τέλος

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέλος Medium diacritics: τέλος Low diacritics: τέλος Capitals: ΤΕΛΟΣ
Transliteration A: télos Transliteration B: telos Transliteration C: telos Beta Code: te/los

English (LSJ)

εος, τό, (τέλλομαι, τέλλω)

   A coming to pass, performance, consummation, εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496; ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op.669; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib.218; καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12 (iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.); καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7 (Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193; ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29; ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70; ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107, cf. Isoc.5.71, 6.77; result, τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122; εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291; ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th.638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of... A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον . . θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC1400; φόνου τ. A.R.1.834; τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El.735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17; ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9; ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11, cf. 18.32.12, 3.5.7; τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22, cf. Plb.1.61.2; μάχης . . κεκύρωται τ. A.Ch.874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp.475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event, οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε . . Od.9.5: in concrete sense, result, product, τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA672a4, cf. GA725b8.    2 in contexts like Hes.Op.669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we have τ. μὲν Ζεὺς ἔχει . . πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1; ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC423; [Ἄπολλον] . . ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th.162 (lyr.); τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp.525 (lyr.); τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545 (lyr.); τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε . . εἴτε . . Id.Hel.887; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol.1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75; κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority, σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13; ἡ . . τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between... Arist.Resp.480b19.    3 magistracy, office, τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9 (δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj.1352, Ph.385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88; οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18, 9.106; poet., οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47; ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3 (Elis, V B.C.); τοὺς . . τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94 (Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government, τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει A.Th.1030; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.    4 decision, doom, Ζεὺς . . οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309; Κῆρες δὲ παρεστήκασι... ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6; μήτηρ . . μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3; τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326; τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553; οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416, cf. 11.451; ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124, cf. A.Th.906 (lyr.):—judicial decision, ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu.243; κύριον μένει τ. ib.544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib.729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib.434; τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg.768b; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib.767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp.603,624; of a king, Id.Ag.934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.    5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ . . ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον) ; οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu.743, cf. Ag.908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib.1202, cf. Ch.760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp.1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων . . ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th.260; ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the Payment(-day) of the wage, Il.21.450; οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19, cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.    6 pl., services or offerings due to the gods, δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers.204; ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr.238; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant.143 (anap.); γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med.1382; θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC1050 (lyr.), cf. Fr.837; σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25; called μεγάλα τ., Pl.R.560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr.387; of the marriage rite, τ. γάμοιο Od.20.74, cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu.835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant.1241; τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38, cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th.982, Stob.2.7.3a.    7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τ., Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.    8 dues exacted by the state, Ar.V.658 (pl.), Pl.R.425d (pl.); ἀγορᾶς τ. a market-toll, Ar.Ach.896; πορνικὸν τ. Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν. πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν pay a tax or duty, Pl.Lg.847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4; τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77; καταβαλεῖν And.1.93; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.    