νίκη

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,
A victory, νίκη φαίνεται Μενελάου victory clearly belongs to Menelaos, Il.3.457, cf. Alc.80, etc.; μάχης νίκη Il.7.26, 8.171; νίκη πολέμου Pl.Lg. 641a, cf. c; ἡ ἐν τῷ πολέμῳ νίκη ib.647b: freq. of victory in the games, Ἰσθμία νίκη Pi.I.2.13; νίκη παγκρατίου or νίκη ἀπὸ παγκρατίου, ib.7(6).22, 6(5).60: c. gen. objecti, νίκη ἀντιπάλων victory over... Ar.Eq.521; ἡ τῶν ἡδονῶν νίκη Pl.Lg. 840c: c. gen. rei, τῶν πολεμικῶν νίκη X.Mem.3.4.5; νίκη δοῦναί τινι Il.16.845, etc.; νίκη καὶ κράτος S.El.85; νίκην νικᾶν τινα, v. νικάω 1.1, 11.1b.
2 later, generally, mastery, ascendancy, etc., in all relations, νίκην διασῴζεσθαι to keep the fruits of victory, X.Cyr.4.2.26, cf. 4.1.15.
3 success in a lawsuit, Od.11.544; in the concrete, damages, etc., recovered, Leg.Gort.9.31.
II pr. n., Nike, the goddess of victory, Hes.Th.384, cf. Pi.I.2.26, etc.; Νίκη Ἀθάνα Πολιάς S.Ph.134, cf. E. Ion457 (lyr.), 1529.
2 Astrol., name of sixth κλῆρος, Paul.Al.K.3, Cat.Cod.Astr.1.160.

German (Pape)

[Seite 256] ἡ, der Sieg; Hom. oft, der Sieg in der Schlacht, Il. 3, 457. 4, 13 u. sonst, auch νίκη μάχης, 7, 26. 8, 171; τινός, über Einen, Ar. Equ. 524; bei Hom. ist aber νίκη Μενελάου der Sieg, den Menelaus davonträgt; im Rechtsstreit, εἵνεκα νίκης, τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος, Od. 11, 544. Bei Pind. oft Sieg in den Kampfspielen, ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, I. 2, 13, φέρει νίκαν παγκρατίου, 6, 22, τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, N. 2, 19; auch ἄραντο νίκας ἀπὸ παγκρατίου, I. 5, 57, davontragen; Tragg.; εἴη δὲ νίκη καὶ κράτη τοῖς ἄρσεσιν, Aesch. Suppl. 929; ταῦτα φέρει νίκην τ' ἐφ' ἡμῖν καὶ κράτος τῶν δρωμένων, Soph. El. 85; νίκην δὸς ἡμῖν, Eur. El. 675; νίκη πολέμου, Plat. Legg. I, 641 a, od. ἐν τῷ πολέμῳ, 647 b; μέχρι νίκης πολεμεῖν, Menex. 242 d; Gegensatz ἧττα, Legg. I, 638 a u. öfter, wie Folgde. Bei Pol. 22, 1, 1 steht auch ἡ νίκη τῶν Ῥωμαίων ἡ πρὸς Ἀντίοχον.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 victoire : εἴη δ' ἐπὶ νίκῃ ESCHL que ce soit pour la victoire ! que cela réussisse !;
2 gain d'un procès.
Étymologie: R. Νεκ, porter ; cf. ἤνεγκον, ἐνήνοχα, litt. le prix qu'on remporte.

Russian (Dvoretsky)

νίκη:
I дор. νίκα (ῑ) ἡ
1 победа (μάχης Hom.; πολέμου и ἐν τῷ πολέμῳ Plat.): ν. τῶν Ῥωμαίων Polyb. победа римлян; ν. ἀντιπάλων Arph. победа над противниками; ἡ τῶν ἡδονῶν ν. Plat. подавление наслаждений (т. е. страстей); εἴη δ᾽ ἐπὶ νίκῃ! Aesch. да кончится дело победой!; ν. τήν μιν νίκησα Hom. победа, которую я одержал над ним.
II (ῑ) дор. 3 л. sing. impf. к νίκημι.

Greek (Liddell-Scott)

νίκη: ἐνίκα, ἴδε νίκημι.

English (Autenrieth)

victory, in battle or before the tribunal, Od. 11.544.

English (Strong)

apparently a primary word; conquest (abstractly), i.e. (figuratively) the means of success: victory.

