πληγή

From LSJ
Revision as of 17:32, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληγή Medium diacritics: πληγή Low diacritics: πληγή Capitals: ΠΛΗΓΗ
Transliteration A: plēgḗ Transliteration B: plēgē Transliteration C: pligi Beta Code: plhgh/

English (LSJ)

Dor. πλαγά, ἡ, (πλήσσω)
A blow, stroke, πεπληγὼν πληγῇσιν Il.2.264, etc.; πᾶν ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται Heraclit.11, cf. Pl.Criti. 109b, Erasistr. ap. Ps.-Dsc.Ther.18; ἡ π. τοῦ τραύματος Pl.Lg.877b: freq. joined with Verbs of cogn. signf., πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag.1343; τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Ra.636; τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι ν πληγάς Lexap.Aeschin.1.139; πολλὰς πληγὰς μαστιγούσθω Pl.Lg.914b (but in such phrases πληγήν or πληγάς is freq. omitted, τρίτην ἐπενδίδωμι A.Ag.1386; τυπτόμενος πολλάς Ar. Nu.972, cf. D.19.197; ὀλίγας παῖσαι X.An.5.8.12; μαστιγωθεὶς ὁπόσας ἂν δόξῃ τοῖς δικασταῖς Pl.Lg.854d, cf. 879e, 2 Ep.Cor.11.24): the person struck is said πληγὰς λαβεῖν, Ar.Ra.673; ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων Th.5.50, etc.; πληγῶν δεῖσθαι Ar.Nu.493; πληγὴν ἔχω Anaxandr.72; ὑπὸ τὴν π. τοῦ ἀκοντίου ὑπελθεῖν Antipho3.4.4; καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι Hdt.3.64; πληγὰς ὑπομένειν Aristopho 4.6; εἰληφέναι καὶ δεδωκέναι πληγάς D.54.14; π. ἐμβαλεῖν, ἐντείνειν τινί, X.An.1.5.11, 2.4.11, etc.; πατάξαι Pl.Grg. 527d; ἐντρίβειν τινί Luc.Ind.25, cf. Somn.14; προστρίβεσθαι Ar.Eq.5; τὰς ἐξ ἀνθρώπων πληγὰς μαστιγοῦν τινα Aeschin.1.59; πληγὴν ἐπὶ πληγῇ φέρειν Plb.2.33.6; π. παρὰ πληγήν Ar.Ra.643; πληγαῖς ζημιοῦν, κολάζειν, Th.8.74, Pl.Lg.762c, etc.; δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115 (iii B.C.); πληγῆς ἄρχειν strike the first blow, Antipho 4.2.2; τὰς π. στέγειν, of the shell of a tortoise, Ar.V.1295.
2 stroke by lightning, Hes.Th.857 (pl.); πλαγαὶ σιδάρου strokes of axe or sword, Pi.P.4.246, O.10(11).37; κλυδωνίου… πληγαῖς A.Th.796; στέρνων πλαγαί beating of breasts, S.El. 90 (anap.); π. τῶν ὀδόντων strokes from boars' tusks, X.Cyn.10.5; spearing of fish, Pl.Lg.824 (pl.); of pig-sticking, οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν π… ὠθούμενοι Id.Euthd.294d: in sg., fight with clubs, Hdt.2.63.
3 stroke or impression on the ears or eyes, Pl.Ti.67b, Plu. 2.490c, etc.; αἱ νοήσεις τύποι ἔσονται· εἰ δὲ τοῦτο, καὶ ἐπακτοὶ καὶ πληγαί Plot.5.5.1.
4 impact of bodies, atoms, etc., Archyt.1, Epicur.Fr.308, Placit.1.4.2, Plot.3.6.19.
5 beat of the pulse, Gal.9.464.
6 metaph., blow, stroke of calamity, especially in war, ἐν μιᾷ π. κατέφθαρται… ὄλβος A.Pers.251, cf. Hell.Oxy.16.2; ἐν πληγαῖς ὄντες ibid.; πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ πόλις Arist.Pol.1270a33; πληγῇ περιπεπτωκέναι Plb.14.9.6; πληγαὶ βιότου A.Eu.933 (anap.); π. Διός α heaven-sent plague, Id.Ag.367 (lyr.), S.Aj.137 (anap.); μὴ 'κ θεοῦ π. τις ἥκει ib.279; δμαθέντες πλαγαῖσι ποντίαισιν A.Pers. 908 (lyr.); of the ten plagues of Egypt, J.BJ5.9.4.

