κόκκος

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόκκος Medium diacritics: κόκκος Low diacritics: κόκκος Capitals: ΚΟΚΚΟΣ
Transliteration A: kókkos Transliteration B: kokkos Transliteration C: kokkos Beta Code: ko/kkos

English (LSJ)

ὁ,
A grain, seed, as of the pomegranate, h.Cer.372, 412, Hdt. 4.143, Hermipp.36, Hp.Mul.1.37, PTeb.273.47 (ii/iii A.D.); κόκκος Βαβυλώνιος Philostr.Ep.54; of the poppy, Euphro 11.11; of the pine, IG 14.966.12; of wheat, Philum.Ven.3.3; of weeds in corn, PLond.5.1697.13 (vi A.D.); cf. Κνίδιος: metaph., νόου δέ μοι οὐκ ἔνι κόκκος = I have not a grain of sense, Timo66.3.
2 a measure, Dsc.2.166, Orib.Fr. 35.
II 'berry' (gall) of kermes oak, used to dye scarlet, Thphr. HP3.7.3, Gal.12.32: hence, scarlet (the colour), Dromo 1.4, PHolm. 22.1.
2 κόκκος or κόκκος βαφική, ἡ, kermes oak, Quercus coccifera, Dsc.4.48, Paus.10.36.1.
III pill, Alex.Trall.5.4.
IV in plural, testicles, AP12.222 (Strat.).
2 pudenda muliebria, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1471] ὁ, 1) der Kern der Baumfrüchte, bes. des Granatapfels; H. h. Cer. 373. 412; Her. 4, 143; oft bei Medic., bes. κόκκος κνίδειος. – 2) die Scharlachbeere, coccus tinctorius, mit der scharlachroth gefärbt wird, u. ὴ κόκκος, die Scharlacheiche, an welcher die Beeren sitzen, auch πρῖνος genannt, Theophr., Diosc.; – τὸν Τιθύμαλλον ἐρυθρότερον κόκκου περιπατοῦντ' ἔσθ' ὁρᾶν Dromo bei Ath. VI, 240 d. – Bei den Aerzten. = Pillen, vgl. κοκκίς. – Bei Strat. 64 (XII, 222), τῇ χερὶ τοὺς κόκκους ἐπαφώμενος, die Testikeln. – Auch die harzigen Zapfen mancher Bäume, z. B. der Schwarzpappel.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 graine ou pépin, particul. de la grenade;
2κόκκος pudenda muliebria ; οἱ κόκκοι « les boules ».
Étymologie: DELG pê emprunt méditerr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόκκος -ου, ὁ pit, m. n. van een granaatappel.

Russian (Dvoretsky)

κόκκος:
1 косточка (плода), семячко, зерно (συνάπεως NT; ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι Her.): κ. τοῦ κυάμου Arst. боб;
2 чуточка, капля: νόου οὐκ ἔνι κ. Sext. ни капли здравого смысла;
3 анат. яичко Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κόκκος: ἡ, ἡ κοκκίνη δρῦς, Διοσκ. 4. 48· ὡσαύτως πρῖνος καὶ ὕσγη.

English (Strong)

apparently a primary word; a kernel of seed: corn, grain.

English (Thayer)

κοκκου, ὁ (cf. Vanicek, Fremdwörter etc., p. 26), a grain: Homer h. Cer., Herodotus down.)

