αἰσθάνομαι

From LSJ
Revision as of 19:07, 17 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " <i>Cratyl</i>." to " <i>Cratyl</i>.")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσθάνομαι Medium diacritics: αἰσθάνομαι Low diacritics: αισθάνομαι Capitals: ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: aisthánomai Transliteration B: aisthanomai Transliteration C: aisthanomai Beta Code: ai)sqa/nomai

English (LSJ)

(cf. αἴσθομαι), Ion. 3pl.opt. A αἰσθανοίατο Ar.Pax209: impf. ῃσθανόμην: fut. αἰσθήσομαι S.Ph.75, etc.; later αἰσθανθήσομαι LXX Is.49.26; αἰσθηθήσομαι ib.33.11: aor. 2 ᾐσθόμην: pf. ᾔσθημαι: later, aor. 1 ᾐσθησάμην Sch.Arat.418; ᾐσθήθην LXX Jb.40.18: (cf. ἀΐω):—perceive, apprehend by the senses, Alcmaeon 1a, Hdt.3.87, Democr.11, etc.; τῇ ὄψει, τῇ ἁφῇ, τῇ ἀκοῇ Hp.Off.1; αἰ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Th.6.17, X.Mem.3.11.8; see, S.Ph.75, etc.; hear, βοήν Id.Aj. 1318, cf. Ph.252; οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ' ἔτ' ὄντανιν ib.445; τινὸς ὑποστενούσης αἰ. Id.El.79; βοῆς E.Hipp.603, etc. 2 of mental perception, perceive, understand, τῇ γνώμῃ αἰσθέσθαι Hp.Off.1; τὸ πραχθέν Lys.9.4, cf. Th.3.36, etc.:— hear, learn, v. infr. ΙΙ: abs., αἰσθάνει you are right, E.Or.752; ᾔσθημαι, in parenthesis, Id.Hipp. 1403. II Construct. in both senses, c. gen., take notice of, have perception of, τῶν κακῶν E.Tr.638 s. v.l.; rarely περί τινος Th.1.70; αἰ. ὑπό τινος learn from one, Id.5.2; διά τινος Pl.Tht.184e, al.: c. acc., S.El.89, Ph.252, E.Hel.653, 764, etc.:—freq. with part. agreeing with subject, αἰσθάνομαι κάμνων Th.2.51; αἰσθώμεθα γελοῖοι ὄντες Pl.Thg.122c; agreeing with object, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην A.Pr.957, cf. Th.1.47, etc.; ἤδη τινῶν ᾐσθόμην ἀχθομένων Lys.16.20, cf. Pl.Ap.22c; ᾐσθόμην τεχνωμένου Ar.V.176: less freq. c. acc. et inf., Th.6.59; αἰ. ὅτιId.5.2, Pl.Ap.21e, etc.; ᾔσθετο ὅτι τὸ στράτευμα ἦνX.An.1.2.21; αἰ. ὡς… ib.3.1.40, etc.; οὕνεκαS.El. 1477:—abs., αἰσθανόμενος having full possession of one's faculties, τῇ ἡλικίᾳ Th.5.26; sensible, of keen perception, καὶ μετρίως αἰσθανομένῳ φανερόν X.Mem.4.1.1, cf. Th.1.71, Pl.R.360d.—The Pass. is supplied by αἴσθησιν παρέχω, cf. αἴσθησις 1. III display feeling, Arist.Po.1454b37.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): αἴσθομαι Ach.Tat.4.4.6, a veces como var. Th.5.26 (ap.crít.), Pl.R.608a, Isoc.3.5
• Morfología: [v. med.-pas. fut. αἰσθανθήσομαι LXX Is.49.26, αἰσθηθήσομαι LXX Is.33.11; aor. subj. αἰσθήσωμαι Sch.Arat.418, αἰσθηθῶ LXX Ib.40.23; tard. act. (dud.) ἐσθάνετε (l. αἰσθ-) POxy.3417.10 (IV d.C.)]
I de la percepción por los sentidos
1 en sent. gener. conocer por los sentidos op. γιγνώσκω: μήτε ἃ τῷ ἄλλῳ σώματι αἰσθάνεται, μηδὲ ἃ τῇ γνώμῃ γιγνώσκει Critias B 39
op. ξυνίημι: ἄνθρωπον γάρ φησι τῶν ἄλλων διαφέρειν ὅτι μόνον ξυνίησι, τὰ δ' ἄλλα αἰσθάνεται μέν, οὐ ξυνίησι δέ Alcmaeo B 1a
op. θεωρεῖν: τὸ κατ' ἐνέργειαν (αἰσθάνεσθαι) τῷ θεωρεῖν διαφέρει ὅτι ... Arist.de An.417b18
op. φρονεῖν y νοεῖν: οὐ ταὐτόν ἐστι τὸ αἰσθάνεσθαι καὶ τὸ φρονεῖν ... ἀλλ' οὐδὲ τὸ νοεῖν Arist.de An.427b7-9
τῷ αἰσθάνεσθαι τὸ ζῷον πρὸς τὸ μὴ ζῷον διορίζομεν Arist.Iuu.467b24.
