κρύπτω

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύπτω Medium diacritics: κρύπτω Low diacritics: κρύπτω Capitals: ΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: krýptō Transliteration B: kryptō Transliteration C: krypto Beta Code: kru/ptw

English (LSJ)

Ep. Iterat.

   A κρύπτασκε Il.8.272, -εσκε h.Cer.239: fut. κρύψω Od.4.350, etc.: aor.1 ἔκρυψα, Ep.κρύψα 11.244: pf. κέκρῠφα (συγ-) D.H.Comp. 18:—Med., fut. κρύψομαι S.Tr.474, E.Ba.955: aor. ἐκρυψάμην S. Aj.246 (lyr.), etc.:—Pass., fut. κρυφθήσομαι Dialex.2.4, κρῠβήσομαι E.Supp.543, LXX Je.39(32).27, κεκρύψομαι Hp.Mul.1.36: aor. ἐκρύφθην, Ep. κρ-, Il.13.405, E.Ba.955, ἐκρύβην [ῠ] Ev.Jo.8.59, Aesop. 127, Apollod.3.2.2, (κατ-) Alciphr.3.47; part. κρῠφείς S.Aj.1145: pf. κέκρυμμαι Od.11.443, Pi.O.7.57, etc.; Ion. 3pl. κεκρύφαται Hes. Th.730, Hp.Mul.2.163:—hide, cover, in Hom. with collat. notion of protection, κεφαλὰς . . κορύθεσσι κρύψαντες Il.14.373; ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8.272, cf. 13.405 (Pass.); κ. με . . πόδα S.OC 114; later, simply, hide, κ. φάος ὀμμάτων Pi.N.10.40; cover, τινά τινι A.Eu.461, etc.; ὑφ' εἵματος κ. χεῖρα E.Hec.343:—Med., κάρα κρυψάμενος having cloaked his head, S.Aj.246 (lyr.); φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται hides in its own bosom, ib.647; παῖδά μ' ἐκρύψατο κρωσσός IG14.1909:—Pass., hide oneself, lie hidden, οὐρανῷ κρύπτεται E.Hel.606; δαλὸς κρύπτεται ἐς σποδιάν Id.Cyc.615 (lyr.); ὑφ' εἵματος κρυφείς S.Aj.1145: c. acc. cogn., κρύψει σὺ κρύψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών E.Ba.l.c.    2 cover in the earth, bury, Hes.Op. 138, S.OC621 (Pass.); χθονί ib.1546 (Pass.); τάφῳ Id.Ant.196; ἐν κατώρυχι ib.774; κατὰ χθονός ib.25; ὑπὸ γᾶν Pi.P.9.81; γῇ κ. Hdt.2.130 (Pass.), cf. S.Ant.946 (lyr., Pass.):—Pass., Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ . . κεκρύφαται Hes.Th.l.c.; ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι Pi.O.l.c.    3 Astron., occult, Theo Sm.p.193 H., al.:—Pass., of stars not seen in any part of the night, κεκρύφαται Hes.Op.386; of the heliacal setting of stars, Ptol.Phas.p.8 H.    4 conceal, keep secret, οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος Od.4.350, cf. Ar.Th.74, etc.; κ. τι ἔνθα μή τις ὄψεται S. Aj.658, cf. Tr.903, El.436:—Med., πᾶν σοι φράσω τἀληθές, οὐδὲ κρύψομαι Id.Tr.474:—Pass., τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11.443; φάρμακα κεκρ. secret, E.Andr.32; κεκρ. νάπη secret, S.OT 1398; κεκρ. παγίς Men.689; κεκρ. σκευωρία secret intrigue, Mitteis Chr.31 vi 14 (ii B.C.); κρυπτόμενα πράσσεται in secret, opp. ἐπὶ μαρτύρων, Antipho 2.3.8, cf. Th.6.72.    b connive at, S.El.825 (lyr.).    5 c. dupl. acc., conceal something from one, μή με κρύψῃ τοῦτο A.Pr. 625, cf. S.El.957, E.Hec.570, Ar.Pl.26, Lys.32.7, etc.; so κ. τι πρός τινα S.Ph.588.    6 in Rhet., argue so that the opponent is unwarily led to an adverse conclusion, Arist.Top.156a7.    7 Medic., in Pass., to be suppressed, of the menses or lochia, Hp.Mul.1.36, 154, 2.163.    II intr., lie hidden, τὰ μὲν . . ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα E.Ph. 1117 (s.v.l.); also κ. τινά conceal oneself from . ., h.Hom. 1.7.— (καλύπτω is simply cover; κεύθω cover so that no trace of it can be seen; κρύπτω keep covered, esp. for purposes of concealment.)

