περιτέμνω
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
Ep. and Ion. περιτάμνω,
A cut or clip round about, οἴνας περιταμνέμεν prune them, Hes.Op.570; [τὴν κεφαλὴν] π. κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα Hdt.4.64; of a goldsmith, CPR22.6 (ii A. D.):—Med., βραχίονας περιτάμνονται make incisions all over their arms, Hdt.4.71:—Pass., to be cut up, of fish, Arist.Mir.835a19.
2 of circumcision, τῶν ἐπιγινομένων οὐ περιτάμνουσι τὰ αἰδοῖα Hdt.2.104, cf. D.C.79.11; π. τοὺς παῖδας D.S.1.28, cf. LXX Jo.5.2, al., PCair.Zen.76.13 (iii B. C.), etc.:—Med., περιτάμνονται τὰ αἰδοῖα Hdt.2.36,104, cf. D.S.3.32; περιετέμοντο τὴν σάρκα LXX Ge.34.24: abs., practise circumcision, Hdt.2.104:—Pass., LXX Ge.17.10,al.
3 cut off the extremities, τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα Hdt.2.162; τοὺς μαστούς D.C.62.7; τὰ περιττά Luc. Anach.20:—Pass., περιτάμνεσθαι γῆν to be curtailed of certain land, Hdt.4.159; πᾶσαν… περιτεμνόμενον σοφίαν E.Fr.473 (anap.).
II cut off and hem in all round:—Med., βοῦς περιταμνόμενον cutting off cattle for oneself, 'lifling' cattle, Od.11.402,24.112:—Pass., to be cut off, ἅρματα π. ὑπὸ τῶν ἱππέων X.Cyr.5.4.8.
German (Pape)
[Seite 596] (s. τέμνω), ion. u. ep. περιτάμνω, auch περιτμήγω, 1) umschneiden, rings beschneiden; Hes. O. 572; βραχίονας περιτάμνονται, sie zerschneiden sich rings die Arme, Her. 4, 71; beschneiden, τὰ αἰδοῖα περιτάμνονται, Her. 2, 36. 104; u. so LXX u. N.T.; übertr., πανταχόθεν περιτέμνεται αὐτοῦ ἡ ἀρχή, Pol. 23, 13, 2. – 2) ringsum abschneiden, einschließen, med., βοῦς περιταμνόμενος, die Rinder für sich abschneidend und einschließend, um sie sich zuzueignen, d. i. sie zusammen- und wegtreibend, Od. 11, 402. 24, 112; so pass., περιταμνόμενοι γῆν πολλήν, Her. 4, 159, = στερισκόμενοι, eines großen Stückes Land beraubt; Xen. Cyr. 5, 4, 8; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
f. περιτεμῶ, ao.2 περιέταμον;
couper tout autour :
1 tailler tout autour, acc.;
2 couper les extrémités (oreilles, nez, etc.) ; particul. circoncire, acc.;
3 cerner et intercepter ; enlever, dépouiller ; Pass. γῆν περιτάμνεσθαι (ion.) HDT être volé d'un morceau de terre;
Moy. περιτέμνομαι;
1 se faire circoncire, acc.;
2 enlever ou ravir pour soi, acc..
Étymologie: περί, τέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τέμνω, ep. en Ion. περιτάμνω, inf. praes. περιταμνέμεν, ptc. med. περιταμνόμενος; aor. ptc. περιταμών act. rondom afsnijden, snoeien:; τὴν φθάμενος οἴνας περιταμνέμεν snoei de wijnstokken voor die tijd (de lente) Hes. Op. 570; besnijden:; τῶν ἐπιγινομένων οὐ περιτάμνουσι τὰ αἰδοῖα zij besnijden hun kinderen niet Hdt. 2.104.4; ook med.. περιτάμνονται ἀπ’ ἀρχῆς τὰ αἰδοῖα zij praktiseren van oudsher besnijdenis Hdt. 2.104.2. med. roven:; βοῦς περιταμνόμενον runderen stelend Od. 11.402; pass.. περιταμνόμενοι γῆν πολλήν omdat zij van veel land beroofd werden Hdt. 4.159.4.