2 en sent. específico percibir, ver, oír, tocar, oler con un determinante del campo de la percepción sensible c. ac. βοήν percibir, oír un grito S.Ai.1318, ὥς μοι πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς, πολλὰς δ' ... ᾔσθου ... πλαγάς cuántos cantos de duelo me oíste y cuántos golpes me viste darme S.El.89, οὐδ' ὄνομ' <ἄρ'> οὐδὲ τῶν ἐμῶν κακῶν κλέος ᾔσθου S.Ph.252
c. gen. βοῆς E.Hipp.603, ὦ θεῖον ὀσμῆς πνεῦμα ... ᾐσθόμην σου E.Hipp.1392, τῆς φωνῆς Ach.Tat.4.4.6, c. gen. y part. concord. c. el gen. τινὸς ὑποστενούσης S.El.79
c. dat. τῇ ψαύσει Democr.B 11, τῇ ὄψει καὶ τῇ ἁφῇ καὶ τῇ ἀκοῇ Hp.Off.1, τῇ ὄψει Th.7.75, ἀκοῇ Th.6.17, 20, τῇ ὀσμῇ X.Mem.3.11.8
sin determinante del campo de la percepción sensible ver δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας A.Pr.957, με S.Ph.75
oír οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ' ἔτ' ὄντα νιν S.Ph.445, τὰ τῶν φίλων κακά E.Hel.764, μηδ' ἀντιβολούντων μηδὲν αἰσθανοίατο Ar.Pax 209, πάντα Th.1.133
oler τὸν δὲ (el caballo de Darío) αἰσθόμενον φριμάξασθαι Hdt.3.87.
II de la percepción intelectual
1 como resultado de un proceso de percepción sensible darse cuenta, conocer, enterarse c. ac. τὸ γεγενημένον Th.4.44, τὸν θροῦν Th.4.66, cf. E.Tr.638, c. part. pred. del suj. αἰσθάνομαι κάμνων Th.2.51. c. part. pred. del compl. dir. ᾔσθοντο αὐτοὺς προσπλέοντας Th.1.47, ἐγγὺς ὄντα ᾐσθάνοντο αὐτόν Th.7.2, εἴ τινά κ[α σ] υνωμοσίαν αἴσ[θ] ωμαι ἐοῦσαν [ἢ γι] νομέναν IPE 12.401.45 (Quersoneso Táurico III a.C.)
c. constr. propias de verbos de lengua y pensamiento αἰ. ὅτι Th.5.2, X.An.1.2.21, αἰσθανθήσεται πᾶσα σὰρξ ὅτι ἐγὼ κύριος LXX Is.49.26
c. ὡς X.An.3.1.40
c. prep. c. gen. enterarse por ὑπ' αὐτομόλων Th.5.2, δι' ὧν Pl.Tht.184e
recordar ἡ τρίτη (ἀναγνώρισις) διὰ μνήμης, τῷ αἰσθέσθαι τι ἰδόντα Arist.Po.1454b37
abs. ὡς δὲ ἄνω πλείους ἐγένοντο, ᾔσθοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων φύλακες Th.3.22, c. sent. irón. νῦν ὄψεσθε, νῦν αἰσθηθήσεσθε LXX Is.33.11.
2 de un proceso netamente mental entender, percibir mentalmente, conocer τῇ γνώμῃ Hp.Off.1, Th.7.75
c. ac. τὸ μέλλον Th.1.90, τὰς αἰτίας Th.2.60, τοῦτο Th.3.36, τὴν διάνοιαν Th.7.60, τὰ τῆς θεοῦ E.Hel.653, τὸ πραχθέν Lys.9.4
τὰ κατὰ τὴν Πρωτάρχου ἐπιστολήν PSI 552.29 (III a.C.)
c. giro prep. περί τινος Th.1.70
c. part. pred. concord. c. suj. οὐκ αἰσθάνονται τὰ αὐτὰ πράττοντες Thrasym.B 1, ὄντες γελοῖοι Pl.Thg.122c
c. part. en gen. ᾐσθόμην τεχνωμένου Ar.V.176, ἤδη τινων ᾐσθόμην ἀχθομένων μοι Lys.16.20
c. constr. propias de verbos de lengua y pensamiento αἰσθόμενος οὐκ ἂν πείθειν αὐτούς Th.5.4, αἰσθανόμενος αὐτοὺς μέγα ... δύνασθαι Th.6.59, αἰ. ὅτι ... Pl.Ap.21e, οὕνεκα S.El.1477
abs. ᾔσθημαι me doy cuenta E.Hipp.1403, cf. Or.752, οἱ δὲ δυνατοὶ αἰσθόμενοι Συρακοσίους ἐπάγονται Th.5.4, οὐκ αἰσθήσετ' οὐδείς Men.Dysc.902.
3 abs. en part. tener capacidad de juicio τῇ ἡλικίᾳ Th.5.26, ἄνθρωποι αἰσθανόμενοι Th.1.71, cf. X.Mem.4.1.1, Pl.R.360d, τούτους ἀφώνους, αἰσθανομένους δέ, ξυμβαίνει γίνεσθαι Hp.Coac.194.
4 dud., tal vez act. ser comprensivo, tener sensibilidad, buenos sentimientos οὐκ ἐσθάνετε ἀνθρώποις POxy.l.c.
• Etimología: Cf. 1 ἀίω.

