σύμφορος

From LSJ
Revision as of 15:27, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφορος Medium diacritics: σύμφορος Low diacritics: σύμφορος Capitals: ΣΥΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmphoros Transliteration B: symphoros Transliteration C: symforos Beta Code: su/mforos

English (LSJ)

σύμφορον,
A accompanying, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί hunger is the sluggard's companion, Hes.Op.302: c. gen., πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο Id.Th.593.
II suitable, useful, profitable, c. dat., ἔκτη.. κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν the sixth day is not good for a girl, Id.Op.783; οὐ.. σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι Thgn.457; ἡ πενίη κακῷ σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν Id.526; πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς.. Th.3.47; πρὸς.. Pl.Lg.766e, Isoc.6.74 (Sup.); σύμφορόν ἐστι, = συμφέρει, Hdt.8.60.ά, S.OC592; Πλούτῳ.. τοῦτο συμφορώτατον Ar.Pl.1162, cf. Th.2.36: τὰ σύμφορα = what is expedient, S.OC464, etc.; τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς departing from his necessary (i.e. natural) interests, Th.4.128; δρᾶν τὰ συμφορώτατά τινι E.Med.876; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον = your plea of expediency, opp. τὸ δίκαιον, Th.5.98, cf. 3.47. Adv., συμφόρως ἔχειν = to be expedient, Isoc.5.102; Χρῆσθαι X.Cyr.4.2.45: Comp. συμφορώτερον Id.HG6.5.39: Sup. συμφορώτατα Th.8.43, X.Cyr.5.3.22, PCair.Zen.637.14 (iii B.C.), etc.
2 rarely of persons, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι most convenient to make war upon, Th.8.96.
III τὸ σύμφορον ὄνομα is f.l. for τὸ σῦφαρ ὄνομα (cj. Schöne, Berl.Sitzb.1924.100) in Gal.6.379.

German (Pape)

[Seite 992] das, was sich wobei zuträgt, damit nothwendig zusammenhängt, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, Hunger ist dem Faulen ein steter oder verdienter Gefährte, Hes. O. 304; auch c. gen., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο, der Übersättigung Gefährten, Th. 593. – Gew. angemessen, zuträglich, κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, der sechste Monatstag ist einem Mädchen nicht zuträglich, Hes. O. 783; γυνὴ νέα οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι, ein junges Weib paßt nicht für einen alten Mann, Theogn. 457; übh. nützlich, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα, Soph. O. C. 465; θυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον, 596, u. oft; δοκεῖ μοι ταῦτα ξύμφορ' εἶναι, Eur. Med. 779; ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα, 876; Ar. Plut. 1162; Her. 8, 60, 1; ἔς τι, Thuc. 3, 47; πρός τι, Plat. Legg. VI, 766 e; ὡς εἰς παίδων γενεὰν οὐ ξύμφορα τὰ τοιαῦτα, XI, 913 c; τοῦτο εἰς τὴν κρίσιν ἡμῖν ἐστι ξυμφορώτατον, Phil. 64 c; Xen. Cyr. 2, 2, 20; auch adv., συμφόρως, 9, 2, 45; συμφορώτερον, Thuc. 3, 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui convient à, dat. ou ἐς et l'acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l'inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;
Cp. συμφορώτερος, Sp. συμφορώτατος.
Étymologie: σύν, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφορος -ον, Att. ook ξύμφορος συμφορέω die vergezelt, die samengaat met, met dat., met gen. iets of iem.: λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί honger is de metgezel van een man die niet werkt Hes. Op. 302; πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο (vrouwen) die niet samengaan met armoede maar met overvloed (d.w.z. die geen arme maar rijke mannen zoeken) Hes. Th. 593. nuttig, gunstig, voordelig; met dat. voor iets of iem.; met εἰς + acc., met πρός + acc. voor iets; onpers. σύμφορόν ἐστι met AcI het is nuttig dat...; persoonlijk geconstrueerd met dat. en inf..; Λακεδαιμόνιοι Ἀθηναίοις πάντων … ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι ἐγένοντο de Lacedaemoniërs waren voor de Atheners het gunstigst van iedereen om oorlog tegen te voeren Thuc. 8.96.5; adv..; συμφόρως ἔχειν gunstig zijn Isocr. 5.102; subst. τὸ σύμφορον nut, voordeel, belang:. πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν σύμφορον in uw eigen belang NT 1 Cor. 7.35.