German (Pape)

[Seite 631] ἡ, Schlag, Hieb, Stoß, Wunde; πληγὴ ἐκ χειρός, Gegensatz von ἀκόντισμα, Plut. Timol. 4; Hom. πληγῆς ἀΐοντες, von den Pferden, dem Peitschenschlage folgend, Il. 11, 532; θεοῦ πληγῇ δαμασθείς 16, 816; καί σε πληγῇσιν ἱμάσσω, 15, 17; πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, Od. 17, 283; von den Schlägen des Blitzstrahls, Hes. Th. 857; πλαγαὶ σιδάρου, Pind. P. 4, 246, beim Zimmern des Schiffes, vgl. Ol. 11, 38; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος, N. 3, 17; διανταίαν λέγεις πλαγάν, Aesch. Spt. 876; στονόεσσα πλαγά, Pers. 1010, u. öfter von Schlägen des Unglücks, wie Soph. σὲ δ' ὅταν Διὸς πληγὴ ἐπιβῇ, Ai. 137, vgl. 272; Eur. oft; εἰ ἐτελεύτησεν ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος, Plat. Legg. IX, 877 b; οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠθούμενοι, Euthyd. 294 d; πληγαῖς δοῦναι, Rep. IX, 574 c; πολλὰς πληγὰς μαστιγούσθω, Legg. XI, 914 b; Folgende; περιπεσὼν βιαίοις, πληγαῖς, Pol. 3, 116, 9; auch = Niederlage, τηλικαύτῃ πληγῇ περιπεπτωκότες, 14, 9, 6, vgl. 1, 15, 2; Plut. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. coup :
1 au propre en gén. coup de la main ; coup d'une arme (épée, lance, etc.);
2 p. anal. αἱ πληγαί battements de la respiration ; impression qui frappe les sens (le toucher, la vue, etc.) ; fig. coup du sort, malheur, affliction, désastre ; particul. échec à la guerre, défaite, revers;
II. p. ext. échange de coups, combat à coups de bâton;
NT: plaie, blessure.
Étymologie: R. Πλαγ, frapper ; cf. πλήσσω, lat. plaga.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληγή -ῆς, ἡ, Dor. πλᾱγᾱ́ [~ πλήσσω] Dor. gen. plur. πλαγᾶν slag, stoot, klap:; Πάτροκλος δὲ θεοῦ πληγῇ καὶ δουρὶ δαμασθείς Patroclus, bedwongen door de klap van de god en de speer Il. 16.816; κλυδωνίου πληγαί het beuken van de zee Aeschl. Sept. 796; πέπληγμαι καιρίαν πληγήν ik heb een doodklap gekregen Aeschl. Ag. 1343; καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι dodelijk getroffen zijn Hdt. 3.64.3; στέρνων πλαγαί slagen op de borst Soph. El. 90; εἴμ’ ἄξιος πληγὰς λαβεῖν ik verdien het slaag te krijgen Aristoph. Eccl. 324; τυπτόμενος πολλάς (sc. πληγάς) met een flink pak slaag Aristoph. Nub. 972; πληγὰς ἐντείνειν klappen uitdelen Xen. An. 2.4.11; vechtpartij. Hdt. 2.63.4. wond, Hp., verwonding:. τὸ δὲ ἀγκίστροις καὶ τριόδουσι πληγῇ γιγνόμενον (het deel van de jacht) dat door verwonding door haken en drietanden gebeurt Plat. Sph. 220c. botsing (van atomen); Archyt. B 1.23; prikkel:. φωνὴν... τὴν δι’ ὤτων... πληγὴν διαδιδομένην dat geluid de prikkel (is) die door de oren wordt doorgegeven Plat. Tim. 67b. overdr. slag, ongeluk:. Διὸς πλαγάν slag door Zeus toegebracht Aeschl. Ag. 367; δέδοικα μὴ’ κ θεοῦ πληγή τις ἥκει ik vrees dat van godswege een ramp is gekomen Soph. Ai. 279.