9 financial means, expenditure, usu. in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60; ἀναγραψάτω . . τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22, cf. 94.14, al.; Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30; δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38: in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr.639.    10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib.470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron, τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22, cf. 4.96; πελταστῶν τέλη E.Rh.311; κατὰ τέλεα Hdt.1.103, 7.87, al.; κατὰ τέλη Th.6.42, Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.    b a force of 2048 infantry, = μεραρχία, Ascl. Tact.2.10, Arr.Tact.10.5, Ael.Tact.9.7.    c a force of 2048 cavalry, Ascl.Tact.7.11, Arr.Tact.18.4, Ael.Tact.20.2.    II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of . . chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships, τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48: also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64; τ. ἀθανάτων A.Fr.151 (anap.).    12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).    II degree of completion or attainment, τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω . . προσέκειτο Il.18.378; degree of maturity, age, ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9; ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123; ἥβης τ. μολόντας E.Med.920; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx.249a; εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin.992d; τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp.181e; οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc.413 (lyr.).    b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perh. in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).    2 state of completion or maturity, τ. λαβεῖν, ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr.276b, Lg.834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp.186a, cf. Prt.348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπ έθηκε τ. as a finish to all his former acts, D.18.140; τὸ τ. τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24; ταύτης . . τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18; τ. λαβεῖν to be completed, Pl.R.501e, Isoc.4.5; τ. ἔχειν Pl.Lg.772c; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56; ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R.613d; μέχρι τοῦ τὸ προκείμενον ἐπὶ τέλος ἀχθῆναι PTeb.14.8 (ii B.C.); ἑκάστων πρὸς τέλος ἀχθέντων UPZ108.29 (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.); ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234:—freq. in Adverbial phrases:    a τέλος at last, ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100, cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause, μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76, cf.4.131, al.; τέλος δέ Id.1.36, Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137; τ. μέντοι Id.5.89, X.HG5.4.30; τ. γε μέντοι S.Ant.233; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τ. Pl.Lg. 740e.    b <ἐς τ. in the end, in the long run, πάντως ἐς τ. ἐξεφάνη Sol.13.28, cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph.409; θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA161 (anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τ. ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.    c διὰ τέλους (orig. perh. from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr.275, S.Aj.685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; so διὰ τέλεος Hp.Acut.46 (= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618); διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb.36e; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).    d ἐπὶ τέλος at the end, opp. ἐν ἀρχῇ, Gal.19.183.    e τέλει perh. in the end, S.OT198 (lyr.).    3 esp. τ. ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg.801e; ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6; πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27; εἰς τ. τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC1530: less freq. abs., death, ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th.367 (lyr.); οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31; ἔχει τὸ κάλλιστον τ. X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.; τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg.717e, cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely, τ. ἔχει τινά Pl.Lg.740c; οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh.735 (anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC1720 (lyr.); τὸ τ. ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; also τ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87 (cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος) γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955-6.    4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel.534; τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec.413; ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις . . τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3; ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph. 1074a30.    5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence, ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43, cf. Gal.15.20; of a chapter or book, ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4, cf. Gal.15.10; πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg.957b; πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA675a16; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph.239b34 (cf. infr. 111.2).    III achievement, attainment, τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323, cf. Pi.N.3.25; τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.    2 winning-post, goal in a race, πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45; in a contest, ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50); εἰς τ. ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R.613c.    b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27; ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118 (perh. 'to be the winning post and prize'); κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6: metaph., οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57.    3 Philos., full realization, highest point. ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp.211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib.210e; πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit.410e, cf. R. 613c.    b the end or purpose of action, τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg.499e; freq. in Arist., EN1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph.994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc.

