Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοσμέω

From LSJ
Revision as of 15:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμέω Medium diacritics: κοσμέω Low diacritics: κοσμέω Capitals: ΚΟΣΜΕΩ
Transliteration A: kosméō Transliteration B: kosmeō Transliteration C: kosmeo Beta Code: kosme/w

English (LSJ)

   A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379; κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2.554:—Pass., ἐπεὶ κόσμηθεν ἅμ' ἡγεμόνεσσιν ἕκαστοι 3.1; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population, διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655; once in Od., of hunters, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157:—Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κ. στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh.662; τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26, cf. Pl.Phdr.247a; ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31.    2 generally, arrange, prepare, δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13; κ. ἀοιδήν η Bacch.59; ἔργα Hes.Op.306; στέφανον E.Hipp.74; τράπεζαν X.Cyr.8.2.6; εἰς τάφον λέβητα S.El.1401:—Pass., δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκωςDemocr.266; τὸ κοσμηθὲν αἷμα, = τὸνοἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551.    II order, rule, τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59, cf. S.Aj.1103; Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr.723 (anap.); κ. ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46; τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100; τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97 c:—Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant.677: pf.part., of persons, orderly, ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg.716a; τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504 a.    2 in Crete, hold office of κόσμος 111, οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol.1272a35, cf. Plb.22.15.1; Cret. κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.).    III adorn, equip, dress, esp. of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72; κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180; τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19; τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6: c. dupl. acc., πρίν σε νυμφικὸν ἰστέφανον κοσμήσαμεν JRS17.51 (Phrygia, iv A. D.):—freq. in Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209; κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph.1359; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—Pass., χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65; παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1; ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40; κεκ. ἐσθῆτι ποικίλῃ καὶ χρυσοῖσι στεφάνοις Pl.Ion535 d, cf. S.Ph.1064, Th.6.41, etc.    2 metaph., adorn, embellish, λόγους E.Med.576; λόγους ῥήμασί τε καὶ ὀνόμασι κεκοσμημένους Pl.Ap.17 c; τραγικὸν λῆρον Ar.Ra.1005; κ. ἔργον ἄριστον ib.1027; τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26; λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27; αὑτὸν λόγοις Pl.La.196 b, cf. 197 c; ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21; τὸν… τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287:—Pass., ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52 M.    3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El.1139; κ. τάφον Id.Ant. 396; νέκυν E.Tr.1147; κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3; of persons, adorn, be an honour to, πατρίδα Thgn.947; νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46; Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3; [τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42.    4 bury, JHS25.172, al. (Isauria).    IV Pass., to be assigned, ascribed to, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91; ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41; esp. of philosophic schools, κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231; οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμέω: (κόσμος)· ― τακτοποιῶ, διευθετῶ, Ὅμ., ἰδίως (ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ἰλ.), παρατάττω στρατόν, Γ. 1., Ξ. 379, κτλ.· κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας Β. 554, κτλ.