καθάπτω

From LSJ
Revision as of 07:45, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθάπτω Medium diacritics: καθάπτω Low diacritics: καθάπτω Capitals: ΚΑΘΑΠΤΩ
Transliteration A: katháptō Transliteration B: kathaptō Transliteration C: kathapto Beta Code: kaqa/ptw

English (LSJ)

Ion. κατάπτω,
A fasten or fix on, put upon, καθῆψεν ὤμοις… ἀμφίβληστρον S.Tr.1051; κ. τι ἀμφί τινι E.Ion1006; τι ἐπί τι X.Cyn. 6.9; τι εἴς τι Plb.8.6.3; τι ἔκ τινος Plu.2.647e; ἄγκυραν καθάψας having made the anchor fast, Philem.213.10; τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Arist. Spir.483b31:—Med., κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Theoc.Ep.3.4:—Pass., βρόχῳ καθημμένος S.Ant.1222, cf. Theoc.Adon.11.
2 equip by fastening or hanging on, in Med., σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι E.Rh.202, cf. AP9.19 (Arch.):—Pass., νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ with a fawn-skin slung round him, S.Ichn.219; καθημμένοι νεβρίδας Str.15.1.71.
3 intr., attach itself, εἴς τι, πρός τι, Arist.HA514b30, 515a3; later = 11.5, fasten upon, τῆς χειρός τινος Act.Ap.28.3, cf. Poll.1.164.
II used by Hom. only in Med., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι do thou accost him... Il.1.582; μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν Od.10.70; μειλιχίοις ἐπέεσσι κ. 24.393; but also ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing…, 18.415, 20.323; χαλεποῖσι κ. ἐπέεσσι Hes.Op.332: without a qualifying Adj., accost, assail, ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Il.15.127, cf. Od.2.240; without ἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν 2.39, cf. 20.22, Il.16.421.
2 after Hom., c. gen., upbraid, Hdt.6.69, Th.6.16, Pl.Cri.52a, X.HG 1.7.4: abs., Th.6.82.
3 in military sense, attack, καθαψάμενοι τῆς οὐραγίας Plb.1.19.14.
4 appeal to, θεῶν… καταπτόμενος appealing to them, Hdt.6.68; Δημαρήτου καὶ ἄλλων μαρτύρων Id.8.65.
5 lay hold of, τυραννίδος Sol.32.3; βρέφεος χείρεσσι Theoc.17.65; τῆς θαλάσσης take to the sea, Philostr.VA3.23: Act., καθάπτων τοῦ τραχήλου Arr.Epict.3.20.10(cf. 1.3).
6 to be sensitive in respect of, ψόφου Hp.Prorrh.1.16.

German (Pape)

[Seite 1280] anknüpfen; τὴν μὲν βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην κατείδομεν, aufgeknüpft, Soph. Ant. 1207; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον, er schlang um meine Schultern das Netz, Trach. 1040; δρυῒ καθῆψεν ἔντεα Diosc. 13 (VII, 430); in Prosa, καθάπτων τοὺς περιδρόμους ἐπὶ τὴν γῆν Xen. Cyn. 6, 9; τὰς πρώρας εἰς ἀκίνητον Pol. 8, 8, 3; – anlegen, anziehen, im med., σκευῇ πρεπόντως σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι Eur. Rhes. 202; μίτραις κῶλα καθαψάμενος Archi. 24 (IX, 19); übertr., καθηψάμην τυραννίδος Sol. bei Plut. Sol. 14; so adj. verb., θύρσοισι καὶ νεβρῶν δοραῖς καθαπτός Eur. bei Ar. Ran. 1212, was Suid. ἐνδεδυμένος erkl. – Aber καθαπτὸν ὄργανον ist ein Instrument, das durch Berührung gespielt, geschlagen wird, Ath. IV, 174 c. – Im N. T. = Vorigem; τόξου καθάψαι Poll. 1, 164. – Auch intr., εἴς τι, bis wohin reichen, Arist. H. A. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

