κώμη
English (LSJ)
ἡ,
A unwalled village, opp. fortified city (said to be Dor. = Att. δῆμος, Arist.Po.1448a36, cf. κωμῳδία), Hes.Sc.18, Hdt.5.98; opp. πόλις, Pl.Lg.626c; κατοικῆσθαι κατὰ κώμας Hdt.1.96; πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κ. οἰκουμέναις formed of scattered villages, Th.1.5; πόλεως… κατὰ κ. τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης ib.10, cf. 3.94; διοικίζεσθαι κατὰ κώμας X.HG5.2.5; κατὰ κ. κεχωρισμένοι Arist.Pol.1261a28.
II quarter, ward of a city, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46, cf. Pl.Lg. 746d.
German (Pape)
[Seite 1544] ἡ, Dorf, Flecken; ein offener Ort, in welchem mehrere Familien in besonderen Wohnungen leben und eine Gemeinde bilden, im Gegensatz der mit Mauern umschlossenen Stadt, eigtl. dorisch (Arist. poet. 3, 6 οἱ Πελοποννήσιοι κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν), dem att. δῆμος entsprechend; Hes. Sc. 18; προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Thuc. 1, 5, vgl. 1, 10. 3, 94; im Gegensatz von πόλις Plat. Legg. I, 626 c; οἰκίαν καὶ κώμην καὶ πόλιν ἔχειν ib. 627 a, vgl. Rep. V, 475 d; φρατρίας καὶ δήμους καὶ κώμας Legg. V, 716 d; Xen. u. Folgde. – Auch ein Quartier, ein Viertel in einer Stadt, vicus, B. A. 274, 30; διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr. 7, 46. – Nach Philozen. bei St. B. v. κώμη von κοιμᾶσθαι, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χώρα ἔκτισαν πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι νυκτὸς ἐπιγιγνομένης.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 bourg, village;
2 quartier d'une ville.
Étymologie: R. Κι ; cf. κεῖμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κώμη -ης, ἡ dorp:. οἰκεῖν κατὰ κώμας ἀτειχίστους in niet-ommuurde dorpen wonen Thuc. 3.94.4. wijk, district:. αὐτοὶ μὲν γὰρ κώμας περιοικίδας καλεῖν φασιν naar zij zeggen noemen zij zelf hun districten ‘komai’ Aristot. Poët. 1448a36.
Russian (Dvoretsky)
κώμη: ἡ κεῖμαι
1 деревня, селение (οἰκία καὶ κ. καὶ πόλις Plat.);
2 поселок, местечко (φρατρίαι καὶ δῆμοι καὶ κῶμαι Plat.);
3 городской район, участок, квартал (διαιρεῖν τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.).
English (Strong)
from κεῖμαι; a hamlet (as if laid down): town, village.
English (Thayer)
κόμης, ἡ (akin to κεῖμαι, κοιμάω, properly, the common sleeping-place to which laborers in the fields return; Curtius, § 45 (related is English home)) (from Hesiod, Herodotus down), a village: Tdf. πόλιν), and often in the Synoptative Gospels; Καισαρείας, Sept. for בְּנות with the name of a city; cf. Gesenius, Thesaurus, i., p. 220{a} (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Daughter, 7); also for חַצְרֵי and חַצְרות with the name of a city); by metonymy, the inhabitants of villages, עִיר, Complutensian LXX); B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Village Villages.)
Greek Monolingual
η (Α κώμη)
νεοελλ.
οικιστική περιοχή μεγαλύτερη του χωριού και μικρότερη της πόλης, η οποία ταυτίζεται πολλές φορές με την κωμόπολη ή με περιοχή έκτασης και πληθυσμού ενός χωριού αλλά με πιο ανεπτυγμένη πολιτιστική ζωή
αρχ.
1. ατείχιστο χωριό, αντίστοιχο με τον δήμο της Αττικής («κατοικημένων κατὰ κώμας», Ηρόδ.)
2. συνοικία («διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κεῖμαι, γοτθ. haims «χωριό», λιθουαν. kaima(s), kiemas, με την ίδια σημ., λατ. civis «πολίτης». Η σύνδεση όμως με τη λεξιλογική ομάδα του κεῖμαι παρουσιάζει σημασιολογικές δυσκολίες. Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με μυκηναϊκή μτχ. kekemena «μοιρασμένα», οπότε ανάγεται σε ρίζα kei- «μοιράζειν» (πρβλ. κεάζω, κείω).
ΠΑΡ. αρχ. κωμαίος, κωμηδόν, κωμήτης, κωμήτωρ, κώμιον, κωμύβριον μσν. κωμίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωμοδρόμος, κωμόπολη(-ις)
αρχ.
κωμάρχης, κώμαρχος, κωμογραμματεύς, κωμοκάτοικος, κωμομισθωτής
μσν.
κωμοπολίτης. (Β' συνθετικό) αρχ. ανεξικώμη, γεγωνοκώμη.