German (Pape)

[Seite 1088] εος, τό, 1) Ende, Ziel, Vollendung; γάμοιο, die Vollziehung der Heirath, Od. 20, 74; τέλος ἐπιτιθέναι τινί, z. B. μύθῳ, Il. 19, 107. 20, 369, das Wort in Erfüllung gehen lassen; τέλος ἐπιγίγνεταί τινι, Einem kommt die Erfüllung seines Wunsches, Od. 17, 496; τέλος ἔχειν, das Ziel oder die Vollendung erreicht haben, vollendet oder fertig sein, Il. 18, 378; εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω, 3, 291, bis ich das Ziel des Kriegs erreicht habe; ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ, 16, 630, die entscheidende Kraft des Kriegs, die den Kampf vollendet, beruht in den Fäusten; vgl. εἰ δὲ θεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, 20, 101; Hes. Th. 638. Aehnlich sagt Pind. ἐν θεῷ τέλος, Ol. 13, 105, Gott hat die Entscheidung; u. so ἐν τὶν πᾶν τέλος ἔργων, N. 10, 29. So ist auch θανάτου τέλος eigtl. des Todes entscheidende Gewalt, vgl. Nitzsch zu Od. 9, 5; ὁπποτέρῳ θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν, Il. 3, 309; οὐδέ κέ μ' ὦκα τέλος θανάτοιο κιχείη, 9, 416; φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, 11, 451; πυγμᾶς τέλος, des Faustkampfs entscheidender Erfolg, Sieg, Pind. Ol. 11, 67; μάχης, Aesch. Ch. 874; ἀναμένω τέλος δίκης, Eum. 234. 699; vgl. noch τὸ τούτου τέλος ἐν θεῷ ἦν, οὐκ ἐν ἐμοί, Dem. 18, 193; – die Gränze, das Aeußerste, τέλος ἀγαθῶν τε κακῶν τε, Hes. O. 671, die Gränzscheide; auch festgesetzte Zeit, τέλος μισθοῖο, die gesetzte Zeit, der Termin der Auszahlung des Lohnes, Il. 21, 450. – Hauptzweck, Hauptsache, μύθου, μύθων, Il. 9, 56. 16, 83. – Der Zustand der Vollendung oder Vollkommenheit, überh. das Ende; ποῖ δ' ἔτι τέλος ἐπάγει θεός; Aesch. Spt. 142; ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν οἷον ἤνυσεν κακόν, Pers. 712; ὴβης τέλος μολόντες, Eur. Med. 920; – τέλος εἶναι ὰπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν, Plat. Gorg. 499 e; τέλος ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ, vollenden, Conv. 186 a, u. sonst. – Οἱ τὸ τέλος ἔχοντες, die Vollendeten, Gestorbenen, Legg. IV, 717 e; ἐπεὶ τέλος εἶχεν ἡ θυσία, Xen. Cyr. 3, 3, 34; ἐπὶ τέλος ἄγειν, zu Ende führen, Pol. 3, 5, 7, u. oft; τὰ τέλη συνεξακολουθεῖ ταῖς Ῥωμαίων προ-, θέσεσιν, 18, 15, 12; μηδὲν ἔστω τέλος πλὴν ἐπὶ κήρυκι καὶ γραμματεῖ, 3, 22, 8, Nichts soll gültig sein. – Adverbial findet sich am häufigsten τέλος gebraucht, Aesch. Prom. 664 Pers. 454, Soph. Ai. 294. 998 u. öfter, Eur. I. T. 1343; auch τὸ τέλος, endlich, am Ende, zuletzt, Her. u. Folgde, wie Plat. Tim. 81 d; Xen. An. 1, 10, 3 u. öfter; – ἐς τὸ τέλος, Her. 3, 40; vgl. Soph. Phil. 407; – διὰ τέλους, bis an's Ende, ὡς μάθητε διὰ τέλους τὸ πᾶν, Aesch. Prom. 273; Eum. 64; διὰ τέλους εὐχου τελεῖσθαι τοὐμὸν ὧν ἐρᾷ κέαρ, Soph. Ai. 670; οὐ δύνανται διὰ τέλους εἶναι σοφοί, Eur. Hec. 1193, vgl. Suppl. 270; immerfort, Isocr. 3, 25; ἀρχόμενος καὶ διὰ τέλους, Plat. Soph. 237 a; διὰ τέλους ἀεί, Phil. 36 e, u. oft; Xen. u. Folgde; – εἰς τέλος = ganz und gar, Pol. sehr häufig, u. a. Sp. – 2) eine Schaar Krieger, wahrscheinlich von bestinimier Anzahl; δόρπον ἔπειθ' εἵλοντο κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν, Il. 11, 730. 10, 470. 18, 298; u. so heißt die Schaar der Wächter φυλάκων ἱερὸν τέλος, 10, 56; so Her. 7, 81. 223; eine Reiterschaar, 7, 87; κατὰ τέλεα, turmatim, 1, 103. 7, 211. 9, 20. 22 u. sonst; auch Eur. Rhes. 311; ἱππέων, Thuc. 2, 22; τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν, Thuc. 1, 48, vgl. 6, 42; Pol. u. A. – Im römischen Heere die Legion, Plut. Ant. 18. – Auch übertr. auf andere Dinge; bei Her. 2, 64 schwankt die Lesart zwischen ὀρνίθων τέλεα, Vögelschwärme, u. γένεα. – 3) der höchste Stand im bürgerlichen Leben, oder das höchste Ziel der bürgerlichen Ehre, dah. obrigkeitliches Amt u. Würde; τέλος δωδεκάμηνον περάσαι, Pind. N. 11, 9; τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει, Aesch. Spt. 1016; meist im plur. τὰ τέλη, Λακεδαιμονίων τὰ τέλη, Thuc. 4, 86; οἱ ἐν τέλει, Soph. Ai. 1331; Phil. 383. 913; τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι, Ant. 67; οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες, die die Ausführung der Beschlüsse haben, die ein Staatsamt Verwaltenden, die in Amt und Würden, Her. 3, 18. 9, 106; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τέλει, Thuc. 1, 10, u. oft; auch οἱ τὰ τέλη ἔχοντες, 5, 47 (aber τέλος ἔχοντες, die Entscheidung habend, 4, 118, erkl. der Schol. αὐτοκράτορες ὄντες); Xen. An. 2, 6, 4. 7, 1, 34; δικαστῶν τοῦτ' ἐπέσταλται τέλος, Aesch. Eum. 713; μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει, Ag. 1175; ἐν τέλει γενέσθαι, Xen. Cyr. 1, 6, 15; εἰς τέλος καταστῆναι, 1, 5, 7. – Auch der Befehl eines Beamten, τέλος ἐξέφερε, er sandte den Befehl, Plut. Them. 12; vgl. D. Hal. 7, 45. 8, 54. – 4) der Zoll, Abgabe, Steuer, auch Tribut; χαρίτων, Pind. I. 1, 6; Ar. Vesp. 658; überh. Ausgaben, Aufwand, s. Valck. diatr. p. 202; Ruhnk. Tim. 251; vgl. Thuc. 6, 16, ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τέλεσι καὶ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ; Plat. τέλος ἐν τῇ πόλει μηδένα μηδὲν τελεῖν μήτε ἐξαγομένων μήτε εἰσαγομένων χρημάτων, Legg. VIII, 847 b; τέλος πράττειν τινά, Pol. 4, 47, 1; ἰδίοις τέλεσιν, auf eigene Kosten, Plut. Timol. 23 Phoc. 38. – In Athen das Vermögen des Bürgers, nach welchem seine Abgaben bestimmt wurden, und weil er danach auch zu einer gewissen Klasse der Bürger gehörte, übh. Bürgerklasse, Stand, Rang, dem römischen Census entsprechend; κατὰ τὸ τέλος ζημιοῦσθαι, Isae. 4, 11, wie κατὰ τέλος ἐπιβάλλειν, lmm. 43, 75, im Gesetz; ἔξω τοῦ τέλους εἰσὶ τούτου, 20, 19; Sp.; – daher τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, Soph. O. R. 316. – 5) die heilige Weihe, bes. die Einweihung in die eleusinischen Mysterien, wahrscheinlich, weil sie als das höchste Ziel oder die Vollendung des Lebens betrachtet wurde; auch die Mysterien selbst hießen τέλη, οὗ πότνια σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν, Soph. O. C. 1052; Eur. Med. 1382; τοῦ τελουμένου μεγάλοισι τέλεσι, Plat. Rep. VIII, 560 e; – Anacr. 55, 4 nennt den Dionysus τελέων θεόν. – Uebh. religiöse Feierlichkeit oder Ceremonie. – Τέλος γάμου, Einweidung u. Aufnahme in den Ehestand, der Ehestand selbst; so sagt Aesch. Eum. 799 θ ύη πρὸ παίδων καὶ γαμηλίου τέλους; Soph. τὰ νυμφικὰ τέλη λαχὼν δείλαιος εἰς Ἅιδου δόμους, Ant. 1226; Poll. 3, 38 bemerkt τέλος, ὁ γάμος. – Soph. Ant. 143 ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη scheint die Waffenbeute zu bedeuten, welche als Weihgeschenk im Tempel aufgehängt wird.

