παῖς

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παῖς Medium diacritics: παῖς Low diacritics: παίς Capitals: ΠΑΙΣ
Transliteration A: paîs Transliteration B: pais Transliteration C: pais Beta Code: pai=s

English (LSJ)

also παῦς (q. v.), παιδός, ὁ, ἡ, gen. pl. παίδων, Dor. παιδῶν Greg.Cor.p.317 S.; dat. pl. παισί, Ep.

   A παίδεσσι Od.3.381, etc.; in early Ep. freq. disyll. in nom. πάϊς, e. g. when forming part of two different feet, Il.2.609, 5.704, etc.; prob. also in the fifth foot, 9.57, 11.389; and before bucolic diaeresis, 2.205, al.; also in Lyr., Sapph.38, 85; and in Boeot., IG7.690, al. (Tanagra), cf. πῆς; πάϊ [ᾰῑ] Od.24.192 (παιδ- is never disyll. in oblique cases in Hom.); acc. πάϊν A. R.4.697, AP3.8 (Inscr. Cyzic.), 9.125; gen. παϊδός Epigr. ap. Luc.Symp.41; dat. παϊδί prob. in Anacr.17:    I in relation to Descent, child, whether son, Il. 2.205,609, al. (with special reference to the father, opp. τέκνον, q.v.): pl., Th.1.4, etc.; or daughter, Il.1.20,443, 3.175; παῖδες ἄρρενες καὶ θήλειαι Pl.Lg.788a; παῖς, opp. κόρα, Berl.Sitzb.1927.7 (Locr., v. B.C.); of an adopted son, ἀλλά σε παῖδα ποιεύμην Il.9.494; παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισθε γένωνται 20.308, cf. Pi.N.7.100, Inscr.Cypr.135.11 H., etc.; Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων E.Ph.281; freq. in orators of legal issue, Isoc.19.9, Is.7.31, etc.; of animals, A.Ag.50 (anap.).    2 metaph., ἀμπέλου π., of wine, Pi.N.9.52; χορῶν ἐραστὴς κισσὸς ἐνιαυτοῦ δὲ παῖς Chaerem.5; ὀρείας πέτρας π., of Echo, E.Hec.1110; ὅρκου π. ἀνώνυμος, of the penalty of perjury, Orac. ap. Hdt.6.86.γ; ἄναυδοι π. τᾶς ἀμιάντου, of fishes, A.Pers.578 (lyr.).    3 periphr., οἱ Λυδῶν παῖδες sons of the Lydians, i. e. the Lydians, Hdt.1.27, cf. 5.49; π. Ἑλλήνων A.Pers.402; οἱ [Ἀσκληπιοῦ] π., i. e. physicians, Pl.R.407e; οἱ ζωγράφων π. painters, Id.Lg.769b; παῖδες ῥητόρων orators, Luc. Anach.19; π. ἰατρῶν, π. πλαστῶν καὶ γραφέων, Id.Dips.5, Im.9; cf. υἱός 2.    II in relation to Age, child, boy or girl, νέος π. Od.4.665; παῖδες νεαροί Il.2.289; σμίκρα π. Sapph.34: with another Subst., π. συφορβός boy-swineherd, Il.21.282; παῖδα κόρην γαμεῖν Ar.Lys.595; ἐν παισὶ νέοισι π. Pi.N.3.72; π. ἔτ' ὤν A.Ch. 755, cf. Il.11.710; ἔτι π. Pl.Prt.310e; παιδὸς μηδὲν βελτίων ib.342e: distd. from παιδίον, μειράκιον, Hp.Hebd.5, cf. X.Smp.4.17, Cyr.8.7.6, 1.2.4; ἐκ παιδός from a child, Pl.R.374c; ἐκ παιδὸς εἰς γῆρας Aeschin.1.180; ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Pl.Lg.694d, cf. R.386a; ἀκούων τῶν παίδων εὐθύς Id.Lg.642b; εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών D.21.154; ἡλικίαν ἔχειν τὴν ἄρτι ἐκ π. to be just out of one's childhood, X.HG5.4.25; ἐκ μικρῶν π. Arist.Pol. 1336a14; [Ἡρακλῆς] ἐν παισὶν ὄφεις ἀπέκτεινεν D.C.56.36; ἐν παισὶ (v.l. παιδὶ) ποιμαίνων Hdn.6.8.1; χορηγεῖν παισί (cf. χορηγέω 11): prov., τοῦτο κἂν π. γνοίη Pl.Euthd.279d; δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί Id.Smp.204b; παῖδας [τοὺς πρὸ αὐτοῦ] ἀπέφηνε Luc.Peregr.11, cf. Alex.4; ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν π., of the superstitious fears of a child, Pl. Phd.77e, cf. Porph.Abst.1.41.    III in relation to Condition, slave, servant, man or maid (of all ages), παῖ, παῖ A.Ch.653, cf. Ar. Ach.395, Epicr.5.2, etc.; παῖ, παιδίον Ar.Nu.132: pl., of the crew of a ship, D.33.8. (From Παϝις, cf. παῦρος, Lat. puer.)

