δείχνω
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
δείχνω και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω)
1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῖξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ»)
2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το μυστικό τους έδειξαν κρυφά» β. «δείξετε την αντρειά σας» γ. «δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν» — δίνοντας αποκαλυπτικό σημάδι στους ανθρώπους)
3. παρουσιάζω πρόσωπα ή γεγονότα («μάσε δείχνει δροσερό εκείνο οπού βράζει», «τα αιχμάλωτα να φέρουνε στο ρήγα να τα δείξουν», «δέσμιον ἔδειξ Άχαιοῖς»)
4. εκδηλώνω, αποκαλύπτω αισθήματα ή ιδιότητες («έδειξε θάρρος»)
5. υποδεικνύω, διδάσκω («μου έδειξε την τέχνη»)
6. αποδεικνύω, πείθω για κάτι αμφισβητούμενο ή όχι απόλυτα βέβαιο («το βιβλίο του δείχνει την κατάρτισή του», «να δείξωμεν εις άρματα ότι είμεθεν στρατιώτες», «πᾶσα ἀπόδειξις τι κατά τινος δείκνυσι»)
7. φρ. «ὅπερ ἔδει δεῖξαι» (και συντομογραφικά ὅ.ἔ.δ.)
αυτή είναι η απόδειξη, έτσι αποδεικνύεται ό,τι ζητήθηκε ή υποστηρίχθηκε προηγουμένως
μσν.- νεοελλ.
1. αποκαλύπτω γεγονός ή ιδιότητα προσώπου («νὰ δείξῃς τὸν ἐπίβουλον καὶ νὰ τὸν φανερώςῃς»)
2. παρέχω την εντύπωση («έδειχνε φοβισμένος»)
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («δείχνει πως δεν πικραίνεται για να παρηγορήσει»)
4. ανακοινώνω με τον λόγο («αγροίκησόν μου να σού πω, με θάρρος να σού δείξω»)
5. κάνω νεύμα, παροτρύνω, υποδεικνύω ή διατάζω («μου 'δειξε να φύγω»)
νεοελλ.
1. παρουσιάζω, εμφανίζω κάτι ή κάποιον διαφορετικό απ' ό,τι είναι («η φωτογραφία σε δείχνει ψηλότερο»)
2. (για όργανα με δείκτη ή βαθμολογημένη κλίμακα) σημειώνω χρόνο, βαθμό, ένταση, κατεύθυνση, κ.λπ. («το βαρόμετρο δείχνει βροχή»)
3. απρόσ. φαίνεται, είναι πιθανό («δείχνει πως θα 'χουμε χιόνι», «όπως δείχνει...»)
4. φρ. α) «μου 'δειξε τα δόντια του» — με απείλησε
β) «θα σού δείξω εγώ» — θα σε βλάψω ή θα σε τιμωρήσω
γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος» — θα σού αποδείξω πόσο ισχυρότερος είμαι από σένα
δ) «το δείχνω» — αποδεικνύεται η ανδρεία, ικανότητα, ευφυΐα, κ.λπ.
ε) «έλα, παππού να σού δείξω τ' αμπελοχώραφά σου» — για άπειρους ή νέους όταν προσπαθούν να κάνουν υποδείξεις σε εμπειρότερους ή γεροντότερους
στ) «δείχνω τη ράχη» — φεύγω
ζ) «του 'δειξα την πόρτα» — τον έδιωξα, τον κάλεσα ν' αποχωρήσει
5. (παρ.) α) «πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου» — να αποφεύγεις τις περιττές, αλαζονικές επιδείξεις
β) «η καλή μέρα δείχνει απ' το πρωί» — κάτι καλό φαίνεται απ' όταν πρωτοεμφανιστεί
αρχ.-μσν.
καθιστώ κάποιον, μεταβάλλω την κατάσταση κάποιου («ἔδειξαν πένητας ἐξ ὀλβίων», «τυφλοὺς τοὺς ἐμβλέποντας δεικνύει»)
αρχ.
1. (για καλλιτέχνες) παριστάνω, απεικονίζω («καὶ Φειδίας ἐκεῖνος ἔδειξε τὸν Δία»)
2. επιφέρω, προκαλώ («δυσθέατα πήματ' ἐδείξατο» — έφερε φριχτά βάσανα)
3. (για κατηγόρους) καταγγέλλω
4. φρ. α) «δείξει δὴ τάχα» — ο καιρός θα το δείξει, αργά ή γρήγορα (συνήθως) θα φανεί
β) «αὐτὸ δείξει» — θα φανεί από μόνο του, η πείρα θα δείξει ότι είναι αληθινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται σε IE ρίζα deik- «δείχνω». Η απαθής βαθμίδα deik- απαντά στον ενεστωτικό τ. δείκ-νυ-μι και στον τ. δεικ-νύ-ω, που αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ενώ εξαίρεση αποτελεί ο κρητ. τ. δίκ-νυ-τι που σχηματίζεται με την ασθενή βαθμίδα
με την απαθή βαθμίδα επίσης σχηματίζεται και το λατ. dico (< deico) «λέγω» (πρβλ. γοτθ. ga-teihan «γνωστοποιώ, αναγγέλλω», αρχ. άνω γερμ. zīnan «κατηγορώ», zeigōn «δείχνω»). Η μηδενισμένη βαθμίδα dik- απαντά στο αρχ. ινδ. diśati «δείχνω, παραπέμπω» και στο αρχ. ελλ. δικείν «ρίχνω». Τέλος, ο αόρ. έδειξα με παρέκταση σε -σ- πιθ. να είναι αρχ. λ. (πρβλ. λατ. dixi, αρχ. ινδ. adiksi). Ο νεοελλ. τ. δείχνω < έδειξα αόρ. του αρχ. δείκνυμι / δεικνύω κατά το σχήμα έψαξα-ψάχνω, ενώ ο τ. δείχτω αναλογικά προς το ρίχτω-ρίχνω.
ΠΑΡ. δείξη (AM -ις), δείγμα, δείκτης
αρχ.
δεικτήριον, δεικτός.
ΣΥΝΘ. αναδεικνύω, αποδεικνύω, ανταποδεικνύω, επιδεικνύω, καταδεικνύω, προσεπιδεικνύω, υποδεικνύω
αρχ.
αναδείκνυμι, αποδείκνυμι, διαδείκνυμι, εκδείκνυμι, ενδείκνυμι και ενδεικνύω, επιδείκνυμι, καταδείκνυμι, παραδείκνυμι και παραδεικνύω, περιδεικνύω, προδείκνυμι και προδεικνύω, προσδείκνυμι, συνδείκνυμι, συνυποδεικνύω, υποδείκνυμι
(νεοελλ. αποδείχνω, μεγαλοδείχνω].