πλήρωμα
English (LSJ)
πληρώματος, τό,
A that which fills, complement, κρατήρων πληρώματα, i.e. wine, E.Ion1051 (lyr.); so κενὸν τόδ' ἄγγος, ἢ στέγει π. τι; ib.1412; χθονὸς πλήρωμα, i.e. men, Id.Or.1642; λίθους τοὺς εἰς τὰ πληρώματα τῷ πύργῳ προσάξεται IG22.244.109, cf. 90, al. (iv B. C.); τὸ πλήρωμα τῆς γαστρός Hp.Aër.7, Mul.2.169, cf. Epicur.Sent.Vat. 59; of excrement, Orib.8.35.7.
2 δαιτὸς πλήρωμα satiety of the feast, E., Med. 203 (anap.); πλήρωμα τυρῶν their fill of cheese, Id.Cyc.209.
3 of ships, full number, Hdt.8.43,45; but, of single ships, complement, crew, in plural, Th.7.4,12, X.HG5.1.11, D.21.155, etc.: in sg., Th.7.14; opp. ὑπηρεσία (q.v.), Lys.21.10; παραλαβὼν τῶν πολιτᾶν ἐπιλέκτους ἐμ π. τρισί IPE12.352.40 (Cherson., ii B. C.); πλήρωμα ἐπίλεκτον Plb. 1.47.6: generally, πλήρωμα παρέχεσθαι πόλεως make up the full number of citizens, Arist.Pol.1267b16, 1284a5, cf. 1291a17, Pl.R. 371e; τῶν φίλων π. ἀθροίσας E.Ion664; gang of workmen, PPetr.3p.130 (iii B. C.).
4 of number, sum, ὀγδώκοντα ἔτεα ζόης πλήρωμα μακρότατον προκεῖσθαι 80 years are fixed as life's longest sum, Hdt.3.22; τούτων π. τάλαντ' ἐγγὺς δισχίλια γίγνεται Ar.V.660; sum, total, τὸ πλήρωμα τῶν ἀγαθῶν Metrod.Herc.831.14, cf. Polystr.Herc.346p.81V., Diog.Oen. 2.
5 piece inserted to fill up, Ev. Matt.9.16, Ruf.Onom.216.
6 fullness, full and perfect nature, Ep.Rom.11.12; τὸ πλήρωμα τοῦ θεοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ, Ep.Eph.3.19, 4.13, cf. Ep.Col.1.19; πλήρωμα τῆς θεότητος ib. 2.9; later τὰ πληρώματα τῶν θεῶν Iamb.Myst.1.8; the aggregate of properties which constitute the complete nature of a thing, full specification, substance, Dam.Pr.28 bis; φθαρτὰ πληρώματα ib.34; τὰ μέσα πληρώματα ib.35 bis; τὰ ἑκάστου πληρώματα τῆς οὐσίας ib.14, cf. 56,58; πᾶς νοῦς, πλήρωμα ὢν εἰδῶν Procl.Inst.177.
7 reserves of troops, στρατιῶν Lyd.Mag.3.44 (pl.).
8 mass, complex, ὁ κόσμος πλήρωμα ἐστι κακίας, ζωῆς, Corp.Herm. 6.4, 12.15; γενομένη πλήρωμα ἀρετῶν ἥδε ἡ ψυχή Ph.2.418.
9 duties of an office, Lyd.Mag.3.6, al.; completion of a term of office (cf. 11), ib. 47.
10 freight, cargo, νεώς Ph.2.18, cf. 465: metaph., πλήρωμα εὐτυχίας ib.547.
II filling up, completing, S.Tr.1213; Ζηνὸς ἔχεις κυλίκων πλήρωμα hast the task of filling…, E.Tr.824 (lyr.).
2 fulfilment, νόμου Ep.Rom.13.10.
German (Pape)
[Seite 634] τό, die Fülle, Ausfüllung, Alles, womit man Etwas erfüllt, ergänzt; δαιτὸς πλήρωμα κυλίκων, Eur. Med. 203; Tr. 824 u. öfter; die ganze Summe, Ar. Vesp. 660; ὀγδώκοντα ἔτεα ζόης πλήρωμα μακρότατον πρόκειται, Her. 3, 22, achtzig Jahre sind als die längste Ausfüllung der Lebenszeit gesetzt; πλήρωμα πόλεώς εἰσιν καὶ μισθωτοί, Plat. Rep. II, 371 e. Bes. bei Schiffen, die Bemannung, Her. 8, 43; Thuc. 7, 4. 12; Xen. u. A.; Lys. 21, 10 fügt hinzu καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρεσία; Pol. πληρώματι ἐπιλέκτῳ καταρτίζειν τὴν ναῦν, 1, 47, 6; von den eigentlichen Soldaten unterschieden, 1, 47, 6 ff. u. öfter. – Auch = Folgdm; πυρᾶς, Errichten des Scheiterhaufens, Soph. Trach. 1203.
