σελήνη

From LSJ
Revision as of 15:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελήνη Medium diacritics: σελήνη Low diacritics: σελήνη Capitals: ΣΕΛΗΝΗ
Transliteration A: selḗnē Transliteration B: selēnē Transliteration C: selini Beta Code: selh/nh

English (LSJ)

ἡ, Dor. σελάνα [λᾱ] Pi.O.10.75, Aeol. σελάννα Sapph. 3,53; cf. also σεληναίη:—

   A the moon, σ. πλήθουσα the full-moon, Il.18.484; σ. ἀεξομένη, ὀλίγη κεράεσσι, Arat.780,733; a moon's breadth, measure used by early astronomers, Ptol.Alm.9.10; νουμηνία κατὰ σελήνην, i.e. by the lunar month, Th.2.28, cf. SIG683.44 (ii B.C.); τὰς ἡμέρας κατὰ σ. ἄγειν D.L.1.59, cf. PHib.1.27.42 (iii B.C.); πρὸς τὴν σ. ὁρᾶν by moonlight, And.1.38, cf. X.HG5.1.9; ἐν σελήνῃ Ach.Tat.3.2; ἡ ἐκ τῆς σ. νόσος,= σεληνιασμός, Ael.NA14.27; τὴν σ. καθελεῖν, of Thessalian witches, Ar.Nu.750, cf. Pl.Grg.513a, Sosiph. 1.    b month, δεκάτῃ σελήνῃ in the tenth moon, E.El.1126, cf. Alc.431, Tr.1075 (lyr.); πολλὰς σ. Id.Hel.114; τὰς ἡμέρας τῆς σ. Astramps.Orac.p.3 H.; ὁρῶν ἄγουσαν τὴν σ. εἰκάδας Ar.Nu.17.    2 a moon-shaped wheaten cake, E.Fr.350, cf. Alciphr.2.4, Poll.6.76.    3 a round table, or tripod, Ath.11.489d.    4 name of a plant, Ps.-Plu.Fluv.18.5; cf. σελήνιον 11.    II as fem. pr. n., Selene, the goddess of the moon (never in Hom.), Hes.Th.371, h.Merc.100, etc. (σελήνη (σελάνα, σελάννα) fr. *σελάσνᾱ, cf. σέλας.)

German (Pape)

[Seite 870] ἡ (vgl. σέλας, verwandt mit ἕλη, εἵλη), der Mond; Hom. ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὲν ἀμφὶ σελήνην φαίνεται, Il. 8, 555; εὐώπιδος σελάνας φάος, Pind. Ol. 11, 75; Folgde überall; σ. πλήθουσα, l. 18, 484; ἐν σελήνῃ, im Mondscheine, auch πρὸς τὴν σελήνην, Andoc. 1, 38. – Auch ein runder, mondförmiger Kuchen od. ein solches Brot von Weizenmehl.

Greek (Liddell-Scott)

