βοάω

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοάω Medium diacritics: βοάω Low diacritics: βοάω Capitals: ΒΟΑΩ
Transliteration A: boáō Transliteration B: boaō Transliteration C: voao Beta Code: boa/w

English (LSJ)

Ep. 3sg. βοάᾳ, 3pl. βοόωσιν, part. βοόων, Il.14.394, 17.265, 15.687: Ion.impf.

   A βοάασκε A.R.2.588: fut. βοήσομαι Th.7.48, etc.; Dor. βοάσομαι Ar.Nu.1154 (lyr.); later βοήσω A.R.3.792, AP7.32 (Jul.), etc. (βοάσω E.Ion 1447 (lyr.) is aor. subj.): aor. ἐβόησα Il.11.15, S.Tr. 772, etc.; Ep. βόησα Il.23.847; Dor. βόασα B.16.14; Ion. ἔβωσα Il.12.337, Hdt.1.146, Hippon. 1, Herod. 3.23; sts.in Com., Cratin. 396, Ar. Pax 1155: pf. βεβόηκα Philostr.VS2.1.11:—Med., βοώμενος Ar.V. 1228 (perh. Pass.): Ep.aor. βοήσατο Q.S.10.465, Ion. ἐβώσατο Theoc. 17.60; part. βοησάμενος Ant.Lib.25.3:—Pass., Ion. aor. ἐβώσθην Hdt.6.131: pf. βεβόημαι AP7.138 (Aceratus), Ion. part. βεβωμένος Hdt.3.39: plpf. ἐβεβόητο Paus.6.11.3:—cry aloud, shout, ὀξὺ βοήσας Il.17.89; ὅσσον τε γέγωνε βοήσας Od.6.294; πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ A. Ag.1106 (lyr.); ὡς δράκων β. Id.Th.381; β. γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖς ib.468; οἱ βοησόμενοι men ready to shout (in the ἐκκλησία), D. 13.20; ὁ δῆμος ἐβόησευ... of acclamations, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), cf. Charito 1.1, al., IG12(9).906 (Chalcis, iii A. D.).    2 of things, roar, howl, as the wind and waves, οὔτε . . κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il.14.394; resound, echo, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν 17.265; βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων A.Pr.431 (lyr.), etc.; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος rings, Id.Pers.605; τὸ πρᾶγμα φανερόν ἐστιν, αὐτὸ γὰρ βοᾷ it proclaims itself, Ar.V.921; φαίνεται αὐτὰ τὰ στοιχεῖα βοᾶν ὡς ἑλκόμενα Arist. Metaph.1091a10.    II c. acc. pers., call to one, call on, Pi. P.6.36, E.Med.205 (lyr.), Hdt.8.92, X.Cyr.7.2.5, Herod.4.41:— Med.βοησάμενοι δαίμονας Ant.Lib.l.c.    2 c. acc., call for, shout out for, S.Tr.772; β. τὴν βοήθειαν Hell.Oxy.10.2.    3 c. acc. cogn., β. βοάν Ar.Nu.1153 (lyr.); β. μέλος, ἰωάν, S.Aj.976, Ph.216 (lyr.); β. λοιγόν A.Ch.402 (lyr.); ἄλγος E.Tr.1310(lyr.): c. dupl. acc., βοάσαθ' ὑμέναιον ἀοιδαῖς ἰαχαῖς τε νύμφαν sound aloud the bridal hymn in honour of the bride, ib.335 (lyr.); ἔλεγον ἰήϊον ἐβόα κίθαρις E.Hyps. Fr.3(1).iii 10.    4 noise abroad, celebrate, ἡ ῥάφανος ἣν ἐβοᾶτε Alex. 15.7; πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην Hdt.3.39; ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Id.6.131; οἱ βοηθέντες ἐπὶ χρήμασι Lib.Or.59.155; βεβοῆσθαι ἀπὸ τοῦ Μαραθῶνος, ἐκ τῶν ἀδικημάτων, Id.Decl.11.18, 5.53.    5 c. inf., cry aloud or command in aloud noice to do a thing, S.OT1287, E.Andr.297 (lyr.); βοᾶν τινι ἄγειν X.An.1.8.12; ἐβόων ἀλλήλοις μὴ θεῖν ib.19; also, cry aloud that... Epicrat.11.31(anap.); β. ὅτι . . X. An.1.8.1, Antiph.125.5.    6 Pass., to be filled with sound, πᾶσαν δὲ χρὴ γαῖαν βοᾶσθαι ὑμνῳδίαις E.Hel.1434; to be deafened, Ar.V. 1228. (Cf. βοή.)