French (Bailly abrégé)
πληρώματος (τό) :
I. tout ce qui remplit ou complète, d'où
1 contenu d'un vase, population d'une ville ; particul. équipage ou cargaison d'un navire ; vaisseau équipé;
2 somme, total;
II. action de remplir : πυρᾶς SOPH érection d'un bûcher jusqu'au faîte;
NT: plénitude ; abondance ; accomplissement.
Étymologie: πληρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλήρωμα πληρώματος, τό [πληρόω] wat vult vulsel, vulling:; κρατήρων πληρώματα de inhoud van de mengvaten Eur. Ion 1052; αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου want de ingezette lap trekt aan de mantel NT Mt. 9.16; overvloed:. δαιτὸς πλήρωμα overvloed van het maal Eur. Med. 203. het vullen:; κυλίκων πλήρωμα het vullen van de bekers Eur. Tr. 824; πύρας πλήρωμα het oprichten van de brandstapel Soph. Tr. 1213; overdr. vervulling:. πλήρωμα... νόμου ἡ ἀγάπη de liefde (is) de vervulling van de wet NT Rom. 13.10. bemanning:; βραχεῖα ἀκμὴ πληρώματος topconditie van een bemanning (duurt) kort Thuc. 7.14.1; groot aantal:. φίλων πλήρωμα een schare vrienden Eur. Ion 664. totaal, som:; ὀγδώκοντα δὲ ἔτεα ζόης πλήρωμα ἀνδρί tachtig jaar als de maximale levensduur voor een mens Hdt. 3.22.4; volheid:. τὸ πλήρωμα τοῦ θεοῦ de volheid Gods NT Eph. 3.19.
Russian (Dvoretsky)
πλήρωμα: πληρώματος τό
1 наполнение, заполнение: κυλίκων π. ἔχειν Eur. заниматься наполнением кубков, т. е. быть виночерпием; πυρᾶς π. Soph. заполнение (дровами), т. е. сооружение костра; π. τοῦ ἱματίου NT = ἐπίβλημα;
2 содержимое (κρατήρων Eur.): στέγειν π. τι Eur. быть чем-л. заполненным; δαιτὸς π. Eur. угощение;
3 исполнение или завершение (π. νόμου ἡ ἀγάπη, sc. ἐστιν NT);
4 полнота: ὅτε ἦλθε τὸ π. τοῦ χρόνου NT когда исполнилось (наступило) время; τὸ π. τῶν ἐθνῶν NT все народы;
5 население (χθονός Eur.; πόλεως Plat.; γῆς NT);
6 общее число, сумма: τὸ αὐτὸ π. Her. такое же число (кораблей); ζόης π. μακρότατον Her. наибольшая продолжительность жизни; τούτων π. τάλαντ᾽ ἐγγὺς δισχίλια γίγνεται Arph. эта сумма достигает приблизительно двух тысяч талантов;
7 воен., мор. полное укомплектование, команда: πληρώματι ἐπιλέκτῳ καταρτίζειν τὴν ναῦν Polyb. укомплектовать корабль отборной командой; τὸ π. καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρεσία Lys. гребцы и прочий экипаж;
8 множество, толпа (φίλων Eur.).
English (Strong)
from πληρόω; repletion or completion, i.e. (subjectively) what fills (as contents, supplement, copiousness, multitude), or (objectively) what is filled (as container, performance, period): which is put in to fill up, piece that filled up, fulfilling, full, fulness.
English (Thayer)
πληρώματος, τό (πληρόω), the Sept. for מְלֹא;
1. etymologically it has a passive sense, that which is (or has been) filled; very rarely so in classical Greek: a ship, inasmuch as it is filled (i. e. manned) with sailors, rowers, and soldiers; ἀπό δύο πληρωματων Ἐμάχοντο, Lucian, ver. hist. 2,37; πέντε εἶχον πληρώματα, ibid. 38. In the N.T. the body of believers, as that which is filled with the presence, power, agency, riches of God and of Christ: τοῦ Χριστοῦ, ἡλικία, 1c. (cf. Winer's Grammar, § 30,3 N. T; Buttmann, 155 (136))); εἰς πᾶν τό πλήρωμα τοῦ Θεοῦ, that ye may become a body wholly filled and flooded by God, WH marginal reading reads πληρωθῇ πᾶν τό
2. that which fills or with which a thing is filled: so very frequently in classical Greek from Herodotus down; especially of those things with which ships are filled, freight and merchandise, sailors, oarsmen, soldiers (cf. our 'complement' (yet cf. Lightfoot as below, p. 258f)) (of the animals filling Noah's ark, Philo de vit. Moys. ii. § 12); πλήρωμα πόλεως, the inhabitants or population filling a city, Plato, de rep. 2, p. 371e.; Aristotle, polit. 3,13, p. 1284{a}, 5; 4,4, p. 1291a, 17; others. So in the N.T. ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, whatever fills the earth or is contained in it, (τό πλήρωμα τῆς θαλάσσης, κοφίνων πληρώματα, those things with which the baskets were filled, (basketfuls), T Tr WH (on this passive, cf. Lightfoot as below, p. 260); also σπυρίδων πληρώματα, the filling (Latin complementum) by which a gap is filled up, that by which a loss is repaired, spoken of the reception of all the Jews into the kingdom of God (see ἥττημα, 1), πληρόω, 2b. α.), that portion of time by which a longer antecedent period is completed; hence, completeness, fullness, of time: τοῦ χρόνου, τῶν καιρῶν, οἰκονομία).