Greek (Liddell-Scott)

τέλος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλει) ἡ ἐκπλήρωσις, συμπλήρωσις παντὸς πράγματος, Λατ. effectus, δηλ. ἡ ἀποτέλεσις αὐτοῦ, τὸ ἀποτέλεσμα, οὐχὶ ἡ παῦσις ἢ ἡ λῆξις αὐτοῦ (ἴδε ἐν τέλει), ὅθεν κυρίως δὲν κεῖται (ὡς τὸ τελευτὴ) ἐπὶ τοῦ ὁρίου ἢ τέρματος οὔτε (ὡς τὸ πέρας) ἐπὶ τοῦ ἄκρου σημείου ἢ τοῦ ἐσχάτου ἄκρου, Ὅμηρ., Ἡσ., κλπ.· εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω, τὸ ἀποφασιστικὸν αὐτοῦ τέλος, Ἰλ. Γ. 291· ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου Π. 630· ἶσον τείνειεν πολέμου τ. Υ. 101, πρβλ. Ἡσ. Θ. 638· [ἐν θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 667· σὺν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Πινδ. Ν. 3. 123, Αἰσχύλ. Ἱκ. 475, Χο. 874, κλπ.· - ἀπολ., τ. δ’ οὔπω τι πέφανται Ἰλ. Β. 122· οὐ γὰρ ἐγὼ γέ τί φημι τέλος χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτ’ ἐϋφροσύνη μὲν ἔχει κατὰ δῆμον ἅπαντα, κτλ. Ὀδ. Ι. 5· - τέλος ἐπιτίθημί τινι, κάμνω τι ἀποτελεσματικόν, οὐ... τ. μύρῳ ἐπιθήσεις Ἰλ. Τ. 107, Υ. 369· ἀλλά, λόγῳ τ. ἐπιτίθημι, συμπληρῶ, τελειώνω, Πλάτ. Συμπ. 186Α, πρβλ. Πρωτ. 348Α· ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τ., ὡς τέλος ἢ κορωνίδα πασῶν τῶν προτέρων πράξεών του, Δημ. 274. 19· - τὸ τ. τινὸς ποιεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 3, 24· - τ. διδόναι Αἰσχύλ. Θήβ. 260, Θεόκρ. 4. 47· - τέλος ἐπιγίγνεται ἀρῇσι, αἱ προσευχαί τινος ἐκτελοῦνται, ἐκπληροῦνται, Ὀδ. Ρ. 496· τέλος γίγνεταί τινος, τὸ τέλοςἀποτέλεσμα πράγματός τινος ἔρχεται..., Ἡρόδ. 9. 22, Ξεν., κλπ.· - τέλος ἔχω, φθάνω τὸ τέλος, εἶμαι τελειωμένος ἢ ἔτοιμος, Ἰλ. Σ. 378· συμπληροῦμαι, τελειώνομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 13, Πλάτ., κλπ.· εἶμαι ἀποφασιστικός, Ἀντιφῶν 140. 4· τ. ἔχει δαίμων ὅπᾳ θέλει, τὸ ἀποτέλεσμα κρατεῖ εἰς τὴν ἐξουσίαν του, Εὐρ. Ὀρ. 1545· τ. λαβεῖν, συμπληροῦμαι, τελειώνομαι, Πλάτ. Πολ. 510Ε, Ἰσοκρ. 42Β, κλπ.· ἀλλά, πημάτων λαμβάνω τ., ἔρχομαι εἰς τὸ τέλος τῶν..., Εὐρ. Ἑλ. 534· - ἐς ἢ ἐπὶ τ. τινὸς ἐλθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 83, Πλάτ., κλπ.· εἰς ἢ πρὸς τ. τινὸς ἀφικέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 1530, 1621· ἐπὶ τῷ τέλει τινὸς εἶναι Πλάτ. Πολ. 532Β· ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου αὐτόθι 613D· καὶ παρ’ Ὁμ. ἄνευ προθέσ., οὐ τέλος ἵκεο μύθων, δὲν συνεπλήρωσας τοὺς λόγους σου, «δὲν τὰ εἶπες ὅλα», Ἰλ. Ι. 56, πρβλ. 61. 2) τ. τοῦ βίου Σοφ. Ο. Κ. 1721, Εὐρ. Ἱππ. 87, κλπ.· τ. ἔχειν βίου Πλάτ. Νόμ. 801Ε καὶ ὡς τὸ τελευτή, ἄνευ τοῦ βίου, τὸ τέλος τῆς ζωῆς, ὁ θάνατος, Ἡρόδ. 1. 31, κτλ.· οἱ τ. ἔχοντες, οἱ νεκροί, Πλάτ. Νόμ. 717Ε, πρβλ. τ. ἔχει τινὰ αὐτόθι 740C· - πρβλ. κάμπτω ΙΙ. 1. 3) ἐν χρήσει περιφραστικῶς παρὰ ποιηταῖς ἐν ποικίλαις φράσεσι, τέλος θανάτου, τὸ ἐκ τοῦ θανάτου προερχόμενον, Λατιν. exitus mortis, Ἰλ. Γ. 309, Ὀδ. Ε. 326, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 165, Αἰσχύλ. Θήβ. 906, προλ. τέλοσδε, τελευτὴ Ι. 3· - οὕτω, τ. γάμοιο, = γάμος, Ὀδ. Υ. 74, ἴδε κατωτ. VI. 2· - τ. νόστοιο = νόστος, Ὀδ. Χ. 323, Πινδ. Ν. 3. 44· τ. χαρίτων ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 7· ἔργων τ., τετελεσμένων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 32· τ. ἀπαλλαγῆς Ἡρόδ. 2. 139 τ. τῆς μοίρας Θεόκρ. 1. 93, κλπ. 4) ἐπιρρηματικαὶ χρήσεις: α) τέλος ἀντὶ κατὰ τὸ τέλος, ἐπὶ τέλους, Θουκ. 2. 100., 4. 46· ἀλλὰ συνηθέστατα ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως, μάχης δὲ κρατερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέσ?ησαν Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 4. 131, κ. ἀλλ.· οὕτω, τέλος δὲ ὁ αὐτ. 1. 36., 4. 9, Θέογν. 1294, κλπ.