· πένταχα κοσμηθέντες, παραταχθέντες εἰς πέντε σώματα, Α. 87· ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ ἐπὶ θηρευτῶν, διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες Ι. 157· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κοσμησάμενος πολιήτας, τακτοποιήσας τοὺς ἑαυτοῦ ἄνδρας, Ἰλ. Β. 806· ― οὕτω καὶ μετέπειτα, κ. στρατὸν Εὐρ. Ρῆσ. 662· ἀλλὰ κ. συμμάχους, καθησυχάζω αὐτοὺς, αὐτόθι 138)· τάξεις κεκοσμημέναι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 26, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247Α· ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Ἡρόδ. 9. 31. 2) καθόλου, διευθετῶ, ἑτοιμάζω, δόρπον ἐκόσμει Ὀδ. Ζ. 13· κ. ἀοιδὴν Ὁμ. Ὕμν. 6. 59· ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 304· δεῖπνον Πινδ. Ν. 1. 32· στέφανον Εὐρ. Ἱππ. 74· τράπεζαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 6· εἰς τάφον λέβητα Σοφ. Ἠλ. 1401. ΙΙ. διατίθημι, κυβερνῶ, διοικῶ, διευθύνω, τὴν πόλιν κ. καλῶν τε καὶ εὖ Ἡρόδ. 1. 59, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1103· τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Ἡρόδ. 1. 100· τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Πλάτ. Φαίδ. 97C· ἐντεῦθεν, τὰ κοσμούμενα, αἱ διαταγαί, τὰ διατάγματα, Σοφ. Ἀντ. 677· ἀλλὰ μετοχ. πρκμ. ἐπὶ προσώπων, καλῶς διατεταγμένος, τακτικός, ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Πλάτ. Νόμ. 716Α, πρβλ. Γοργ. 504Α. 2) ἐν Κρήτῃ, εἶμαι Κόσμος, κυβερνήτης, διοικῶ, κυβερνῶ ὡς τοιοῦτος (ἴδε κόσμος ΙΙΙ), Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 10, Πολύβ. 23. 15, 1· πρβλ. Böckh εἰς Συλλογ. Ἐπιγραφ. 2. σ. 405. ΙΙΙ. κοσμῶ, «στολίζω», καταρτίζω, ἐφοδιάζω μέ τι, ἐνδύω, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ὁμ. Ὕμν. 5. 11, 12, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 72, Θ. 573· κοσμεῖν τινα πανοπλίῃ Ἡρόδ. 4. 180· τριπόδεσσι κ. δόμους Πινδ. Ι. 1. 27, κτλ.· καὶ συχν. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κοσμέεσθαι τὰς κεφαλὰς Ἡρόδ. 7. 209· κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις Εὐρ. Φοίν. 1359, πρβλ. Σοφ. Φ. 1064, Θουκ. 6. 41· ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι, κοσμήσαντες ἑαυτούς, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8. ― Παθ., χρυσῷ κοσμηθεῖσα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 65· ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Ἡρόδ. 7. 40· κεκοσμ. ἐσθῆτι ποικίλῃ καὶ χρυσοῖσι στεφάνοις Πλάτ. Ἴων 535D. κτλ. 2) μεταφ., κοσμῶ, καλλωπίζω, καλλύνω, λόγους Εὐρ. Μήδ. 576, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 17C· τραγικὸν λῆρον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1005, πρβλ. 1027· λόγον εὐρυθμίαις Ἰσοκρ. 87Ε· αὑτὸν λόγοις Πλάτ. Λάχ. 196Β, πρβλ. 197C· ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Θουκ. 1. 21· τὸν... τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσαντα (ἐν τῇ ἀγορεύσει) Δημ. 321. 14. 3) διὰ περικοσμήσεως ἀπονέμω τιμὴν εἴς τινα, λουτροῖς σ᾿ ἐκόσμησ᾿ Σοφ. Ἠλ. 1139· κ. τάφον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 396· νέκυν Εὐρ. ἐν Τρῳ. 1147· κ. καὶ τιμᾶν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3· ― ἐπὶ προσώπων, περικοσμῶ, προξενῶ τιμὴν εἴς τι, πόλιν Θέογν. 941· νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν Πινδ. Ν. 6. 78· Σαλαμῖνα κ. πατρίδα Εὐρ. Ἀποσπ. 534· οὕτω, τὴν πόλιν αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Θουκ. 2. 42. IV. ἐν τῷ παθ., ἀποδίδομαι ἢ ἀνάγομαι εἴς τι ἐς τὸν Αὐγύπτιον νόμον αὗται αἱ πόλεις ἐκεκοσμέατο Ἡρόδ. 3. 91· ἐς Πέρσας ἐκεκοσμέατο ὁ αὐτ. 6. 41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. mettre en ordre :
1 arranger, mettre en bon ordre ; en gén. disposer, arranger, préparer : δόρπον OD un repas ; τράπεζαν XÉN dresser une table;
2 répartir, distribuer;
3 p. ext. diriger, gouverner, commander ; τὰ κοσμούμενα SOPH les dispositions prises par ceux qui gouvernent;
II. p. suite :
1 parer, orner ; fig. κ. λόγον εὐρυθμίαις ISOCR arranger un discours avec des phrases bien cadencées;
2 vanter, célébrer : ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. THC embellir en exagérant;
3 honorer : τάφον SOPH donner des soins à une tombe ; κ. καὶ τιμᾶν XÉN parer (de vêtements, de bijoux) qui sont des marques d’honneur;
Moy. κοσμέομαι-οῦμαι;
1 arranger ou disposer pour soi : κοσμησάμενος πολιήτας IL ayant disposé en bon ordre ses compatriotes;
2 parer pour soi ou sur soi : κ. τὰς κόμας HDT se parer la chevelure.
Étymologie: κόσμος.

English (Autenrieth)

(κόσμος), aor. ἐκόσμησα, pass. aor. 3 pl. κόσμηθεν, mid. aor. part. κοσμησάμενος: arrange, order, esp. marshall troops, mid., one's own men, Il. 2.806; of preparing a meal, Od. 7.13.

