μεταβάλλω

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβάλλω Medium diacritics: μεταβάλλω Low diacritics: μεταβάλλω Capitals: ΜΕΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: metabállō Transliteration B: metaballō Transliteration C: metavallo Beta Code: metaba/llw

English (LSJ)

fut. -

   A βᾰλῶ Ar.Av.1568: aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi, μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94; χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp.204 (anap.), cf. Gal.15.556; μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar. l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14; μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.    II turn about, change, alter, τὸ οὔνομα Hdt.1.57; τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73; τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68; μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th.723; ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R.381b; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117; ὀργὰς μ. E.Med.121 (anap.); μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36, Eup.357.7; μ. τὸ ἔθος Th.1.123; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77; μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht.181c: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib.363 (troch.); εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R.424c; πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra.405d; ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd.96b; ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R.508d: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς . . μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib.404a.    b translate, νόμον εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν J.AJProoem.3, cf. 12.2.13 (Pass.).    c stir with a spoon, Dsc.3.22 (Pass.).    III intr., undergo a change, μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65, cf. Antipho 2.4.9; μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R.553a, etc.; μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt.270d; ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol.1276b14, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of, καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι . . συντυχίαι E.Tr.1118.    b vary, μεταβάλλειν τὰς ἐπιστήμας τοῖς τόποις Phld.Rh.2.115 S.    2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, μεταβαλόντας ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας Id.7.170, cf. E.Ion 1614, Pl.Smp.204e, Grg. 480e: also pres. part. μεταβάλλων Id.Tht.166d.    B Med., turn round, shift a load, μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8; προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16.    2 cause to be removed, σῖτον PHib.1.45.6 (iii B. C.), etc.    b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).    II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6; μ. τοὺς τρόπους Ar.V.1461 (lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).    2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El.1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, οἴνου μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν Pl.Lg.849d; μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph.223d; μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6, cf. D.S. 5.13.    III turn oneself, turn about, ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg.481e, Din.1.17; esp.    2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31; πρός τινα Axionic.6.10.    3 turn or wheel round, μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6; τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10: abs., turn about, μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207.

German (Pape)