German (Pape)

[Seite 443] oder eigtl. πάϊς, wie es sich noch bei Dichtern, bes. Ep. findet und auch wahrscheinlich mit Buttmann überall herzustellen ist, wo nicht der Vers die einsylbige Form erheischt, während Wolf die Diärese nur eintreten läßt, wo die zweite Sylbe einen neuen Versfuß anfängt und also durch die Position oder durch die Arsis lang wird (wie ἐύ), vgl. Spitzner exc. zu Il. 2, 713; – gen. παιδός u. plur. παίδων (für παΐδων), nur dor. παιδῶν, dat. παισί, ep. u. ion. παίδεσσι, bei sp. D. im accus. auch πάϊν, Ap. Rh. 4, 697; Hom. hat außer dem nom. einmal den zweisylbigen voc. πάϊ, Od. 24, 192, wo die letzte Sylbe in der Vershebung lang gebraucht ist; – 1) mit Rücksicht auf die Abstammung: der Sohn, auch ἡ παῖς, die Tochter (Od. 7, 300. 313. 9, 488 u. öfter), u. wo das Geschlecht nicht bestimmt ist, Kind; Hom. u. Hes. sehr oft; auch der Adoptivsohn, Il. 9, 494; παῖς παιδός, Kindeskind, Enkel, Od. 19, 404 Il. 20, 308; παῖς ἐξ ἀλόχου, Pind. Ol. 11, 90; παίδων παῖδες, N. 7, 100; Tragg., u. in Prosa auch παίδων παῖδες, Plat. Legg. XI, 927 b u. öfter, wie Pol. 4, 35, 15 u. A.; auch von Thieren, τρόπον αἰγυπιῶν οἵτ' ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων στροφοδινοῦνται, Aesch. Ag. 50, vgl. Pers. 570; πέτρας ὀρείας παῖς, ἀχώ, Eur. Hec. 1110; von Pflanzen, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c; zu bemerken ist, daß in der Verbindung »Weib und Kind« die Griechen auch gew. den Artikel auslassen, Xen. An. 7, 8, 9 u. öfter (vgl. γυνή). – 2) mit Rücksicht auf das Alter, der Knabe, Junge, übh. junger Mensch, ἡ παῖς, das Mädchen, die Jungfrau, von der ersten Jugend an, bis zum Alter der Mannbarkeit, auch mit dem Nebenbegriffe des Unerfahrenen, Kindischen, νήπιος, Hom. oft; παῖς ἔτ' ἐών, Od. 18, 216; πάϊς ἃς νήπια βάζεις, 4, 32; καὶ ἂν παῖς ἡγήσαιτο νήπιος, 6, 300; νέος παῖς, νεαροὶ παῖδες, 4, 665 Il. 2, 289; adjectivisch, παῖς συφορβός, ein junger Sauhirt, 21, 282; ἐν παισὶ παῖς, Pind. N. 3, 69; ἐν παισὶ νέοισιν, οὐ γὰρ σὺ παῖς τε κἄτι τοῦδ' ἀνούστερος; Aesch. Prom. 989; παῖς ἔτ' ὢν ἐν σπαργάνοις, Ch. 744, u. öfter von dem Kinde, das noch in den Windeln liegt; παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας, Soph. Phil. 696; παῖς ἔτ' οὖσα, Trach. 353, nicht verheirathet; u. in Prosa, ἔτι γὰρ παῖς ἦ ὅτε τὸ πρότερον ἐπεδήμησεν, Plat. Prot. 510 e; im Ggstz von γέρων, Tim. 22 b; verbunden τοὺς καλοὺς παῖδας καὶ νεανίσκους, Conv. 211 d (wie bei Xen. Conv. 4, 17 παῖς, μειράκιον, ἀνήρ, πρεσβύτης auf einander folgen); vgl. Plut. Alc. 1; Xen. vrbdt ἐπεὶ ἐκ παίδων ἐς ἥβην ὡρμᾶτο, Mem. 2, 1, 21, u. läßt auf die παῖδες die ἔφηβοι folgen, Cyr. 1, 2, 4, vgl. noch 8, 7, 6; οὐχὶ κἂν παῖς σε ἐλέγξειεν, ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγεις, auch ein Kind könnte dich überführen, Plat. Gorg. 470 c, vgl. τοῦτο δὲ κἂν παῖς γνοίη, Euthyd. 