ὀλοφύρομαι
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ῡ], used mostly in pres.: but A fut. ὀλοφυροῦνται Lys. 29.4 codd. (-ονται edd.): aor. ὠλοφυράμην Id.2.37; Ep. (without augm.) ὀλοφύραο, ὀλοφύρατο, Od.11.418, Il.8.245:—Pass., aor. part. ὀλοφυρθείς in same signf., Th.6.78:—an Aeol. form ὀλοφύρρω cited by Hdn.Gr.2.949.
I intr., lament, wail, moan, freq. in pres. part., Il.5.871, al.: with an Adv., πόλλ' ὀλοφυρόμενοι 24.328; οἴκτρ' ὀλοφυρομένους Od.10.409; αἴν' ὀ. 22.447, cf. Hdt.2.141, Democr.107a; ὀ. κακοῖς Th.6.78: abs., Pl.R. 329a.
2 lament or mourn for the ills of others: hence, feel pity, ὀλοφύρεται ἦτορ Il.16.450; ὀ. θυμῷ Od.11.418: c. gen., have pity upon one, Δαναῶν Il.8.33, 202; ὀλοφύρεται ἦτορ Ἕκτορος 22.169.
3 beg with tears and lamentations, καί μοι δὸς τὴν χεῖρ', ὀλοφύρομαι 23.75.
4 c. inf., πῶς ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; how is it thou lamentest that thou must be brave? Od.22.232: c. part., ὀ. τριηραρχοῦντες Lys.29.4.
II c. acc., lament over, bewail, Od.19.522, S.El.148 (lyr.), E.Rh.896 (lyr.), Th.2.44; σφᾶς αὺτούς Lys.2.37; τὸν μὲν γενόμενον ὀλοφύρονται, ὅσα μιν δεῖ.. ἀναπλῆσαι κακά for all the miseries which he must go through, Hdt. 5.4.
2 pity, τινα Il.8.245, Od.4.364, 10.157.—Ep. Verb, rare in Trag., sometimes in Att. Prose, cf. ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις.
German (Pape)
[Seite 327] (scheint mit ὄλλυμι zusammenzuhangen, alte Gramm. leiten es ab von λοπός, ὀλόπτω, = τίλλω, aus Trauer das Haar ausraufen), wehklagen; jammern; Hom. oft, bes. im partic., πόλλ' ὀλοφυρόμενοι Il. 24, 328, εὗρον ἑταίρους οἴκτρ' ὀλοφυρομένους Od. 10, 409. Bes. auch über Anderer Unglück klagen, Mitleid haben, ὀλοφύρεται ἦτορ Il. 16, 450, θυμῷ ὀλοφύρεσθαι Od. 11, 418; τινός, sich Jemandes erbarmen, Δαναῶν, Ἀργείων, Il. 8, 33. 202. 464. 16, 17, Ἕκτορος, 22, 169; – klagend anflehen, Il. 23, 75; – c. inf., πῶς ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι, wie wehklagst du, daß du tapfer sein sollst, Od. 22, 232; – τινά, beklagen, bejammern, Od. 19, 522; Tragg.; ἃ Ἴτυν ὀλοφύρεται, Soph. El. 145; Eur. Rhes. 896; τοὺς τοκέας, Thuc. 2, 44; Plat. Menex. 248 b; Sp., καὶ θρηνεῖν, Hdn. 4, 13, 14; – bemitleiden, τίπτε ἄρ' Ἀχιλεὺς ὀλοφύρεται υἷας Ἀχαιῶν, Il. 11, 656, τὸν δὲ πατὴρ ὀλοφύρατο δακρυχέοντα, 8, 245, vgl. 17, 648 Od. 4, 364. 10, 157; τοῖς κακοῖς ὀλοφυρθείς, Thuc. 6, 78; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
f. ὀλοφυροῦμαι, ao. ὠλοφυράμην, ao. Pass. au sens Pass. ὠλοφύρθην, pf. inus.
1 intr. se lamenter, se plaindre : τινος, gémir sur le sort de qqn ; τινί, se lamenter au sujet de qch;
2 tr. pleurer, déplorer, acc..