· ἀλλὰ τ. Ἡρόδ. 6. 137· τ. μέντοι ὁ αὐτ. 5. 89, Ξενοφ., κλπ.· τ. γε μέντοι Σοφ. Ἀντ. 233· καὶ τ. Ἡρόδ. 4. 154, Θουκ., κλπ.· τὸ δὲ τ. Πλάτ. Νόμ. 740Ε. β) εἰς ἢ ἐς τέλος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 216, Ἡρόδ. 9. 37, Σοφ. Φιλ. 409, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως, ἐντελῶς, ὅλως δι’ ὅλου, ἐξ ὁλοκλήρου, Πολύβ. 1. 20, 7, κλπ.· - ἐς τὸ τ. Ἡρόδ. 3. 40, κλπ. γ) διὰ τέλους, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, διὰ παντός, Αἰσχύλ. Πρ. 273, Σοφ. Αἴ. 685, Εὐρ. Ἱκ. 270, Ἀντιφῶν 134. 18, συχν. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς· διὰ τέλους ἀεὶ Πλάτ. Φίληβ. 56Ε. δ) τέλει, Λατ. omnino, καθόλου, Σοφ. Ο. Τ. 198· ἴδε Elmsl. ΙΙ. τὸ προκείμενον τέλος, ὁ σκοπός, ἡ κυρία ὑπόθεσις, μύθου τ. Ἰλ. Π. 83· - τὸ ὕψιστον σημεῖον, τὸ ἰδανικόν, τὸ ἄκρον ἄωτον, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Πλάτ. Συμπ. 211C, πρβλ. 210Ε, κλπ. 2) παρὰ τοῖς φιλοσόφοις ὡσαύτως, τὸ τέλος ἐνεργείας, ὁ σκοπός, τ. εἶναι ἁπασέων τῶν πράξεων τὸ ἀγαθὸν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 499Ε, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὅθεν, τὸ τελικὸν αἴτιον, = τὸ οὗ ἕνεκα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1 (ἐλάττ.). 2, 9., 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν ἁπλῶς, = τὸ ἀγαθόν, τὸ κύριον καὶ πρώτιστον ἀγαθόν, τὸ τοῦ Κικέρωνος finis bonorum, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1, Διογ. Λ. 10. 137, Κικ. Fin. 1. 12., 3. 7. 3) τὸ νὰ εἶναί τις πλήρηςτέλειος, τελειότης, τελεία ἡλικία, ἀνδρὸς τ., ἡ τελεία ἡλικία τοῦ ἀνδρός, ἡ ἀνδρικὴ ἡλικία, Πλάτ. Μενέξ. 249Α· ἥβης τ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 300, Εὐρ. Μήδ. 920· τ. ὥρη, Μίμνερμ. 2. 9· τέλος ἔχειν ἢ λαμβάνειν, αὐξάνεσθαι, Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, Νόμ. 834C, πρβλ. 899Ε. 4) τελικὴ ἀπόφασις, τελεία ἀπόφασις, τ. δίκης Αἰσχύλ. Εὐμ. 243, πρβλ. 729· αἰτίας, τῆς κατηγορίας, αὐτόθι 434· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 934, Ἱκ. 603, 623. 5) τὸ βραβεῖον ἐν τοῖς ἀγῶσιν, πυγμᾶς τ. Πινδ. Ο. 10 (11). 81, πρβλ. ΙΙ. 9. 210, Ι. 1. 36. ΙΙΙ. ὑπερτάτη ἐξουσία, τέλος δ’ ἐφ’ ἡμῖν Εὐρ. Ἑλ. 887· τ. ἔχειν, πλήρη δύναμιν ἢ ἐξουσίαν, Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 4. 118, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 17· (ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, βεβαιοῦμαι, ὁρίζομαι, ἐπικυροῦμαι, Θουκ. 5. 41). 2) ὡσαύτως, ἀρχή, ἀξίωμα, Λατ. magistratus, τέλος δωδεκάμηνον Πινδ. Ν. 11. 10· οἱ ἐν τέλει, οἱ ὄντες ἐν ἀξιώμασιν, οἱ ἄρχοντες, Σοφ. Αἴ. 1352, Φιλ. 385, Θουκ., κλπ.· ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τέλει Θουκ. 1. 10, πρβλ. 6. 88· οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Ἡρόδ. 3. 18., 9. 106· ποιητ., οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Σοφ. Ἀντ. 67· οὕτω, οἱ τὰ τέλη ἔχοντες Θουκ. 5. 47· - ἀκολούθως παρ’ Ἀττ., τὸ τέλος, ἡ κυβέρνησις, τοιαῦτ’ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει Αἰσχύλ. Θήβ. 1025· τὰ τέλη, οἱ ἄρχοντες, Θουκ. (ὅστις συνάπτει αὐτὰ μετὰ μετοχ. ἀρσεν. γένους καὶ ῥήματος πληθ. ἀριθμοῦ) 1. 58., 4. 15, Ξενοφ., κλπ.· - ἐντεῦθεν, ἐπὶ πάσης ὑπερεχούσης δυνάμεως, τελέων τελειότατον κράτος, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 525, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 667 ἀνωτ. 3) καθόλου, ὑπούργημα, ἔργον, ὅσοις τοῦτ’ ἐπέσταλται τ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 743, πρβλ. Ἀγ. 908· μ’ Ἀπόλλων τῷδ’ ἐπέστησεν τέλει αὐτόθι 1202, πρβλ. Χο. 760· ἄϋπνα ὀμμάτων τέλη, τὰ ἄγρυπνα καθήκοντα τῶν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Ἱκ. 1137. ΙV. σῶμα στρατιωτῶν πιθ ἀριθμοῦ τινος ὡρισμένου, τέλειος ἀριθμὸς στρατιωτῶν, τέλειον τάγμα, ἂν καὶ ὁ ἀριθμὸς οὐδαμοῦ λέγεται, Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. Ἰλ. Κ. 470· φυλάκων ἱερὸν τ. Κ. 56· ἐν τελέεσσιν, κατὰ διαιρέσεις, τάξεις, ἢ σώματα, Λ. 730, Σ. 298· (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας)· οὕτω κατὰ τέλεα Ἡρόδ. 1. 