English (Slater)

κοσμέω (κοσμεῖν: ἐκόσμησαν; κοσμήσαις: pass. aor. ἐκόσμηθεν: pf. κεκόσμηται.)
   1 deck, dress richly ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις having dressed her in fine clothing (P. 9.118) καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ (I. 1.19) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν as victors in the games Παρθ. 2. . ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται is richly laid out (N. 1.22) met., honour, πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.46)

Spanish

adornar

English (Strong)

from κόσμος; to put in proper order, i.e. decorate (literally or figuratively); specially, to snuff (a wick): adorn, garnish, trim.

English (Thayer)

κόσμῳ; 3rd person plural imperfect ἐκόσμουν; 1st aorist ἐκόσμησά; perfect passive κεκόσμημαι; (κόσμος);
1. to put in order, arrange, make ready, prepare: τάς λαμπάδας, put in order (A. V. trim), δόρπον, Homer, Odyssey 7,13; τράπεζαν, Xenophon, Cyril 8,2, 6; 6,11; the Sept. עָרַך; προσφοράν, to ornament, adorn (so in Greek writings from Hesiod down; the Sept. several times for עָדָה); properly: οἶκον, in the passive, τά μνημεῖα, to decorate (A. V. garnish), τάφους, Xenophon, mem. 2,2, 13); τό ἱερόν λίθοις καί ἀναθεμασι, in the passive, τούς θεμελίους τοῦ τείχους λίθῳ τιμίῳ, τινα (with garments), νύμφην, passive ἑαυτάς ἐν τίνι, καταστολή, 2). Metaphorically equivalent to to embellish with honor, gain honor (Pindar nem. 6,78; Thucydides 2,42; κεκοσμενον τῇ ἀρετή, Xenophon, Cyril 8,1, 21): ἑαυτάς, followed by a participle designating the act by which the honor is gained, τήν διδασκαλίαν ἐν πᾶσιν, in all things, Titus 2:10.