279 d 301 b; Πυθαγόρας παῖς ἂν πρὸς αὐτὸν εἶναι ἔδοξε, Luc. Alex. 4, Pythagoras wäre im Vergleich mit ihm wie ein Kind erschienen, vgl. Peregrin. 11; παῖδα ἂν ἀποδείξειε τὸν θαυμαστὸν ἐκεῖνον Πομπήϊον, D. Cass. 44, 44; – ἐκ παιδός, von Jugend auf, Plat. Rep. II, 374 c und sonst häufig, auch ἐκ παίδων, ibd. III, 386 a u. öfter, wenn das subj. im plur. steht; vollständig ἐκ παίδων ἀρξάμενοι, III, 408 d, u. ἐκ τῶν παίδων εὐθύς, Legg. III, 694 d, Folgde oft. – 3) der Knabe, Bursche, Diener; Aesch. Ch. 642; Ar. Nub. 133 Ran. 37 u. öfter; Plat. Charm. 155 a Conv. 212 c u. öfter; τί γὰρ ἔχθιον ἢ παῖ, παῖ καλεῖσθαι παρὰ πότον, Epicrat. bei Ath. VI, 262 d, u. so auch bei Folgdn in Prosa oft. – 4) zur Umschreibung für Schüler, Zögling, Jünger; οἱ παῖδες Ἀσκληπιοῦ heißen die Aerzte, Plat. Rep. III, 407 e, οἱ ζωγράφων παῖδες die Maler, Legg. VI, 769 b, u. häuftger bei Sp. παῖδες ῥητόρων, Luc. gymnas. 19, φιλοσόφων, amor. 49, γραφέων, Zeux. 5; γραμματικῶν παῖδες, Ath. II, 49 b, wie S. Emp. adv. gramm. 113, der oft diese Wendung braucht; welche Ausdrucksweise sich an das homerische υἷες Ἀχαιῶν anschließt, wie Her. auch Λυδῶν παῖδες, Αἰθιόπων, Ἰώνων u. ä. 1, 27. 3, 21. 5, 49 sagt u. schon Il. 21, 151 δυστήνων παῖδες gefaßt werden kann. – 5) bei Sp. bedeutet es auch oft, wie παιδικά, den geliebten Knaben, das geliebte Mädchen, die Geliebte, Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παῖς: παιδός, ὁ, ἡ· γεν. πληθ. παίδων, Δωρ. παιδῶν· δοτ. πληθ. παισί, Ἐπικ. παίδεσσι, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.· παρὰ τοῖς παλαιοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἡ ὀνομαστ. εἶναι συχν. δισύλαβος πάϊς, ὅπερ καὶ ἀναγκαῖον ὁσάκιςλέξις ἀνήκει εἰς δύο διαφόρους πόδας, π. χ Ἰλ. Β. 609, Ε. 704, κτλ.· οἱ δοκιμώτατοι τῶν ἐκδοτῶν ὡσαύτως συμφωνοῦσι γράφοντες πάϊς Ἑβ. τῷ ε΄ ποδὶ ὡς ἐν Ι. 57, λ. 389· καὶ ὁ Spitzn. ἐκτείνει ταύτην τὴν χρῆσιν ἔτι περαιτέρω ἴδε Exc. vi· ἢ κλητ. πάϊ εὕρηται ἅπαξ παρ’ Ὁμ. μετὰ ῑ ἐν ἄρσει Ὀδ. Ω. 192· αἰτ. πάϊν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 697, Ἀνθ’ Π. 3. 8., 9. 125· γεν. πάϊδος Ἐπίγραμμ. ἐν τῷ Λουκ. Συμπ. 41· δοτ. πάϊδι Ἀνακρ. 16. Ι. ἐν σχέσει καταγωγῆς, «παιδί», τέκνον, υἱὸς ἢ θυγάτηρ, πρβλ. Ἰλ. Β. 205, 609, κ. ἀλλ., πρὸς Α. 20, 443, Γ. 175· παῖδες ἄρρενες καὶ θήλειαι Πλάτ. Νόμ. 788Α· - ὡσαύτως ἐπὶ υἱοθετηθέντος παιδίου, Ἰλ. Ι. 494· - παῖς παιδός, ἔγγονος, Υ. 308, κτλ.