f. καθάψω, ao. καθῆψα;
I. tr. 1 attacher de haut en bas ; suspendre : ὤμοις ἀμφίβληστρον SOPH jeter un manteau autour de ses épaules ; βρόχῳ καθημμένη SOPH pendue au moyen d'un lacet;
2 p. ext. attacher à : τι ἐπί τι ou εἴς τι ou ἔκ τινος une chose à une autre;
II. intr. s'attacher à, gén.;
Moy. καθάπτομαι (f. καθάψομαι);
1 s'attacher à ; tenir fortement : τυραννίδος SOL s'emparer de la royauté;
2 particul. s'adresser à : τινα ἐπέεσσι adresser à qqn des paroles bienveillantes ou blessantes (litt. s'attacher ou s'attaquer à qqn par des paroles) ; φίλον ἦτορ OD parler à son propre cœur, càd se parler à soi-même ; postér. en mauv. part s'attaquer à, gén.;
3 se rattacher à qqn (comme à un soutien) ; invoquer, attester, prendre à témoin : τινος qqn;
NT: s'accrocher à.
Étymologie: κατά, ἅπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-άπτω, Ion. κατάπτω, Hom. alleen med. vastmaken, act. met acc. en dat.:; καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς... ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον hij bevestigde het geweven shirt aan mijn schouders Soph. Tr. 1051; pass.:; βρόχῳ καθημμένην aan een strop hangend Soph. Ant. 1222; ook med.:; κισσὸν ἐφ’ ἱμερτῷ κρατὶ καθαπτόμενος zich tooiend met klimop op zijn begeerlijk hoofd AP 9. 338; met gen.: zich hechten aan, vastgrijpen:; καθῆψεν τῆς χειρὸς αὐτοῦ hij (de slang) beet zich in zijn hand vast NT Act. Ap. 28.3; ook med.:; καθαπτομένα βρέφεος χείρεσσι φίλῃσιν terwijl zij de baby in haar liefhebbende armen nam Theocr. 17.65; geneesk. gevoelig zijn voor iets:. ψόφου voor lawaai Hp. zich (met woorden) richten tot, alleen med., met acc.:; ἀλλὰ σὺ τόν γ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσιν kom, wend jij je tot hem met vriendelijke woorden Il. 1.582; ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος tegensprekend Od. 18.415; ongunstig berispen:; ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον ῎Αρηα zij berispte de woeste Ares Il. 15.127; καθαπτόμενος φίλον ἦτορ hij verweet zichzelf Od. 20.22; met gen. bekritiseren:; σευ μάλιστα κατάπτονται οἱ ἐχθροί uw vijanden bekritiseren u vooral Hdt. 6.69.4; zich beroepen op:. θεῶν σε... καταπτόμενος ἱκετεύω met een beroep op de goden smeek ik je Hdt. 6.68.1.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθάπτω: чаще med., ион. κατάπτομαι
1 привязывать, прикреплять (τι ἀμφὶ σώματος δεσμοῖς Eur.);
2 укреплять (τι ἐπὶ τὴν γῆν Xen.; τὴν πρῶρραν εἰς ἀκίνητον Polyb.);
3 связывать, скреплять (φανερὸν … τὰ ὀστέα καθάπτειν τὰ νεῦρα Arst.);
4 набрасывать, накидывать, надевать (ὤμοις τινὸς ἀμφίβληστρον Soph.): βρόχῳ καθημμένη Soph. (Антигона) с накинутой (на шею) петлей; σκευῇ πρεπόντως σῶμ᾽ ἐμὸν καθάψομαι Eur. я надену на себя соответствующую одежду;
5 преимущ. med. схватывать (βρέφεος χείρεσσι Theocr.): ἔχιδνα καθῆψε τῆς χειρός αὐτοῦ NT гадюка вцепилась ему в руку; καθάπτεσθαι τυραννίδος Solon ap. Plut. захватывать царскую власть;
6 med. простираться, проникать, доходить, достигать (εἴς или πρός τι Arst.);
7 med. подходить, приближаться (к кому-л. с речью), обращаться (τινα ἐπέεσσι μαλακοῖσιν Hom.; λόγῳ δήκτῃ Plut.): ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος Hom. обратившись с неприязненной речью;
8 med. нападать, бранить, порицать (πικρῶς τινος Plut.): ἐπειδή μου Νικίας καθήψατο Thuc. поскольку Никий выступил с нападками на меня;
9 med. просить чьим-л. именем, призывать в свидетели (θεῶν τῶν ἄλλων καταπτόμενος ἱκετεύω καὶ τοῦ Διὸς τοῦδε Her.): Δημαράτου τε καὶ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος Her. ссылаясь на Демарата и других свидетелей.