Étymologie: DELG obscur.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοφύρομαι: (ῡ) (fut. ὀλοφυροῦμαι, aor. ὠλοφυράμην; aor. pass. ὠλοφύρθην)
1 печалиться, скорбеть, горевать (Ἓκτορος Hom.): θυμῷ ὀλοφύρεσθαι Hom. скорбеть душой, сокрушаться; οἴκτρ᾽ ὀλοφυρόμενος Hom. горько жалующийся;
2 слезно молить (καί μοι δὸς τὴν χεῖρ᾽, ὀλοφύρομαι Hom.);
3 беспокоиться, тревожиться (υἷας Ἀχαιῶν Hom.);
4 оплакивать, жалеть (τοὺς τοκέας Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφύρομαι: [-υ], ἀποθετ., ἐν χρήσει τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ. ἀλλὰ μέλλ. ὀλοφυροῦμαι παρὰ Λυσίᾳ 181. 35: ἀόρ. ὠλοφυράμην παρὰ τῷ αὐτ. 194. 11· Ἐπικ. (ἄνευ αὐξήσεως) ὀλοφύραο, ὀλοφύρατο Ὀδ. Λ. 417, Ἰλ. Θ. 245· καὶ μετοχ. παθητ. ἀορ. ὀλοφυρθείς, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Θουκ. 6. 78· - Αἰολ. τύπος ὀλοφύρρω μνημονεύεται ὑπὸ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 43. 17· - πρβλ. ἀνολοφύρομαι. Ι. ἀμεταβ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, κλαίω μετὰ στεναγμοῦ, μάλιστα κατὰ μετοχ. ἐνεστ., Ἰλ. Ε. 871· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἐπιρρ., πόλλ’ ὀλοφυρόμενοι Ω. 328· οἴκτρ’ ὀλοφυρομένους Ὀδ. Κ. 409· αἴν. ὀλ. Χ. 417· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 141· ὀλ. τινι, διά τι πρᾶγμα, Θουκ. 6. 78, Πλάτ. Πολ. 329Α. 2) θρηνῶ, ὀδύρομαι διὰ τὰ κακὰ τῶν ἄλλων, ὅθεν αἰσθάμομαι οἶκτον, ὀλοφύρεται ἦτορ Ἰλ. Π. 450· θυμῷ ὀλ. Ὀδ. Λ. 418· μετὰ γεν., λαμβάνω οἶκτόν τινος, οἰκτείρω, Δαναῶν, Ἀργείων Ἰλ. Θ. 33, 202, κτλ.· Ἕκτορος Χ. 169. 3) ἐπικαλοῦμαι, ἱκετεύω, καί μοι δὸς τὴν χεῖρ’, ὀλοφύρομαι Ἰλ. Ψ. 75. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., πῶς ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; ἀποδειλιᾷς νὰ δείξῃς τὴν ἀνδρείαν σου; Ὀδ. Χ. 232· μετὰ μετοχ., ὀλ. τριηραρχοῦντες Λυσ. 181. 35. ΙΙ. μετ. αἰτ., θρηνῶ, ὀδύρομαι διά τινα, παῖδ’ ὀλοφυρομένη Ἴτυλον φίλον Ὀδ. Τ. 522, Σοφ. Ἠλ. 145, Εὐρ. Ρῆσ. 896, Θουκ. 2. 44, τὸν ... μὲν ὀλοφύρονται, ὅσα μιν δέει ... ἀναπλῆσαι κακά, δι’ ὅλας τὰς δυστυχίας δι’ ὧν πρέπει νὰ διέλθῃ, Ἡρόδ. 5. 4.
2) οἰκτείρω, τινὰ Ἰλ. Θ. 245, Ὀδ. Δ. 364, Κ. 158. - ἐπικ. ῥῆμα σπάνιον παρὰ Τραγ., ἀλλ’ ἐν σποραδικῇ χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, πρβλ. ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις. (Ἡ ἀρχὴ ἄγνωστος).
English (Autenrieth)
aor. ὀλοφῦράμην: lament, mourn, bewail, commiserate; freq. abs., especially in part., also w. gen. of the person mourned for, Il. 8.33; and trans., τινά, Il. 24.328, κ 1, Od. 19.522; w. inf., ‘bewail that thou must be brave before the suitors,’ Od. 22.232.
