σαπρός
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
σαπρά, σαπρόν, (σήπω)
A rotten, putrid, Hippon.23, Hp.Oss.13; of the lungs, diseased, Id.Morb.1.13; of bone, carious, Id.Fract.33; of wood, etc., rotten, ἱστίον Ar.Eq.918; βύρσα Id.V.38; πινακίσκος, φορμός, σχοινίον, Id.Pl.813,542, V.1343; ἱμάς Men.109.4; τοῦ διατειχίσματος ἀνελόντι τὰ σ. IG22.1672.24; of a house, σ. καὶ ῥέουσα καὶ καταπίπτουσα Telesp.27 H.; ἐλαῖαι Thphr. HP 4.14.10: prov., σαπροῦ πείσματος ἀντιλαβέσθαι Thgn.1362: esp., of fish that have been long in pickle, stale, rancid, τάριχος Ar.Ach.1101; opp. πρόσφατος, Antiph. 218.4, cf. 125.6; of withered flowers, D.22.70. Adv., σαπρῶς λούει τὰ βαλανεῖα = so as to leave one filthy, Arr.Epict.2.21.14.
II generally, stale, worn out, ἀρχαῖον καὶ σαπρόν Ar.Pl.323; of clothes, PGiss.26.6 (ii A.D.). Adv., σαπρῶς (perhaps misspelt for σαπρός) περιπατῶ I am walking about in rags, BGU846.9 (ii A.D.).
2 of persons, γέρων ὢν καὶ σ. Ar.Pax698; ὦ σαπρά, to an old woman, Id.Ec.884, Hermipp. 10; so εἶναι σαπρὸν κοὐδὲν δύνασθαι Ar.V.1380; οὐδέν ἐσμεν οἱ σ. Eup.221; σ. γυναῖκα.. ὁ τρόπος εὔμορφον ποιεῖ Philem.170.
3 of wine, mellow (cf. σαπρίας), Eup.442, cf. Philyll.24; τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά Ar.Pl.1086; of old wine, ὀδόντας οὐκ ἔχων, ἤδη σαπρὸς... γέρων γε δαιμονίως Alex.167.4.
4 εἰρήνη σαπρά, a joke παρὰ προσδοκίαν, Ar.Pax554.
5 metaph., unsound, bad, λόγος Ep.Eph.4.29; opp. καλός, Vett.Val.36.30, cf. PSI4.312.13 (iv A.D.); ἄρουραι PGiss.13.22 (ii A.D.); τὰ σ. ταῦτα Arr.Epict.3.16.7; ὡς σ. καὶ κίβδηλος ὁ λέγων.. M.Ant.11.15, cf. Sammelb.5761.23 (i A.D.), PSI6.717.4 (ii A.D.); τὴν σαπρὰν εἱμαρμένην = the evil fate, PMag.Leid.W.14.38.
III of sound, αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ.. κρουμάτια Theopomp.Com. 50 (perhaps f.l. for σαθρά, v. σαθρός 2).
German (Pape)
[Seite 862] faul, verfault, stinkend, ranzig, schimmlig; von Fischen, die lange in der Salzlake gelegen haben, τάριχος, Ath. III, 119 e; auch ἀποῤῥεῖν τὰ φύλλα τῶν στεφάνων καὶ σαπροὺς εἶναι διὰ τὸν χρόνον, Dem. 20, 70; übh. durch Alter unbrauchbar, verdorben, morsch, Ar. Plut. 813; δένδρον im Gegensatz von ἀγαθόν, Matth. 7, 17. – Häßlich, γυνὴ σαπρά, im Gegensatz von εὔμορφος, Philem. frg. inc. 47; vgl. Lob. Phryn. 378. – Aber οἶνος σαπρός, wie σαπρίας, ohne tadelnden Nebenbegriff, alter, duftender Wein, Ath. I, 31 a aus Philyll., Piers. Moer. p. 353.
French (Bailly abrégé)
σαπρά, σαπρόν :
1 pourri, moisi, gâté ; fig. décrépit;
2 en b. part qui a un goût de pourri en parlant de vin vieux parfumé de plantes qu'on y fait infuser;
NT: mauvais ; sans valeur.
Étymologie: σήπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαπρός, σαπρά, σαπρόν [σήπω] rot, bedorven:; Aristoph. Ach. 1101; later vuil:. λόγος σαπρός vuile taal NT Eph. 4.29. oud, aftands:; γέρων καὶ σαπρός oud en aftands Aristoph. Pax 698; ook positief, van wijn:. τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά zachte oude wijn Aristoph. Pl. 1086.