Russian (Dvoretsky)

πληγή: дор. πλᾱγά (γᾱ) ἡ
1 удар: πληγὰς παίειν (ἐμβάλλειν, ἐντείνεν) Xen., δοῦναι Dem., πατάσσειν Plat., καταφέρειν Plut. наносить удары; πληγὰς τύπτεσθαι Arph. и λαβεῖν Thuc. получать удары; πολλὰς πληγὰς μαστιγοῦσθαι Plat. получать много ударов кнутом; πληγαὶ στέρνων Soph. удары в грудь; πληγαὶ τῶν ὀδόντων Xen. удары (кабаньих) клыков; οὐ γενομένου τραύματος, ἀλλὰ πληγῆς μόνον ἐξέθανε Plut. он умер не от раны, а от одного лишь удара (ср. 5);
2 перен. удар, бедствие, несчастье (πληγαὶ βιότου Aesch.);
3 поражение, разгром (λαβεῖν πολλὰς πληγάς Polyb.);
4 ушибленное место: πληγεὶς ἀεὶ τῆς πληγῆς ἔχεται погов. Dem. ушибленный всегда хватается за ушибленное место;
5 (= τραῦμα, ср. 1) рана (π. τῆς μαχαίρας NT): τελευτῆσαι ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος Plat. умереть от нанесенной раны;
6 укол, ужаление (τῆς μελίττης Plut.);
7 физиол. толчок, раздражение: ἡ δι᾽ ὤτων π. διαδιδομένη Plat. переданное через уши, т. е. слуховое раздражение.

English (Autenrieth)

(πλήσσω): blow, stroke, from a stick, a whip, a thong, Il. 15.17, Od. 4.244 ; Διός, the lightning-stroke, Il. 14.414.

Spanish

golpe

English (Strong)

from πλήσσω; a stroke; by implication, a wound; figuratively, a calamity: plague, stripe, wound(-ed).

English (Thayer)

πληγῆς, ἡ (πλήσσω), from Homer down; the Sept. chiefly for מַכָּה, also for מַגֵּפָה;
1. a blow, stripe: plural, a wound: ἡ πληγή τοῦ θανάτου, deadly wound (R. V. death-stroke), τῆς μαχαίρας, wound made by a sword (sword-stroke), Buttmann, 82 (72); Winer's Grammar, § 64,4.)
2. a public calamity, heavy affliction (cf. English plague) (now tormenting now destroying the bodies of men, and sent by God as a punishment): omits), πληγή Διός, Sophocles Aj. 137 (cf. 279); others.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α
1. το αποτέλεσμα του πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῦ σώματος ὅλου τε», Μηναί
δ. «πληγὰς ἐπιθέντες ἀφῆκαν ἡμιθανή», ΚΔ
ε. «καθάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες», Πλάτ.)
2. πλήγμα δυστυχίας, ατυχία, συμφορά
(α. «η αρρώστια του παιδιού της είναι μεγάλη πληγή» β. «πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ πόλις», Αριστοτ.
γ. «ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται ὄλβος», Αισχύλ.)
3. φρ. «οι δέκα πληγές [και αἱ δέκα πληγαί] του Φαραώ ή της Αιγύπτου»
i) η σειρά από τα δέκα δεινά που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έστειλε ο Θεός στην Αίγυπτο για να εξαναγκάσει τον Φαραώ να απελευθερώσει τους Εβραίους
ii) αλλεπάλληλες συμφορές
νεοελλ.
1. λύση της συνέχειας του δέρματος που οφείλεται σε μόλυνση ή σε ασθένεια, έλκος
2. νοσηρή, δυσάρεστη κατάσταση (α. «η πληγή της πορνείας» β. «η πληγή τών ναρκωτικών»)
3. φρ. α) «αναξέωξύνω] πληγές» — υπενθυμίζω δυσάρεστα γεγονότα
β) «έχει ανοιχτή πληγή» — βρίσκεται σε δυσάρεστη κατάσταση ή έχει πρόσφατη, οδυνηρή εμπειρία
γ) «είναι κρυφή πληγή» — είναι δόλιος άνθρωπος που κρύβει την κακία του
4) παροιμ. «αν δεν ξεσαμαρώσεις τον γάιδαρο, δεν βλέπεις τις πληγές του» — λέγεται για όσους υπομένουν τα βάσανά τους αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα
αρχ.
1. το ερέθισμα σε αισθητήριο όργανο («φωνὴν θῶμεν τὴν δι' ὤτων ὑπ' ἀέρος ἐγκεφάλου τε καὶ αἵματος μέχρι ψυχῆς πληγὴν διαδιδομένην», Πλάτ.)
2. χτύπος, παλμός του σφυγμού
3. πάλη, σύγκρουση με ρόπαλα
3. φρ. α) «πληγαῖς ζημιοῦν [ή κολάζειν]» — επιβολή τιμωρίας με χτυπήματα ραβδιού ή μαστιγίου
β) «πληγῆς ἄρχω» — δίνω το χτύπημα πρώτος, αρχίζω τη διαμάχη
γ) «στέρνων πληγαί» — χτυπήματα θρήνου με τα χέρια στο στήθος
δ) «πατάσσω πληγήν» — αποκρούω το χτύπημα
ε) «πληγαὶ βιότου» — οι δυστυχίες της ζωής
ζ) «πληγὴ θεοῦ» ή «πληγὴ Διός» — συμφορά σταλμένη από τον Δία, από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην απαθή βαθμίδα plā-g- της ρίζας του ρ. πλήσσω «χτυπώ» με ηχηρή ουρανική παρέκταση -γ- (βλ. και λ. πλήττω)].