Greek Monolingual

η (AM νίκη, Α δωρ. τ. νίκα)
1. επικράτηση σε μάχη, υπερίσχυση σε πολεμικό αγώνα (α. «η νίκη τών Ελλήνων ήταν περιφανής» β. «νίκας τοῖς εὐσεβέσι κατ' ἐναντίων δωρούμενος», Μηναί.
γ. «νίκη μὲν δή... ἀρηϊφίλου Μενελάου», Ομ. Ιλ.)
2. επιβολή σε ηθικό, πνευματικό ή υλικό επίπεδο («τὸ νικᾱν ἑαυτὸν ἀρίστη καὶ καλλίστη νίκη», γνωμ.)
3. επιτυχία σε δικαστικό ή αθλητικό αγώνα
4. ως κύριο όν. η Νίκη
αρχαία θεότητα, προσωποποίηση της νίκης
5. φρ. α) «Πύρρειος νίκη» ή «νίκη Πύρρου» — η νίκη που κερδίζει κάποιος με πολύ μεγάλες απώλειες ώστε να ισοδυναμεί με ήττα
β) «Καδμεία νίκη»
(κατά τον πόλεμο τών αδελφών Ετεοκλέους και Πολυνείκη, στον οποίο σκοτώθηκαν και οι δύο) η νίκη κατά την οποία ο νικητής έχει εξίσου βαριές απώλειες, όπως και ο νικημένος
αρχ.
1. αποζημίωση για φθορά που έγινε
2. τα χρήματα που λαμβάνονται για ένα έργο, ο μισθός, το κέρδος
3. αστρολ. ονομασία του έκτου κλήρου
4. ως κύριο όν. α) συχνά ταυτίζεται με την Αθηνά («Νίκη Ἀθάνα Πολιάς», Ευρ.)
β) όνομα μιας από τις Θεσπιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. νεῖκος «έριδα, φιλονικία» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Ήδη από τους ομηρικούς χρόνους η λ. νίκη και το ρ. νικῶ χρησιμοποιήθηκαν για να εκφράσουν γενικότερα τη σημ. «κυριεύω, αποσπώ» και έτσι η λ. κάλυψε σημασιολογικά εν μέρει τη σημ. της λ. κράτος (πρβλ. νῖκος). Η μτχ. αορ. νικήσας, επίσης, χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του ρηματ. επιθ. νικητής. Η λ., τέλος, εμφανίζεται σε παράγωγη και σε σύνθετη μορφή σε πλήθος ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Νικάνωρ, Νικόστρατος, Ανδρόνικος, Πολυνίκης, Νικίας κ.ά.).
ΠΑΡ. νικώ
αρχ.
νικαίος, νικάριον, νικάς, νικήεις, νικίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νικηφόρος
αρχ.
νικόβουλος, νικομάχας, νικοτέλεια
αρχ.-μσν.
νικοποιός
μσν.
νικαγωγεύς, νικάρχης, νικεπώνυμος, νικοδέσποτος, νικοσύνθετος, νικουργός. (Β' συνθετικό -νικος) καλλίνικος, φιλόνικος
αρχ.
αξιόνικος, αριστόνικος, αστύνικος, επίνικος, ιππόνικος, Ισθμιόνικος, Ολυμπιόνικος, ουρανόνικος, πάννικος, Πυθιόνικος, Πυθόνικος, φερένικος, χορόνικος
νεοελλ.
αφιλόνικος. (Β' συνθετικό -νίκης / -νίκᾱς) Ολυμπιονίκης, πολυνίκης
αρχ.
ασκληπιονίκης, βωμονίκης, Εφεσηονίκης, θεμιονίκης, ιατρονίκης, ιερονίκης, Ισθμιονίκης, Λυκαιονίκης, Νεμεονίκης, παντονίκης, παραδοξονίκης, περιοδονίκης, πλειστονίκης, Πυθιονίκης
νεοελλ.
βαλκανιονίκης].

