αἰόλος

From LSJ
Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰόλος Medium diacritics: αἰόλος Low diacritics: αιόλος Capitals: ΑΙΟΛΟΣ
Transliteration A: aiólos Transliteration B: aiolos Transliteration C: aiolos Beta Code: ai)o/los

English (LSJ)

η, ον, (ος, ον Arist.Pr., v. infr.) A quick-moving, nimble, πόδας αἰόλος ἵππος Il.19.404; αἰόλαι εὐλαί wriggling worms, 22.509; σφῆκες μέσον αἰ. 12.167; ὄφις ib.208; οἶστρος Od.22.300, cf. Achae.48. 2 as epithet of armour, glittering, τεύχεα Il.5.295; σάκος 7.222, 16.107; κνώδων S.Aj.1025:—generally, changeful of hue, sheeny, δράκων Id.Tr.11; αἰόλα νύξ star-spangled night, ib.94 (lyr.); αἰ. πυρὸς κάσις smoke flushed by fire-light, A.Th.494; κύων αἰ. speckled, Call.Dian.91, etc.; αἰόλα σάρξ discoloured, S.Ph.1157 (lyr.); ὀφθαλμοί Adam.1.8, cf. II. II metaph., 1 chequered, αἰόλ' ἀνθρώπων κακά A.Supp.328; changeful, ἰαχή E.Ion 499 (lyr.); χορεία Ar.Ra.248 (lyr.); νόμος Tclest.2; αἰόλα φωνέων Theoc.16.44; αἰόλοι ἡμέραι changeable days, Arist.Pr.941b24. 2 shifty, slippery, ἔπος Sol.11.7; ψεῦδος Pi.N. 8.25; κέρδεσσι B.14.57; μηχάνημα λυγκὸς αἰολώτερον Trag.Adesp. 349.—Chiefly poet. B proparox. Αἴολος, ου, ὁ, the lord of the winds, properly the Rapid or the Changeable, Od., etc. 2 name of a kind of σκάρος, Nic. Thyat. ap. Ath.7.320c. 3 Pythag., = 4, or ἐνιαυτός, Theol.Ar.22.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Arist.Pr.941b24]
I en cuanto al mov.
1 que se retuerce σφῆκες μέσον αἰόλοι Il.12.167, ὄφις Il.12.208, Hes.Th.300, δράκων S.Tr.11, εὐλαί Il.22.509 (pero para todos estos ejemplos cf. II 2)
del humo que forma volutas αἰόλην πυρὸς κάσιν A.Th.494.
2 que se mueve de aquí para allá, animado, ágil οἶστρος Od.22.300, πόδας αἰόλος ἵππος Il.19.404 (pero cf. II 2), χορεία Ar.Ra.248, cf. Achae.48.
II en cuanto al aspecto
1 de reflejo o luz cambiante, parpadeante τεύχεα Il.5.295, σάκος Il.7.222, 16.107, κνώδων S.Ai.1025, νύξ S.Tr.94.
2 de animados colores, con manchas o pintas esp. de animales ὄστρακον del caparazón de la tortuga h.Merc.33, κύων Call.Dian.91 (pero cf. σφῆκες, ὄφις, etc. en I 1, ἵππος en I 2), δέμας αἰόλον de los perros de Acteón, Nonn.D.5.494, αἰόλα βεύδεα vestidos con colores o bordados animados Call.Fr.7.11
de los ojos jaspeados ὀφθαλμοί Adam.1.8, οἱ χαροποὶ ὀφθαλμοὶ ἀπὸ τῶν μελάνων χωρίζονται τῷ αἰόλῳ Adam.1.11
de color cambiante, con manchas diferentes σάρξ S.Ph.1157.
3 mudable, variable κακά A.Supp.328, ἡμέραι Arist.Pr.941b24.
4 gener. variado, diverso δεῖπνα Nonn.D.3.227, φῦλα Nonn.Par.Eu.Io.3.22.
III en cuanto al sonido cambiante, con diversas modulaciones ἰαχή voz trémula E.Io 499, μέλη Pae.Delph.14
neutr. como adv. αἰόλα φωνέων Theoc.16.44.
IV fig. que ofrece reflejos o seducciones falsas, engañoso, retorcido ψεῦδος Pi.N.8.25, κέρδεα B.15.57, μηχάνημα Trag.Adesp.349.
• Etimología: Ni la relación con εἰλέω q.u., ni con αἰϝών resultan seguras.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
I. qui s'agite, se meut sans cesse :
1 mobile, agité : σφῆκες αἰόλοι IL guêpes au corsage mobile, càd qui peuvent se replier en tous sens;
2 agile, rapide : πόδας αἰόλος ἵππος IL cheval aux pieds agiles;
II. p. anal., en parl. de couleurs :
1 aux reflets changeants : αἰόλα τεύχεα IL armes étincelantes;
2 bigarré, tacheté : αἰόλος δράκων SOPH serpent à la peau tachetée ; σὰρξ αἰόλα SOPH chair marquetée de taches (provenant de la violence du mal) ; νὺξ αἰόλα SOPH nuit constellée;
III. fig. changeant, inconstant, variable.
Étymologie: cf. εἴλλω.