· παίδων παῖδες Εὐρ. Φοίν. 281· - ἐπὶ ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, Πέρσ. 578. 2) μεταφορ., παρὰ Πινδ. ὁ οἶνος καλεῖται ἀμπέλου παῖς, Ν. 9. 124, (ὡς τἀνάπαλιν ἡ ἄμπελος καλεῖται μήτηρ τοῦ οἴνου, Εὐρ. Ἄλκ. 757), πρβλ. Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608C· καὶ ἡ Ἠχὼ καλεῖται ὀρείας πέτρας παῖς, Εὐρ. Ἐκ. 1110· ἡ ποινὴ τῆς ἐπιορκίας λέγεται ὅρκου π., Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86. 3) περιφρ., δυστήνων παῖδες (ἴδε ἐν λ. δύστηνος)· οἱ Λυδῶν παῖδες, δηλ. οἱ Λυδοί, Ἡρόδ. 1. 27, πρβλ. 5. 49· π. Ἑλλήνων Αἰσχύλ. Πέρσ. 402· ἄναυδοι π. τὰς ἀμιάντου, οἱ ἰχθύες, αὐτόθι 578· οἱ Ἀσκληπιοῦ π., δηλ. οἱ ἰατροί, Πλάτ. Πολ. 407Ε· οἱ ζωγράφων π., οἱ ζωγράφοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 769Β· παῖδες ῥητόρων, οἱ ῥήτορες, Λουκ. Ἀνάχ. 19· π. ἰατρῶν, πλαστῶν, γραφέων, κτλ., ὁ αὐτ. π. τῶν Διψάδ. 5, Εἰκ. 9· πρβλ. υἱὸς 2. ΙΙ. ἐν σχέσει ἡλικίας, «παιδί», ἢ νέος, νεανίαςκοράσιον, παιδίσκη, νέος παῖς Ὀδ. Δ. 665· παῖδες νεαροὶ Ἰλ. Β. 289, κτλ.· μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., παῖς συφορβός, νεαρὸς χοιροβοσκός, Ἰλ. Φ. 282· παῖδα κόρην γαμεῖν Ἀριστοφ. Λυσ. 595· - ὡσαύτως, ἐν παισὶ νέοισι παῖς Πινδ. Ν. 3, 125· παῖς ἒτ’ ὤν Αἰσχύλ. Χο. 755· ἔτι π. Πλάτ. Πρωτ. 310Ε· παιδὸς μηδὲν βελτίων αὐτόθι 342Ε· περὶ τῆς διαφορᾶς τῶν λέξεων παῖς, παιδίον, μειράκιον, ἴδε Ἱππ. παρὰ Φίλωνι 1. 26, καὶ πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 17, Κύρ. 8. 7, 6., 1. 2, 4· - ἐκ παιδός, ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Πλάτ. Πολ. 374C, 386Α· ἐκ παιδὸς εἰς γῆρας Αἰσχίν. 25. 38· ἐκ παίδων εὐθὺς Πλάτ. Νόμ. 694D, ἢ παίδων εὐθὺς αὐτόθι 642Β· εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθὼν Δημ. 564. 21· ἡλικίαν ἔχειν τὴν ἄρτι ἐκ παίδων Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25· ἐκ μικρῶν παίδων Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17. 2· χορηγεῖν παισί, (πρβλ. χορηγέω ΙΙ)· - παροιμ., τοῦτο κἄν παῖς γνοίη Πλάτ. Εὐθύδ. 279D· δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδὶ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 204Β· παῖδας [τοὺς πρὸ αὐτοῦ] ἀπέφηνε Λουκ. Περεγρ. 11, πρβλ. Ἀλέξ. 4· ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν παῖς, ὡς ἐκ τοῦ δεισιδαίμονος φόβου τῶν παιδίων, Πλάτ. Φαίδων 77Ε. ΙΙΙ. ἐν σχέσει καταστάσεως, δοῦλος, ὑπηρέτης, ἀνὴρ ἢ γυνή, Αἰσχύλ. Χο. 653, Ἀριστοφ. Ἀχ. 395, κ. ἀλλ.· παῖ, παιδίον ὁ αὐτ. Νεφ. 132· - λέγεται δὲ ἐπὶ προσώπων πάσης ἡλικίας (ὡς παρὰ Λατ. puer, πρβλ. τὸ Γαλλικὸν garcon, τὸ Ἀγγλικ. ‘post-boy’, τὸ Γερμαν. Bursch). - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 294.