French (Bailly abrégé)

impf. ᾐσθανόμην, f. αἰσθήσομαι, ao.2 ᾐσθόμην, pf. ᾔσθημαι;
1 percevoir par les sens, gén. ou acc.;
2 percevoir par l'intelligence, s'apercevoir, comprendre, gén. ou acc. ; αἰσθ. ὑπό τινος THC apprendre de qqn ; ᾔσθησαί μου ψευδομαρτυροῦντος ; XÉN m'as-tu surpris rendant un faux témoignage ? εἰ λυπουμένην γ' αἴσθοιτό με AR s'il s'apercevait que j'ai du chagrin ; αἰσθ. ὅτι, ὡς s'apercevoir, comprendre que ; ἐπεὶ ᾔσθετο τὸ στράτευμα ὅτι XÉN lorsqu'il avait appris que l'armée… (prolepse) ; ψυχὴ θεῶν ᾔσθηται ὅτι εἰσί XÉN l'âme a le sentiment qu'il y a des dieux (prolepse) ; ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων THC lorsqu'on se sentait atteint par le mal ; abs. comprendre, être intelligent, avoir conscience de soi, être en possession de ses facultés ; οἱ αἰσθανόμενοι THC les gens de bon sens.
Étymologie: ἀΐω.

German (Pape)