German (Pape)

[Seite 450] fut. βοήσομαι, Sp. wie Ap. Rh. 3, 792 u. Nonn. βοήσω, von den Atticisten verworfen; aor. ἐβόησα; ion. βώσομαι u. ἔβωσα; βώσαντι Il. 12, 337 (vgl. ἐπιβοάω); ἐβώσατο Theocr. 17, 60; βωσάτω Ar. Pax 1121; aor. pass. ἐβοήθην, perf. βεβόημαι; ion. ἐβώσθην Her. 8, 124, βέβωμαι; 1) schreien, von Hom. an überall, μακρὰ βοῶν Il. 2, 224; σμερδνὸν βοόων 15, 687; von leblosen Dingen, brausen, laut ertönen, οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Iliad. 14, 394, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠιόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω 17, 265; πόντιος κλύδων Aesch. Pers. 429; κῦμα στρατοῦ Sept. 64; τὸ πρᾶγμα βοᾷ Ar. Vesp. 921, die Sache spricht für sich; mit acc., μέλος, ἰωήν, Soph. Ai. 976. 216, laut ertönen lassen; βοάν Ar. Nubb. 1138. – 2) Mit Geschrei fordern, befehlen, βοᾷ διοίγειν κλῇθρα Soph. O. R. 1287; vgl. Eur. Andr. 297; Prosa, τῷ Κλεάρχῳ – ἄγειν τὸ στράτευμα Xen. An. 1, 8, 12; βοᾷ πῦρ καὶ δικέλλας Eur. Phoen. 1154; λοιγόν Aesch. Ch. 396; ἄκρατον, reinen Wein fordern, Menand. bei Ath. XI, 502 f. Aehnl. τινά, laut anrufen, herbeirufen, παῖδα Pind. P. 6, 36; Soph. Tr. 212; Xen. Cyr. 7, 2, 5; Luc. D. mar. 6, 3; Sp. πρός τινα, zu Jemand rufen, N. T. – 3) laut preisen, bes. βεβοημένος, bekannt, berühmt u. berüchtigt, πρήγματα βεβ. ἀνὰ Ἰωνίην Her. 3, 39; öfter bei Sp.; βίβλοις Aceratus ep. (VII, 438).

Greek (Liddell-Scott)