Greek Monotonic
κώμη: ἡ, = Λατ. vicus, χωριό ή κωμόπολη, αντίθ. προς την περιτειχισμένη έννοια της πόλης· αρχικά Δωρ. λέξη = Αττ. δῆμος, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για χώρα, κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κώμη: ἡ, = Λατ. vicus, χωρίον ἀτείχιστον ἢ πόλις ἐπαρχιακή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ τετειχισμένην· κυρίως Δωρ. λέξ., = τῷ Ἀττ. δῆμος (Ἀριστ. Ποιητ. 3, 6), πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 18, Ἡροδ. 5. 98· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόλις, Πλάτ. Νόμ. 626C κἑξ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, δηλ. οὐχὶ εἰς τετειχεισμένας πόλεις, ἐπὶ τῶν Μήδων, Ἡρόδ. 1. 96· πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Θουκ. 1. 5· πόλεως… κατὰ κώμας τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης αὐτόθι 10· τὸ γὰρ ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους ὁ αὐτ. 3. 94· οὕτως ἡ Μαντίνεια ἠναγκάσθη νὰ διαλυθῇ καὶ οἱ πολῖται νὰ διαιρεθῶσιν εἰς τέσσαρας κώμας, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5-7· κατὰ κ. κεχωρισμένοι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2, 3. ΙΙ. ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. vicus, συνοικία ἢ διαμέρισμα πόλεως, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Ἰσοκρ. 149Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 746D. Πρβλ. κωμήτης. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ κεῖμαι· πρβλ. Λιθ. kém-as χωρίον, kaim-ýnas γείτων· Γοτθ. haim-s (κώμη), Ἀρχ. Σκανδιν. haim-a (Ἀγγλ. home), κτλ.)
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: village as opposed to a strengthened πόλις, also quarter, part of a city (Hes.).
Compounds: Compp., e.g. κωμόπολις town with the position of a κώμη, market town (Str., NT); cf. Schulze Kl. Schr. 523 n. 2.
Derivatives: Diminut. κώμιον (Str.), κωμάριον (H.), -ύδριον (Porph.); further κωμήτης (IA.), κωμέτας (Mykenai IIa) inhabitant of a village, quarter with κωμητικός belonging to a κώμη (to a κωμήτης) (pap.); κωμαῖος regarding a κ. (St.Byz.); κωμηδόν village-wise (Str., D. S., D. H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Bezzenberger BB 27, 168 mostly taken as lengthened grade form of Germ., e.g. Goth. haims village (cf. on κεῖμαι), Balt., e.g. Lith. káima(s) (farmers) village', kiẽmas farmstead, farmers village'. But a lengthened grade cannot be accounted for. (B. connects also κῶμος; diff. on this Persson Beitr. 1, 160; s. κῶμος and κώμυς.) Thus the word is unexplained.
Middle Liddell
κώμη, ἡ,
= Lat. vicus, a village or country town, opp. to a fortified city; properly a doric word, = Attic δῆμος, Hes., Hdt.; κατοικῆσθαι κατὰ κώμας to live in separate villages (not in walled towns), of the Medes, Hdt.; so, of a country, κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι to have its people distributed into villages, Thuc.
Frisk Etymology German
κώμη: {kṓmē}
Grammar: f.
Meaning: Dorf im Gegensatz zu der befestigten πόλις, auch Quartier, Viertel einer Stadt (seit Hes.).
Composita: Kompp., z.B. κωμόπολις Stadt mit der Stellung einer κώμη, Marktflecken (Str., ΝΤ); vgl. Schulze Kl. Schr. 523 A. 2.
Derivative: Davon die Deminutiva κώμιον (Str.), κωμάριον (H.), κωμύδριον (Porph.); ferner κωμήτης (ion. att.), κωμέτας (Mykenai IIa) ‘Dorf-, Quartierbewohner’ mit κωμητικός ‘zur κώμη (zum κωμήτης) gehörig’ (Pap.); κωμαῖος ‘eine κ. betreffend' (St.Byz.); κωμηδόν dorfweise (Str., D. S., D. H.).
Etymology: Seit Bezzenberger BB 27, 168 gewöhnlich als dehnstuflge Nebenform von germ., z.B. got. haims Dorf (vgl. zu κεῖμαι), balt., z.B. lit. káima(s) ‘ (Bauern) dorf’, kiẽmas ‘(Bauern)-hof, Gehöft, Dorf’ betrachtet. B. stellt hierher noch κῶμος; anders darüber Persson Beitr. 1, 160; s. κῶμος und κώμυς.
Page 2,61
Chinese
原文音譯:kèmh 可姆
詞類次數:名詞(28)
原文字根:鄉村
字義溯源:小村,小鎮,本鄉,鄉,村,鄉村,村子,村莊,村鎮;源自(κεῖμαι)*=手腳伸開地躺臥)。這字多被譯為:村子,村莊;曾被用來稱呼:伯賽大( 可8:22,26);該撒利亞腓立出( 可8:27);以瑪忤斯( 路24:13,28);伯利恆( 約7:42);伯大尼( 約11:1,30)
出現次數:總共(27);太(4);可(7);路(12);約(3);徒(1)
譯字彙編:
1) 村子(8) 太14:15; 太21:2; 可8:26; 可11:2; 路17:12; 路19:30; 路24:28; 約11:30;
2) 村莊(5) 可8:27; 路9:56; 路10:38; 約11:1; 徒8:25;
3) 鄉村(4) 太9:35; 可6:6; 路5:17; 路9:6;
4) 村(3) 太10:11; 可6:36; 可8:23;
5) 鄉(3) 路8:1; 路9:12; 路13:22;
6) 本鄉(1) 約7:42;
7) 一村子(1) 路24:13;
8) 一個村莊(1) 路9:52;
9) 村鎮(1) 可6:56
English (Woodhouse)
division of a town, quarter of a town
Mantoulidis Etymological
(=χωριό). Ἀπό το κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
vicus, village, hamlet, 1.5.1, 1.10.2. 2.80.8. 3.94.4, 3.97.1. 3.101.2. 4.42.2. 4.42.24.43.1. 4.43.5. 4.70.1. 4.124.4.