οίκος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἶκος)
1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ' οίκον έρευνα» — έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές
β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ)
2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β. «Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον», Αισχύλ.)
3. αστρολ. η θέση την οποία κατέχει ένας πλανήτης όταν δεσπόζει στον ζωδιακό κύκλο («δέδονται τόποι τινὲς τοῑς πλανήταις, οὓς οἴκους αὐτῶν καλοῡσιν οἱ νεώτεροι, ἐν οἷς αὐτοὺς ὄντας καὶ οἰκοδεσποτεῑν λέγουσιν», Ευστ.)
4. φρ. «οίκος (του) Θεού» ή «οίκος (του) Κυρίου» — η εκκλησία, ο ναός
νεοελλ.
1. οργανωμένη επιχείρηση (α. «οίκος μόδας» β. εκδοτικός οίκος»)
2. το σύνολο τών στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων που ανήκουν στην υπηρεσία ανώτατου άρχοντα
3. (λειτ.) καθεμιά από τις επιμέρους στροφές κοντακίου, οι οποίες βρίσκονται μετά το προοίμιο («οι οίκοι του Ακάθιστου Ύμνου»)
4. φρ. α) «τα εν οίκω μη εν δήμω» — αυτά που αφορούν μία οικογένεια ή ένα στενό περιβάλλον δεν πρέπει να γίνονται γνωστά σε ευρύτερο κύκλο
β) «οίκος ευγηρίας» — το γηροκομείο
γ) «οίκος τυφλών» — άσυλο τυφλών
δ) «οίκος ανοχής» — πορνείο, μπουρδέλο
μσν.-αρχ.
1. ναός, ιερό («οἴκους ἐν οἷς συνήγοντο οἱ χριστιανοί», Ευστ.)
2. η φωλιά άγριου ζώου
αρχ.
1. οποιοδήποτε μέρος χρησιμεύει για κατοικία, όπως σκηνή, σπήλαιο κ.λπ. («οἶκον μὲν ὁρᾱς τον δ' ἀμφίθυρον πετρίνης κοίτης», Σοφ.)
2. η πατρίδα, η γενέτειρα («ἵνα μὴ ἀπ' οἴκου ὦσι», Θουκ.)
3. μέρος του σπιτιού, δωμάτιο, θάλαμος ή τραπεζαρία (α. «ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῡσα τὰ σ' αὐτῆς έργα κόμιζε», Ομ. Οδ.
β. «ἀλλ' ἀρκέσει μοι οἶκος ἑπτάκλινος», Ξεν.)
4. η περιουσία, καθετί που έχει στην κατοχή του ο οικοδεσπότης («ἐδίδοσαν οἶκον αὐτῷ τὸν Νάβιδος ἐς πλέον ἢ τάλαντα ἑκατόν», Παυσ.)
5. κληρονομιά («καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους οὗτοι μὲν < ἂν> ἐκ τών πραγμάτων ἐκτήσαντο», Λυσ.)