Greek Monotonic

πληγή: Δωρ. πλᾱγά, ἡ (πλήσσω),·
1. πλήγμα, χτύπημα, Λατ. plᾱga, σε Όμηρ. κ.λπ.· πληγὴν πέπληγμαι καιρίαν, σε Αισχύλ.· σε τέτοιες φράσεις το πληγήν ή το πληγάς συχνά παραλείπεται, πολλὰς τυπτόμενος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για το πρόσωπο που δέχεται χτυπήματα, πληγὰς λαβεῖν, στον ίδ.· λέγεται γι' αυτόν που χτυπά, πληγὰς δοῦναι, ἐμβάλλειν, ἐντείνειν τινί, σε Ξεν.
2. χτύπημα από κεραυνό, σε Ησίοδ.· πλήγμα, χτύπημα από ξίφος, σε Αισχύλ.· πληγὴθεοῦ, θεόπεμπτη συμφορά, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πληγή: Δωρ. πλᾱγά, ἡ, (√ΠΛΑΓ, πλήσσω)· ― κτύπημα, Λατ. plāga, κυρίως διὰ ξίφους ἢ ἄλλου ὅπλου, Ὅμ., κλπ., ἡ πλ. τοῦ τραύματος Πλάτ. Νόμ. 877Β. ― Φράσεις: συχνάκις συνάπτεται μετὰ ῥημάτων σύστοιχον σημασίαν ἐχόντων, πληγὴν πέπληγμαι καιρίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1343· τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 636· τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι νϳ πληγὰς Αἰσχίν. 19. 30· πολλὰς πληγὰς μαστιγοῦσθαι Πλάτ. Νόμ. 914 Β. ξαίνειν τινὰ κατὰ τοῦ νότου π. Δημ. 403. 4· ἀλλ’ ἐν τοιαύταις φράσεσι συνήθως ἡ αἰτ. πληγὴν ἢ πληγὰς παραλείπεται, καιρίην τετύφθαι (κοινῶς καιρίῃ) Ἡρόδ. 3. 64· τρίτην ἐπενδίδωμι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1395· πολλὰς τυπτόμενος Ἀριστοφ. Νεφ. 972, πρβ. Δημ. 403. 4· ὀλίγας παίειν Ξεν. Ἀν. 5. 8, 12· μαστιγωθεὶς ὁπόσας ἂν δόξῃ Πλάτ. Νόμ. 854D, πρβλ. 879Ε· ― ἐπὶ τοῦ τυπτομένου προσώπου λέγεται πληγὰς λαβεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 674· ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων Θουκ. 5. 50. κτλ.· πληγῶν δεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 493· πληγὰς ἔχειν· Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 53· ὑπὸ πληγῆς ὑπελθεῖν Ἀντιφῶν 124. 20· πληγὰς ὑπομένειν Ἀριστοφῶν ἐν «Ἰατρῷ» 1. 6· ― ἐπὶ δὲ τοῦ τύπτοντος πληγὰς δοῦναι, Δημ. 1261. 20· ἐμβάλειν, ἐντείνειν τινὶ Ξεν. Ἀν. 1. 5, 11., 2. 4, 11, κτλ.· πατάσσειν Πλάτ. Γοργ. 527D· ἐντρίβειν τινὶ Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 25, πρβ. Ἐνύπν. 14· προστρίβεσθαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 5· πληγὰς μαστιγοῦν τινα Αἰσχίν. 10 12· πληγὴν ἐπὶ πληγῇ φέρειν Πολύβ. 2. 33, 6· πλ. παρὰ πληγὴν Ἀριστοφ. Βάτρ. 643· πληγαῖς ζημιοῦν, κολάζειν Θουκ. 8. 74, Πλάτ. κτλ.· πληγῆς ἄρχω, δίδω τὸ πρῶτον κτύπημα, Ἀντιφῶν 126. 9· ― ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης λέγεται πληγὰς στέγειν, Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1295. 2) ἐπὶ ἰδιαιτέρων κτυπημάτων: κτύπημα διὰ κεραυνοῦ, Ἡσ. Θεογ. 857· πλαγαὶ σιδάρου, κτύπημα πελέκεως ἢ ξίφους, Πινδ. Π. 4. 437, Ο. 11. (10). 45· κλυδωνίου... πληγαῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 796· στέρνων πλαγαί, κτυπήματα τοῦ στήθους, Σοφ. Ἠλ. 90· πλ. τῶν ὀδόντων, κτυπήματα τῶν χαυλιοδόντων κάπρου, Ξεν. Κυν. 10, 5· ― ὡσαύτως, μάχη διὰ κορυνῶν, Ἡρόδ. 2. 64. 3) ἦχος κτυπήματος διαδιδόμενος διὰ τῶν ὤτων εἰς τὴν ψυχήν, Πλάτ. Τίμ. 67Β· ἐπὶ τῆς ὁράσεως, ὀφθαλμιῶντες οἰόμεθα δεῖν ἀποστρέφειν ἐπὶ τὰ μὴ ποιοῦντα πληγὴν μηδὲ ἀντιτυπίαν χρώματα καὶ σώματα τὴν ὄψιν Πλούτ. 2. 490C. κτλ. 4) μεταφορ., κτύπημα δυστυχίας, μάλιστα ἐν πολέμῳ, ἐν μιᾷ πλ. κατέφθαρται... ὄλβος Αἰσχύλ. Πέρσ. 251, πρβ. 908, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 16· συμφορά, πληγαὶ βιότου Αἰσχύλ. Εὐμ. 933· πλ. θεοῦ, θεόπεμπτος συμφορά, Σοφ. Αἴ. 137, 279, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 367.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
See also: s. πλήσσω.