Greek Monolingual

ο (AM κόκκος)
1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως του σιταριού, της ροδιάς, της παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῦτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.)
2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα, «κουκούτσι» («νόου δέ μοι οὐκ ἔνι κόκκος», Τίμων)
νεοελλ.
1. ο ξυλώδης πυρήνας μερικών καρπών, το κουκούτσι
2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος ή μόριο ή τρίμμακόκκος άμμου»)
3. μικρή σφαιρική διόγκωση ή ανωμαλία μιας επιφάνειας
4. (στο παρελθόν) μονάδα βάρους ίση με 0,06 του γραμμαρίου
5. βοτ. το σπέρμα μερικών φυτών, κυρίως τών δημητριακών
6. ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας τών κοκκιδών
7. (μικρβλ.) μικρόβιο στρογγυλού σχήματος, συνήθως παθογόνο
8. τεχνολ. αριθμός που χαρακτηρίζει ένα λειαντικό μέσο, όπως το σμυριδόπανο, το γυαλόχαρτο κ.ά. και συγκεκριμένα τη λεπτότητα τών σωματιδίων που το αποτελούν
9. (φωτογρ.) σωματίδιο τών φωτοευαίσθητων αλάτων του αργύρου, που περιέχονται στο επίστρωμα της ζελατίνης, το οποίο αποτελεί τη φωτοευαίσθητη επιφάνεια
μσν.
1. είδος κόκκινης βαφής
2. κουκί
αρχ.
1. ημίπτερο ζωύφιο που προσκολλάται στη βαλανιδιά και από το οποίο παράγεται το κόκκινο χρώμα, η κοχενίλλη
2. το κόκκικο χρώμα
3. ο πρίνος, το πουρνάρι
4. καταπότι, χάπι
5. στον πληθ. τὰ κοκκία
οι όρχεις
6. (κατά τον Ησύχ.) το γυναικείο μόριο, το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως. Το διπλό -κ- ίσως οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό της καθημερινής γλώσσας.
ΠΑΡ. κόκ(κ)αλον, κόκ(κ)αλος, κοκκάριον, κοκκίζω, κόκκινος, κοκκίο(ν), κόκκων, κοκκωτός
αρχ.-μσν.
κοκκηρός, κοκκίς
νεοελλ.
κοκκώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοκκοθραύοτης, κοκκολογώ
αρχ.
κοκκοβαφία, κοκκολάχανον, κοκκολέκτης, κοκκονάριον
αρχ.-μσν.
κοκκοβαφής, κοκκόδαφνον
μσν.
κοκκόριζον
νεοελλ.
κοκκοθλάστης, κοκκολό(γ)ι. (Β' συνθετικό) δίκοκκος, μονόκοκκος, σκληρόκοκκος
αρχ.
αγνόκοκκος, δαφνόκοκκον, καλίκοκκος, ξυλόκοκκον, πυκνόκοκκον, τρίκοκκος, χρυσόκοκκος
νεοελλ.
αδρόκοκκος, γονόκοκκος, διπλόκοκκος, εντερόκοκκος, εχινόκοκκος, λεπτόκοκκος, μαυρόκοκκος, μελιτόκοκκος, πνευμονόκοκκος, σταφυλόκοκκος, στρεπτόκοκκος, χαλαζόκοκκος, χονδρόκοκκος, ψιλόκοκκος].

Greek Monotonic

κόκκος: ὁ,
I. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι, σπέρμα, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.
II. κόκκος κρεμέζι, που χρησιμοποιείται για να βαφτεί κάτι κόκκινο, σε Θεόφρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: 1. kernel of fruits, especially of the pomegranate (h. Cer., IA.; cf. Strömberg Theophrastea 185); 2. berry (gall) of the kermes oak, scarlet, the kermes oak (Thphr., Gal., Dsc.; Michell ClassRev. 69, 246); 3. metaph. pill (medic.).
Compounds: Compp., e. g. κοκκο-βαφής painted with scarlet (Thphr.), καλλί-κοκκος with beautiful kernes (Thphr.); κοκκό-δαφνον, δαφνό-κοκκον (medic.) = κόκκος δάφνης, δαφνίς (Strömberg Wortstudien 7).
Derivatives: Diminut. κοκκίον, κοκκάριον (medic.); κόκκων, -ωνος m. kernel of the granate (Sol., Hp.), mistletoe-berry (H.), κόκκαλος m. kernel of the stone pine (Hp., Gal.; Chantraine Formation 247); κοκκίδες pl. scarlet slippers (Herod.), -ίδα αἴγειρον H.; κόκκινος scarlet (Herod., pap., Arr.) with κοκκινίζω be scharlet (Sch.), κοκκηρός made of scarlet (Edict. Diocl.; like οἰνηρός, ἐλαιηρός); κοκκίζω take out the kernel (A., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Etymology unknown, prob foreign; note the popular gemination (Chantraine Formation 7). - Alessio Studi etr. 18, 126 (s. also Belardi Doxa 3, 210) reminds of Span. cuesco note and considers a Mediterranaean *cosco-, from which κόκκος(? rejected by Fur. 293 n. 4). - Prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

κόκκος, ὁ,
I. a grain, seed, Hhymn., Hdt.
II. the kermesberry, used to dye scarlet, Theophr.