Russian (Dvoretsky)

αἰόλος: редко
1) проворный, подвижный (οἶστρος, σφῆκες, εὐλαί, ὄφις Hom.): χορείαν αἰόλαν φθέγξασθαι Arph. с песнями закружиться в быстром хороводе; πόδας αἰ. ἵππος Hom. резвоногий конь;
2) переливчатый, пятнистый, пестрый (ὄστρακον HH; δράκων Soph.): αἰόλα σάρξ Soph. тело, испещренное следами язв; αἰόλα νύξ Soph. звездная ночь;
3) переменчивый, многообразный (ἡμέραι Arst.; ἀνθρώπων κακά Aesch.): συρίγγων αἰόλαι ἰαχαί Eur. переливчатые звуки сиринг;
4) хитроумный (ψεῦδος Pind.; μηχάνημα Σφιγγός ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰόλος: -η, -ον, ταχέως κινούμενος, εὐκίνητος, ὁρμητικός, Λατ. agilis· πόδας αἴολος ἵππος, Ἰλ. Τ. 404: αἰόλαι εὐλαί = ἀναπηδῶντες μικροὶ σκώληκες (ὡς οἱ τοῦ τυροῦ), Χ. 509· - σφῆκες μέσον αἰόλοι, Μ.167· αἰόλον ὄφιν, αὐτόθι 208: αἰόλος οἶστρος, Ὀδ. Χ. 300. 2) ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπιθ. τοῦ ὁπλισμοῦ: τεύχεα, Ἰλ. Ε. 295· σάκος, Η. 222., Π. 107 (πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1025), ἔνθα οἱ πλεῖστοι τῶν κριτικῶν ἑρμηνεύουσι τὴν λέξ. κατὰ τὴν ΙΙ σημασίαν, ἀλλ’ ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λέξ.) ἑρμηνεύει: ὁ κινούμενος μετὰ τοῦ σώματος, εὐκόλως κινούμενος, εὐμεταχείριστος, Λατ. habilis: - ὥστε ἡ Ὁμ. ἔννοια τῆς λέξεως περιορίζεται εἰς τὴν τῆς ταχείας κινήσεως, πρβλ. αἰόλλω, ἂν καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσῃ τις ὅτι ἡ ἰδέα αὕτη εὐκόλως μεταβαίνει εἰς τὴν τῆς ταχείας λάμψεως, τοῦ ἀπαστράπτοντως· (πρβλ. ἀργός Ι): ἡ αὐτὴ ἀμφιβολία ὑπάρχει καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις αἰολοθώρηξ, -μίτρης. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., ἀναμφιβόλως: ὁ τὸ χρῶμα μεταβάλλων, ἀπαστράπτων, στίλβων (ὡς ἡ στιλπνὴ μέταξα), δράκων, Σοφ. Τρ. 12. 2) ποικίλος, στικτός, αἰόλα νύξ, κατάστικτος ἐξ ἀστέρων, (πρβλ. Κικ. caelum astris distinctum), αὐτόθι 94· πρβλ. αἰολόχρως, ὁ Αἰσχύλ. ἐν Θ. 494 καλεῖ τὸν ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ πυρὸς ἀναλάμποντα καπνὸν αἰόλην πυρὸς κάσιν; κύων αἰ. = στιγμάτων πλήρης, Καλλ. Ἄρτ. 91, κτλ.· αἰόλα σάρξ = ἄχρους καταστᾶσα ἐκ νόσου, Σοφ. Φ. 1157. ΙΙΙ. μεταφ., 1) εὐμετάβολος, εὐκίνητος, ἄστατος· αἰολ’ ἀνθρώπων κακά, Αἰσχυλ. Ἱκ. 327· ἐπὶ ἤχων· ἰαχή, Εὐρ. Ἴων 499· πρβ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 248· αἰόλοι ἡμέραι = εὐμετάβολοι ἡμέραι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13, 1 (τὸ μόνον χωρίον, ἔνθα εἶνε γνωστὸν ὅτι ἀπαντᾷ ἡ λέξις ἐν Ἀττ. πεζογράφ. ἢ ὅτι ἔχει τὸ θηλ. εἰς -ος). Πρβλ. αἰολόμητις, -στομος, κτλ. 2) εὐκίνητος, ἄστατος, δόλιος, πανοῦργος, ὀλισθηρός, ἔπος, Σόλ. 11· ψεῦδος, Πινδ. Ν. 8. 43· μηχάνημα, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 16.D. - Πρβλ. ποικίλος, ὅπερ εἶνε ἐν χρήσει ἐν ὁμοίᾳ ποικιλίᾳ ἐννοιῶν καὶ ἔχει ἰδιάζοντα τονισμόν. Β. ὡς κύρ. ὄνομα προπαροξ. Αἴολος, ου, ὁ θεὸς τῶν ἀνέμων, κυρίως ὁ ὁρμητικὸς ἢ εὐμετάβλητος, Ὀδ., καὶ ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα ἐκτείνεται ἐν τῇ γεν. Αἰόλου μεγαλήτορος, χάριν τοῦ μέτρ., Ὀδ. Κ. 36.]

