὸ τὴν ζεύγλην, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὑποδύομαι ὑπὸ τῶν κεραμίδων, έρπω, σέρνομαι, γλιστρώ από κάτω, σε Αριστοφ.· φέρει τινὰ ὑποδεδυκότα, βρισκόμενος από κάτω, στον ίδ.
2. βάζω τα πόδια μου σε σανδάλια, φορώ σανδάλια, στον ίδ.
3. μεταφ., παριστάνω έναν χαρακτήρα, υποκρίνομαι (διότι το πρόσωπο του ηθοποιού, υποκριτή καλύπτονταν από προσωπείο), σε Πλάτ., Αριστ.
4. με γεν., εξέρχομαι από κάτω, εξέρχομαι από ένα μέρος, σε Ομήρ. Οδ.
III. 1. θέτω τον εαυτό μου από κάτω έτσι ώστε να βαστήξω κάτι, βαστώ στους ώμους μου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εισέρχομαι, ξεκινώ εχθροπραξίες, πόλεμο, σε Ηρόδ.
3. μεταφ., υφίσταμαι κίνδυνο, κινδυνεύω, με αιτ., σε Ξεν.· ὑποδύω αἰτίαν, βάζω κάποιον υπόλογο, σε Δημ.
4. με απαρ., αναλαμβάνω να κάνω, σε Ηρόδ.
5. λέγεται για αισθήματα, εισέρχομαι κρυφά στην ψυχή κάποιου και την κυριεύω, με αιτ., σε Αισχύλ.· με δοτ., πᾶσιν ὑπέδυ γόος, θλίψη κατέλαβε τους πάντες, σε Ομήρ. Οδ.
6. απόλ., φεύγω, στρίβω ή φεύγω κρυφά, σε Δημ.
7. απόλ., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες, βαθουλωτά μάτια, σε Λουκ.
Middle Liddell
<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">-δύνω</orth></form>
A. ὑποδύω
1. to put on under, κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.
2. to slip in under, Hdt.:—also to assume secretly, slip into, c. acc., Hdt.:—also to slip from under, Xen.
3. metaph. to undergo danger, Hdt.
B. Mid. ὑποδύομαι fut. -δύσομαι aor1 -εδυσάμην epic 3rd sg. -εδύσετο aor.2 act. -έδυν perf. -δέδῡκα
I. to go under, get under, sink beneath, Lat. subire, c. acc., Od.; ὑπ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Hdt.:—so, ὑπ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων to creep under, Ar.; φέρει τινὰ ὑποδεδυκότα underneath it, Ar..
2. to put one's feet under a shoe, to put it on, Ar.
3. metaph. to put on a character (because the actor's face was put under a mask), Plat., Arist.
4. c. gen. to come from under, come forth from, Od.
II. to go under so as to bear, to bear on one's shoulders, Il.
2. to enter into war, Hdt.
3. metaph. to undergo danger, c. acc., Xen.; ὑπ. αἰτίαν to make oneself subject to . . , Dem.
4. c. inf. to undertake to do, Hdt.
5. of feelings, to steal over one, c. acc., Aesch.:—c. dat., πᾶσιν ὑπέδυ γόος sorrow stole upon all, Od.
6. absol. to slip or slink away, Dem.
7. absol., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες sunken eyes, Luc.