French (Bailly abrégé)

παιδός (ὁ, ἡ)
voc. παῖ ; gén. pl. παίδων;
I. enfant :
1 avec idée de parenté fils ou fille : παῖς παιδός IL petit-fils ; παίδων παῖδες petits-fils, petites-filles ; ὦ παῖ ESCHL mon fils, mon enfant t. d’amitié quand on s’adresse à un plus jeune ; en parl. d’animaux petit ; en parl. de choses (l’écho, enfant des montagnes, etc.) ; périphr. δυστήνων παῖδες IL les enfants des malheureux, càd les malheureux ; Λυδῶν παῖδες HDT les enfants des Lydiens, càd les Lydiens ; p. anal. οἱ παῖδες Ἀσκληπιοῦ PLAT les enfants d’Asclépios, càd les médecins ; οἱ ῥητόρων παῖδες LUC les orateurs;
2 avec idée d’âge jeune garçon, petite fille ; au plur. enfants ; avec un subst. παῖς συφορβός IL un jeune porcher ; ἐκ παιδός PLAT dès l’enfance ; ἐκ παίδων εὐθύς PLAT dès la plus tendre enfance ; fig. simple, ignorant;
II. jeune esclave, serviteur (cf. fr. garçon).
Étymologie: p. *πάϜις, de la R. Παυ, ΠαϜ produire ; cf. anc. lat. pover > puer.

English (Autenrieth)

or πάϊς, παιδός, voc. πάϊ: child, boy or girl, hence sometimes son, daughter; as adj., Il. 21.282.