αἰσθήσομαι, ᾐσθόμην (αἰσθέσθαι, s. αἴσθομαι), ᾔσθημαι (bei Sp., wie LXX, auch αἰσθανθῆναι), vgl. ἀΐω,
durch die Sinne wahrnehmen, bemerken, τινός, z.B. hören, κραυγῆς Xen. Hell. 4.4.4; φωνῆς Ar. Nub. 292; κηρυγμάτων Soph. El. 683; εἴτε ἄλλου παρὼν ἐπαινοῦντος ᾔσθησαι Plat. Polit. 306d; φωνήν Ar. Plut. 670; βοήν Soph. Aj. 1308; κτύπον Eur. Or. 1296; τῇ ἀκοῇ, mit dem Gehöre, vernehmen, Thuc. 6.17; riechen, τῇ ὀσμῇ Xen. Mem. 3.11.8, Cyneg. 3.3. Vom Sehen, Soph. Phil. 75; Xen. Cyr. 3.2.1. Vom Gefühl, beim μαστιγοῦν, Ar. Ran. 634. Ganz allgemein: ἀκούω ἡ τιν' ἄλλην αἴσθησιν αἰσθάνομαι Plat. Theaet. 192d; ὁρᾶν, ἀκούειν καὶ τἄλλα αἰσθ. Phaed. 75b. Übrtr., mit dem Geiste wahrnehmen, bemerken; mit folgender Fragepartikel, ὅσου ἐνδέουσιν Cratyl. 432d; πῶς ἐχεις Alc.I, 135c; ὁποῖον λέγεις Xen. Mem. 4.4.13; mit ὅτι, Plat. Gorg. 518e, Symp. 202a; Xen. An. 3.1.40; ᾔσθου τὸν Ἄβυδον ὡς ἀνὴρ γεγένηται Hermipp. com. Ath. XII.524f; ᾔσθετο τὸ στράτευμα ὅτι ἦν An. 1.2.21; ψυχὴ θεῶν ᾔσθηται ὅτι εἰσί Mem. 1.4.13; häufig c. gen. und partic., τινὸς ὑποστενούσης Soph. El. 79; τειχιζόντων Thuc. 5.83; ἐμοῦ ψευδομαρτυροῦντος Xen. Mem. 4.4.11; σοῦ φιλοῦντος Ar. Vesp. 888; mit dem bloßen gen., Soph. El. 673; ἀπειλῶν Plat. Tim. 70b; mit acc. c. partic., τυράννους ἐμπεσόντας Aesch. Prom. 459; ἐμὲ λυπουμένην Ar. Plut. 1011; vgl. Soph. Phil. 443; Plat. Theaet. 144a; öfter Thuc. und Xen.; ῥύγχος φορῶν ὕειον ᾐσθόμην Anaxil. Ath. III.95b; mit dem bloßen acc., τὰ τῶν πολεμίων Thuc. 4.70 und öfter; selten περί τινος, 1.70; aber ὑπό τινος, von Einem erfahren, 5.2; Plat. Theaet. 185a. Absolut, οἱ αἰσθανόμενοι, die Verständigen, Thuc. 1.71, Schol. οἱ φρόνιμοι; vgl. Xen. Mem. 4.1.1; ἀγαθῶν καὶ κακῶν, der Recht und Unrecht zu unterscheiden weiß, 4.5.6.

Russian (Dvoretsky)