βοάω: Ἐπ. γ΄ ἑνικ. βοάᾳ, γ΄ πληθ. βοόωσιν, μετοχ. βοόων, Ὅμ.· Ἰων. παρατ. βοάασκε Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 588· ― Ἀττ. μέλλ. βοήσομαι, Δωρ. βοάσομαι· μεταγεν. βοήσω, αὐτόθι 3. 792, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 32, κτλ., (βοάσω Εὐρ. Ἴων 1446 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ― ἀόρ. ἐβόησα Ὁμ., Σοφ.· Ἐπ. βόησα Ἰλ. Ψ. 847· Ἰων. ἔβωσα Μ. 337 καὶ Ἡρόδ.· ἐνίοτε ὡσαύτως παρ᾿ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 168, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1155· πρκμ. βεβόηκα Φιλόστρ. 561. ― Μεσ., βοώμενος Ἀριστοφ. Σφηξ. 1228· Ἐπ. ἀόρ. βοήσατο Κόϊντ. Σμ. 10. 465, Ἰων ἐβώσατο Θεόκρ. 17. 60. ― Παθ., Ἰων. ἀόρ. ἐβώσθην Ἡρόδ.· πρκμ. βεβόημαι Ἀνθ. ΙΙ. 7. 138, Ἰων. μετοχ. βεβωμένος Ἡρόδ. 3. 39· ὑπερσυντ. ἐβεβόητο Παυσ. 6. 11, 2. Πρβλ. ἀνα-, ἐπι-, κατα-βοάω. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι BOϜ, πρβλ. Λατ. bov-are παρ' Ἐννίῳ καὶ bovinator πρὸς τὸ re-boare· Σανσκρ. gu, μετ᾿ ἀναδιπλ. ǵ ôgu (notum facere), ὥστε ἴσως τὰ γοάω, γόος ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. Ββ. Ι). Φωνάζω δυνατὰ, κραυγάζω, ἐκβάλλω κραυγήν, ὀξὺ βοήσας Ἰλ. Ρ. 89· ὅσον τε γέγωνε βοήσας (ἴδε ἐν λ. γέγωνα) Ὀδ.· πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1106· ὡς δράκων βοᾷ ὁ αὐτ. Θήβ. 381· βοᾷ γραμμάτων ἐν συλλαβαῖς, ἔνθα τὸ βοᾷ ἀναφέρεται εἰς τὰς ἀλαζονικὰς φωνὰς τοῦ Καπανέως, οὐχὶ δὲ εἰς ἄναρθρόν τινα φωνὴν ἢ λόγον, αὐτόθι 468· οἱ βοησόμενοι, ἕτοιμοι νὰ φωνάξωσιν (ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ), Δημ. 172. 4· ἴδε ἐν λ. κράζω. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἠχῶ ἰσχυρῶς, κροτῶ, βροντῶ, παταγῶ, ὡς ἐπὶ τοῦ ἀνέμου καὶ τῶν κυμάτων, Λατ. reboare, ουδὲ… κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Ἰλ. Ξ. 394· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δέ τ' ἄκραι ἠϊόνες βοόωσιν Ρ. 265· βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων Αἰσχυλ. Πρ.431.πρβλ.392, κτλ.·βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος, ἠχεῖ, ὁ αὐτ. Πέρσ. 605· τὸ πρᾶγμα φανερόν εστιν, αὐτὸ γὰρ βοᾷ, λαλεῖ μεγαλοφώνως περὶ ἑαυτοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 921. ΙΙ. μ. αἰτιατ. προσ., ἐπικαλοῦμαί τινα (μεγαλοφώνως) Πίνδ. ΙΙ. 6. 36, Εὐρ. Μήδ. 205, Ξεν, Κύρ. 7. 2, 5. 2) μετ' αἰτ. ὡσαύτως, ἐκβάλλω φωνὴν διά τινα (ὅπως ἀκούσῃ) Σοφ. Τρ. 772. 3) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., β. βοὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 1153· β. μέλος, ἰωάν Σοφ. Αἴ. 976, Φ. 216· οὕτω, β. λοιγὸν Αἰσχύλ. Χο. 402· ἄλγος Εὐρ. Τρῳ. 1310· μετὰ διπλ. αἰτιατ., βοᾶτε τὸν ὑμέναιον… νύμφαν, ψάλλετε μεγαλοφώνως τὴν γαμήλιον ᾠδὴν εἰς τιμὴν τῆς νύμφης, αὐτόθι 335 (λυρ.). 4) διαφημίζω, ἐπαινῶ, ἡ ῥάφανος ἣν ἐβοᾶτε Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 1. 7· πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην Ἡρόδ. 3. 39· ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 6. 131· πρβλ. καταβόητος, περιβόητος. 5) μετ' ἀπαρ., ἐπιτάσσω μεγαλοφώνως, διατάττω τινὰ μετὰ ἰσχυρᾶς φωνῆς νὰ πράξῃ τι, Σοφ. Ο. Τ. 1287, Εὐρ. Ἀνδρ. 298· βοᾶν τινι ἄγειν Ξεν. Ἀν. 1. 8, 12· β. τινι μὴ θεῖν αὐτόθι 1, 8, 19· ὡσαύτως, λέγω μεγαλοφώνως ὅτι.., Ἐπικράτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31· ὡσαύτως, β. ὅτι…, ὡς.., Ξεν. Ἀν. 1. 8, 1. Ἀντιφ. Κνοιθ. 2.