103., 7. 87, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ = λεγεών, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 87· πρβλ. τάξις Ι. 3. 2) δίρρυμα τέλη, τάγμα ἐξ ἁρμάτων (ἰδὲ δίρρυμος), Αἰσχύλ. Πέρσ. 47· καὶ ἐπὶ πλοίων, τρία τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν Θουκ. 1. 48· - ὡσαύτως, ὀρνίθων τέλεα, πλήθη πτηνῶν, διάφ. γραφ. ἀντὶ γένεα, Ἡρόδ. 2. 64· τέλη ἀθανάτων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 152. πρβλ. Θήβ. 161. V. φόρος, δασμός, Ἀριστοφ. Σφ. 658, Πλάτ., κλπ.· ἀγορᾶς τ., φόρος, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 896 τέλος πρίασθαι, πωλεῖν, ἐπὶ τῶν δημοσίων φόρων, Δημ. 745. 16, Αἰσχίν. 16, ἐν τέλ.· ἐκλέγειν, πράττειν, εἰσπράττειν, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 7. 3· τελεῖν, ἀποτίνειν, Πλάτ. Νόμ. 817Β· τέλη καταθεῖναι Ἀντιφῶν 138. 28· καταβάλλειν Ἀνδοκ. 12. 32· καὶ οὕτως ὁ Ἕρμ. ἐκλαμβάνει τὸ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 143· ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τέλη, κατέλιπον αὐτῷ τὰ ἑαυτῶν ὅπλα ὡς φόρον: - ἀντὶ λύειν τέλη, πρβλ. λύω v. 2· - καθόλου, δαπάνη, Θουκ. 4. 60., 6. 16· - ἐντεῦθεν ἐν Ἀθήναις, ἡ περιουσία τοῦ πολίτου, ἐκεῖνο δι’ ὅ τις ἐφορολογεῖτο, καὶ κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ποσοῦ τούτου ἀνῆκεν εἴς τινα τάξιν, Λατιν. census· ἀκολούθως δέ, τάξις, διαίρεσις τῶν πολιτῶν, Λατ. census, Δημ. 462. 25, κλπ.· κατὰ τέλος ζημιοῦμαι, τιμωροῦμαι ἀναλόγως πρὸς τὴν περιουσίαν μου ἢ τὴν τάξιν μου, Ἰσαῖ. 47. 26, πρβλ. Δημ. 1076. 19, πρβλ. τελέω II. IV. ἐν τῷ πληθ., προσφοραὶ ἢ ἱεραὶ τελεταὶ ὀφειλόμεναι τοῖς θεοῖς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 204, Σοφ. Τρ. 238, Εὐρ. Μήδ. 1382· - μάλιστα ἐπὶ τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων, τὰ ὁποῖα ἐθεωροῦντο ὡς τὸ συμπλήρωμα τοῦ βίου (πρβλ. Ἰσοκρ. 46Β), ἐν ᾧ οἱ Ρωμαῖοι ἐθεώρουν αὐτὰ ὡς τὴν ἔναρξιν (initia) νέου βίου, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη Σοφ. Ο. Κ. 1050, πρβλ. Ἀποσπ. 719· σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ μυστηρίων τέλη Εὐρ. Ἱππ. 25· καλοῦνται δὲ τὰ μεγάλα τέλη παρὰ Πλάτ. Πολ. 560Ε· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐρῶ... τοῦδε μυστικοῦ τέλους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384, πρβλ. τελέω ΙΙΙ, τελετὴ ΙΙ. 2) ὁ γάμος, ὡς συμπλήρωμα, τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, ὡσαύτως δὲ καὶ ὡς ἐκ τῶν ἱερῶν τελετῶν μεθ’ ὧν συνοδεύεται, τέλος γαμήλιον Αἰσχύλ. Εὐμ. 835· τὰ νυφικὰ τέλη Σοφ. Ἀντ. 1241, πρβλ. τέλειος ΙΙ. 1, τελειόω ΙΙ. 2, καὶ τὴν φράσιν γάμοιο τ., παρ’ Ὁμ., ἀνωτ. Ι. 3. (Ἡ ἀκριβὴς σημασία τοῦ τέλος - οὐχὶ ὡς τὸ πέρας παλαιᾶς καταστάσεως, ἀλλὰ ἡ ἔλευσις πλήρους καὶ τελείας καταστάσεως, πρβλ. τελέω - σαφηνίζεται διὰ τῆς συμφωνίας μεταξὺ τῶν λέξεων ἀρχὴ καὶ τέλος ΙΙΙ, καὶ ἐν τῷ Λατ. initia ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ τέλος vi. πρβλ. Wachsm. Antiqq. 1. append. 14, σ. 465 κἑξ. τῆς Ἀγγλικ. μεταφράσεως, Nitzsch εἰς Ὀδ. Ι. 5. Ὁ Κούρτ. ὅμως δοξάζει ὅτι ἡ √ΤΕΛ, τέλος, (ἐπὶ τῶν σημασιῶν I-IV) εἶναι ἕτερος τύπος τῆς √ΤΕΡ, τέρμα, καὶ ἀναφέρει τὸ τέλος (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ φόρος, δασμὸς) εἰς τὴν √ΤΑΛ, *τλάω, ὑποφέρω).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. achèvement, accomplissement, réalisation : εἰ γὰρ ἐπ’ ἀρῇσιν τέλος ἡμετέρῃσι γένοιτο OD si nos prières se réalisaient ; par périphr. θανάτοιο τέλος IL c. θάνατος ; νόστοιο τέλος OD c. νόστος ; μύθου τέλος IL c. μῦθος ; τέλος γάμοιο OD c. γάμος;