Frisk Etymology German

κόκκος: {kókkos}
Grammar: m.
Meaning: 1. Kern von Früchten, bes. der Granate (h. Cer., ion. att.; vgl. Strömberg Theophrastea 185); 2. die Scharlachbeere, der Scharlach, die Kermeseiche (Thphr., Gal., Dsk. u. a.; Michell ClassRev. 69, 246); 3. übertr. Pille (Mediz.).
Composita: Kompp., z. B. κοκκοβαφής mit Scharlach gefärbt (Thphr. u. a.), καλλίκοκκος mit schönen Kernen (Thphr.); κοκκόδαφνον, δαφνόκοκκον (Mediz.) = κόκκος δάφνης, δαφνίς (Strömberg Wortstudien 7).
Derivative: Ableitungen: Deminutiva κοκκίον, κοκκάριον (Mediz.); κόκκων, -ωνος m. ‘Kern d. Granate’ (Sol., Hp. u. a.), Mistelbeere (H.), κόκκαλος m. Kern des Pinienzapfens, Pinienzapfen (Hp., Gal. u. a.; Chantraine Formation 247); κοκκίδες pl. scharlachrote Pantoffel (Herod.), -ίδα· αἴγειρον H.; κόκκινος scharlachrot (Herod., Pap., Arr. u. a.) mit κοκκινίζω scharlachrot sein (Sch.), κοκκηρός aus Scharlach gemacht (Edict. Diocl.; wie οἰνηρός, ἐλαιηρός u. a.); κοκκίζω den Kern herausnehmen (A., Ar.).
Etymology: Etymologie unbekannt, wohl Fremdwort; zu beachten die volkstümliche Gemination (Chantraine Formation 7). — Alessio Studi etr. 18, 126 (s. auch Belardi Doxa 3, 210) erinnert an span. cuesco Nüßchen u. a. und erwägt ein mediterranes *cosco-, woraus durch Assimilation κόκκος(?).
Page 1,895

Chinese

原文音譯:kÒkkoj 可克可士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:子粒 相當於: (צְרֹור‎)
字義溯源:子粒*,穀粒,核仁,一粒,一粒種
同源字:1) (κόκκινος)深紅色的 2) (κόκκος)子粒比較: (σιτίον / σῖτος)=穀類,麥
出現次數:總共(7);太(2);可(1);路(2);約(1);林前(1)
譯字彙編
1) 一粒(3) 路13:19; 路17:6; 約12:24;
2) 一粒⋯種(3) 太13:31; 太17:20; 可4:31;
3) 子粒(1) 林前15:37

Translations

grain

Akkadian: 𒊺; Albanian: drithë; Arabic: حَبَة‎; Armenian: հացահատիկ; Aromanian: grãn; Azerbaijani: dən; Bashkir: ярма; Belarusian: зерне, збожжа, жыта; Bengali: শস্য; Bulgarian: зърно; Burmese: အဆန်; Catalan: gra; Chinese Mandarin: 糧食/粮食, 穀物/谷物, 穀類/谷类; Czech: zrno, zrní; Dalmatian: grun; Danish: korn; Dutch: koren, graan; Esperanto: greno; Estonian: teravili, tera; Finnish: vilja, jyvät; French: grain; Galician: grao, gran; Georgian: მარცვალი; German: Korn, Getreide; Gothic: 𐌺𐌰𐌿𐍂𐌽; Greek: σιτηρά, δημητριακά; Ancient Greek: ἀκτή, ζειά, κόκκος, κτηδών, μάννα, ῥαθάμιγξ, σιτίον, σῖτος, χόνδρος, ψακάς, ψᾶφαξ, ψᾶφος, ψεκάς, ψῆφος; Haitian Creole: grenn; Hebrew: בָּר‎; Hindi: अनाज, अन्न, धान्य; Hungarian: gabona; Icelandic: korn; Irish: grán; Old Irish: grán; Italian: seme; Japanese: 穀物, 穀類; Javanese: wiji; Kazakh: дән, астық; Khmer: គ្រាប់; Korean: 곡물; Kyrgyz: дан; Ladin: blava; Lao: ເມັດ; Latgalian: gryudi, maize; Latin: frumentum; Latvian: labība, graudi; Lithuanian: grūdai, javai; Low German: Koorn; Macedonian: жито; Malay: biji; Marathi: धान्य; Mongolian: үр, ширхэг, будаа; Norwegian: korn; Old Church Slavonic: жито, зрьно; Old English: corn; Oromo: mindhaan; Ossetian: нӕмыг; Persian: غلات‎, خرمن‎; Polabian: zaitü; Polish: ziarno, zboże; Portuguese: grão; Romanian: grăunte; Russian: зерно, жито; Sanskrit: धान्य, कण; Scottish Gaelic: gràn; Serbo-Croatian Cyrillic: зр̏но, жи̏то; Roman: zȑno, žȉto; Sidamo: gide; Slovak: zrno; Slovene: zrno, žito; Spanish: grano; Swahili: nafaka; Swedish: säd, spannmål; Tajik: дон, ғалла; Tatar: бөртек, ашлык; Thai: ธัญ, เมล็ด, เม็ด; Tigrinya: እኽሊ; Tocharian B: tāno, ysāre; Turkish: tahıl; Turkmen: digir, däne, galla; Ukrainian: зерно, збі́жжя, жито; Urdu: اناج‎; Uzbek: don, gʻalla; Vietnamese: ngũ cốc; Welsh: grawn, ŷd; Zazaki: xerman, ğele; Zulu: izinhlamvu