Greek (Liddell-Scott)

κρύπτω: Ἰων. παρατ. κρύπτασκε (-εσκε;) Ἰλ. Θ. 272· μέλλ. κρύψω Ὀδ., κτλ.· ἀόρ. α΄ ἔκρυψα, Ἐπικ. κρύψα Ὀδ. Ξ. 357· μεταγεν. ἀόρ. β΄ ἔκρῠβον (ἐν-, κατ-, περι-) Ἀπολλόδ. 3. 13, 6, Πλουτ. Μάρ. 38, Καιν. Διαθ.· πρκμ. κέκρῠφα (συγ-) Διον. Ἀλ. Περὶ Συνθέσ. σ. 114. ― Μέσ., μέλλ. κρύψομαι Σοφ. Τ. 474, Εὐρ. Βάκχ. 955, πρβλ. ἀποκρ-· ἀόρ. ἐκρυψάμην Σοφ., κτλ.· μετέπειτα ἐκρῠβόμην (ἀπ-) Ἀπολλόδ. 3. 2, 1. ― Παθ., μέλλ. κρυφθήσομαι Disput. Mor. σ. 545 (Mullach.)· κρῠφήσομαι Εὐρ. Ἱκ. 543· κεκρύψομαι Ἱππ. 607. 25· ἀόρ. ἐκρύφθην, Ἐπικ. κρ-, Ἰλ., Ἀττ. ἐκρύβην ῠ Ἀπολλόδ. 3. 2, τέλ., (ἀπ-) Ἀλκίφρων 3. 47· μεταχ. κρυφεὶς (διάφ. γραφ. -βεὶς) Σοφ. Αἴ. 1145· κέκρυμμαι Ὀδ., Ἀττ., Ἰων. γ΄ πληθ. κεκρύφαται Ἡσ. Θ. 730, Ἱππ. 661. 28. (Ἐκ τῆς √ΚΡΥΒ ἢ ΚΡΥΦ, πρβλ. ἀόρ. β΄ ἔκρυβον, κρυβῆναι, κρύβδα, κρύβδην, κτλ., πρὸς τὰ κρυφήσομαι, κρυφῆναι, κρύφα, κρυφαῖος, κτλ.· συγγενὲς τῇ √ΚΑΛΥΒ ἢ ΚΑΛΥΦ, καλύπτω· ἀλλ’ ἡ ῥίζα τοῦ κεύθω εἶναι διάφορος, ἴδε ἐν τέλ.). Κρύπτω, καλύπτω, σκέπω, σκεπάζω, παρ’ Ὁμ., συνυπαρχούσης τῆς ἐννοίας τῆς προφυλάξεως κεφαλάς... κορύθεσσι κρύψαντες Ἰλ. Ξ. 373· ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ Θ. 272, πρβλ. Ν. 405· κρ. με... πόδα Σοφ. Ο. Κ. 113· ἀκολούθως ἁπλῶς, καλύπτω, τινά τινι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 461, Εὐρ., κτλ.· ὑφ’ εἵματος κρ. χεῖρα Εὐρ. Ἑκ. 343, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1145· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κάρα κρυψάμενος, καλύψας τὴν κεφαλὴν αὑτοῦ, αὐτόθι 245· (ἀλλὰ τὸ μέσ. κεῖται ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ὁ αὐτ. 647, φύει τ’ ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται)· κρύπτεσθαι φάος ὀμμάτων, ῥίπτω τὰ βλέμματά μου κάτω, καὶ οὕτως ἀναγνωρίζω ὅτι εἶμαι κατώτερος, Πινδ. Ν. 10. 75. ― Παθ., κρύπτομαι, κρύπτω, ἐμαυτόν, μένω κεκρυμμένος, ἐπὶ ἀστέρων τοῦ Ζῳδιακοῦ, κεκρύφαται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 384· ἐν οὐρανῷ κρύπτεται Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐς σποδιὰν ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 613· ἐκρύπτετ’ οἴκου γωνίην (Haupt. ἔκυπτ’ ἐς...) Βαβρ. 5. 