λαλώ

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

-έω και -άω (AM λαλῶ, -έω)
1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)
2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.)
3. (για πτηνά) κελαδώ, τερετίζω ή κράζω (α. «άκου πώς λαλεί το αηδόνι» β. «ακόμη δεν λάλησε ο πετεινός»)
4. (για μουσικό όργανο) παράγω ήχο, ηχώ, παίζω («ὡς σάλπιγγος λαλούσης», ΚΔ)
5. παίζω μουσικό όργανο, βαρώ, κρούω, σημαίνω (α. «λαλώ τη φλογέρα» β. «κἤν αὐλῷ λαλέω», Θεόκρ.)
6. αντηχώ, αντιλαλώ
νεοελλ.
1. πορεύομαι, βαδίζω, πηγαίνω («στη στράτα που ελάλει», δημ. τραγούδι)
2. μαρτυρώ, προδίδω («ο Μιστόκλης τσάκισε και λάλησε στην ανάκριση»
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λαλημένος, -η, -ο
ξακουστός, φημισμένος
4. παροιμ. «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει» — όταν σε μια ενέργεια ανακατεύονται πολλά άτομα, αργούν να τή φέρουν εις πέρας
β) «όποιος πολλά λαλεί πολλά σφάλλει» — ο φλύαρος συχνά λέει ανοησίες
νεοελλ.-μσν.
1. προσκαλώ, φωνάζω κάποιον από μακριά
2. συμπεριφέρομαι
3. παρακινώ με τη φωνή ζώο να βαδίσει γρήγορα
4. διαδίδω ως φήμη
μσν.
1. τραγουδώ με συνοδεία μουσικού οργάνου
2. διηγούμαι, εξιστορώ
3. υποστηρίζω άποψη, διατείνομαι, ισχυρίζομαι
4. συμβουλεύω
5. επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου
6. εξαγγέλλω, γνωστοποιώ, ανακοινώνω
7. ερωτώ
8. ονομάζω, αποκαλώ
9. ψάλλω
10. (για έγγραφο) αναφέρω
11. φρ. «λαλῶ εἰς τὸν λογισμὸν κάποιου» — προσπαθώ να επηρεάσω τη σκέψη κάποιου
(μσν. -αρχ.)
1. συζητώ, κουβεντιάζω φιλικά
2. λέγω πολλά, μιλώ ακατάσχετα, φλυαρώ
αρχ.
1. απαγγέλλω με σκοπό την τέρψη ή τη διδασκαλία κάποιου, καθοδηγώ, διδάσκω
2. εκφράζομαι με μιμικές κινήσεις («χειρσὶν ἄπαντα λαλήσας», επιγρ.)
3. βγάζω άναρθρες κραυγές («λαλοῦσι μὲν οὗτοι [oἱ πίθηκοι] φράζουσι δ' οὔ», Πλούτ.)
4. (για δένδρα) θροΐζω, ψιθυρίζω
5. φρ. «ζωγραφία λαλοῦσα» — η ποίηση, σε αντιδιαστολή προς το «ποίησις σιωπῶσα», δηλ. τη ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα la- (με αναδιπλασιασμό), που είναι προϊόν ηχομιμήσεως και συνδέεται με λατ. lallo «νανουρίζω νήπιο», λιθουαν. laluoti «τραυλίζω, ψελλίζω», ρωσ. lala «φλύαρος, λάλος» και πιθ. με το λάσκω «κραυγάζω». Η λ. μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια Λάλα, Λάλος, Λάλαξ.
ΠΑΡ. λάλημα, λαλητός, λαλιά
αρχ.
λαλαγώ, λαλάζω, λάλαξ, λάλη, λάληθρος, λάλησις, λαλητρίς, λαλιός, λαλίς, λάλλαι, λαλλόεις
μσν.
λαλημός
μσν.- νεοελλ.
λαλούμενα
νεοελλ.
λαλητής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης. (Β' συνθετικό) αντιλαλώ, διαλαλώ, καταλαλώ
αρχ.
απολαλώ, εκλαλώ, ελλαλώ επιλαλώ, ολιγολαλώ, παραλαλώ, περιλαλώ, προλαλώ, προσκαταλαλώ, προσλαλώ, συλλαλώ, συνεκλαλώ, υπερλαλώ, υπολαλώ
νεοελλ.
αηδονολαλώ, βροντολαλώ, γλυκολαλώ, πολυλαλώ, σιγολαλώ, τρανολαλώ].