Russian (Dvoretsky)

σύμφορος:
1 постоянно сопровождающий, сопутствующий (τινι и τινος Hes.);
2 приличествующий, подходящий, подобающий (τινι Hes., Arph.);
3 пригодный, полезный, удобный (ἔς τι Thuc. и πρός τι Isocr., Plat.): τὰ συμφορώτατά τινι δρᾶν Eur. поступать в чьих-л. кровных интересах; ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι Thuc. наиболее удобные противники.

English (Slater)

σύμφορος ? συμφορο[ (supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφορος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α συμφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον», Σοφ.)
2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση»)
3. ευνοϊκός
αρχ.
1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί», Ησίοδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμφορον
το συμφέρον
3. φρ. α) «σύμφορόν ἐστι» — είναι ταιριαστό, αρμόζει («οὔτοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», Θεόγν.)
β) «δρᾶν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει κανείς ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.

Greek Monotonic

σύμφορος: -ον (συμφέρω III),
I. αυτός που συμβαίνει από κοινού με, συνακόλουθος, επακόλουθος, συνοδευτικός, λιμὸςἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, η πείνα συντροφεύει τον άεργο άνθρωπο, σε Ησίοδ.· με γεν., πενίης σύμφορα, στον ίδ.
II. 1. χρήσιμος, επωφελής, επικερδής, ωφέλιμος, ταιριαστός, καλός, με δοτ., στον ίδ., σε Θουκ.· σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, με απαρ., σε Ηρόδ.· Πλούτῳ συμφορώτατον, σε Αριστοφ.· τὰ σύμφορα, ό,τι είναι ωφέλιμο ή επωφελές, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ὑμέτερον ξύμφορον, η συνυφασμένη προς το όφελος δικαιολογία σας, σε Θουκ.· επίρρ., συμφόρως ἔχειν, με επωφελή τρόπο, ωφέλιμα, σε Ξεν.· συγκρ. συμφορώτερον, σε Θουκ.· υπερθ. -ώτατα, σε Ευρ. κ.λπ.
2. σπανίως λέγεται για πρόσωπα, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι, οι καταλληλότεροι για να πολεμήσει κάποιος εναντίον τους, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφορος: -ον, (συμφέρω) ὁ ὁμοῦ μετά τινος φερόμενος, ὁ συνοδεύων αὐτόν, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, ἡ πεῖνα εἶναι σύντροφος τοῦ ἀργοῦ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· μετὰ γεν., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 593. πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 83. ΙΙ. χρήσιμος, ὠφέλιμος, πρόσφορος, ἁρμόδιος, κατάλληλος, καλός, μετὰ δοτικ., κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, ἡ ἕκτη ἡμέρα δὲν εἶναι καλὴ διὰ κοράσιον, «κόρη δὲ οὐ συμφέρουσά ἐστι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 781· γυνὴ νέα… οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι Θέογν. 457· ἡ πενίη κακῷ σύμφορον ἀνδρὶ φέρειν ὁ αὐτ. 526· πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς… Θουκ. 3. 47· πρός… Πλάτ. Νόμ, 766Ε, Ἰσοκρ. 131C· ― σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡροδ. 8. 60, 1· ― Πλούτῳ... τοῦτο συμφορώτατον Ἀριστοφ. Πλ. 1162, πρβλ. Θουκ., κλπ.· τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων (δηλ. τῶν φυσικῶν) του συμφερόντων, ὁ αὐτ. 4. 128· δρᾶν τὰ ξυμφορώτατά τινι Εὐρ. Μήδ. 876· τὸ ὑμέτερον, ξ., ἡ περὶ τοῦ συμφέροντος δικαιολογία σας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιον, Θουκ. 5. 98, πρβλ. 3. 47. ― Ἐπίρρ., συμφόρως ἔχειν, σκοπίμως ἔχειν, Ἰσοκρ. 192Ε, Ξεν. συγκρ. συμφορώτερον, Θουκ. 3. 40, Ξεν. ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Μήδ. 876, Θουκ. 8. 43, Ξεν., κλπ. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, ξυμφερώτατοι προσπολεμῆσαι, προσφορώτατοι ὅπως πολεμήσῃ τις κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 96.