French (Bailly abrégé)

βοῶ;
impf. ἐβόων, f. βοήσομαι, postér. βοήσω, ao. ἐβόησα, pf. réc. βεβόηκα;
Pass. ao. ἐβοήθην, pf. βεβόημαι;
I. intr. pousser un cri ou des cris, crier : ὀξὺ βοᾶν IL, μακρὰ βοᾶν IL pousser un cri aigu, un cri prolongé, etc. ; p. ext. avec un sujet de chose, en parl. de tout bruit retentissant (bruit des vagues, etc.);
II. tr. 1 dire en criant, émettre en criant : βοᾶν μέλος SOPH faire résonner un chant;
2 appeler en criant, appeler à grands cris, acc.;
3 ordonner à haute voix : βοᾶν τινί ἄγειν τὸ στράτευμα XÉN crier à un commandant d’amener son corps de troupes ; avec ὅτι, ὡς, etc. crier à qqn de ou que, etc.
4 proclamer, vanter : πρήγματα βεβωμένα (part. pf. Pass. ion.) ἀνὰ Ἰωνίην HDT hauts faits célébrés à travers l’Ionie.
Étymologie: βοή.

English (Autenrieth)

(βοή), βοάᾳ, βοόωσιν, inf. βοᾶν, part. βοόων, aor. (ἐ)βόησα, part. βοήσᾶς, βώσαντι: shout; μέγα, μακρά (‘afar’), σμερδνόν, σμερδαλέον, ὀξύ, etc.; of things, κῦμα, ἠιόνες, ‘resound,’ ‘roar,’ Il. 14.394, Il. 17.265.

English (Slater)

βοάω
   1 shout, cry εἷς δ (sc. δράκων) ἐσόρουσε βοάσαις (O. 8.40) c. acc., Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν (i. e. cried, ‘ my son ’. cf. Fraenkel on Ag. 48) (P. 6.36) ]εβοα με[ P. Oxy. 1792 fr. 41. 3.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. contr. βοῶ D.18.82