Middle Liddell

πληγή, δοριξ πλᾱγά, ἡ, πλήσσω
1. a blow, stroke, Lat. plaga, Hom., etc.; πληγὴν πέπληγμαι καιρίαν Aesch.; in such phrases πληγήν or πληγάς is often omitted, πολλὰς τυπτόμενος Ar., etc.:—the person struck is said πληγὰς λαβεῖν Ar.; the striker πληγὰς δοῦναι, ἐμβάλλειν, ἐντείνειν τινί Xen.
2. a stroke by lightning, Hes.: a blow, stroke of calamity, Aesch.; πλ. θεοῦ a blow from heaven, Soph.

Frisk Etymology German

πληγή: {plēgḗ}
Grammar: f.
See also: s. πλήσσω.
Page 2,560

Chinese

原文音譯:plhg» 普累給
詞類次數:名詞(21)
原文字根:打擊 相當於: (כְּאֵב‎) (נֶגַע‎)
字義溯源:毆傷,災,災害,災殃,災禍,打擊,打,棍,責打,受責,受鞭打,鞭打,鞭傷,傷,災難;源自(πλήσσω)=重擊);而 (πλήσσω)出自(πλάσσω)*=模造)。參讀 (μώλωψ)同義字
出現次數:總共(22);路(2);徒(2);林後(2);啓(16)
譯字彙編
1) 災(6) 啓9:18; 啓9:20; 啓15:1; 啓15:6; 啓15:8; 啓21:9;
2) 傷(4) 路10:30; 啓13:3; 啓13:12; 啓13:14;
3) 災殃(3) 啓11:6; 啓18:4; 啓18:8;
4) 災害(3) 啓16:9; 啓16:21; 啓16:21;
5) 災禍(1) 啓22:18;
6) 鞭打(1) 林後6:5;
7) 受責打的事(1) 路12:48;
8) 棍(1) 徒16:23;
9) 鞭傷(1) 徒16:33;
10) 受鞭打(1) 林後11:23

English (Woodhouse)

blow, blow of fortune

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

δωρ. πλαγά (=χτύπημα). Ἀπό τό πλήσσω (=χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

golpe como señal ἐὰν δὲ αἴσθῃ πληγῆς, μάσησιν τοῦ κυμίνου μετὰ ἀκράτου κατάπιε si percibes un golpe, trágate la machacadura del comino con vino puro P II 59

Lexicon Thucydideum

ictus, blow, stroke, 5.50.4, 8.74.3.