English (Slater)

παῑς (παῖς, πάις, παιδός, παιδί, παῖδ(α), παῖ; παῖδες, παίδων, παισί(ν), παίδεσσιν, παῖδες.)
   1 son, daughter, child
   a Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα (O. 2.83) Αἰνησιδάμου παιδὶ Theron (O. 3.9) διδύμοις παισὶ Λήδας (O. 3.35) Κλυμένοιο παῖδα Erginos (O. 4.19) παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν (Bergk: παῖδ' ἰοπλόκαμον codd.) (O. 6.30) παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι Iamos (O. 6.49) ὦ παῖ Σωστράτου Hagesias (O. 6.80) τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ῥόδον (O. 7.14) Ὑπεριονίδας ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις (O. 7.41) τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.73) οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν (O. 8.45) τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος Patroklos (O. 9.70) τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα Hagesidamos (O. 10.2) παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός (O. 10.65) ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου (O. 10.86) παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (O. 10.99) Ἀρχεστράτου παῖ (O. 11.12) παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα (O. 12.1) χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος (O. 13.8) θεῶν κρατίστου παῖδες (κρατιστόπαιδες Σ.) (O. 14.15) παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις (P. 1.79) ὦ Δεινομένειε παῖ Hieron (P. 2.18) χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός (P. 3.12) βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ ἐκ νεκροῦ ἅρπασε Asklepios (P. 3.43) Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν (P. 3.92) Κρόνου παῖδας (P. 3.94) τοῦ δὲ παῖς Achilles (P. 3.100) Αἰήτα ζαμενὴς παῖς Medea (P. 4.11) “κέκλυτε, παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” (P. 4.13) “Εὐρύπυλος Γαιαόχου παῖς ἀφθίτου Ἐννοσίδα” (P. 4.33) “Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέ” (P. 4.89) “Αἴσονος γὰρ παῖς ἱκάνωJason (P. 4.118) “παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” Pelias (P. 4.138) Μεσσανίου δὲ γέροντος δοναθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν Antilochos (P. 6.36) Ὀικλέος παῖς Amphiareus (P. 8.39) “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.45) ὁ δὲ τὰν εὐώλενον φρέψατο παῖδα Κυράναν (P. 9.18) “τόθι παῖδα τέξεται” Aristaios (P. 9.59) Δανάας ποτὲ παῖς Perseus (P. 10.45) ὦ παῖδες Ἁρμονίας (P. 11.7) Ἁγησιδάμου παῖ Chromios (N. 1.29) Τιμονόου παῖδ Timodemos (N. 2.10) παῖς Ἀριστοφάνεος Aristokleidas (N. 3.20) Πελίαο παῖς Akastos (N. 4.60) λόγον Αἰακοῦ παίδων (N. 4.72) Ἐλείθυια, παῖ μεγαλοσθενέος Ἥρας (N. 7.2) παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης (N. 7.7) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν (N. 7.100) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Apollo and Artemis (N. 9.4) Ταλαοῦ παῖδες (N. 9.14) ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν (cf. (I. 3.18) ) (N. 9.27) παιδὶ Ἁγησιδάμου Chromios (N. 9.42) Οὐλία παῖς Θεαῖος (N. 10.24) Λήδας παῖς Polydeukes (N. 10.66) παῖ Ῥέας Ἑστία (N. 11.1) ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον Aristagoras (N. 11.22) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα Herakles (I. 1.13) Ἰφικλέος μὲν παῖς Iolaos (I. 1.30) σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας (I. 1.56) Αἰνησιδάμου παῖδες Theron and Xenokrates (I. 2.29) ἄτρωτοί γε μὰν παῖδες θεῶν (cf. (N. 9.27), fr. 77. 1, fr. 118: ἀντὶ τοῦ οἱ θεοί Σ.) (I. 3.18) παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) ὁ Κλεονίκου παῖς Lampon (I. 6.16) “λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Aias (I. 6.45) “ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (I. 6.62) τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ Strepsiades (I. 7.31) Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ fr. 5. 