English (Autenrieth)

quick-moving, lively; of wasps (μέσον, ‘at the waist’), gad-fly (‘darting’), serpent (‘squirming’), worms (‘wriggling’); then glancing, shimmering, of lively (changeable) colors, esp. metallic, Il. 5.295, Il. 7.222.

English (Slater)

αἰόλος
1 changeful, fickle μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται (N. 8.25)

Greek Monotonic

αἰόλος: -η, -ον,Α.
I. αυτός που κινείται με ταχύτητα, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰόλαι εὐλαί, σκουλήκια που αναπηδούν, σπαρταρούν, στο ίδ.· ομοίως λέγεται και για σφήκες και φίδια, στο ίδ.
II. ευμετάβλητος στο χρώμα ή στην απόχρωση, αστραφτερός, λαμπερός, λέγεται για όπλα και οπλισμό, για πανοπλία ή αρματωσιά, στο ίδ. [[[αλλά]] σε ό,τι αφορά στον οπλισμό, μπορεί να δεχτεί κανείς (εκτός της ερμηνείας: απαστράπτων οπλισμός) και την ερμηνεία: αυτός που κινείται μαζί με το σώμα, ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος, βολικός, Λατ. habilis· επίσης, αἰόλα νύξ, νύχτα στολισμένη, κοσμημένη, έναστρη, σε Σοφ.· ο Αισχύλ. ονομάζει τον καπνό που ξεπηδά από την φλόγα της φωτιάς αἰόλην πυρὸς κάσιν· αἰόλα σάρξ, αυτή που έχει χάσει το χρώμα της λόγω ασθένειας, σε Σοφ.
III. μεταφ.·
1. ευμετάβλητος, μεταβλητός, μεταθετός, ευκίνητος, άστατος· αἰόλ' ἀνθρώπων κακά, σε Αισχύλ.· λέγεται και για ήχους· ἰαχή, σε Ευρ.
2. μεταβλητός, δόλιος, πανούργος, πονηρός, ασταθής, αβέβαιος, αμφίβολος· ψεῦδος, σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).Β. ως κύριο όνομα, προπαροξ., Αἴολος, -ου, , ο θεός των ανέμων, κυρίως ο ορμητικός ή ευμετάβλητος, σε Ομήρ. Οδ. (η παραλήγουσα εκτείνεται στη γεν., Αἰόλου μεγαλήτορος, χάριν μέτρου, σε Ομήρ. Οδ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: quick, glittering (Il.).
Dialectal forms: Myc. aiworo name of a cow.
Compounds: κορυθαίολος with glittering helmet (or who moves his helmet?)
Derivatives: (Rare) αἰόλλω agitate quickly; αἰολέω = ποικίλλω (Pl. Kra. 409a). Name Αἴολος, Αἰολεῖς.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Etym. unknown. Fraenkel Gnomon 22, 239 thought *(Ϝ)αι-Ϝόλ-ος (with dissimilatory loss of Ϝ-) from *u̯el- turn in εἰλέω etc. - Benveniste (BSL 38, 107) connected αἰών, Skt. áyu vital force (improbable). Risch Mus. Helv. 29, 1972, 97 argues that the original meaning was a colour. On αἰέλουρος s.v. - For the type, cf. αἰώρα, αἰονάω.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].] [The penultimate is lengthd. in the gen. Αἰόλου μεγαλήτορος, metri grat., Od.]
I. quick-moving, Il.; αἰόλαι εὐλαί wriggling worms, Il.; so of wasps and serpents, Il.
II. changeful of hue, gleaming, glancing, of arms and armour, Il.; (but here also it may be explained moving with the body, manageable, Lat. habilis);— also, αἰόλα νύξ star-spangled night, Soph.; Aesch. calls smoke flushed by fire-light αἰόλη πυρὸς κάσις; αἰόλα σάρξ discoloured from disease, Soph.
III. metaph.,
1. changeful, shifting, varied, κάκα Aesch.; of sounds, ἰαχή Eur.
2. shifty, wily, slippery, ψεῦδος Pind.
B. as prop. n., proparox. Αἴολος, ου, ὁ, lord of the winds, properly the rapid or the changeable, Od.