• Morfología: [ép. pres. formas c. diéct. βοάᾳ Il.14.394, βοόωσιν Il.17.265, part. βοόων Il.15.687; impf. βοάασκε A.R.2.588; dór. med. fut. βοάσομαι Ar.Nu.1154; aor. ind. ἔβωσε Hippon.1, part. βώσαντι Il.12.337]
A intr.
I de pers., gener.
1 gritar en la batalla σμερδνὸν βοόων Δαναοῖσι κέλευε Il.15.687, cf. 8.92, 11.15, Od.8.305, 24.537, ὀξὺ βοήσας Il.17.89, μέγα δ' ... εἶπε βοήσας Il.17.334, cf. 607, Τυδεὺς ... ὡς δράκων βοᾷ A.Th.381, cf. 392
por parte de heraldos κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον Il.2.97, cf. 9.12, Thgn.887, Plu.Cor.25, en la asamblea μακρὰ βοῶν Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ a grandes gritos injuriaba a Agamenón de palabra Tersites Il.2.224, cf. Hes.Fr.75.12, para pedir ayuda ἀλλ' οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι γεγωνεῖν Il.12.337, cf. Od.9.403, h.Cer.432, Hdt.3.78, ἐβόησα φωνῇ μεγάλῃ la mujer de Putifar, LXX Ge.39.14, cf. Hierocl.Facet.52
como límite de la voz humana y medida espacial ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσσον τε γέγωνε βοήσας cuando llegó tan cerca cuanto alcanza la voz, Od.5.400, 9.473, 12.181.
2 aclamar en espectáculos y agrupaciones de masas τόσσον παντὸς ἀγῶνος ὑπέρβαλε· τοὶ δὲ βόησαν tanto superó a toda la competición; y ellos aclamaron, Il.23.847, cf. A.Fr.289, ὁ δῆμος ἐβόησεν POxy.41.19 (III/IV d.C.), cf. IG 12(9).906.21 (Cálcide III d.C.)
peyor. alborotar por parte del pueblo ὃν δ' αὖ δήμου τ' ἄνδρα ἴδοι βοόωντά τ' ἐφεύροι como quiera que viera o encontrara a un hombre del pueblo armando alboroto, Il.2.198
en v. med. gritar, chillar παραπολεῖ βοώμενος te va a matar a gritos Ar.V.1228, οἱ βοησόμενοι personas dispuestas a alborotar (en la ἐκκλησία), D.13.20, cf. 18.132, βοῶν καὶ κεκραγώς D.18.199, en fiestas, Hdt.2.60.
3 clamar, plañir por sufrimiento físico o psicológico αἱ δὲ γυναῖκες ... ἐπὶ πύργων ... ὀξὺ βόων contemplando la batalla, Hes.Sc.243, βοᾷ δ' ἐκκενουμένα πόλις A.Th.329, βοᾷ βοᾷ ... ἔντοσθεν ἦτορ A.Pers.991, cf. S.Ph.11, Tr.787, LXX Is.54.1, βοῶν γὰρ εἰσέπαισεν Οἰδίπους S.OT 1252, cf. Fr.61, Hdt.3.117, Ael.VH 1.13, Colluth.329, como síntoma de enfermedades βοᾷ καὶ κέκραγεν Hp.Morb.Sacr.15, βοᾷν καὶ φλυηρεῖν gritar y decir incoherencias Hp.Coac.355, cf. Ael.NA 14.18.
II de pers., acompañado de series lingüísticas
1 que indican lo gritado llamar a gritos, clamar pronunciando nombres (ὀνομακλήδην) ἀκούσαμεν ὡς ἐβόησας Od.4.281, cf. 10.311, Olymp.in Alc.24, ὀνομαστί Hdt.5.1, c. dat. οὐνόματι Hdt.1.146, c. voc. o prep. Εὐρύσακες, ἀμφὶ σοὶ βοᾷ S.Ai.340
para orar πρὸς αὐτόν (Θεόν) 1Ep.Clem.34.7, c. dat. τῶν βοώντων αὐτῷ (Θεῷ) Eu.Luc.18.7.
2 decir a gritos, gritar expresando a continuación lo gritado οἰοιοῖ βόα grita ayayay A.Pers.955, cf. S.El.1406, πᾶσα βοᾷ χθών «φυσιζόου γένος τόδε Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς» A.Supp.583, cf. S.El.295, E.HF 975, Call.Lau.Pall.85, Epigr.42.5, Fr.228.55, φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ Ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου LXX Is.40.3, ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ, Ελωι Ελωι Eu.Marc.15.34, Nonn.D.21.304, c. part. σιωπῶ μὲν λαβών, βοῶ δ' ἀναλώσας D.18.82, cf. 122, c. prep. οἱ ... νεανίσκοι ... ἐβόων ἐπὶ τὴν ἐλευθερίαν los jóvenes daban vivas a la libertad Plb.8.31.2.
III fig.
1 decir a gritos, e.e. ser evidente τὸ πρᾶγμα βοᾷ la cosa es evidente Ar.V.921, cf. D.19.119, αὐτὰ τὰ στοιχεῖα βοᾶν ὡς ἑλκόμενα que los mismos elementos gritan como si se les arrastrara Arist.Metaph.1091a10.