English (Slater)
ὀλοφύρομαι lament ὀλοφύλτ;ρομαι οὐγτ;δέν, ὅ τι πάντων μέτα πεῖσομαι (supp. Hermann: om. codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.21)
Greek Monolingual
(Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ' ἅμα πάντες ἕποντο πολλ' ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων, συμπάσχω, ευσπλαγχνίζομαι, λυπάμαι
2. ικετεύω με δάκρυα και οδυρμούς («καί μοι δὸς τὴν χειρ' ὀλοφύρομαι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὀλοφύρομαι, ὀλόφυς / ὄλοφυς, ὀλοφυδνός ανήκουν στην ίδια οικογένεια αλλά δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί ποια από αυτές είναι η πρωτόθετη λ. Το ρ. ὀλοφύρομαι μπορεί να έχει σχηματιστεί αναλογικά προς άλλα ρήματα ανάλογης σημ. (πρβλ. μινύρομαι, μύρομαι, οδύρομαι) και επομένως δεν θεωρείται απαραίτητη η αναγωγή του σε αμάρτυρο επίθ. ὀλοφυρός. Ο τ. ὀλόφυς / ὄλοφυς, κατά μία άποψη, αποτελεί υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ὀλοφύρομαι, ενώ, κατ' άλλη άποψη, έχει προέλθει από αμάρτυρο ὄλοφος αναλογικά προς το ὀϊζ-ύς «αθλιότητα, δυστυχία». Το ὄλοφος, εξάλλου, θα πρέπει να έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο ὄλφος (πρβλ. αρμ. otb, λιθουαν. ulbuoti «φωνάζω, τραγουδώ») με ανάπτυξη -ο- αναλογικά προς το ὀλολύζω. Τέλος, το επίθ. ὀλοφυδνός είναι υστερογενής σχημ. με κατάλ. -δνος, κατά τα ἀλαπαδνός, σμερδνός (πρβλ. γοεδνός: γοερός). Η οικογένεια του ὀλοφύρομαι διαφέρει από το ρ. ὀλολύζω και τα παράγωγά του, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κανόνα για κραυγές χαράς και όχι πόνου].
Greek Monotonic
ὀλοφύρομαι: [ῡ], μέλ. -ὀλοφῠροῦμαι, αόρ. αʹ ὠλοφῡράμην, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ὀλοφύραο, ὀλοφύρατο· μτχ. Παθ. αορ. αʹ ὀλοφυρθείς·
I. 1. αμτβ., θρηνώ, θρηνολογώ, οδύρομαι, κλαίω, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. θρηνώ ή συμπάσχω για τις συμφορές άλλων, δείχνω οίκτο, σε Όμηρ.· με γεν., συμπονώ κάποιον, οικτείρω, σε Ομήρ. Ιλ.
3. ζητιανεύω με κλάματα και θρηνωδίες, επικαλούμαι, ικετεύω, καί μοι δὸς τὴν χεῖρ', ὀλοφύρομαι, στο ίδ.
4. με απαρ., πῶς ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; γιατί θρηνείς ενώ πρέπει να είσαι γενναίος; σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. με αιτ., θρηνώ για κάτι, οδύρομαι, στο ίδ., Ηρόδ., Αττ.
2. συμπονώ, ελεώ, οικτείρω, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to wail, to lament, to bewail, to bemoan (Il.).
Other forms: (-ύρρω Aeol. Hdn. Gr.), aor. ὀλοφύρασθαι, ptc. pass. ὀλοφυρθείς (Th. 6, 78), fut. ὀλοφυροῦνται (Lys. 29, 4 codd.),
Compounds: Often, in prose mostly w. prefix, e.g. ἀν-, ἀπ-, κατ-.