Greek Monotonic

κοσμέω: μέλ. -ήσω (κοσμός),
I. 1. τακτοποιώ, διευθετώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ιδίως, παρατάσσω στράτευμα, βάζω στη σειρά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., κοσμησάμενος πολιήτας, έχοντας τακτοποιήσει τους άνδρες τους, στο ίδ.
2. γενικά, προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, δόρπον, σε Ομήρ. Οδ.· ἔργα, σε Ησίοδ. κ.λπ.
II. 1. διαθέτω, κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ κοσμούμενα, διαταγές, διατάγματα, σε Σοφ.
2. στην Κρήτη, είμαι ο Κόσμος (κόσμος III), διοικώ ως τέτοιος, σε Αριστ.
III. 1. κοσμώ, στολίζω, καταρτίζω, εφοδιάζω, ντύνω, ιδίως, λέγεται για γυναίκες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. — Μέσ., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς, διακοσμώ τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μεταφ., στολίζω, καλλωπίζω, εξωραΐζω, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
3. τιμώ, αποδίδω τιμές σε, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
IV. στην Παθ., αποδίδομαι ή ανάγομαι σε κάτι, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νόμον αὗται (αἱ πόλεις) ἐκεκοσμέατο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κοσμέω:
1) воен. строить, выстраивать (ἵππους τε καὶ ἀνέρας Hom.; στρατόν Eur.): πένταχα κοσμηθέντες Hom. выстроенные пятью отрядами; στρατιὰ κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. войско, разделенное на одиннадцать колонн;
2) устраивать, располагать в порядке (τεταγμένον τε καὶ κεκοσμημένον πρᾶγμα Plat.): ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Plat. скромный и сдержанный; τὰ κοσμούμενα Soph. распоряжения;
3) устраивать, готовить (δόρπον Hom.; δεῖπνον Pind.; τράπεζαν Xen.; τάφον, ἐς τάφον λέβητα κ. Soph.): κ. ἀοιδήν Hom. слагать песнь;
4) устраивать, управлять, править (νοῦς κοσμῶν Anaxagoras ap. Plat.): τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Her. превосходно управлять государством;
5) заправлять (маслом) (τὰς λαμπάδας NT);
6) (на Крите) быть космом (см. κόσμος 5), осуществлять верховную власть: οἱ γέροντες ἐκ τῶν κεκοσμηκότων Arst. (на Крите избираются) члены совета старейшин из числа тех, которые (в прошлом) исполняли должность космов;
7) убирать, прибирать (οἶκος κεκοσμημένος NT);
8) наряжать, убирать, одевать (τινα πανοπλίῃ Her.; σῶμα ὅπλοις Eur.; γυναῖκας ἐν καταστολῇ NT): κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς Her. убирать себе головы, причесываться; κεκοσμημένος ἐσθῆτι ποικίλῃ Plat. нарядившись в пеструю одежду;
9) украшать (δόμους τριπόδεσσι Pind.);
10) разукрашивать, приукрашивать (λόγους Eur.; τραγικὸν λῆρον Arph.): κενοῖς λόγοις αὑτὸν κ. Plat. рядиться в пустые фразы; ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Thuc. расписывать преувеличенно яркими красками;
11) служить украшением, украшать собой (νᾶσον Pind.; πόλιν Thuc.);
12) обряжать, готовить к погребению (τινα Soph.; νέκυν Eur.);
13) причислять, относить (ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν κοσμέεσθαι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμέω [κόσμος] ep. aor. pass. 3 plur. κόσμηθεν; Ion. perf. med.-pass. 3 plur. κεκοσμέαται, Ion. plqperf. med.-pass. 3 plur. ἐκεκοσμέατο ordenen; milit. opstellen, ook med.:; κοσμησάμενος πολιήτας als hij zijn eigen mensen heeft opgesteld Il. 2.806; ἐπὶ... τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο ze stonden opgesteld in meerdere linies Hdt. 9.31.2; in orde brengen:; δόρπον de maaltijd Od. 7.13; κ. τράπεζαν een tafel dekken Xen. Cyr. 8.2.6; indelen:. ἐς γὰρ τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται ἐκεκοσμέατο zij waren ingedeeld onder de satrapie Egypte Hdt. 3.91.2. regeren, besturen:; τὴν πόλιν κοσμέων καλῶς τε καὶ εὖ de stad goed en rechtvaardig besturend Hdt. 1.59.6; τάδε δὲ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ verder waren door hem nog de volgende maatregelen getroffen Hdt. 1.100.2; τὰ κοσμούμενα de bestuursmaatregelen Soph. Ant. 677; abs. kosmos zijn (hoge bestuursfunctie op Kreta). versieren, uitrusten met:; παρθένον... κοσμήσαντες κυνέῃ... Κορινθιῇ als ze het meisje getooid hebben met een Corinthische helm Hdt. 4.180.3; ook med.:; χαλκέοις σῶμ ’ ἐκοσμήσανθ ’ ὅπλοις zij hebben hun lichaam getooid met bronzen wapenrusting Eur. Phoen. 1359; overdr.: ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμοῦντες iets mooier makend dan het is Thuc. 1.21.1; λόγον εὐρυθμίαις een betoog met ritmische effecten verfraaien Isocr. 5.27. eren, verheerlijken:. τάφον κοσμοῦσα terwijl zij het graf eer bewees Soph. Ant. 396; τόν... τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα degene die hun voortreffelijkheid zal verheerlijken Dem. 18.287.

Middle Liddell

[κοσμός]
I. to order, arrange, Hom., etc.: esp. to set an army in array, marshal it, Il.:— Mid., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.
2. generally, to arrange, prepare, δόρπον Od.; ἔργα Hes., etc.
II. to dispose, order, rule, govern, Hdt., Soph., etc.; τὰ κοσμούμενα orderly institutions, set order, Soph.
2. in Crete, to be Cosmos (κόσμος ΙΙΙ), rule as such, Arist.
III. to deck, adorn, equip, furnish, dress, esp. of women, Hhymn., Hes., etc.: Mid., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt., etc.
2. metaph. to adorn, embellish, Eur., Thuc., etc.
3. to honour, pay honour to, Soph., Eur., etc.
IV. in Pass. to be assigned or ascribed to, ἐς τὸν Αἰγύπτιον νόμον αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.

Chinese

原文音譯:kosmšw 可士姆哦
詞類次數:動詞(10)
原文字根:系統 相當於: (עֲדִי‎)
字義溯源:裝飾,修飾,妝飾,妝飾整齊,收拾,收拾整齊,預備,敬重,尊榮;源自(κόσμος)*=世界)
出現次數:總共(10);太(3);路(2);提前(1);多(1);彼前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 修飾(2) 太12:44; 太23:29;
2) 妝飾整齊(1) 啓21:2;
3) 他們⋯敬重(1) 多2:10;
4) 乃是用⋯修飾的(1) 啓21:19;
5) 妝飾(1) 彼前3:5;
6) 裝飾(1) 提前2:9;
7) 收拾(1) 太25:7;
8) 修飾好了(1) 路11:25;
9) 妝飾的(1) 路21:5