σελήνη: Δωρικ. σελάνα, ἕσπερον … σελάνας ἐρατὸν φάος Πινδ. Ο. 10. 90. κλ., Αἰολικ. σελάννα Σαπφὼ 3. 58 (πρβλ. κρήνη, κράννα), Ahr. d. Aeol. 1, σελ. 65· πρβλ. ὡσαύτως σεληναίη· - τὸ «φεγγάρι», Λατ. luna, Ὅμ., κλ., πρβλ. κύκλος ΙΙ. 4· σ. πλήθουσα, ἡ πανσέληνος, Ἰλ. Σ. 484· σ. ἀεξομένη, ὀλίγη κεράεσσι Ἄρατ. 780, 733· νουμηνία κατὰ σελήνην, δηλ. κατὰ τὸν σεληνικὸν μῆνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν διὰ τοῦ ἡμερολογίου ὑπολογισμόν τῶν μηνῶν, Θουκ 2. 28· τὰς ἡμέρας κατὰ σ. ἄγειν Διογ. Λ. 1. 59· πρὸς τὴν σελήνην ὁρᾶν, μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης, Ἀνδοκ. 6. 18, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 9· ὡσαύτως, εἰς τὴν σ. Αἰσχίν. 67. 35· ἐν σελήνῃ Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 2· - ἡ ἐκ τῆς σ. νόσος, = σεληνισμός, Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· τὴν σ. καθαιρεῖν, τὸ τοῦ Ὁρατίου luna deducere, ἐπὶ τῶν Θεσσαλῶν μαγισσῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 750, Πλάτ. Γοργ. 513Α· - ὡσαύτως ἐπὶ μηνός, δεκάτη σελήνη, κατὰ τὸν δέκατον μῆνα, Εὐρ. Ἠλ. 1126, πρβλ. Ἀλκ. 431, Τρῳ. 1075· πολλὰς σελήνας ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 114. - Ἡ πανσέληνος ἐθεωρεῖτο ἐποχὴ εὐοίωνος διὰ γάμους, ἴδε ἐν λέξ. διχόμηνις· ἐν ᾧ ἡ νέα σελήνη ἦτο ὁ χρόνος καθ’ ὃν ἐπληρώνοντο οἱ τόκοι τῶν δανείων (ὡς ἐν Ρώμῃ αἱ Calendae), Ἀριστοφ. Νεφ. 17, 1131 κἑξ.· πρβλ. ἕνος Ι. 2. 2) σίτινος πλακοῦς στρογγύλος τὸ σχῆμασεληνοειδής, μηνοειδής, Εὐρ. Ἀποσπ. 352, πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, Πολυδ. Ϛ΄, 76. 3) κυκλικὴ τράπεζα, κτλ., Ἀθήν. 489C. 4) ὄνομα φυτοῦ τινος, Ψευδο-Πλούτ. 1161Β, πρβλ. σελήνιον ΙΙ. 5) ἡ φαλακρὰ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, Συνέσ. 74C κἑξ., Νικήτ. Χρον. 222Α. ΙΙ. ὡς θηλ. κύριον ὄνομα, ἡ θεὰ τῆς σελήνης, οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ., Nitzsch εἰς Ὀδ. Ι. 144· κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θεογ. 371 κἑξ., ἦτο δὲ θυγάτηρ τοῦ Ὑπερίονος καὶ τῆς Θείας· ἐν δὲ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 100, ὁ πατὴρ αὐτῆς ἦτο ὁ Πάλλας, κατὰ τοὺς μεταγεν. ὁ Ἥλιος· ἡ λατρεία τῆς σελήνης συχνάκις συμφωνεῖ πρὸς τὴν τῆς Ἀρτέμιδος, Nitzsch ἔνθ’ ἀνωτ. (Τὸ σελήνη φανερῶς συγγενεύει πρὸς τὸ σέλας (ὃ ἴδε), ὡς τὸ Λατιν. luna (Lucina) πρὸς τὸ luceo· ἴδε σείριος, καὶ πρβλ. Μ. Müller Chips, 1, κεφ. xv). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελήνας· πόπανα, τῷ ἄστρῳ ὅμοια πέμματα».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 la lune : σελήνη πλήθουσα IL pleine lune ; νουμηνία κατὰ σελήνην THC le commencement du mois lunaire, p. opp. au mois du calendrier ; πρὸς τὴν σελήνην, εἰς τὴν σελήνην à la clarté de la lune ; ἡ ἐκ τῆς σελήνης νόσος ÉL la maladie causée par l’influence de la lune, càd l’épilepsie;
2 p. anal. sorte de plante.
Étymologie: σέλας.

English (Autenrieth)

(cf. σέλας): moon.

English (Strong)

from selas (brilliancy; probably akin to the alternate of αἱρέομαι, through the idea of attractiveness); the moon: moon.

English (Thayer)