2 hablar en voz alta, expresarse a gritos, con toda claridad de textos escritos βοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖς A.Th.468, βοᾷ βοᾷ δέλτος ἄλαστα E.Hipp.877, el alma, Porph.Marc.30, ἡ στήλη βοάᾳ πᾶσι παρερχομένοις la estela llama la atención de todos los que pasan, IMEG.60.2 (IV/V d.C.)
por parte de autores literarios decir expresamente περὶ αὐτοῦ Syrian.p.87, τοῦ Πλάτωνος ... βοῶντος Procl.in Ti.1.76.13, ἡ τραγῳδία βοᾷ Ael.VH 3.42.
IV de sonidos emitidos por anim. graznar de aves ὄρνιθος ... βοώσης Thgn.1197
silbar de serpientes, Pi.O.8.40
zumbar de los mosquitos, Ael.NA 14.22.
V de inanimados
1 retumbar, resonar del mar o elementos naturales θαλάσσης κῦμα ... βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il.14.394, cf. 17.265, A.Pr.431, Σκάμανδρος E.Tr.29, πᾶσα βοᾷ ... ὕλη cuando sopla el Bóreas, Hes.Op.511, βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος retumba en los oídos un clamor A.Pers.605, boat caelum Plaut.Amph.232, βοᾷ ... ἄκμων retumba el yunque Euph.81.10
en v. med. mismo sent. πᾶσαν δὲ χρὴ γαῖαν βοᾶσθαι ... ὑμνῳδίαις E.Hel.1434.
2 sonar, resonar de instrumentos musicales, en v. med. λωτὸς βοάσθω resuene la flauta E.IA 438.
B tr.
I c. ac. que significan nombres o palabras
1 clamar llamando, llamar Αἴαντα B.13.104, cf. 17.14, Pi.P.6.36, A.Ch.402, S.Tr.772, E.Tr.588, X.Cyr.7.2.5, Εἰλείθυιαν Theoc.17.60, δεσπότην πόσιν Lyc.1118, τὸ οὔνομα τοῦ Φιλιππίδεω Hdt.6.105
invocar con gritos rituales a un dios ἔβωσε Μαίης παῖδα Hippon.1, τὰν ... Ἄρτεμιν S.Tr.212, cf. Apul.Met.9.20
en v. med. mismo sent. τρὶς βοησάμεναι χθονίους δαίμονας Ant.Lib.25.3.
2 gritar, clamar c. ac. int. ref. a palabras o gritos ἀντίδουπά μοι A.Pers.1040, 1066, ἰωάν S.Ph.216, cf. Ai.976, βόασον οἰκτρὰν ὄπα τοῖς ἔνερθ' Ἀτρείδαις S.El.1067, cf. E.Hel.1596, βοάν E.Fr.623, IA 1346, Ar.Nu.1153, τίνα βοᾷς λόγον; E.Hipp.571, τί βοᾷς E.Hec.177, c. rel. al canto ὑμέναιον E.Tr.335, καλλίνικον βοάσω μέλος E.Fr.65.6Au., Ἀρχιλόχου νικαῖον ἐφύμνιον Call.Fr.384.37, cf. Herod.3.23
gener. gritar, clamar c. complet. μεγάλα βοῶντα ὡς ... Hdt.2.121δ, ἐβόα λέγων ὡς ... Th.4.11, cf. Ar.Pax 1155, ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ ἑλληνικῶς ὅτι ... X.An.1.8.1, cf. Hdt.8.118, Antiph.123.5, Act.Ap.17.6, c. inf. βοᾷ διοίγειν κλῇθρα S.OT 1287, ἀποκτείνειν ἐβόων τοὺς τὸν δῆμον καταλύοντας gritaban que matarían a los destructores de la democracia Th.8.86, τῷ Κλεάρχῳ ἐβόα ἄγειν τὸ στράτευμα X.An.1.8.12, ἀλλήλοις μὴ θεῖν X.An.1.8.19, cf. 4.3.22, Plb.15.32.5, 6.55.1, I.AI 13.376, χλευάζεσθαί τ' ἐβόησαν Epicr.10.30.
II c. ac. no de palabras
1 clamar por τά θ' αὑτῆς καὶ τὰ τῶν φίλων κακά S.El.802, ἄλγος E.Tr.1310, πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ (ἐκεῖνα) toda la ciudad lo grita, e.d. toda la ciudad lo sabe A.A.1106, ὅρκους E.Med.21, cf. 206, πῦρ E.Ph.1154, τὴν βοήθειαν Hell.Oxy.15.2, cf. E.IA 1346
fig. ταῦτα οὐ φωναῖς ἐξακούστοις ἡ φύσις βοᾷ la naturaleza no grita eso (sus enseñanzas) con sonidos audibles Porph.Abst.2.53.
2 celebrar ἡ ῥάφανος, ἣν ἐβοᾶτε Alex.15.7, en v. pas. πρήγματα ... βεβωμένα ἀνά τε τὴν Ἰωνίην Hdt.3.39, cf. 6.131, οἱ βοηθέντες ἐπὶ χρήμασι los celebrados por sus riquezas Lib.Or.59.155, ἀπὸ τοῦ Μαραθῶνος Lib.Decl.11.18, ἐκ τῶν ἀδικημάτων Lib.Decl.5.53, ὑπὲρ τῶν ἑαυτοῦ συστρατιωτῶν Philostr.Her.18.15.
3 de instrumentos musicales hacer sonar, emitir ἔλεγον ἰήιον ἐβόα κίθαρις E.Fr.1.3.10 Bond, οἱ σαλπικταὶ ... τὸ πολεμικὸν ... ἐβόησαν D.C.36.49.1.