3. fullness, abundance: full number, πλήρωσις (see καύχημα, 2), i. e. a fulfilling, keeping: τοῦ νόμου (see πληρόω, 2c. α.), Romans, ii., p. 469ff; (especially Lightfoot's Commentary on Colossians, p. 257ff).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν πληρώ / πληρώνω
1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο
2. φρ. «το πλήρωμα του χρόνου»
εκκλ. α) προκαθορισμένος χρόνος, συμπλήρωση ορισμένου χρονικού διαστήματος, η συντέλεια του κόσμου
β) (στην Καινή Διαθήκη) η ολοκλήρωση τών προϋποθέσεων, σε ορισμένο χρόνο, για την πραγματοποίηση του θείου σχεδίου της σωτηρίας τών ανθρώπων με την ενανθρώπιση του Χριστού
νεοελλ.
1. πληρωμή, εξόφληση τών οφειλομένων
2. το σύνολο τών προσώπων που υπηρετούν σε ένα μεταφορικό μέσο ή διαστημικό σκάφος
3. βοτ. άλλη ονομασία για το προκάμβιο
4. φρ. «χριστεπώνυμον πλήρωμα»
εκκλ. το σύνολο τών ασπαζομένων την χριστιανική πίστη, η ολότητα τών χριστιανών
νεοελλ.-αρχ.
αυτό με το οποίο γεμίζει κάτι, η γέμιση, το γέμισμα
μσν.-αρχ.
ορισμένο συμπληρωμένο χρονικό διάστημα («τὸ πλήρωμαν ἡμέρας», Λιβ. Ροδ.)
(
Greek Monotonic
πλήρωμα: πληρώματος, τό,
I. 1. γέμισμα, σε Ευρ.
2. πλήρωμα δαιτός, κορεσμός ευωχίας, πανδαισίας, στον ίδ.· πλήρωμα τυρῶν, χορτασμός από τυρί, στον ίδ.
3. λέγεται για πλοία στο σύνολό τους, πλήρης αριθμός, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για μεμονωμένα πλοία, το πλήρωμά τους, σε Θουκ. κ.λπ.
4. λέγεται για αριθμό, το όλο, το σύνολο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
5. το μέρος που παρεμβάλλεται για να συμπληρωθεί κάτι, σε Καινή Διαθήκη
6. πληρότητα, πλήρης και τέλεια φύση, στο ίδ.