2. παίδεσσι Λατοῦς (Bergk: παιδ' οἱ, παῖδες οἱ codd. Theophrasti) fr. 33c. 2. Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶ- νός τε παῖ (Pae. 2.2) Λατόος παῖδες (Pae. 5.44) ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ (Pae. 6.12) θρασυμή]δεα πάις[ (Pae. 6.77) παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν Achilles Πα. . . ]παιδα.τ[ Πα. 7. a. 2. ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] ἔκρυψαν (supp. Lobel) Πα. . . δίδυμοι παῖδες Artemis and Apollo Πα. 12. 1. τὰν παῖδα δε[ Πα. 22. i. 2. Δαμαίνας πα[ῖ Pagondas? Παρθ. 2. . παῖ θρασύμηδες Ἀμύντα Alexandros fr. 120. ἔμολε[.]αι παῖδα[ fr. 169. 41. ]παιδὶ δικτυ[ fr. 260. 6. Ἐχεκ[ρά]τει παιδὶ Πυθαγγέλω ?fr. 333a. 6.
   b by periphrasis for
   I Zeus. Κρόνου παῖδ (O. 1.10) ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας (O. 2.12) ὦ Κρόνου παῖ (O. 4.8) Κρόνου σὺν παιδὶ (O. 7.67) εὐρύοπα Κρόνου παῖς (Pae. 6.134) ἐλασίβροντα παῖ Ῥέας fr. 144.
   II Apollo. παῖς ὁ Λατοῦς (O. 8.31) ἰήιε παῖ με[ Πα. 7C. c. 3.
   III Dionysos. παῖςκισσοφόρος (O. 2.27)
   IV Athene. αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς (O. 13.77)
   V Herakles. παῖς Διός (N. 1.35)
   c in periphrasis. ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. βούλομαι παίδεσσιν Ἑλλάνων fr. 118, cf. παίδεσσιν Ἑλλάνων (I. 4.36) ἄτρωτοί γε μὰν παῖδες θεῶν (ἀντὶ τοῦ οἱ θεοί Σ.) (I. 3.18)
   2
   a boy ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον (O. 8.68) Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις (O. 9.88) παίδων ὀάροισι (P. 1.98) καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72) κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος (P. 4.281) τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ (P. 8.33) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς διαυλοδρομᾶν ὕπατον παίδων ἀνέειπεν (P. 10.9) Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν (N. 3.44) ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ (N. 3.72) παῖ (N. 4.90) παῖς ἐναγώνιος Alkimidas (N. 6.13) παῖ (N. 6.62) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (N. 8.2) ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (i. e. μετὰ παίδων Σ.) (I. 4.71) τάκομαι, εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν fr. 123. 12.
   b girl νεάνιδες ὦ παῖδες fr. 122. 7.
   3 descendant ὔμμιν δέ, παῖδες Ἀλάτα Corinthians (O. 13.14) “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμα” i. e. of four generations (P. 4.47) παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας the descendants of Battos (P. 4.65) Ἀλεύα τε παῖδες (P. 10.5) θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω (N. 8.36) μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.30) μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν (I. 4.36) ἐν δ' Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (sc. ἀνυμνοῦνται) (I. 5.35) τοῦ μὲν (sc. Αἰακοῦ) ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες ἀνορέᾳ (I. 8.25)
   4 met. ἡσύχιμον ἁμέραν παῖδ' ἀελίου (O. 2.32) οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3) νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ i. e. wine (N. 9.52) Διὸς παῖςχρυσός fr. 222. 1.
   5 fragg. χρυ[σάορος] παῖς (supp. Snell: χρυ[σαόρ]αις G-H.) fr. 330. ]παῖ μ[ ?fr. 344. 9. ]παισί με[ P. Oxy. 1792, fr. 38

Spanish

niño, muchacho, niña, muchacha

English (Strong)

perhaps from παίω; a boy (as often beaten with impunity), or (by analogy), a girl, and (genitive case) a child; specially, a slave or servant (especially a minister to a king; and by eminence to God): child, maid(-en), (man) servant, son, young man.