• Etimología: v. βοή.

English (Abbott-Smith)

βοάω, -ῶ (< βοή), [in LXX chiefly for זעק, צעק, קרא;]
1.absol., to cry, call out: Mt 3:3, 27:46, Mk 1:3 15:34, Lk 3:4 9:38 18:38, Jo 1:23, Ac 8:7 17:6 25:24, Ga 4:27.
2.C. dat., to call on for help (Heb. זעק על, Ho 7:14, al.), Lk 18:7.† SYN.: καλέω, to call, invite, summon; κράζω, to cry, harshly or inarticulately, as animals; κραυγάζω, intensive of κράζω. βοάω expresses emotion, whether joy, fear, etc.

English (Strong)

apparently a prolonged form of a primary verb; to halloo, i.e. shout (for help or in a tumultuous way): cry.

English (Thayer)

βόω; (imperfect ἐβόων, ); 1st aorist ἐβόησα; (βοή); from Homer down; in the Sept. mostly for קָרָא, זָעַק, צָעַק, to cry aloud, shout (Latin boo);
1. to raise a cry: of joy, L marginal reading Tr WH; to cry i. e. speak with a high, strong voice: R G ἀναβοάω); ( R G ἐπιβοάω).
3. πρός τινα to cry to one for help, implore his aid: T Tr WH αὐτῷ; cf. Winer's Grammar, 212 (199)) (אֶל זָעַק). (Compare: ἀναβοάω, ἐπιβοάω.) [ SYNONYMS: βοάω, καλέω, κράζω, κραυγάζω: It is not uninstructive to notice that ill classic usage καλεῖν denotes 'to cry out' for a purpose, to call; βοᾶν to cry out as a manifestation of feeling; κράζειν to cry out harshly, often of an inarticulate and brutish sound; thus καλεῖν suggests intelligence; βοᾶν sensibilities; κράζειν instincts; hence, βοᾶν especially a cry for help. κραυγάζειν, intensive of κράζω, denotes to cry coarsely, in contempt, etc. Cf. Schmidt, chapter 3.]