II. résultat, suite, conséquence : τέλος δ’ οὔπω τι πέφανται IL il ne s’est encore produit aucun résultat ; τί μὰν ἀφήσει τέλος ; SOPH quel événement cela présage-t-il ? τί ἔσται τὸ τέλος τῶν γινομένων τούτων ἐμοί ; HDT quelles suites cela aura-t-il pour moi ? τέλος διδόναι XÉN accorder une heureuse issue ; τῷ τέλει πίστιν φέρων SOPH mettant sa confiance dans l’issue ; ἶσον τεῖναι πολέμου τέλος IL égaliser le dénouement, càd accorder une fortune égale dans le combat ; εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω IL jusqu’à ce que je sois arrivé au terme de la guerre ; ἐν δ’ ἐμοὶ τέλος αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι SOPH puisse dépendre de moi l’issue de ce combat engagé entre eux deux;
III. fin, terme : τοῦ βίου τὸ τέλος XÉN fin de la vie, mort ; τέλος τοῦ ζῆν SOPH ou abs. τέλος m. sign. ; τέλος ἔχειν être au bout, être fini, terminé, achevé, être en pleine vigueur, avoir force de loi ; τέλος λαβεῖν prendre fin, arriver au terme ; au pf. être passé ISOCR, se terminer, s’accomplir ; τέλος γίγνεταί τινος HDT, τέλος γίγνεται XÉN qch se termine ; τέλος ποιεῖσθαι XÉN achever qch ; ἐς τέλος τινὸς ἐλθεῖν EUR, τέλος τινὸς ἱκέσθαι IL être parvenu à la fin de qch ; τέλος ἐπιθεῖναί τινι mettre fin à qch, exécuter, réaliser qch ; rar. en ce sens plur. τέλη les dernières déclarations ou manifestations ; εὖ μὲν ἀρχὰς εἶπας, εὖ δὲ καὶ τέλη EUR tu as excellemment parlé au début comme à la fin ; adv. • τέλος à la fin, enfin, en dernier lieu ; τέλος Δαρεῖος ἐν ἀπορίῃσι εἴχετο HDT Darius vint enfin à être dans l’embarras ; • τέλος δέ enfin ; • τέλος μέντοι m. sign. ; • καὶ τέλος et à la fin ; • ἐς τέλος à la fin ; • διὰ τέλους jusqu’à la fin, continuellement, sans relâche, complètement;
IV. achèvement, formation complète, plein développement : γήρως τέλος EUR la pleine vieillesse ; ἥβης τέλος EUR éclat, vigueur de la jeunesse;
V. la plus haute puissance, plénitude de puissance, juridiction souveraine : τέλος ἔχω THC j’ai plein droit, j’ai plein pouvoir ; ὅσοις δικαστῶν τοῦτ’ ἐπέσταλται τέλος ESCHL tous ceux des juges à qui cette charge souveraine est conférée ; τέλος δίκης ESCHL droit de décider en justice, droit de juger ; πρὶν τέλος τι τούτων ἔχειν THC avant qu’une de ces conditions ait force de loi ; οἱ ἐν τέλει ceux qui détiennent un plein pouvoir, les hautes autorités, la magistrature, les personnages haut placés ; οἱ ἐν τέλει ὄντες HDT m. sign. ; οἱ ἐν τέλει βεβῶτες SOPH, οἱ τὰ τέλη ἔχοντες THC, τὰ τέλη THC m. sign.
VI. ce qui doit être accompli, d’où :
1 but : τυχεῖν τοῦ τέλους LUC atteindre le but ; πρὸς οὐδὲν τέλος PLUT vers aucun but ; résolution;
2 acquittement, paiement : μισθοῖο τέλος IL paiement du salaire ; particul. taxe, droit de douane ; en gén. coût, dépense, frais : τοῖς οἰκείοις τέλεσι THC, ἰδίοις τέλεσι THC à ses propres frais ; δημοσίοις τέλεσι PLUT aux frais du public ; τέλη λύω payer les frais ; fig. profit, rapport ; particul. acquittement envers une divinité ; offrande, don ; cérémonie, fête, fête sacrée, mystère ; γαμήλιον τέλος ESCHL, τὰ νυμφικὰ τέλη SOPH cérémonie de mariage;
VII. ce qui est complet en soi ; troupe, corps, compagnie.
Étymologie: DELG pê apparenté à τλάω, τελαμών.

English (Autenrieth)