Greek Monotonic

νίκη: [ῑ], ἡ,
I. 1. νίκη, επικράτηση σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σε αθλητικούς αγώνες, σε Πίνδ. κ.λπ.· με γεν. υποκειμενική, νίκη φαίνεται Μενελάου, φανερά ανήκει στον Μενέλαο, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά και με γεν. αντικειμενική, νίκη ἀντιπάλων, νίκη, υπερκράτηση έναντι των αντιπάλων, σε Αριστοφ.
2. γενικά, κυριαρχία, υπερίσχυση, υπερτέρηση· νίκην διασῴζεσθαι, διαφυλάσσω τους καρπούς της νίκης, σε Ξεν.
II. ως κύριο όνομα, ἡ Νίκη, η θεά της νίκης, σε Ησίοδ.
νίκη: ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. του νίκημι.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: victory, upper hand, in a battle, in a contest, before court etc. (Il.), personif. Νίκη the Goddess of Victory (Hes.).
Other forms: Dor. νίκα.
Compounds: Compp., e.g. νικη-φόρος (Dor. -α-) carry away victory (Pi., A.), νικό-βουλος who wins in the council (Ar. Eq. 615; hidden PN, connected with νικάω), φιλό-νικος loving victory, emulating, pugnaceous with -ία, -έω (Pi., Democr., Att.), often written with -ει- and associated with νεῖκος; Όλυμπιο-νίκης, Dor. -ας m. Olympia-victor (Pi., IA.; on the stemformation Schwyzer 451); many PN, e.g. Νικό-δημος, Ίππό-νικος.
Derivatives: 1. From Νίκη: νικάς, -άδος f., νικ-άδιον, -ίδιον (small) Nike-statue (inscr.); 2. Adj. νικαῖος belonging to victory (Call., J.), νικάεις rich in victory/ies (AP); to νικη-τήριος, -τικός below. -- Besides, prob. as denomin., νικάω, Ion. νικέω, Aeol. νίκημι, aor. νικῆσαι, pass. νικ-ηθῆναι, fut. -ήσω (all Il.), perf. νενίκηκα (Att.), rarely with prefixes, e.g. ἐκ-, κατα-, προ-, vanquish, overcome, conquer; on the ep. use of νίκη, νικάω Trümpy Fachausdrücke 192 ff. From νικάω: 1. νικάτωρ, -ορος m. victor, surn. of the kings Seleukos and Demetrios of Syria (hell. inscr.) with νικατόρειον tomb of Νικάτωρ (App.), also PN with the patron. Νικατορίδας (Rhodos; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 163 A. 1), νικήτωρ id. (D. C.). -- 2. νικατήρ, -ῆρος m. victor (Dreros III--IIa), νικητής m. id. (III--IVp). -- 3. νίκημα (Dor. -α-) n. prize of victory, victory (hell., Crete). -- 4. νίκαθρον n. offer(ing) for victory (Sparta), νίκαστρον n. prize of victory (Phot., H.); on the formation Chantraine Form. 373 und 333 f. --5. νικητήριος, n. -ον belonging to victory, prize of v. (Att.) and νικητικός what helps for victory (X., hell.), both also connected to νίκη.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: An innovation for νίκη is νῖκος n. (hell.), after κάτος (Fraenkel Glotta 4, 39ff., Wackernagel Unt. 81 f.). --Unclear νικάριον n. name of an eyesalve (Alex. Trall.); Anatolian? cf. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 100; cf. on νεκταρ. There is no convincing etymology. After Brugmann RhM 43, 403 a. Osthoff MU 4, 223 f. to Skt. nīca- directed downwards, OCS nicь directed forward, on the face, Latv. nīcām down the stream etc. Rejected by J. Schmidt Pluralbild. 395 n. 1 (S. 396), who prefers connecting Lith. ap-nìkti attack; νίκη would be cognate with νεῖκος (s.v. with further forms); IE nēik-, nīk-?. Pre-Greek origin Sittig La nouvelle Clio (Brusssels) 3 (1951), 33; not in Fur.

Middle Liddell

νῑ́κη, ἡ,
I. victory in battle, Il., etc.; in the games, Pind., etc.:—c. gen. subjecti, νίκη φαίνεται Μενελάου plainly belongs to Menelaus, Il.; but c. gen. objecti, νίκη ἀντιπάλων victory over opponents, Ar.
2. generally, the upper hand, ascendancy, νίκην διασώζεσθαι to keep the fruits of victory, Xen.
II. as prop. n. Nike, the goddess of victory, Hes.