Greek Monotonic

βοάω: (βοή), Επικ. γʹ ενικ. βοάᾳ, γʹ πληθ. βοόωσιν, μτχ. βοόων, Αττ. μέλ. βοήσομαι, Δωρ. βοάσομαι· μεταγεν. τύπος βοήσω (το βοάσω στον Ευρ. είναι υποτ. αορ. αʹ), αόρ. αʹ ἐβόησα, Επικ. βόησα, Ιων. ἔβωσα — Παθ., Ιων. αόρ. αʹ ἐβώσθην, παρακ. βεβόημαι, Ιων. μτχ. βεβωμένος·
I. 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω, αλαλάζω, σε Όμηρ., Αισχύλ.· οἱ βοησόμενοι, άνδρες έτοιμοι να κραυγάσουν (μέσα στην εκκλησία του δήμου), σε Δημ.
2. λέγεται για πράγματα, αντιλαλώ, ηχώ, μουγκρίζω, βρυχώμαι, σκούζω, στριγκλίζω, όπως ο άνεμος και τα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· αὐτὸ βοᾷ, αυτό φανερώνεται από μόνο του, «φωνάζει» από μόνο του, σε Αριστοφ.
II. 1. με αιτ. προσ., επικαλούμαι κάποιον μεγαλόφωνα, σε Ευρ., Ξεν.
2. φωνάζω, κραυγάζω (για να ακούσει κάποιος), σε Σοφ.
3. με συστ. αιτ.· βοάω βοάν, μέλος κ.λπ., σε Αριστοφ., Σοφ.
4. κοινολογώ, διαδίδω, γνωστοποιώ, διαφημίζω· πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην, σε Ηρόδ.· ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, στον ίδ.
5. με απαρ., κραυγάζω δυνατά επιτάσσοντας ή προστάζω με δυνατή φωνή κάποιον να κάνει κάτι, σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βοάω: (fut. βοήσομαι - поздн. βοήσω; aor. ἐβόησα эп. βόησα, ион. ἔβωσα; pass.: aor. ἐβοήθην - ион. ἐβώσθην, pf. βεβόημαι)
1) тж. med. издавать крик(и), кричать, шуметь (ὀξύ Hom.): παραπολεῖ βοώμενος Arph. ты погубишь себя этим криком; τὸ πρᾶγμα βοᾷ Arph. дело говорит само за себя;
2) шуметь, реветь (κῦμα βοάᾳ ποτὶ χερσον Hom.; βοᾷ πόντιος κλύδων Aesch.);
3) (о звуках) испускать, издавать, поднимать (ἰωάν Soph.; βοάν Arph.): ἄλγος β. Eur. жалобно вопить;
4) громко звать, призывать (τινα Pind., Soph., Xen., Theocr., Luc.);
5) кричать, громко приказывать (τινι ποιεῖν τι Soph., Eur., Xen.): β. τι Eur., Men. крикнуть, чтобы принесли что-л.;
6) громко петь, распевать (μέλος Soph.): τὸν ὑμέναιον νύμφαν β. Eur. петь свадебную песнь в честь новобрачной;
7) тж. med. воспевать, прославлять (βοᾶσθαι μακαρίαις ὑμνῳδίαις Eur.): Ἀλκμεωνίδαι ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Her. слава об Алкмеонидах разнеслась по всей Греции.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: cry (Il.).
Other forms: βοῆσαι (Ion. also βῶσαι), βεβωμένος, ἐβώσθην.
Derivatives: βοητύς crying (α 369), βόαμα, βόημα id. (A.); βοητής (Hp., fem. βοᾶτις (αὑδά) loud (A.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Prob. rather a deverb.like ποτάομαι with βοή postverbal (Schwyzer 683) - At best possible a relation with Skt. intensive jóguve speak loudly and Balto-Slavic, e. g. Lith. gaudžiù, gaũsti cry, weep, OCS govorъ noise, but these may as well belong to γοάω. Rather largely onomat.; cf. s. βύας. - Lat. boō, boāre is a Greek loan. - βοηθέω, βωστρέω s.vv.