σελήνης, ἡ (from σέλας brightness), from Homer down, Hebrew יָרֵחַ, the moon: Revelation 21:23.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και Σελήνη Ν, και δωρ. τ. σελάνα, και αιολ. τ. σελάννα Α
1. ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης, το πλησιέστερο προς αυτήν ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από τον πλανήτη μας από τα δυτικά προς τα ανατολικά σε μέση απόσταση 384.000 περίπου χιλιόμετρα, το φεγγάρι (α. «κάθισε για να πούμε ύμνο στα κάλλη / της σελήνης, - νέα σελήνη», Σολωμ.
β. «ὡς δ' ὄτ' ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ'», Ομ. Ιλ.)
2. το φως που ανακλά στη Γη το σώμα αυτό
3. ως κύριο όν. η Σελήνη
μυθ. θεά, αδελφή του Ηλίου και της Ηούς, κόρη του Υπερίωνος και της Ευρυφαέσσης ή Θείας, η οποία ονομαζόταν και Μήνη ή Τιτανίς ή Φοίβη
νεοελλ.
1. μτφ. δορυφόρος πλανήτη («οι σελήνες του Κρόνου)
2. γένος περκόμορφων ψαριών του Ατλαντικού Ωκεανού
3. φρ. α) «σελήνη του μέλιτος»
μτφ. ο πρώτος μήνας μετά τον γάμο, αλλ. μήνας του μέλιτος
β) «φάσεις της Σελήνης»
αστρον. καθεμιά από τις μεταβολές της όψης του φωτιζόμενου τμήματος της Σελήνης
γ) «νέα Σελήνη»
αστρον. φάση της Σελήνης κατά την μηνιαία περιφορά της γύρω από την Γη, όταν βρίσκεται μεταξύ Ηλίου και Γης και στρέφει προς την Γη την αθέατη, σκοτεινή της όψη, οπότε ο σεληνιακός δίσκος είναι παντελώς αόρατος από τον πλανήτη μας
δ) «Σελήνη του αμητού»
αστρον. η Πανσέληνος που συμβαίνει κατά την φθινοπωρινή ισημερία, όταν η επιβράδυνσή της είναι η ελάχιστη, σε σχέση με τις άλλες Πανσελήνους του έτους και έτσι υπάρχει σεληνόφως νωρίς το απόγευμα για ασυνήθιστο αριθμό ημερών
ε) «κύκλος της Σελήνης»
αστρον. χρονική περίοδος 235 σεληνιακών συνοδικών μηνών που εισήγαγε τον 5ο π.Χ. αιώνα στην αστρονομία ως έννοια ο Αθηναίος αστρονόμος Μέτων και η οποία ισοδυναμεί με 19 έτη 365 ημερών και 5/19 της ημέρας, περίοδο μετά την οποία οι φάσεις της σελήνης επαναλαμβάνονται κατά τις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες, γεγονός που επιτρέπει την προσέγγιση ανάμεσα στο ηλιακό και στο σεληνιακό έτος, αλλ. κύκλος του Μέτωνος
αρχ.
1. ο σεληνιακός μήνας («δεκάτῃ σελήνῃ παιδός», Ευρ.)
2. είδος γλυκίσματος σε σχήμα σελήνης («σελήνας
πόπανα τῷ ἄστρῳ ὅμοια, πέμματα», Ησύχ.)
3. στρογγυλό τραπέζι
4. ονομασία φυτού
5. φρ. α) «νουμηνία κατὰ σελήνην» — νουμηνία κατά τον σεληνιακό μήνα, σε αντιδιαστολή προς τον χρονικό υπολογισμό τών μηνών με το ημερολόγιο
β) «ἡ ἐκ τῆς σελήνης νόσος» — ο σεληνιασμός
γ) «σελήνη πλήθουσα» — η πανσέληνος
δ) «ὄρη Σελήνης» — φανταστικά όρη που βρίσκονταν, κατά την αντίληψη τών Αρχαίων, σε περιοχή της Αφρικής, μεταξύ της Λίμνης τών Καταρρακτών και της Λίμνης τών Κροκοδείλων, δηλαδή στη σημερινή Αιθιοπία, αλλ. Σεληναῑα ὄρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σελήνη (< σελάσ-νᾱ) παράγεται από την λ. σέλας «έντονη λάμψη, ακτινοβολία» με επίθημα -νη (< -nā), όπως και το λατ. luna «σελήνη» έχει παραχθεί με το ίδιο επίθημα από το ουδ. lux «φως, λάμψη». Η λ. σελήνη έχει αντικαταστήσει την αρχ. ονομασία για το φεγγάρι μήνη (< μήν, μηνός «μήνας», βλ. λ. μήνας) προκειμένου να εκφράσει την έντονη ακτινοβολία που ανακλά το ουράνιο αυτό σώμα (πρβλ. και φεγγάρι < φέγγος). Η λ. σελήνη, τέλος, χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες δοξασίες θρησκευτικού και μεταφυσικού περιεχομένου (πρβλ. σεληνιάζομαι, σεληνιασμός), γεγονός που συνδέεται ίσως με το θηλυκό γένος της λ.].

Greek Monotonic

σελήνη: ἡ, Δωρ. σελάνα (σέλας),
I. φεγγάρι, Λατ. luna, σε Όμηρ.· σελήνη πλήθουσα, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι, σε Ομήρ. Ιλ.· νουμηνία κατὰσελήνην, δηλ. με βάση τον σεληνιακό μήνα, σε Θουκ.· πρὸςτὴν σελήνην, με το φεγγαρόφωτο, σε Ξεν.· ομοίως, εἰς τὴν σελήνην, σε Αισχίν.· τὴν σελήνην καθαιρεῖν, το lunam deducere του Ορατίου, λέγεται για τις μάγισσες, σε Αριστοφ.· δεκάτῃ σελήνῃ, κατά το δέκατο φεγγάρι, δηλ. κατά τον δέκατο μήνα, σε Ευρ.
II. ως θηλ. κύριο όνομα, η Σελήνη, η θεά του φεγγαριού, σε Ησίοδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