4. 2) κρύπτω ἐν τῇ γῇ, καλύπτω διὰ χώματος, θάπτω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 137, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 621· ὡσαύτως γῇ κρ. Ἡρόδ. 1. 216., 2. 130., 5. 4, κτλ.· χθονὶ Σοφ. Ο. Κ. 1546· τάφῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 196, πρβλ. 285, 946· ἐν κατώρυχι αὐτόθι 774· κατὰ χθονὸς αὐτόθι 25· ὑπὸ γᾶν Πινδ. Π. 9. 141. ― Παθ., Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ... κεκρύφαται Ἡσ. Θ. 730· οὕτω, ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι Πινδ. Ο. 7. 105. 3) κρύπτω, ἀποκρύπτω, φυλάττω μυστικόν, οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος Ὀδ. Δ. 350, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 74, κτλ.· κρ. τι, ἔνθα μή τις ὄψεται Σοφ. Αἴ. 658, πρβλ. Τρ. 903, Ἠλ. 436· ― Μέσ., κρύπτεσθαι τἀληθὲς Σοφ. Τρ. 474. ― Παθ., τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Ὀδ. Λ. 443· φάρμακα κεκρ., μυστικά, Εὐρ. Ἀνδρ. 32· νάπη κεκρ., κρυφία, Σοφ. Ο. Τ. 1398· κρυπτόμενα πράσσεται, ἐν κρυπτῷ, ἀντίθετ. τῷ ἐπὶ μαρτύρων, Ἀντιφῶν 119· 1, πρβλ. Θουκ. 6. 72. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ., κρύπτω τι ἀπό τινος, φυλάττω μυστικόν, ἀποκρύπτω, μή με κρύψῃς τοῦτο Αἰσχύλ. Πρ. 625, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 957, Εὐρ. Ἑκ. 570, Ἀριστοφ. Πλ. 26, Λυσίας 897. 1, κτλ.· οὕτω, κρ. τι ἀπό τινος Σοφ. Φ. 587. 5) ἐν τῇ Ρητορικῇ, σχηματίζω συλλογισμὸν τοιοῦτον, ὥστεἐναντίος ἀφυλάκτως ἄγεται εἰς ἐναντίον συμπέρασμα, Ἀριστοτ. Τοπ. 8. 1, 6· πρβλ. κρυπτικός, κρύψις 2. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), ἀποκρύπτω ἐμαυτόν, μένω κεκρυμμένος, κρύπτουσιν ἕκηλοι Σοφ. Ἠλ. 826· ὄμματα τὰ μὲν... βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα Εὐρ. Φοίν. 117 (ἀλλὰ τὸ χωρίον τοῦτο εἶναι πιθανῶς νόθον)· ὡσαύτως, κρ. τινά, κρύπτομαι, φυλάττομαι, ἀποκρύπτομαι ἀπό τινος..., Ὕμν. Ὁμ. 26. 7. πρβλ. κεύθω ΙΙ. Περὶ παρομοίων ἀμεταβ. χρήσεων ἴδε βάλλω ΙΙΙ, ῥίπτω 7. ― (Καλύπτω σημαίνει ἁπλῶς σκεπάζω, τὸ δὲ κεύθω καλύπτω οὕτως ὥστε νὰ μὴ φαίνηται ἴχνος τι· τὸ δὲ κρύπτω φυλάττω τι κεκαλυμμένον, κυρίως ἐπὶ σκοπῷ ἀποκρύψεως.)