[Seite 144] (s. βάλλω), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς Ζεύς, El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσθαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., τίς οὖν ἂν ἀξίαν – μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ οὔνομα, den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben ἀλλοιόω, ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, εἶδος καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Ggstz von προβάλλεσθαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, 8, 109; ὅταν ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ θἄτερον ἐπὶ τοὐναντίον τῆς αὑτοῦ φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαθὰ φαίνεσθαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4, . 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεθίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυθικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Ueberläufern, oft Plut.; – μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. μετέβαλον. Στρέφω τι ταχέως, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τμήσει, μετὰ νῶτα βαλὼν Ἰλ. Θ. 94 (ὅρα κατωτ. Μέσ.)· χαλεπῶς μ. δέμας Εὐρ. Ἱππ. 204· μ. θοἰμάτιον ἐπὶ δεξιὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· μεταβάλλειν τὴν γῆν, ἀναστρέφειν, ἀροτριᾶν, Λατ. novare, Ξεν. Οἰκ. 16, 15. II. μεταβάλλω, ἀλλάσσω, μ. τὸ οὔνομα Ἡρόδ. 1. 57· τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4· οἱ Bρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον ἐς Φρύγας Ἡρόδ. 7. 73· ὡσαύτως, μεταβάλλω ἄλλου τινὸς τὸ ὄνομα, τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα ὁ αὐτ. 5. 68, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 54· μ. μορφήν τινος ἔς τι αὐτόθι 54· τινὰ ἐπὶ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 723· εἰς τὸ βέλτιον Πλάτ. Νόμ. 381Α· - μ. δίαιταν, μεταβάλλω δίαιταν ἢ τρόπον ζωῆς, Θουκ. 2. 16, πρβλ. Foës Oecon. Hipp.· οὕτω, μ. ὕδατα, πίνω ὕδωρ διάφορον, ἄλλο, Ἡρόδ. 8. 117· - ὀργὴν μεταβάλλω, «ξεθυμώνω», χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι (δηλ. οἱ τύραννοι) Εὐρ. Μήδ. 121· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 36, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7· μ. τὸ ἔθος Θουκ. 1. 123· τάχα ἂν τὴν εὔνοιαν... μεταβάλοιτε, δηλ. τῇ τῶν πραγμάτων μεταβολῇ ἀποβάλοιτε, 1. 77· μ. χώραν ἐκ χώρας, ὡς τὸ μεταλλάσσω 1. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· - συχνάκις μετ’ ἐπιθ. σημαίνοντος μεταβολήν, μεταβαλὼν (μεταλαβὼν Cobet V. L. σελ. 572) ἄλλους τρόπους, παραδεξάμενος ἄλλους τρόπους, Εὐρ. Ι. Α. 343· μ. ἄλλας γραφὰς αὐτόθι 363· μ. κοινὸν εἶδος Πλάτ. Πολ. 424C· ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλον ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96Β· ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508D· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., αὐτόθι 404Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, τροποποιοῦμαι, μεταβάλλω τὴν κατάστασίν μου, Ἡρόδ. 7. 170· μ. ἐς εὐνομίην ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 13· μ. ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν Πλάτ. Πολ. 553Α, κλ.· μ. ἐπὶ τοὐναντίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270D· εἰς ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 9, πρβλ. 5. 1, 1, πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 1· - μετὰ γεν. πράγμ., καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι, νέαι δυστυχίαι ἐπερχόμεναι εἰς τὸν τόπον ἡμῶν διάδοχοι τῶν ἀρτίως ἐπελθουσῶν, Εὐρ. Τρῳ. 1118. 3) μεταβάλλω διεύθυνσιν καὶ τρόπον, μεταστρέφομαι, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, ἀλλάξας σχέδιον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 8. 109· - ἡ μετοχ. μεταβάλλων ἢ μεταβαλὼν κεῖται ὡσαύτως ἀπολ., καὶ μεταβαλόντες ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας, καὶ ἀλλάξαντες ὄνομα ἀντί..., ὁ αὐτ. 7. 170· ᾔνεσ’ οὕνεκ’ εὐλογεῖς θεὸν μεταβαλοῦσ’, ἀλλάξασα φρόνημα, Εὐρ. Ἴων 1614, Πλάτ. Συμπ. 204Ε, Θεαίτ. 166D, Γοργ. 480Ε. Β. Μέσ., μεταβάλλω, τροποποιῶ ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ τοῦτο μᾶλλον κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες (ὅπερ συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ μεταλαμβάνω), Stallb. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α· μ. ἱμάτια, ἀλλάσσειν τὰ ἐνδύματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 6· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Σφ. 461, κτλ. 2) ἀνταλλάσσω τι πρὸς ἄλλο, τίς μεταβάλοιτ’ ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; τὴν σιγὴν ἀντὶ τῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1261· ― ἀνταλλάσσω, ἐμπορεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 849D, Σοφ. 223D· μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6· πρβλ. μεταβολεύς. ΙΙ. στρέφομαι, μεταστρέφομαι, ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Γοργ. 481Ε, πρβλ. Δείναρχ. 91. 18· ἰδίως, 2) μεταβάλλω τὸν σκοπόν μου, Ἡρόδ. 5. 75· μεταβάλλω μερίδα, Θουκ. 1. 71., 8. 90. 3) στρέφω τὰ νῶτα, μεταστρέφομαι, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· ὡσαύτως, μ. εἰς τοὔπισθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 10· (ἀλλ’ ἐν Ἀν. 6. 5, 19, πιθανῶς νοητέον ὅπλα ἐκ τοῦ προηγουμένου κώλου, ― μεταστρέφω τὴν ἀσπίδα μου, δηλ. ῥίπτω αὐτὴν εἰς τὸν ὦμον μου, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 8). 4) στρέφομαι ἀπό τινος πρὸς ἕτερον, Αἰσχίν. 83. 31.