Frisk Etymology German

αἰόλος: {aiólos}
Meaning: schnell beweglich, schillernd, bunt (ep. poet.).
Derivative: Denominative Verba, alle selten: αἰόλλω (nur Präsens) schnell hin und her bewegen (υ 27), Farbe wechseln (Med., Hes. Sc. 399), bunt machen (Nik. Th. 155). — αἰολέω = ποικίλλω (Pl. Kra. 409a) mit αἰόλησις schnelle Bewegung (Sch. Pi. P. 4, 412). — αἰολίζω bunt ausstatten (S. Fr. 912) mit αἰόλισμα Buntheit (S. Ichn. 319). — αἰολάομαι rastlos sein (Hp. Mul. 2, 174b, Lesung unsicher). — Ferner spärlich belegte Sekundärableitungen: αἰολίας m. Fischname, vgl. Strömberg Fischnamen 23, Thompson Fishes s. v., αἰόλειος EM, αἰολίδας· ποικίλους, ταχεῖς H.
Etymology: Etymologie unsicher. Nach Fraenkel Gnomon 22, 239 aus *(ϝ)αιϝόλος mit dissimilatorischem Schwund des anl. ϝ- zu u̯el- wälzen, drehen, wenden in εἰλέω (s. d.) usw. — Anders Fick, L. Meyer (s. auch Benveniste BSL 38, 107); noch anders Danielsson IF 14, 386ff., s. Ἅιδης. Das Kompositum αἰέλουρος setzt, falls hierher gehörig, ein älteres *αἰελος voraus, das durch Vokalharmonie seinen ε-Vokal umgefärbt hätte. Näheres bei Bechtel Lex. Zur Bedeutung vgl. W. Schulz Das Farbenempfindungssystem der Hellenen. Leipzig 1904.
Page 1,42

English (Woodhouse)

airy, dappled, flashing, flitting, varied, variegated, lightly moving

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εὐκίνητος). Ἴσως ἀπό τό ἄημι (=πνέω). Ἀπό ἐδῶ παράγονται οἱ λέξεις: αἰόλλω (=στρέφω ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, ποικίλλω), αἰόλησις (=γρήγορη κίνηση).

German (Pape)

auch 2 Endgn in der einzigen pros. Stelle, Arist. Probl. 26.13 αἰόλοι ἡμέραι, veränderliche Tage; verw. ἄημι, s. Buttmann Lexil. 2.73 ff, daher
1 beweglich, schnell, οἶστρος Od. 22.300; πόδας, schnellfüßig, Il. 19.404; εὐλαί, die wimmelnden Maden, 22.509; ὄφις, schnell sich schlängelnd, 12.208; σφῆκες μέσον αἰόλοι 12.167, mit beweglichem Hinterleibe. Auch von Waffen, τεύχεα 5.295, σάκος 7.222, 16.107, leicht beweglich. – Vom Rauche Aesch. Spt. 476, δράκων Soph. Tr. 11, 831, κνώδων Aj. 1004.
2 bunt, schillernd, ὄστρακον H.h. Merc. 33; νύξ, sternhelle Nacht, Soph. Tr. 94, 132; σάρξ Phil. 1142, bunt von Geschwüren; überhaupt mannigfach, κακά Aesch. Suppl. 323; ἰαχαὶ συρίγγων Eur. Ion 499; vgl. αἰόλαν χορείαν φθέγξασθαι Ar. Ran. 248, wo es auch schnell sein kann, wie πορεία Thesm. 1054; vgl. Theocr. 16.44 ἀοιδὸς αἰόλα φωνέων; – listig, ψεῦδος Pind. N. 8.25, μηχάνημα Σφιγγὸς αἰολώτερον frg. bei Plut. d. aud. 2.