Greek (Liddell-Scott)

καθάπτω: Ἰων. κατάπτω: μέλλ. -ψω. Θέτω ἐπάνω εἴς τι, κρεμῶπροσάπτω τι εἴς τι, περιβάλλω, οἷον τόδ’ ἡ δολῶπις Οἰνέως κόρη καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον Σοφ. Τρ. 1051· οὕτω, καθ. τι ἀμφί τινι Εὐρ. Ἴων. 1006· ἐπὶ τι Ξεν. Κυν. 6, 9· τι εἴς τι Πολύβ. 8. 8, 3· τι ἔκ τινος Πλούτ. 2. 647Ε· ἄγκυραν καθάψας, στερεώσας, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5. 10. - Μέσ., κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Θεόκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 4, - Παθ., βρόχῳ καθημμένος Σοφ. Ἀντ. 1222, πρβλ. Θεόκρ. 30. 11 2) ἐνδύω, περιβάλλω, ἐν Μέσ., σκευῇ σῶμ’ ἐμὸν καθάψομαι Εὐρ. Ρῆσ. 202, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 19. - Παθ., καθημμένοι νεβρίδας ἐνδεδυμένοι μὲ δέρματα νεβρῶν, Στράβ. 719· ἴδε καθαπτός. 3) ἀμετάβ., προσκολλῶμαι, εἰς τι, πρός τι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 9 καὶ 12· - παρὰ μεταγεν. μάλιστα σπανίως ἐπὶ τῆς μέσ. σημασ. (ΙΙ), πιάνω, κρατῶ τι, προσκολλῶμαι εἴς τι, ἔχιδνα ἐκ θέρμης ἐξελθοῦσα καθῆψε τῆς χειρὸς αὐτοῦ Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 3, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10· τόξου καθάψαι, λαβεῖν αὐτὸ εἰς χεῖρας, Πολυδ. Α΄, 164. ΙΙ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, ὡς, σὺ τον γ’ ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι, «νὰ τὸν πιάσῃς μὲ μαλακὰ λόγια», Ἰλ. Α. 582· μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν Ὀδ. Κ. 70· μειλιχίοις ἐπέεσσι καθ. Ω. 293· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀντιβίοις ἐπέεσσιν καθαπτόμενος, ὀνειδίζων διὰ λόγων ἐναντίων, Σ. 415, Υ. 323· χαλεποῖσι καθ. ἐπέεσσιν Ἐργ. κ. ἡμ. 330· ὡσαύτως ἄνευ ἐπιθετικοῦ προσδιορισμοῦ, ὀνειδίζω, ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Ἰλ. Ο. 127, πρβλ. Ὀδ. Β. 240· τέλος καὶ ἄνευ τοῦ ἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν Β. 39, πρβλ. Υ. 22, Ἰλ. Π. 421. 2) μεθ’ Ὅμηρον, ἀείποτε μετὰ γεν., ἐπιτίθεμαι, προσβάλλω, ὀνειδίζω, Ἡρόδ. 6. 69, Θουκ. 6. 16. Πλουτ. Κρίτων 52Α, Ξεν. Ἑλλ, 1. 7, 4· ἀπολ., Θουκ. 6. 82· ὡσαύτως, καθάπτεσθαι τῆς οὐραγίας Πολύβ. 1. 19, 14: - ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ., ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. antestari, θεῶν … καταπτόμενος, ἐπιμαρτυρόμενος, ἐπικαλούμενος αὐτούς, 6. 68· Δημαρήτου καὶ ἄλλων μαρτύρων 8. 65. 3) ἅπτομαι, τυραννίδος δὲ … οὐ καθηψάμην Σόλων 27. 3· βρέφεος χείρεσσι Θεόκρ. 17.65· τοῦ τραχήλου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 10. 4) ἀντιλαμβάνομαί τινος, εἶμαι εὐαίσθητος πρός τι, ψόφου Ἱππ. 68D.

English (Strong)

from κατά and ἅπτομαι; to seize upon: fasten on.