French (Bailly abrégé)

f. μεταβαλῶ, ao.2 μετέβαλον, etc.
I. tr. 1 tourner d’un autre côté, retourner : δέμας EUR tourner son corps, changer de position ; τὴν γῆν XÉN retourner la terre, labourer ; fig. changer, transformer : τὸ οὔνομα changer de nom;
2 prendre en se transformant : ἄλλους τρόπους EUR prendre d’autres mœurs;
II. intr. 1 changer, se transformer : ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν PLAT passer de l’oligarchie à la démocratie;
2 abs. changer d’opinion : πρός τινα passer dans le camp, dans le parti de qqn;
Moy. μεταβάλλομαι (f. μεταβαλοῦμαι, etc.);
I. tr. 1 changer de place : τὰ ὅπλα XÉN changer ses armes de position, càd jeter son bouclier sur son dos;
2 changer pour soi ou sur soi : τὰ ἱμάτια XÉN changer de vêtements ; τί τινος changer une chose pour une autre;
3 échanger, négocier, trafiquer : ἐν τῇ ἀγορᾷ XÉN vendre au marché;
II. intr. 1 t. milit. faire un mouvement de conversion;
2 fig. se transformer, changer : ἀπό τινος πρός τινα passer d’un camp, d’un parti dans un autre ; abs. changer d’opinion.
Étymologie: μετά, βάλλω.

English (Strong)

from μετά and βάλλω; to throw over, i.e. (middle voice figuratively) to turn about in opinion: change mind.

English (Thayer)

properly, to turn round; to turn about; passive and middle to turn oneself about, change or transform oneself; tropically, to change one's opinion; (middle, present participle) μεταβαλλόμενοι (2nd aorist participle βαλόμενοι Tr WH)) ἔλεγον, they changed their minds and said, μεταβαλόμενος λέγεις, having changed your mind you say, Plato, Gorgias 481e.; in the same sense, Thucydides, Xenophon, Demosthenes).

Greek Monolingual

(ΑM μεταβάλλω) βάλλω
αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες της ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.)
μσν.
1. αναπληρώνω
2. μεταπείθω κάποιον
3. μέσ. μεταβάλλομαι
μετριάζω, περιστέλλω κάτι
3. φρ.) α) «μεταβάλλω εἰς ὀργήν» — οργίζομαι εναντίον κάποιου
β) «μεταβάλλομαι εἰς χαράν» — χαίρομαι
μσν.-αρχ.
1. αλλάζω τόπο, μετακινούμαι
2. διασκευάζω, μεταγλωττίζω, μεταφράζω («εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταβάλλειν», Ιώσ.)
αρχ.
1. στρέφω κάτι προς διαφορετική θέση ή κατεύθυνση («μεταβάλλειν ποταμόν», Ιουλ.)
2. επιχειρώ ή υφίσταμαι τροποποίηση της κατάστασής μου
3. (για καταστάσεις) διαδέχομαι κάτι («καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι», Ευρ.)
4. μέσ. α) ανταλλάσσω
β) συναλλάσσομαι, εμπορεύομαι («μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ», Ξεν.)
γ) μεταφέρω, μετατοπίζω
δ) κλίνω προς μια κατεύθυνση
ε) αλλάζω μέρη, τόπους
στ) στρέφομαι, κλίνω
ζ) ανακατώνω με κουτάλι
5. απρόσ. μεταβάλλει
αλλάζει η πορεία, ο ρυθμός, ο ρους («μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων», Θεόφρ.)
6. φρ. α) «μεταβάλλω δίαιταν» — αλλάζω τρόπο ζωής
β) «μεταβάλλω ὀργήν» — ξεθυμώνω, μού περνά ο θυμός
γ) «μεταβάλλω εὔνοιαν» — αποβάλλω την εύνοια, σταματώ να δείχνω εύνοια
δ) «μεταβάλλω χώραν ἐκ χώρας» — πηγαίνω από τη μια χώρα στην άλλη
7. μετατοπίζω, μεταφέρω, μετακομίζω κάτι σε άλλη θέση («ἵνα τὸν σῑτον μεταβάλησθε», πάπ.).