II. 1. πλήρωση, συμπλήρωση, σε Σοφ.· κυλίκων πλήρωμα, έχω το καθήκον του γεμίσματός τους, σε Ευρ.
2. εκπλήρωση, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πλήρωμα: τὸ πληροῦν ἢ γεμίζον τι, γέμισμα, κρατήρων πληρώματα, δηλ. οἶνος Εὐρ. Ἴων 1051· οὕτω, κενὸν τόδ’ ἄγγος ἢ στέγγει πλ. τι; αὐτόθι 1412· πλ. χθονός, δηλ. ἄνθρωπος, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1642· τὸ πλ. τῆς γαστρὸς Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. 662. 41· ἐπὶ περιττωμάτων, Ὀρειβ. σ. 209 Ματθ. 2) πλ. δαιτός, ὁ κόρος τῆς εὐωχίας, Εὐρ. Μήδ. 203· πλ. τυρῶν, μέχρι χορτασμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 209. 3) ἐπὶ πλοίων, πλήρης, τέλειος ἀριθμός, Ἡρόδ. 8. 43, 45, Εὐρ. Ἴων. 664· ἀλλ’ ἐπὶ τῶν καθ’ ἕκαστα πλοίων, τὸ πλήρωμα, οἱ ναῦται καὶ οἱ μάχιμοι, Θουκ. 7. 4, 12, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 11, Δημ. 565. 1, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρεσία (ὃ ἴδε), Λυσί. 162. 25· οὕτω εἴ γ’ οἱ τεχνῖται πάντες δημόσιοι ἔσονται καὶ μὴ πλήρωμά τι παρέξονται τῆς πόλεως Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 22., 3. 13, 3, πρβλ. 4. 4, 12, Πλάτ. Πολ. 371Ε. 4) ἐπὶ ἀριθμοῦ, τὸ ὅλον, τὸ κεφάλαιον ὀγδώκοντα ἔτεα ζόης πλ. μακρότατον πρόκειται, 80 ἔτη εἶναι ὡρισμένα ὡς τὸ μακρότατον ὅλον τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, Ἡρόδ. 3. 22· τούτων πλ. τάλαντ’ ἐγγὺς δισχίλια γίγνεται Ἀριστοφ. Σφ. 660. 5) ἀναπλήρωμα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. 6) παρὰ τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ ἐννοίας ἀναλόγου πρὸς τὴν σημασ. 3, τὸ πλῆρες, πληρότης, φύσις πλήρης καὶ τελεία, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 12· τὸ πλ. τοῦ θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ πρ Ἐφεσ. γ΄, 19, δ΄, 13, πρβλ. πρὸς Κολασσ. α΄, 19· τῆς θεότητος αὐτόθι 2. 9· ― περὶ τῆς σημασίας τῆς λέξ. παρὰ τοῖς γνωστικοῖς ἴδε Neander 1. σ. 704. ΙΙ. = πλήρωσις, ἦ καὶ πυρᾶς πλήρωμα τῆς εἰρημένης; Σοφ. Τρ. 1213· Ζηνὸς κυλίκων πλ. ἔχων, ἔχων τὸ ἔργον τῆς πληρώσεως…, Εὐρ. Τρῳ. 824. 2) ἐκπλήρωσις, τοῦ νόμου Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιγ΄, 10.
Middle Liddell
[from πληρόω
I. a full measure, Eur.
2. πλ. δαιτός the satiety of the feast, Eur.; πλ. τυρῶν their fill of cheese, Eur.
3. of ships, a full number, Hdt., Eur.; of single ships, their complement, Thuc., etc.
4. of number, the sum, total, Hdt., Ar.
5. a piece inserted to fill up, NTest.
6. fulness, full and perfect nature, NTest.
II. a filling up, completing, Soph.; κυλίκων πλ. ἔχων to have the task of filling them, Eur.
2. fulfilment, NTest.
Chinese
原文音譯:pl»rwma 普累羅馬
詞類次數:名詞(17)
原文字根:充滿(著) 相當於: (מְלֹא)
字義溯源:充滿,完滿,裝滿,總數,補,足量,豐滿,豐盛,滿足,補上,完全;源自(πληρόω)=使其充滿), (πληρόω)出自(πλήρης)=滿的),而 (πλήρης)出自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(16);太(1);可(2);約(1);羅(4);林前(1);加(1);弗(4);西(2)
譯字彙編:
1) 豐滿(5) 約1:16; 羅11:12; 弗1:23; 弗3:19; 弗4:13;
2) 滿足(2) 加4:4; 弗1:10;
3) 豐盛(2) 西1:19; 西2:9;
4) 所充滿的(1) 林前10:26;
5) 豐盛的(1) 羅15:29;
6) 總數(1) 羅11:25;
7) 補(1) 可2:21;
8) 裝滿(1) 可8:20;
9) 所補上的(1) 太9:16;
10) 就完全了(1) 羅13:10
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
remigium, remiges, oarsmen, rowers, 7.4.6, 7.12.3, 7.12.37.13.2, 7.14.1, 8.95.2.
Translations
satiety
Arabic: شَبَع; Bulgarian: насита, насищане; Catalan: sacietat; Chinese Mandarin: 飽腹感, 饱腹感; Czech: sytost, nasycenost; Danish: mæthed; Dutch: verzadiging; Finnish: kylläisyys; French: satiété; Galician: saciedade, fartura; Georgian: სიმაძღრე; German: Sattheit, Sättigung, Befriedigung; Greek: κορεσμός; Ancient Greek: ἅδος, ἔμπλησμα, διακορία, ἦδος, κόρος, πληθώρα, πληθώρη, πλήρωμα, πλησμονή, τὸ πλήσμιον, χορτασία, χορτασμός; Hebrew: שֹבַע, שָֹבְעָה; Latin: satietas; Manx: sonnys; Polish: sytość, najedzenie; Portuguese: saciedade; Punjabi: ਰੱਜ; Romanian: sațietate; Russian: сытость; Spanish: saciedad; Tocharian B: soylñe; Turkish: tokluk; Welsh: syrffed; ǃXóõ: da̰m