Russian (Dvoretsky)
περιτέμνω: эп.-ион. περιτάμνω (fut. περιτεμῶ, aor. 2 περιέταμον)
1 обстригать, подрезать (οἴνας Hes.);
2 надрезывать: π. τὴν κεφαλὴν κύκλῳ Her. делать на голове круговой надрез; περιτάμνεσθαι βραχίονας Her. делать себе на руках надрезы;
3 культ. обрезать (τὰ αἰδοῖα Her.; τοὺς παῖδας Diod.);
4 отрезать, отрубать, отсекать (τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα Her.; τὰ περιττά Luc.);
5 med. захватывать, отнимать (βοῦς Hom.): περιτάμνεσθαι γῆν πολλήν pass. Her. лишаться больших участков земли.
English (Strong)
from περί and the base of τομώτερος; to cut around, i.e. (specially) to circumcise: circumcise.
English (Thayer)
(Ionic περιτάμνω); 2nd aorist περιέτεμον; passive, present περιτέμνομαι; perfect participle περιτετμημένος; 1st aorist περιετμήθην; (from Hesiod down); the Sept. chiefly for מוּל; to cut around (cf. περί, III:1): τινα, to circumcise, cut off one's prepuce (used of that well-known rite by which not only the male children of the Israelites, on the eighth day after birth, but subsequently also 'proselytes of righteousness' were consecrated to Jehovah and introduced into the number of his people; (cf. BB. DD. under the word Circumcision>; Oehler's O. T. Theol. (edited by Day) §§ 87,88; Müller, Barnabasbrief, p. 227f)), Diodorus 1,28; passive and middle to get oneself circumcised, present oneself to be circumcised, receive circumcision (cf. Winer's Grammar, § 38,3): τά αἰδοῖα added, Herodotus 2,36,104; Josephus, Antiquities 1,10, 5; contra Apion 1,22. Since by the rite of circumcision a man was separated from the unclean world and dedicated to God, the verb is transferred to denote the extinguishing of lusts and the removal of sins, Lightfoot on Philippians 3:3).
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περιτάμνω Α
1. τέμνω γύρω γύρω, κόβω ολόγυρα
2. ενεργώ, κάνω περιτομή
αρχ.
1. (σχετικά με αμπέλια) κλαδεύω
2. αποκόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω
5. μτφ. αποβάλλω, χάνω («πᾶσαν... περιταμνόμενον σοφίαν», Ευρ.)
6. μέσ. περιτέμνομαι
α) προκαλώ εντομές, προξενώ εγκοπές σε διάφορα μέρη
β) υφίσταμαι περιτομή
γ) περιορίζω αποκόβοντας, αποχωρίζω
7. παθ. α) αποχωρίζομαι
8) (για ψάρι) κατατεμαχίζομαι, πετσοκόβομαι.
Greek Monotonic
περιτέμνω: Ιων. -τάμνω, μέλ. -τεμῶ, παρακ. -τέτμηκα, αόρ. βʹ -έτεμον·
I. 1. κόπτω ή ψαλιδίζω γύρω γύρω, Λατ. circumcidere, οἰνὰς περιταμνέμεν, κλαδεύω τα αμπέλια, σε Ησίοδ.· τὴν κεφαλὴν περιτέμνω, κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα, σε Ηρόδ. — Μέσ., περιτάμνεσθαι βραχιόνας, κάνω χαρακιές παντού στα χέρια κάποιου, στο ίδ.
2. λέγεται για την περιτομή, στον ίδ.· και στη Μέσ., περιτάμνουσι τὰ αἰδοῖα, ασκούν την περιτομή, στον ίδ.
3. αποκόπτω τα άκρα, τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα, στον ίδ. — Παθ., περιτάμνεσθαι γῆν, αποκόπτομαι από την κυρίως χώρα, στον ίδ.