Middle Liddell

σύμφορος, ον, συμφέρω III]
I. happening with, accompanying, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί hunger is the sluggard's companion, Hes.; c. gen., πενίης σύμφορα Hes.
II. useful, profitable, expedient, suitable, good, c. dat., Hes., Thuc.:— σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, c. inf., Hdt.; Πλούτῳ συμφορώτατον Ar.:— τὰ σύμφορα what is expedient, Soph., Thuc., etc.; τὸ ὑμέτερον ξ. your plea of expediency, Thuc.:—adv., συμφόρως ἔχειν to be expedient, Xen.; comp. συμφορώτερον, Thuc.; Sup. -ώτατα, Eur., etc.
2. rarely of persons, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι most convenient to make war upon, Thuc.

Chinese

原文音譯:sumfšrw 沁-費羅
詞類次數:動詞(17)
原文字根:共同-攜帶 相當於: (יָטַב‎) (נָאוֶה‎) (שָׁוָה‎)
字義溯源:共同負擔,有益的,有利的,方便的,拿來,益,得益,益處,有益處,倒好,倒不如,最好的;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω) (διαπορεύομαι)同義字
出現次數:總共(17);太(4);約(3);徒(2);林前(5);林後(2);來(1)
譯字彙編
1) 益處(5) 約11:50; 林前7:35; 林前10:33; 林前12:7; 來12:10;
2) 有益處(4) 太5:29; 太5:30; 林前6:12; 林前10:23;
3) 有益的(1) 徒20:20;
4) 有益(1) 林後8:10;
5) 益(1) 林後12:1;
6) 拿來(1) 徒19:19;
7) 得益(1) 約16:7;
8) 倒不如(1) 太18:6;
9) 倒好(1) 太19:10;
10) 是有益的(1) 約18:14

English (Woodhouse)

advantageous, beneficial, expedient, fit, fitting, serviceable, suitable, useful, favorable for, favourable for, of value

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

commodus, utilis, convenient, useful, 1.32.1, 1.42.1, 1.91.4, 2.3.3, 2.36.4. 3.40.4, 3.47.5, 3.56.5. 3.82.8, 4.128.5, [Pal. Palatine manuscript ξυμφορῶν] 5.31.6, 5.98.1, 6.84.3,
COMP. 3.47.5,
SUP. 1.36.2, 8.46.3, 8.96.5.

Translations

useful

Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد‎, نَافِع‎; Egyptian Arabic: مفيد‎; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: ἄρκιος, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי‎, מוֹעִיל‎; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود‎, بەکەڵک‎, بە دەسد‎; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند‎, مفید‎; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק‎, נוצלעך‎, ניצלעך‎

profitable

Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний

suitable

Arabic: مُنَاسِب, مُلَائِم, لَائِق; Azerbaijani: uyğun; Bulgarian: подходящ; Catalan: apropiat; Chinese Mandarin: 合適, 合适, 適當, 适当; Czech: vhodný, vyhovující; Danish: passende, egnet; Dutch: geschikt, passend; Esperanto: konvena, taŭga; Finnish: sopiva, kelvollinen; French: approprié, convenable, opportun, idoine; Galician: axeitado; German: geeignet, passend, angemessen; Gothic: 𐍆𐌰𐌲𐍂𐍃; Greek: κατάλληλος; Ancient Greek: ἄρτιος, ἐμμελής, ἐμπρεπής, ἐνιπρεπής, ἐπιεικής, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, εὐάρμοστος, εὔθετος, εὐπρεπής, εὐχερής, ξύμφορος, ξύντροφος, οἰκεῖος, πρεπώδης, προσεχής, προσοίκειος, πρόσφορος, ποτίφορος, σύμφορος, σύντροφος; Hebrew: ראוי, מתאים, הולם; Hindi: उपयुक्त, उचित; Hungarian: megfelelő, illő; Irish: oiriúnach, fóirsteanach; Italian: adatto, idoneo, rispondente, confacente, indicato, appropriato, giusto; Japanese: 相応しい, 相応な, 適切な; Latin: aptus, idoneus; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Macedonian: погоден; Malay: sesuai; Malayalam: അനുയോജ്യമായ, അനുയോജ്യം; Manx: cooie; Maori: arotau, haratau, tau, tōtika; Middle English: digne; Norwegian: passende, egnet; Portuguese: apropriado, favorável; Romanian: adecvat, convenabil, potrivit, nimerit; Russian: подходящий, годный, пригодный, применимый, соответствующий; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Slovene: ustrézen; Spanish: apropiado, indicado; Swedish: lämplig; Tagalog: hiyang, kahiyang; Telugu: తగిన, యుక్తమైన; Tocharian B: ayāto; Turkish: uygun, yerinde; Ukrainian: підходящий, відповідний, придатний; Vietnamese: phù hợp; Welsh: addas; Yiddish: פּאַסיק