Frisk Etymology German

νίκη: {níkē}
Forms: dor. νίκα
Grammar: f.
Meaning: Sieg, Oberhand, in der Schlacht, im Wettkampf, vor Gericht usw. (seit Il.), personif. Νίκη die Siegesgöttin (seit Hes.).
Composita: Kompp., z.B. νικηφόρος (dor. -α-) den Sieg davontragend (Pi., A. usw.), νικόβουλος der im Rat siegt (Ar. Eq. 615; verdeckter PN, auf νικάω bezogen), φιλόνικος den Sieg liebend, wetteifernd, streitsüchtig mit -ία, -έω (Pi., Demokr., att.), oft mit -ει- geschrieben und mit νεῖκος assoziiert; Ὀλυμπιονίκης, dor. -ας m. Olympiensieger (Pi., ion. att.; zur Stammbildung Schwyzer 451); zahllose EN, z.B. Νικόδημος, ‘Ιππόνικος.
Derivative: Ableitungen: 1. Von Νίκη: νικάς, -άδος f., νικάδιον, -ίδιον ‘(kleine) Nike-Statue’ (Inschr.); 2. Adj. νικαῖος zum Sieg gehörig (Kall., J. usw.), νικάεις siegreich (AP); zu νικητήριος, -τικός unten. — Daneben, wohl als Denominativum, νικάω, ion. νικέω, äol. νίκημι, Aor. νικῆσαι, Pass. νικηθῆναι, Fut. -ήσω (alles seit Il.), Perf. νενίκηκα (att.), vereinzelt mit wechselnden Präfixen, z.B. ἐκ-, κατα-, προ-, siegen, ersiegen, besiegen; zum ep. Gebrauch von νίκη, νικάω Trümpy Fachausdrücke 192 ff. Von νικάω: 1. νικάτωρ, -ορος m. Sieger, Bein. der Könige Seleukos und Demetrios von Syrien (hell. Inschr.) mit νικατόρειον Grabmal des Νικάτωρ (App.), auch PN mit dem Patron. Νικατορίδας (Rhodos; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 163 A. 1), νικήτωρ ib. (D. C.). — 2. νικατήρ, -ῆρος m. Sieger (Dreros III—IIa), νικητής m. ib. (III—IVp). — 3. νίκημα (dor. -α-) n. Siegespreis, Sieg (hell., Kreta). — 4. νίκαθρον n. Siegesopfer (Sparta), νίκαστρον n. Siegespreis (Phot., H.); zur Bildung Chantraine Form. 373 und 333 f. —5. νικητήριος, n. -ον ‘zum. Sieg gehörig, Siegespreis' (att.) und νικητικός zum Sieg dienlich (X., hell.), beide auch auf νίκη beziehbar.
Etymology: Eine Neubildung für νίκη ist νῖκος n. (hell.), nach κάτος (Fraenkel Glotta 4, 39ff., Wackernagel Unt. 81 f.). —Unklar νικάριον n. N. einer Augensalbe (Alex. Trall.); kleinasiatisch?, vgl. Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 100. Eine überzeugende Etymologie fehlt. Nach Brugmann RhM 43, 403 u. Osthoff MU 4, 223 f. zu aind. nīca- ‘nieder- wärts gerichtet’, aksl. nicь vorwärts geneigt, aufs Gesicht, lett. nīcām stromabwärts usw.; dabei wäre νικάω eig. "niedermachen" (von *νικος nach unten gerichtet), wozu als Rückbildung νίκη eig. "die Niedermachung". Ablehnend J. Schmidt Pluralbild. 395 A. 1 (S. 396), der νίκη eher an lit. ap-nìkti anfallen u. Verw. anschließen will; νίκη wäre also mit νεῖκος (s.d. n.ι. weiteren Formen u. Lit.) verwandt (idg. nēik-, nī̆k-?). Für vorgr. Herkunft Sittig La nouvelle Clio(Brüssel) 3 (1951), 33.
Page 2,320-321

Chinese

原文音譯:n⋯kh 你咳
詞類次數:名詞(1)
原文字根:征服 相當於: (יֵשַׁע‎)
字義溯源:征服,勝利*,得勝
同源字:1) (νικάω)得勝 2) (νίκη)勝利 3) (νῖκος)征服者,得勝 4) (ὑπερνικάω)得勝有餘
出現次數:總共(1);約壹(1)
譯字彙編
1) 勝利(1) 約壹5:4

English (Woodhouse)

victory, triumph over

Lexicon Thucydideum

victoria, victory, 1.49.3, 1.54.2, 1.63.2, 1.118.3, 1.121.4, 2.54.4. 4.73.1, 4.73.2, 4.134.1, 5.75.1. 6.16.2, 6.68.2, 6.80.4, 7.23.3, 7.41.3, 7.55.1, 7.59.2, 7.73.2, 8.27.6, 8.87.4, 8.106.1, 8.106.4.