6. κλουβί πτηνού
7. στον πληθ. οἱ οἶκοι
ένα σπίτι που έχει πολλά δωμάτια («σῶσαί με' ἐς οἴκους», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (F)οῖκος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα weik
/ woiko- «σπίτι, οικισμός» και συνδέεται με αρχ. ινδ. veśa- «σπίτι», veśά- «κάτοικος», γοτθ. weihs «χωριό». Στη μηδενισμένη βαθμίδα wik- της ρίζας ανάγονται τα: αρχ. ινδ. viś- «πατριά, ομάδα από πολλές οικογένειες», viśati, αβεστ. vĩsaiti «εγκαθίσταμαι, κάθομαι», λατ. vicus «κώμη, χωριό», αρχ. σλαβ. vĭsĩ χωριό». Η λ. οἶκος ανήκει σε μία οικογένεια λέξεων της Ινδοευρωπαϊκής, σημαντική για την ιστορία του κοινωνικού λεξιλογίου. Στην Ιρανική και στην Αρχ. Ινδική η λ. χρησιμοποιήθηκε με σημ. «πατριά, ομάδα από πολλές οικογένειες» (πρβλ. ιραν. vīs-, αρχ. ινδ. viś-), ενώ στη Λατινική και στην Αρχ. Γερμανική εξελίχθηκε στη σημ. «χωριό, κωμόπολη» (πρβλ. λατ. vicus, γοτθ. weihs). Στην Ελληνική, για την κοινωνική οργάνωση χρησιμοποιήθηκαν οι λ. γένη, φυλαί, πόλις, ενώ οι λ. οἶκος, οἰκία (βλ. λ. οικία) περιορίστηκαν στις σημ. «οικογένεια» και «τόπος διαμονής της οικογένειας» αντικαθιστώντας τη λ. δόμος (πρβλ. λατ. domus), που έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται. Η λ. οἶκος με τα πάμπολλα παράγωγα και σύνθετά της χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις σημασίες «κατοικία, διαχείριση της κατοικίας» αλλά και «υπηρέτης, κάτοικος του σπιτιού» (πρβλ. οικώ, οικέτης, οικεύς). Παράλληλα, όμως, από τη λ. οἶκος προήλθε και μία ομάδα συνθ. κυρίως λέξεων που αναφέρονται στον αποικισμό (πρβλ. άποικος, έποικος, μέτοικος).
ΠΑΡ. οίκαδε, οικείος, οικία, οικίζω, οικίσκος, οίκοθεν, οίκοι, οικώ
αρχ.
οίκαδις, οικάριον, οικεύς, οικίδιος, οικίον, οικίσκη, οίκοθι, οίκονδε, οίκοσε
αρχ.-μσν.
οικέτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οικογενής, οικοδέσποινα, οικοδεσπότης, οικοδίαιτος, οικοδόμος (I), οικονόμος, οικόπεδο(ν), οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος
αρχ.
οικοβασιλικόν, οικόδιος, οικοδέγμων, οικοδέκτωρ, οικοδεσπόζω, οικοδεσποτεία, οικοδοχεύς, οικόθετος, οικοκερδής, οικομανία, οικομαχία, οίκοποιός, οικοσκοπικόν οικοσόος, οικοτραφής, οικοτριδής, οικότριψ, οικοτύραννος, οικουργός, οικουρός, οικοφθόρος, οικοφόρος, οικοφυλάκιον, οικοφύλαξ, οικώναξ, οικωφελής
μσν.
οικόθρεπτος, οικοκρατούμαι, οικοτόπιον, οικοτριβώ
μσν.- νεοελλ.
οικοκύρης, οικολόγος
νεοελλ.
οικοδιδάσκαλος, οικολογία, οικόσημο, οικοστολή, οικοσύστημα, οικοτεχνία, οικότυπος, οικοφοβία. (Β' συνθετικό) αγροίκος, άποικος, εγκάτοικος, ένοικος, έποικος, κάτοικος, μέτοικος, πάροικος, περίοικος, σύνοικος, φερέοικος
αρχ.
αερίοικος, αμάξοικος, άνοικος, άντοικος, άοικος, απωλεσίοικος, αύτοικος, δύσοικος, εγρεσίοικος, εμδρύοικος, έξοικος, εύοικος, θυμάγροικος, κωμοκάτοικος, μεσάγροικος, μόνοικος, νέοικος, νεοκάτοικος, νεώσοικος, ομοκάτοικος, ομόοικος, ορείοικος, ορεσίοικος, ουρανοκάτοικος, ουρεσίοικος, πέδοικος, πλησίοικος, πρόοικος, πρόσοικος, πτολίοικος, συμπάροικος, σωσίοικος, υλοκάτοικος, υπάγροικος, υπέροικος, ύποικος, φέροικος, φθορόοικος, φίλοικος, φυκίοικος, χαλκίοικος, ωλεσίοικος
νεοελλ.
δουλοπάροικος, συγκάτοικος.