σελήνη: дор. σελάνᾱ (λᾱ), эол. σελάννα
1) луна: σ. πλήθουσα Hom. и πεπληρωμένη Her. полная луна; πρὸς и εὶς τὴν σελήνην Xen., Aeschin. при лунном свете; νουμηνία κατὰ σελήνην Thuc. начало лунного месяца;
2) поэт. месяц: σελήνας δώδεκ᾽ ἐκπληρουμένας Eur. в течение полных двенадцати месяцев;
3) «луночка» (круглая лепешка) Eur.;
4) лунная трава (βοτάντ) σ. καλουμένη Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σελήνη -ης, ἡ, Aeol. σελάννα, Dor. σελᾱ́να [σέλας] maan:. σελήνη πλήθουσα volle maan Il. 18.484; δέδυκε μὲν ἀ σελάννα de maan is ondergegaan Sapph. 168b.1; πρὸς τὴν σελήνην in het licht van de maan Xen. Hell. 5.1.9. maand:. πολλὰς σελήνας gedurende vele maanden Eur. Hel. 114; νουμηνίᾳ κατὰ σελήνην op de eerste dag van de maand Thuc. 2.28.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: moon (Il.).
Other forms: Dor. -άνα, Aeol. -άννα.
Compounds: Often as 2. member, e.g. ἀ-σέληνος moonless (Th. a.o.).
Derivatives: 1. σελην-αίη, Dor. σελαναία f. = σελήνη (ep. poet. Il.; like Ἀθηναίη a. o., Schwyzer 469); 2. -ιον n. phase of the moon, contour of the moon etc. (Arist., Thphr. a. o.), also as plantname like -ῖτις a.o. (Strömberg 133); 3. des. of moon-shaped ornaments: -άριον n., -ίς f., -ίσκος m. (late); 4. -ίτης (λί-θος) m. "moonstone", selenite (Dsc. a. o.; Redard 60), also (f. -ῖτις) moon dweller etc. (Luc., Ath. a. o.); 5. -ιεῖα n. pl. moon feast (pap. IIa; Mayser I:3, 95); 6. Adj. -αῖος moonlit, concerning the moon (Orac. ap. Hdt., A. R. a. o.), -ιακός belonging to the moon (Plu. a.o.; after ἡλι-ακός); 7. Verb -ιάζομαι (Ev. Matt., Vett. Val.), also -(ι)άζω, -ιάω (Man.), to be moonstruck, i.e. to be epileptic with -ιασμός m. (Vett. Val.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation with να-suffix from σέλας (s. v.) after the older synonym in Lat. lūna etc.; s. λύχνος and Scherer Gestirnnamen 71 ff. w. further lit. Cf. on 2. μήν.

Middle Liddell

σελήνη, ἡ, σέλας
I. the moon, Lat. luna, Hom.; ς. πλήθουσα the full- moon, Il.; νουμηνία κατὰ σελήνην, i. e. by the lunar month, Thuc.; πρὸς τὴν σελήνην by moonlight, Xen.; so, εἰς τὴν ς. Aeschin.:— τὴν ς. καθαιρεῖν, Hor.'s lunam deducere, of witches, Ar.; δεκάτῃ σελήνῃ in the tenth moon (i. e. month), Eur.
II. as fem. prop. n., Selene, the goddess of the moon, Hes., etc.

Frisk Etymology German

σελήνη: {selḗnē}
Forms: dor. -άνα, äol. -άννα
Grammar: f.
Meaning: Mond (seit Il.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. ἀσέληνος mondlos (Th. u.a.).
Derivative: Davon 1. σεληναίη, dor. σελαναία f. = σελήνη (ep. poet. seit Il.; wie Ἀθηναίη u. a., Schwyzer 469); 2. -ιον n. Mondphase, Umriß des Mondes (Arist., Thphr. u. a.), auch als Pfl.name wie -ῖτις u.a. (Strömberg 133); 3. Ben. von mondförmigen Schmucksachen: -άριον n., -ίς f., -ίσκος m. (spät); 4. -ίτης (λίθος) m. "Mondstein", Selenit (Dsk. u. a.; Redard 60), auch (f. -ῖτις) Mondbewohner (Luk., Ath. u. a.); 5. -ιεῖα n. pl. Mondfest (Pap. IIa; Mayser I:3,95); 6. Adj. -αῖος mondhell, den Mond betreffend (Orac. ap. Hdt., A. R. u. a.), -ιακός zum Mond gehörig (Plu. u.a.; nach ἡλιακός); 7. Verb -ιάζομαι (Ev. Matt., Vett. Val.), auch -(ι)άζω, -ιάω (Man.), ‘mondsüchtig, d. h. epileptisch sein’ mit -ιασμός m. (Vett. Val.).
Etymology : Bildung mit να-Suffix von σέλας (s. d.) nach dem älteren Synonym in lat. lūna usw.; s. λύχνος und Scherer Gestirnnamen 71 ff. m. weiterer Lit.Vgl. zu 2. μήν.
Page 2,690-691