Derivatives: ὀλοφυρ-μός m. (Ar., Th., Pl.), -σις f. (Th., J.) lamentation, wail (attempt for a semantic differentiation by Holt Les noms d'action en -σις 132f.); -τικός prone to wail (Arist., J.). -- Besides ὀλόφυς οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος (H., Sapph. 21, 3), Aeol. for *ὀλοφῦς (rather -ύς) after Schulze KZ 52, 311 (= Kl. Schr. 398), ὀλοφυδνός lamenting, wailing (Hom., AP).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [not] *Holbh- cry, lament
Etymology: The ending is also seen in the synonymous ὀδύρομαι, μύρομαι, κινύρο-μαι, μινύρομαι, and ὀλοφύρομαι may have been formed after them; supposing an adj. *ὀλοφυρός (Schulze a. O. with Debrunner IF 21, 206) is therefore not necessary. Also ὀλοφυδνός may have been innovated, e.g. after ἀλαπαδνός, σμερδνός a.o. (cf. Chantraine Form. 194, Risch 90f.); cf further γοεδνός (beside γοερός, s. γοάω). Thus *ὀλοφύς after ὀϊζύς? -- Because of Arm. oɫb, gen. -oy lament (with Lith. ulbúoti call, sing) one might asssume an orig. *ὄλφος (= Arm. oɫb), *ὀλφύς, which would have got its inner ο from the synonymous ὀλολύζω (s. v. w. lit.).
Middle Liddell
I. intr. to lament, wail, moan, weep, Hom., etc.
2. to lament or mourn for the ills of others, to feel pity, Hom.: c. gen. to have pity upon one, Il.
3. to beg with tears and lamentations, καί μοι δὸς τὴν χεῖρ', ὀλοφύρομαι Il.
4. c. inf., πῶς ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; why lament that thou must be brave? Od.
II. c. acc. to lament over, bewail, Od., Hdt., Attic
2. to pity, Hom.
Frisk Etymology German
ὀλοφύρομαι: {olophúromai}
Forms: (-ύρρω äol. Hdn. Gr.), Aor. ὀλοφύρασθαι, Ptz. Pass. ὀλοφυρθείς (Th. 6, 78), Fut. ὀλοφυροῦνται (Lys. 29, 4 codd.),
Grammar: v.
Meaning: klagen, jammern, beklagen, bejammern (seit Il.).
Composita : oft, in d. Prosa vorw. m. Präfix, z.B. ἀν-, ἀπ-, κατ-
Derivative: Davon ὀλοφυρμός m. (Ar., Th., Pl.), -σις f. (Th., J. u.a.) ‘das Jam- mern, die Wehklage’ (Versuch einer semantischen Differenzierung bei Holt Les noms d’action en -σις 132f.); -τικός zum Jammern geneigt (Arist., J.). — Daneben ὀλόφυς· οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος (H., Sapph. 21, 3), äol. für *ὀλοφῦς (eher -ύς) nach Schulze KZ 52, 311 (= Kl. Schr. 398), ὀλοφυδνός jammernd, wehklagend (Hom., AP).
Etymology : Im Ausgang zu den synonymen ὀδύρομαι, μύρομαι, κινύρομαι, μινύρομαι stimmend, kann ὀλοφύρομαι danach neugebildet sein; die Ansetzung eines Adj. *ὀλοφυρός (Schulze a. O. mit Debrunner IF 21, 206) ist mithin nicht notwendig. Auch ὀλοφυδνός läßt sich als Nachbildung verstehen, u. zw. nach ἀλαπαδνός, σμερδνός u.a. (vgl. Chantraine Form. 194, Risch 90f.); daran reiht sich γοεδνός (neben γοερός, s. γοάω). Ebenso *ὀλοφύς nach ὀϊζύς? — Wegen arm. oɫb, Gen. -oy Wehklage (wozu noch lit. ulbúoti rufen, singen, schreiben) liegt es nahe, ein urspr. *ὄλφος (= arm. oɫb), *ὀλφύς anzunehmen, das dann sein inneres ο von dem synonymen ὀλολύζω (s. d. m. Lit.) bezogen hätte.
Page 2,383
Mantoulidis Etymological
(=θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἴσως ἀπό τήν ἴδια ρίζα ολτοῦ ὀλολύζω.
Παράγωγα: ὀλοφυρμός (=θρῆνος), ὀλόφυρσις, ὀλοφυρτέος, ὀλοφυρτικός.