seed

Acehnese: bijèh; Acholi: kodi; Afar: mexexu; Ainu: ピイェ, タネ; Akkadian: 𒆰; Aklanon: binhi; Albanian: farë; Ama: ino; Amharic: ዘር; Apache Western Apache: iyigéʼ; Arabic: بِذْرَة‎, زَرِّيعَة‎, بِزْر‎; Hijazi Arabic: بِزِر‎; Moroccan Arabic: زرّيعة‎; Aragonese: simient; Aramaic Classical Syriac: ܙܪܥܐ‎; Arawak: isi; Armenian: սերմ; Old Armenian: սերմն; Aromanian: simintsã; Assamese: বীজ, গুটি; Asturian: pebilla, semiente; Avar: хьон; Azerbaijani: toxum, toxumlar; Bashkir: орлоҡ; Basque: hazi; Belarusian: насенне, семя; Bengali: বীজ; Bislama: sid; Breton: hadenn, had; Buginese: wiji; Bulgarian: семе; Burmese: အစေ့, အဆန်; Burushaski: ġunó; Canela: hy; Capiznon: liso; Catalan: llavor; Cebuano: liso; Cham Eastern Western Chamicuro: ijki; Chechen: хӏу; Cherokee: ᎤᎦᏔ; Chichewa: mbewu; Chinese Mandarin: 種子/种子, 種/种; Chuvash: вӑрӑ; Cornish: hasen; Cree: ᐸᑭᑎᓂᑲᐣ, ᑭᐢᑎᑳᐣ; Crimean Tatar: togum, börtek; Czech: semeno; Danish: sæd, frø; Daur: hure; Digo: mbeyu; Dutch: zaad; Esperanto: semo; Estonian: seeme; Evenki: чэмэл; Faroese: fræ; Finnish: siemen; French: semence, graine; Friulian: samence, semence; Galician: semente, inzo; Georgian: თესლი, მარცვალი; German: Samen, Saat, Samenkorn; Greek: σπόρος; Ancient Greek: καρπός, κόκκος, σπέρμα, σπόρος; Guaraní: táỹi; Gujarati: બિયું, બી, બીજ; Haitian Creole: grenn; Hausa: tsaba; Hebrew: זֶרַע‎; Higaonon: liso; Hiligaynon: liso; Hindi: बीज, दाना; Hungarian: mag; Icelandic: fræ; Ilocano: bukel; Indonesian: biji; Ingrian: seemen; Ingush: фу; Irish: síol; Old Irish: síl; Italian: seme; Japanese: 種; Javanese: wiji, winih; Kabuverdianu: simenti; Kamba: mbeũ; Kannada: ಬೀಜ; Kapampangan: bini, butul; Karachay-Balkar: урлукъ; Karaim: чачув; Kashubian: semiã; Kazakh: ұрық; Arabic: ۇرىق‎; Roman: urıq; Khmer: គ្រាប់ពូជ, គ្រាប់; Kikuyu: mbegũ; Kinaray-a: binhi; Kipsigis: keswek; Korean: 씨, 씨앗; Kurdish Central Kurdish: تۆم‎, دان‎; Northern Kurdish: tov; Kyrgyz: урук; Arabic: ۇرۇق‎; Ladino: semiente; Lak: гьанна; Lao: ເມັດ​ພືດ, ແກບຫລືເມັດ, ແກ່ນ, ເມັດ; Latgalian: sākla; Latin: semen; Latvian: sēkla; Lezgi: тум; Lithuanian: sėkla; Low German: Saad; German Low German: Saat; Lozi: peu, lipeu; Luo: kodhi; Luxembourgish: Som; Maasai: lantararai, lantarara; Macedonian: семе; Makasar: bija; Malay: benih, biji benih; Malayalam: വിത്ത്; Malecite-Passamaquoddy: skonimin; Maltese: żerriegħa; Manchu: ᡠᠰᡝ; Mansi: сам; Manx: sheel; Maori: purapura, kākano; Mauritian Creole: semans; Mi'kmaq: nijinj anim; Middle English: seed; Minangkabau: baniah, bijo, bibik; Mohegan-Pequot: wuskanim; Mongolian: үр; Montagnais: ushkanaminan; Mpade: gulfan; Nanai: усэ; Navajo: akʼǫ́ǫ́ʼ; Nepali: दाना; Norman: grainne; Norwegian Bokmål: frø; Nynorsk: frø; Occitan: grana, granas; Ojibwe: miinikaan; Old Church Slavonic Cyrillic: сѣмѧ; Glagolitic: ⱄⱑⰿⱔ; Old East Slavic: сѣмѧ; Old English: sǣd; Old Javanese: winih; Oneida: ká:nʌhe̲'; Oromo: sanyii; Ossetian: мыг; Papiamentu: simia; Penobscot: skánimin; Persian: تُخم‎, بزر‎, بذر‎, دانه‎, ویج‎; Plautdietsch: Sot; Polabian: semą; Polish: nasienie, nasionko, nasiono; Portuguese: semente; Quechua: muhu; Rajbanshi: दाना; Romani: mogočka, magočka, mogočki, magočki; Romanian: sămânță; Romansch: sem; Russian: семя, семена; Sanskrit: बीज; Santali: ᱡᱟᱝ, ᱤᱛᱟ; Scottish Gaelic: sìol; Serbo-Croatian Cyrillic: се̏ме, сје̏ме; Roman: sȅme, sjȅme; Shina: gunȯo; Sindhi: ٻج‎; Skolt Sami: siõm; Slovak: semeno, semená; Slovene: seme; Sorbian Lower Sorbian: semje; Upper Sorbian: symjo; Sotho: peo, dipeo; Southern Altai: ӱрен; Southern Sama: bigi; Spanish: semilla; Sumerian: 𒆰; Sundanese: siki; Swahili: mbegu; Swedish: frö; Sylheti: ꠉꠥꠐꠣ; Tabasaran: тум; Tagalog: buto; Tajik: тухм; Tamil: விதை, வித்து; Taos: pʼə̀oʼóne; Tatar: орлык, бөртек; Tausug: bigi; Telugu: విత్తనం, విత్తు; Tetum: fini; Thai: เมล็ดพันธุ์, พันธุ์พืช, เม็ด, เมล็ด; Tibetan: ས་བོན; Tigrinya: ዘርኢ; Tocharian B: sārm, śäktālye; Turkish: tohum, tane; Turkmen: tohum; Tuvan: үрезин; Uab Meto: fini, fin'in; Ugaritic: 𐎄𐎗𐎓; Ukrainian: сі́м'я, насінина, насі́ння; Unami: xkànim, minkw; Urdu: بیج‎; Uyghur: ئۇرۇق‎; Uzbek: urugʻ; Cyrillic: уруғ; Venetian: semensa, simensa, sema; Vietnamese: hột, hạt; Walloon: grinne, simince, po; Welsh: had; West Frisian: sied; White Hmong: noob; Yakut: туораах; Yiddish: זוימען‎; Yoruba: irúgbìn; Zazaki: genım; Zealandic: zaedje; Zulu: imbewu, inhlamvu