English (Thayer)

1st aorist καθηψα;
1. to fit or fasten to, bind on.
2. to lay hold of, fasten on (hostilely): τῆς χειρός αὐτοῦ, Winer's Grammar, 257 (241)); τοῦ τραχήλου, Epictetus diss. 3,20, 10. (In middle from Homer down (with the genitive from Herodotus on).)

Greek Monolingual

(AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω)
1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο
2. (το μέσ.) καθάπτομαι
θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται της τιμής του στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο λέγοντες», Πλάτ.)
αρχ.
1. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, περιβάλλω («καθῆψεν ὤμοις... ἀμφίβληστρον», Σοφ.)
2. στερεώνω («τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῡρα», Αριστοτ.)
2. προσκολλώμαι σε κάτι
3. σφίγγω πάνω σε κάτι («καθάπτειν τῆς χειρός τινος», ΚΔ)
4. μέσ. καθάπτομαι
α) ντύνομαι, περιβάλλομαι με κάτι («σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι», Ευρ.)
β) μιλώ σε κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν», Ομ. Οδ.)
γ) επιπλήττω κάποιον, κάνω παρατήρηση
δ) (με στρατ. έννοια) επιτίθεμαι
ε) επικαλούμαι κάποιον («θεῶν... καταπτόμενος», Ηρόδ.)
στ) αγγίζω («βρέφεος χείρεσσι καταπτόμενος», Θεόκρ.)
ζ) αντιλαμβάνομαι κάτι («καθάπτεσθαι ψόφου», Ιπποκρ.)
η) φρ. «καθάπτομαι ἐπέεσσι»
i) μιλώ σε κάποιον με καλά ή με άσχημα λόγια («μαλακοῖσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.)
ii) ονειδίζω, κατηγορώ («ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + άπτω].

Greek Monotonic

καθάπτω: Ιων. κατ-, μέλ. -ψω·
I. 1. δένω, προσαρτώ, προσαρμόζω ή τοποθετώ επάνω σε, τί τινι, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι ἀμφί τινι, σε Ευρ.· ἐπί τι, σε Ξεν. — Παθ., βρόχῳ καθημμένος (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το σχοινί της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.
2. ντύνω, περιβάλλω, καλύπτω με ενδύματα· σε Μέσ., σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι, σε Ευρ.
3. αμτβ. με Μέσ. σημασία, κρατώ, λαμβάνω, έχω στην κατοχή μου, τινός, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. Μέσ., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι, με θετική ή αρνητική σημασία, όπως, σὺ τόν γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή μειλιχίοις, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με καλά, μαλακά λόγια, σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική επίθεση, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, χωρίς επιθ. προσδιορισμούς, ονειδίζω, παρενοχλώ ή προσβάλλω, επιτίθεμαι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν, στον ίδ.
2. με γεν., προσβάλλω, επιτίθεμαι, ονειδίζω, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, θεῶν καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·
3. πιάνω, κρατώ, καταλαμβάνω, επιβάλλω, τυραννίδος, σε Σόλ.· βρέφεος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ionic κατ fut. ψω
I. to fasten, fix or put upon, τί τινι Soph.; so, κ. τι ἀμφί τινι Eur.; ἐπί τι Xen.:—Pass., βρόχῳ καθημμένος (perf. part.) fastened with a halter, i. e. hung, Soph.
2. to dress, clothe, in Mid., σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι Eur.
3. intr. in sense of Mid. (II), to lay hold of, τινός NTest.
II. Mid., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι or μειλιχίοις do thou accost or address him with gentle words, Hom.; or, ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing or attacking…, Od.: also without qualifying words, to accost or assail, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν Od.
2. c. gen. to assail, attack, upbraid, Hdt., Attic;—also, like Lat. antestari, θεῶν καταπτόμενος appealing to them, Hdt.
3. to lay hold of, τυραννίδος Solon.; βρέφεος Theocr.

Chinese

原文音譯:kaq£ptw 卡特-阿普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-觸摸
字義溯源:捉住,抓住,咬住,裝牢;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἅπτω)=連接,摸)組成;而 (ἅπτω)出自(ἅπτω / περιάπτω)*=連結)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 咬住(1) 徒28:3