αἰσθάνομαι: (fut. αἰσθήαομαι, aor. 2 ᾐσθόμην, pf. ᾔσθημαι)
1 ощущать, воспринимать, чувствовать (т. е. слышать, видеть, обонять) (τινος или τι Soph., Arph., Xen., Plat.): ἐξ ὧν ἐγὼ ἀκοῇ αἰσθάνομαι Thuc. (насколько можно судить) по тому, что я слышал; τῇ ὀσμῇ αἰ. обонять; ὁρᾶν, ἀκούειν καὶ τἄλλα αἰ. Plat. видеть, слышать или иметь другие ощущения; ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων Thuc. как только кто-л. чувствовал себя больным;
2 замечать, узнавать, понимать (τινος Eur. и τι Thuc., реже περί τινος Thuc.): αἰ. ἀγαθῶν καὶ κακῶν Xen. уметь различать добро и зло; αἰ. ὑπό τινος, ὅτι … Thuc. узнать от кого-л. что …;
3 обладать здравым смыслом, быть разумным: ὁ αἰσθανόμενος Thuc. здравомыслящий человек.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσθάνομαι: (πρβλ. αἴσθομαι), Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. αἰσθανοίατο, ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 209: - παρατ. ᾐσθανόμην: μέλλ. αἰσθήσομαι, Ἀττ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. αἰσθανθήσομαι καὶ αἰσθηθήσομαι): ἀόρ. β΄ ᾐσθόμην, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: παρακ. ᾔσθημαι· μεταγεν. ἀόρ. α΄, ᾐσθησάμην, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 418 καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. ᾐσθήθην: - Ἀποθ.: (ἀΐω)· (ἡ √ΑΙΣ φαίνεται ἐκτεταμένος τύπος τῆς ΑΙ, ἀΐω, ὃ ἴδε). Ἀττ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδότῳ) = ἐννοῶ, λαμβάνω γνῶσιν, καταλαμβάνω διὰ τῶν αἰσθήσεων, Ἡρόδ. 3. 87· αἰσθ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Θουκ. 6. 17, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8: - βλέπω, Σοφ. Φ. 75, κτλ.: - ἀκούω, βοήν, ὁ αὐτ. Αἴ. 1318· πρβλ. Φ. 252· οὐκ εἶδον, ᾐσθόμην δ’ ἔτ’ ὄντα νιν, αὐτόθι 445· ᾖσθ. τινὸς ὑποστενούσης, ὁ αυτ. Ἠλ. 79, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 603, κτλ. 2) ἐπὶ διανοητικῆς καταλήψεως, διακρίνω, ἐννοῶ, ὡσαύτως: ἀκούω, μανθάνω· συχν. παρ’ Ἀττ.: - ἀπολ., αἰσθάνει, Λατ. tenes, ἔχεις δίκαιον, ὀρθῶς ἐννοεῖς τὸ πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 752. ΙΙ. συντασ. ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν μετὰ γεν., ἀντιλαμβάνομαί τι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, τῶν κακῶν, Εὐρ. Τρῳ. 633, κτλ., σπαν. περί τινος, Θουκ. 1. 70· αἰσθ. ὑπό τινος μανθάνω παρά τινος, ὁ αὐτ. 5. 2. 2) διά τινος, διὰ μέσου τινός, συχν. παρὰ Πλάτ.· - ὡσαύτως μετὰ αἰτιατ., Σοφ. Ἠλ. 89. Φ. 252., Εὐρ. Ἑλ. 653, 764, κτλ.: - αἱ ἐξηρτημέναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ὑποκείμενον, αἰσθάνομαι κάμνων, Θουκ. 2. 51· αἰσθάνομεθα γελοῖοι ὄντες, Πλάτ. Θεαίτ. 112C· ἢ συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ἀντικείμενον, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην, Αἰσχύλ. Πρ. 957· πρβλ. Θουκ. 1. 47, κτλ.: Σπανιώτερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., ὁ αὐτ. 6. 59· ὡσαύτ. ᾔσθετο τὸ στράτευμα ὅτι ἦν ..., Ξεν. Ἀν. 1. 2. 21: αἰσθάνεσθε ὡς..., αὐτόθι 3. 1. 40, κτλ., οὕνεκα..., Σοφ. Ἠλ. 1477: - αἰσθανόμενος τῇ ἡλικίᾳ, ἀπολ. ἔχων τὰς δυνάμεις μου ἐντελῶς ἀνεπτυγμένας ἕνεκα τῆς ἡλικίας μου (ἢ παρὰ τὴν ἡλικίαν μου), Θουκ. 5. 26· ἴδε Poppo ἐν τόπῳ. Τὸ παθ. ἀναπληροῦται διὰ τῆς φράσ. αἴσθησιν παρέχω, πρβλ. αἴσθησις.

English (Abbott-Smith)

αἰσθάνομαι, [in LXX for בּין, חפז, ידע;]
to perceive: c.acc. rei (Bl., §36, 5; MM, VGT, s.v.), Lk 9:45 (Cremer, 619 f.). †

English (Strong)

of uncertain derivation; to apprehend (properly, by the senses): perceive.

English (Thayer)

2nd aorist ᾐσθόμην; (from Aeschylus down); deponent middle to perceive;
1. by the bodily senses;
2. with the mind; to understand: Luke 9:45.