French (Bailly abrégé)

f. κρύψω, ao. ἔκρυψα, pf. inus.
Pass. f. κρυφθήσομαι, ao. ἐκρύφθην, ao.2 ἐκρύβην, pf. κέκρυμμαι;
A. tr. I. au propre couvrir, cacher ; particul. :
1 couvrir pour protéger : τινα σάκεϊ IL couvrir qqn d’un bouclier ; κεφαλὰς κορύθεσσιν IL couvrir leurs têtes de casques ; τινα ou τι ὑπό τινι, mettre qqn ou qch à l’abri sous qch;
2 cacher pour soustraire aux regards : ἑαυτόν SOPH se cacher ; σύ μ’ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ’ ἄλσος SOPH guide mes pas hors du chemin et cache-moi dans le bois sacré;
3 déposer sous : γῇ HDT, κατὰ γῆς PLUT, χθονί SOPH, κατὰ χθονός SOPH déposer sous terre ; τάφῳ SOPH déposer dans le tombeau;
II. fig. 1 cacher, celer, faire mystère de : τι de qch ; τι πρός τινα, τί τινα, cacher qch à qqn ; part. pf. κεκρυμμένος, caché, secret;
2 simpl. ne pas produire au dehors, garder pour soi : τί κρύψει ; SOPH que ne dira-t-il pas ? litt. que gardera-t-il en lui-même ?;
B. intr. se cacher, demeurer caché;
Moy. κρύπτομαι;
I. tr. 1 cacher pour soi ou sur soi : κάρα se cacher la tête;
2 fig. cacher, celer : τἀληθές SOPH la vérité;
II. intr. se cacher ; être caché sous terre, être enterré.
Étymologie: R. Κρυφ, cacher, > κρύφα, κρυφήσομαι, ou Κρυβ, > ἔκρυβον, ἐκρύβην.

English (Autenrieth)

ipf. iter. κρύπτασκε, fut. κρύψω, aor. ἔκρυψα, pass. aor. κρύφθη, perf. part. κεκρυμμένος: hide, conceal, sometimes implying protection, τινὰ σάκεϊ, κεφαλὰς κορύθεσσι, cf. καλύπτω; pass., κρύφθη ὑπ ἀσπίδι, ‘hid himself,’ Il. 13.405; met., ‘keep secret,’ ἔπος τινί, Od. 11.443.

English (Slater)

κρύπτω (κρύπτε, -έτω; -ειν: aor. κρύψε(ν), (ἔ)κρυψαν; κρύψαι: med. pf. κε̆κρυπται: pass. κε̆κρύφθαι: plupf. κέκρυπτο.)
   a conceal κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις (O. 6.31) μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος keep in obscurity (O. 7.92) ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος (O. 13.13) τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω (P. 9.94) ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων lower my gaze (N. 10.40) ταύταν (sc. κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 6. τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον concealed in shadow of Aigina, the nymph and island (Pae. 6.138) med., ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10. pass., ἀλλ' ἔν/κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ (sc. Ἴαμος: ἐγκέ- κρυπτο, -ετο codd., corr. Boeckh. Snell) (O. 6.54) φαντὶ δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι (O. 7.57)
   b bury τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.81) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις (N. 9.25) ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] (Pae. 8.74)

English (Strong)

a primary verb; to conceal (properly, by covering): hide (self), keep secret, secret(-ly).