Translations

victory

Abkhaz: аиааира; Afrikaans: oorwinning; Albanian: fitore; Arabic: اِنْتِصَار, نَصْر; Egyptian Arabic: نصر; Armenian: հաղթանակ; Asturian: victoria; Avar: бергьенлъи; Azerbaijani: qalibiyyət, qələbə, zəfər; Arabic: غالبیت, غلبه, ظفر; Cyrillic: галибијјәт, гәләбә, зәфәр; Baluchi: سوب; Bashkir: еңеү; Basque: garaipen; Belarusian: перамога; Bengali: বিজয়; Breton: trec'h; Bulgarian: победа; Burmese: အောင်ပွဲ; Buryat: илалта; Catalan: victòria; Cebuano: kadaogan; Central Franconian: Siech; Chechen: толам; Chinese Cantonese: 勝利/胜利; Dungan: шынли; Hokkien: 勝利/胜利; Mandarin: 勝利/胜利, 捷; Czech: vítězství; Danish: sejr; Dutch: victorie, overwinning, zege; Esperanto: venko; Estonian: võit; Finnish: voitto; French: victoire; Old French: victorie; Friulian: vitorie, vincite; Galician: victoria, vitoria; Georgian: გამარჯვება, ძლევა; German: Sieg; Gothic: 𐍃𐌹𐌲𐌹𐍃; Greek: νίκη; Ancient Greek: νίκη, νίκα, νικηφορία, νικαφορία, κράτος, ἐπικράτησις; Hebrew: ניצחון \ נִצָּחוֹן; Hindi: ज़फ़र, जय, जीत, विजय; Hungarian: diadal, győzelem; Hunsrik: Siegh; Icelandic: sigur; Ido: vinko; Indonesian: kemenangan; Ingrian: voitto; Irish: áitheas; Italian: vittoria, vincita; Japanese: 勝ち, 勝利; Kalmyk: дииллһн, диилвр; Kannada: ವಿಜಯ; Kazakh: жеңіс; Khakas: чиңіс; Khmer: ជ័យ; Korean: 승리(勝利); Kurdish Northern Kurdish: biserketin, zafer; Kyrgyz: жеңиш; Lao: ໄຊ, ໄຊຊະນະ, ຊະຍະ; Latin: victoria; Latvian: uzvara; Lithuanian: pergalė; Low German: Sieg; Macedonian: победа; Malagasy: fandresena; Malay: kemenangan; Malayalam: വിജയം; Maltese: vittorja, rebħa; Maori: wikitōriatanga, winitanga; Mongolian Cyrillic: ялалт; Mongolian: ᠢᠯᠠᠯᠲᠠ; Norwegian Norwegian Bokmål: seier; Norwegian Nynorsk: siger; Occitan: victòria; Old Church Slavonic Cyrillic: побѣда; Old East Slavic: побѣда, съдолѣниѥ; Old English: siġe; Old Norse: sigr; Ossetian: уӕлахиздзинад; Ottoman Turkish: ظفر; Pali: jaya; Pashto: غلبه, نصر, پېروزي, ظفر; Persian: پیروزی, غَلَبِه, نَصْر, ظَفَر, فَتْح, اِنْتِصار; Polish: zwycięstwo, wygrana; Portuguese: vitória; Quechua: atiy, llalli; Rajasthani: विजै; Romagnol: vitöria; Romanian: victorie; Russian: победа, виктория; Sanskrit: जय, विजय; Scottish Gaelic: buaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏беда, по̏бједа; Roman: pȍbeda, pȍbjeda; Slovak: víťazstvo; Slovene: zmaga; Southern Altai: јеҥӱ; Spanish: victoria; Swahili: ushidi; Swedish: seger, vinst; Tagalog: tagumpay; Tajik: фирӯзӣ, пирӯзӣ, ғалаба, зафар, наср, нусрат, интисор; Tamil: வெற்றி; Tatar: җиңү, отыш; Telugu: విజయం; Thai: ชัย, ชัยชนะ; Tibetan: རྒྱལ་ཁ; Turkish: galebe, galibiyet, muzafferiyet, utku, yengi, zafer; Turkmen: boluş, ýeňiş; Tuvan: тиилелге; Ukrainian: перемога; Urdu: ظَفَر, جِیت; Uyghur: غەلىبە, نۇسرەت, ئۇتۇق; Uzbek: gʻalaba, nusrat, yutuq, zafar; Vietnamese: thắng, thắng lợi; Volapük: vikod; Walloon: victwere; Welsh: buddugoliaeth; Yakut: кыайыы; Yiddish: זיג