Greek Monotonic

αἰσθάνομαι: Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. αἰσθανοίατο· παρατ. ᾐσθανόμην, μέλ. αἰσθήσομαι, αόρ. βʹ ᾐσθόμην· αποθ. (ἀΐω
1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, προσλαμβάνω ή κατανοώ μέσω των αισθήσεών μου, βλέπω, ακούω, νιώθω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. αντιλαμβάνομαι με τον νου μου, καταλαβαίνω, εννοώ, ακούω, μαθαίνω, συχνά στους Αττ.· απόλ., αἰσθάνει, Λατ. tenes, έχεις δίκιο, σε Ευρ.· συντάσσεται με γεν., αντιλαμβάνομαι, λαμβάνω γνώση για κάτι· τῶν κακῶν, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., σε Σοφ. κ.λπ.· οι εξαρτημένες προτάσεις που βρίσκονται συνήθως με τη μορφή μετοχής που συμφωνεί με το υποκείμενο· αἰσθάνομαι κάμνων, σε Θουκ.· ή με το αντικείμενο· τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: perceive, apprehend (Hp.).
Other forms: sometimes αἴσθομαι (Th.), aor. αἰσθέσθαι, fut. αἰσθήσεσθαι.
Derivatives: αἴσθησις perception, knowledge (Hp.), - αἰσθητός perceptible.
Origin: IE [Indo-European] [78] *h₂eu-is- perceive
Etymology: Generally interpreted as *ἀϜισ-θ- and connected with ἀΐω (q.v.) perceive, hear. The same form would have given Lat. audio. Further to Skt. aviṣ, Av. auuiš, OCS (j)avě evidently. The structure of the last words, however, is unknown. One might think of *avis-dheh₁-, cf. MP askarag from Iran. *aviš-kar-. It would imply *h₂euis- ( a from h₂e ?) and exclude Latin.

Middle Liddell

[ἀΐω]
1. to perceive, apprehend by the senses, to see, hear, feel, Hdt., Attic
2. to perceive by the mind, understand, hear, learn, often in attic: absol., αἰσθάνει, Lat. tenes, you are right, Eur.:—Construct., c. gen. to have perception of, τῶν κακῶν Eur., etc.; also c. acc., Soph., etc.:—dependent clauses are mostly added in part. agreeing with subject, αἰσθάνομαι κάμνων Thuc.; or agreeing with object, τυράννους ἐκπεσόντας ἠισθόμην Aesch.

Frisk Etymology German

αἰσθάνομαι: {aisthánomai}
Forms: vereinzelt αἴσθομαι, Aor. αἰσθέσθαι, Fut. αἰσθήσεσθαι
Grammar: v.
Meaning: empfinden, wahrnehmen, bemerken (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: αἴσθησις Wahrnehmung, Kenntnis (ion. att., vgl. Holt Les noms d'action en -σις 121), seltener (Arist. usw., auch E. IA 1243) ‘(Gegenstand der) Empfindung’; auch αἰσθησίη (Aret.) = αἴσθησις. — αἰσθητός wahrnehmbar und (auf αἴσθησις bezüglich) αἰσθητικός der Wahrnehmung fähig, beide vorwiegend als philosophische Termini gebraucht; — αἰσθητήριον Sinnesorgan (Arist. usw.), αἰσθητής m. Wahrnehmer (Pl.).
Etymology: Wird allgemein auf *ἀϝισθ- mit Anschluß an ἀΐω wahrnehmen, hören zurückgeführt; dieselbe idg. dh- Erweiterung kann auch in lat. audio, falls aus *au̯iz-dh-io, vermutet werden. Vgl. ἀΐω und W.-Hofmann s. audio.
Page 1,45

Chinese

原文音譯:a„sq£nomai 埃士他挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:感覺 相當於: (חָכְמָה‎)
字義溯源:明瞭*,明白,理解。這字只在( 路9:45)用過一次:主耶穌對門徒說,人子將要被交在人手裏,意思是隱藏的,叫他們不能‘明白’
同源字:1) (αἰσθάνομαι)明瞭 2) (αἴσθησις)感覺力 3) (αἰσθητήριον)感覺官能
同義字:1) (αἰσθάνομαι)明瞭 2) (γινώσκω)知道 3) (ἐπιγινώσκω)認出某些標記 4) (ἐπίσταμαι)熟悉 5) (νοέω)理解 6) (συνίημι / συνίω)建立
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 他們⋯領會(1) 路9:45

Mantoulidis Etymological

(=ἀντιλαμβάνομαι). Ἀπό τή ρίζα αισπού εἶναι ἐκτετ. τύπ. τῆς αιτοῦ ρήμ. ἀΐω (=ἀκούω). Θέμα αἰσθ+αν+ομαι. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἴσθησις, αἴσθημα, αἰσθητικός, αἰσθητήριον, αἰσθητής, ἀναίσθητος, εὐαίσθητος, συναίσθησις, διαίσθησις.