εος (cf. τέρμα): end in the sense of completion, sum, consummation, fulfilment; μύθου, ‘sum and substance,’ Il. 16.83; perfectstate’ of affairs, Od. 9.5 ; τέλος θανάτοιο, periphrasis for θάνατος (the idea concretely expressed); concrete and technical, a division of the army, company (Il.)

English (Slater)

τέλος (-ος nom., acc.)
   a execution, completion, issue ἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.17) ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος decide the issue (O. 13.57) νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος (O. 13.104) οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν (P. 4.286) “κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” (P. 9.44) Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται (P. 10.10) ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος (N. 3.25) ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται perfection (N. 3.70) οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (N. 7.57) κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος (N. 8.45) πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (N. 10.29) ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I shall secure an execution of both songs (I. 1.6) (ἀρετὰς) αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος bring their lives to an end (I. 4.5) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue (I. 4.11) ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι the supreme goal (I. 4.32) pro adv., τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς finally fr. 111. 3.
   b prize Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος (O. 10.67) ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον (P. 9.118) ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος (I. 1.27)
   c office ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (τὴν πρυτανείαν Σ.) (N. 11.9)
   d fragg.] ον τέλος ἔσται Πα. 7C. 6. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος [(μανύεται e. g. supp. Snell) (Pae. 14.38)

English (Slater)

τέλος (-ος nom., acc.)
   a execution, completion, issue ἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.17) ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος decide the issue (O. 13.57) νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος (O. 13.104) οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν (P. 4.286) “κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” (P. 9.44) Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται (P. 10.10) ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος (N. 3.25) ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται perfection (N. 3.70) οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε (N. 7.57) κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος (N. 8.45) πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (N. 10.29) ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I shall secure an execution of both songs (I. 1.6) (ἀρετὰς) αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος bring their lives to an end (I. 4.5) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue (I. 4.11) ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι the supreme goal (I. 4.32) pro adv., τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς finally fr. 111. 3.
   b prize Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος (O. 10.67) ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον (P. 9.118) ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος (I. 1.27)
   c office ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (τὴν πρυτανείαν Σ.) (N. 11.9)
   d fragg.] ον τέλος ἔσται Πα. 7C. 6. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος [(μανύεται e. g. supp. Snell) (Pae. 14.38)