II. αποκόπτω και αποχωρίζω κάτι, αποσπώ, Λατ. intercipere· απ' όπου στη Μέσ., βοῦς περιταμνόμενος, αποσπώ βόδια για τον εαυτό μου, δηλ. κλέβω βοοειδή, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αποσπώμαι, υποκλέπτομαι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
περιτέμνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -τάμνω, κόπτω ὁλόγυρα, Λατ. circumcidere, οἴνας περιταμνέμεν, τὰς ἀμπέλους κλαδεύειν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 568· τὴν κεφαλὴν π. κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα Ἡρόδ. 4. 64. ― Μέσ., περιτάμνομαι βραχίονας, σχηματίζω τομὰς ἢ ἐγκοπὰς εἰς διάφορα μέρη τῶν βραχιόνων μου, αὐτόθι 71· οὕτως ἀπολ., αὐτόθι 104. 2) ἐπὶ τῆς περιτομῆς, τῶν ἐπιγινομένων οὐ περιτάμνουσι τὰ αἰδοῖα ὁ αὐτ. 2. 104· π. τοὺς παῖδας Διόδ. 1. 28., 3. 32, Ἑβδ.· καὶ ἐν τῷ μέσ., περιτάμνονται τὰ αἰδοῖα, ἀσκοῦσι τὴν περιτομήν, Ἡρόδ. 2. 36. 104. ― Παθ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΖ΄, 10 κ. ἀλλ.) 3) ἀποκόπτω τὰ ἄκρα, τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα αὐτόθι 162· τοὺς μαστούς, τὸ αἰδοῖον Δίων Κ. 62. 7., 79. 11· τὰ περιττὰ Λουκ. Ἀνάχ. 20. ― Παθ., περιτάμνομαι γῆν, ἀποκόπτομαι, ἀφαιροῦμαι μέρος τῆς χώρας, ὡς τὸ στερίσκεσθαι γῆς, Ἡρόδ. 4. 150· πᾶσαν… περιτεμνόμενον σοφίαν Εὐρ. Ἀποσπ. 476. ΙΙ. ἀποκόπτω καὶ περικλείω τι, ἀποχωρίζω, Λατ. intercipere· ἐντεῦθεν ἐν τῷ μεσ. τύπῳ, βοῦς περιταμνόμενος, περιελαύνων, ἀποχωρίζων βοῦς δι’ ἑαυτόν, ὅπως δηλ. ἀφαιρέσῃ ἢ κλέψῃ αὐτούς, Ὀδ. Λ. 402, Ω. 112 (σχεδὸν ὡς τὸ περιβάλλεσθαι λείαν)· πρβλ. ἀμφιτέμνω. ― Παθ., περικυκλοῦμαι, (ἅρματα) περιτεμνόμενα ὑπὸ τῶν ἱππέων ἡλίσκετο Ξεν. Κύρ. 5. 4. 8.
Middle Liddell
ionic -τάμνω fut. -τεμῶ perf. -τέτμηκα aor2 -έτεμον
I. to cut or clip round about, Lat. circumcidere, οἰνὰς περιταμνέμεν to prune them, Hes.; τὴν κεφαλὴν π. κύκλῳ περὶ τὰ ὦτα Hdt.:—Mid., περιτάμνεσθαι βραχίονας to make incisions all round one's arms, Hdt.
2. of circumcision, Hdt.: and in Mid., περιτάμνονται τὰ αἰδοῖα they practise circumcision, Hdt.
3. to cut off the extremities, τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα Hdt.:—Pass., περιτάμνεσθαι γῆν to be curtailed of certain land, Hdt.
II. to cut off and hem in all round, cut off, Lat. intercipere; hence in Mid., βοῦς περιταμνόμενος cutting off cattle for oneself, "lifting" cattle, Od.:—Pass. to be cut off, intercepted, Xen.
Chinese
原文音譯:peritšmnw 胚里-天挪
詞類次數:動詞(18)
原文字根:周圍-切 相當於: (מוּל)
字義溯源:四周切,割禮,受割禮,行割禮;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(τομός)=更鋒利)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=刺),而 (τομός)出自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)。為了信徒是否要行割禮的事,保羅和巴拿巴曾上耶路撒冷去商議,結果他們就定規,信徒不需要行割禮(徒15章)。保羅認為受,割禮不受割禮都無關緊要( 加6:15),所以他毫無困難的決定,給提摩太行割禮( 徒16:3)。其實,當信徒重生時,就受不是人手所行的割禮,乃是基督使他們脫去肉體的割禮( 西2:11)
同源字:1) (ἀπερίτμητος)未受割禮的 2) (διχοτομέω)分切為二 3) (περιτέμνω)行割禮 4) (περιτομή)割禮 5) (συντέμνω)用割切來收縮 6) (συντόμως)簡明地
出現次數:總共(17);路(2);約(1);徒(5);林前(2);加(6);西(1)
譯字彙編:
1) 行割禮(5) 路1:59; 路2:21; 徒15:5; 徒21:21; 加6:12;
2) 受割禮(4) 徒15:1; 林前7:18; 加2:3; 加6:13;
3) 受割禮的(2) 加5:3; 加6:13;
4) 你們⋯受了割禮(1) 西2:11;
5) 你們⋯行割禮(1) 約7:22;
6) 已受割禮(1) 林前7:18;
7) 行了割禮(1) 徒7:8;
8) 割禮(1) 徒16:3;
9) 你們受割禮(1) 加5:2