English (Thayer)

1st aorist ἔκρυψα; passive, perfect 3rd person singular κέκρυπται, participle κεκρυμμένος; 2nd aorist ἐκρύβην (so also in the Sept., for the earlier ἐκρυφην, cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 377; Fritzsche on Matthew , p. 212; (Veitch, under the word)); (cf. καλύπτω; from Homer down); the Sept. for הֶחְבִּיא, הִסְתִּיר, צָפַן, טָמַן, כִּחֵד, כִּסָּה; to hide, conceal;
a. properly: τί, L T Tr WH in κρυβῆναι equivalent to to be hid, escape notice, ἐκρύβη (quietly withdrew (cf. Winer's Grammar, § 38,2a.)) ἐκρύβη καί ἐξῆλθεν, i. e. departed secretly, Winer's Grammar, 469 (437)); κρύπτω τί ἐν with the dative of place, κέκρυπται ... ἐν τῷ Θεῷ, is kept laid up with God in heaven, τί εἰς τί, R G L ἐνέκρυψεν); ἑαυτόν εἰς with the accusative of place, τινα ἀπό προσώπου τίνος to cover (and remove (cf. Winer's Grammar, § 30,6b.; 66,2d.)) from the view of anyone, i. e. to take away, rescue, from the sight, ἐκρύβη ἀπ' αὐτῶν, withdrew from them, κρύπτειν τινα τί; cf. ἀποκρύπτω, b.).
b. metaphorically, to conceal (that it may not become known): κεκρυμμένος, clandestine, τί ἀπό τίνος (the genitive of person), L T Tr WH; (κεκρυμμένα things hidden i. e. unknown, used of God's saving counsels, ἀπ' ὀφθαλμῶν τίνος, Buttmann, § 146,1at the end Compare: ἀποκρύπτω, ἐνκρύπτω, περικρύπτω.)

Greek Monolingual

(AM κρύπτω)
βλ. κρύβω.

Greek Monotonic

κρύπτω: Ιων. παρατ. κρύπτασκε· μέλ. κρύψω, αόρ. αʹ ἔκρυψα, Επικ. κρύψα· μεταγεν. αόρ. βʹ ἔκρῠβον, παρακ. κέκρῠφα — Μέσ., μέλ. κρύψομαι, αόρ. αʹ ἐκρυψάμην — Παθ., μέλ. κρῠφήσομαι και κεκρύψομαι· αόρ. αʹ ἐκρύφθην, Επικ. κρ-· μτχ. αορ. βʹ κρῠφείς· παρακ. κέκρυμμαι, Ιων. γʹ πληθ. κεκρύφαται·
I. 1. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, σε Όμηρ., Αττ. — Μέσ., κάρα κρυψάμενος, έχοντας καλύψει το κεφάλι του, σε Σοφ. κ.λπ. — Παθ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, λέγεται για τους διάττοντες αστέρες, σε Ησίοδ., Ευρ.
2. κρύβω στη γη, θάβω, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.
3. κρύβω, καλύπτω, κρατώ κρυφό, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., μτχ. παρακ. κεκρυμμένος, κρυμμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
4. με διπλή αιτ., αποκρύπτω κάτι από κάποιον, μή με κρύψῃς τοῦτο, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρύπτω: 1) закрывать, покрывать, прикрывать (κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.); pass. прикрываться (ὑπ᾽ ἀσπίδι Hom.);
2) скрывать, укрывать, прятать (τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ᾽ εἵματος Eur.; τὴν ἀληθινὴν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT): σύ μ᾽ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ᾽ ἄλσος Soph. уведи меня с дороги и скрой в роще; λόχμην κενώσας, ἔνθ᾽ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. покинув рощу, где мы скрывались; pass. скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.): κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. погружаться во что-л.; κεκρυμμένη νάπη Soph. укрытая долина;
3) хоронить, погребать (γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.);
4) скрывать, утаивать (οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT): τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. одно сказать, а другое утаить; φάρμακα κεκρυμμένα Eur. тайные снадобья.