Russian (Dvoretsky)
σαπρός:
1 гнилой, прогнивший, истлевший (ἱσχίον, βύρσα Arph.; ἱμάς Men.);
2 трухлявый (δένδρον NT);
3 увядший (στέφανος Dem.);
4 перестоявшийся (τάριχος, τρύξ Arph.);
5 ветхий, дряхлый (γέρων καὶ σ. Arph.);
6 истрепанный, избитый (προσαγορεύειν σαπρόν Arph.);
7 давнишний (εἰρήνη Arph.);
8 порочный (λόγος NT).
English (Strong)
from σήπω; rotten, i.e. worthless (literally or morally): bad, corrupt. Compare πονηρός.
English (Thayer)
σαπρά, σαπρόν (σήπω, 2nd aorist passive σαπῆναι);
1. rotten, putrid (Hipponax), Hippcr., Aristophanes, others).
2. corrupted by age and no lounger fit for use, worn out (Aristophanes, Dio Chr., others); hence, in general, of poor quality, bad, unfit for use, worthless (A. V. corrupt) (πᾶν, ὁ μή τήν ἰδίαν χρείαν πληροι, σαπρόν λέγομεν, Chrysostom hom. 4on 1Timothy): δένδρον, καρπός, opposed to καλός, A. V. bad); tropically, λόγος, δόγμα, Epictetus 3,22, 61. Cf. Lob. ad Phryn., p. 377f.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σαπρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῖαι», Θεόφρ.)
2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος, διεφθαρμένος, εξαχρειωμένος («σαπρά ήθη»)
μσν.
πιθ. επικίνδυνος («ποταμὸς δύσβατος... καὶ ῥύακες σαπροί», Θεοφ. Χρον.)
αρχ.
1. (για ψάρι) αυτός που έμεινε για πολύ καιρό στο αλάτι και αλλοιώθηκε, ταγκός
2. (για τους πνεύμονες) ασθενικός, άρρωστος
3. (για οστά) προσβεβλημένος από φθοροποιό νόσο
4. (γενικά) πεπαλαιωμένος («ἀρχαῖον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν», Αριστοφ.)
5. (για ένδυμα) πολύ φθαρμένος, ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
6. (για αύληση ή άσμα) κακόηχος
7. α) (για κρασί) παλιό, γινωμένο («τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά», Αριστοφ.)
8. μτφ. (για πρόσ., για λόγια, πράξεις ή καταστάσεις) κακός ή ελαττωματικός (α. «ὡς σαπρὸς καὶ κίβδηλος ὁ λέγων», Μ. Αυρ.
β. «τὴν σαπρὰν εἰμαρμένην», πάπ.
γ. «πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω», ΚΔ)
9. φρ. «εἰρήνη σαπρά»
(στον Αριστοφ.) κωμική, ρητορική έκφραση που λεγόταν παρά προσδοκίαν, δηλαδή αντί του ορθού λαμπρά.
επίρρ...
σαπρῶς Α
μτφ.
1. με τρόπο σαπρό, βρομερό («σαπρῶς λούει τὰ βαλανεῖα», Αρρ.)
2. με τρόπο ασθενικό, με κόπο, με δυσκολία («ὅτι σαπρῶς περιπατῶ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπ- του σήπομαι (πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-σάπ-ην) + επίθημα -ρός (πρβλ. λεπρός, σαθρός)].
Greek Monotonic
σαπρός: -ά, -όν (σᾰπῆναι),
I. σάπιος, σαπισμένος, σε Θέογν., Αριστοφ.· λέγεται για ψάρι, μπαγιάτικος, μουχλιασμένος, χαλασμένος τάριχος, σαπισμένο παστό ψάρι, σε Αριστοφ.
II. 1. γενικά, παλιωμένος, φθαρμένος, Λατ. obsoletus, σε Αριστοφ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.
2. λέγεται για κρασί, με θετική σημασία, παλιωμένο στο κελάρι, μεστωμένο, ώριμο, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρός: -ά, -όν, (√ΣΑΠ, σήπω) σεσηπώς, «σάπιος», Ἱππῶν. 16, Ἱπποκρ. 278. 19· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, ἀσθενικός, νοσῶν, ἐφθαρμένος, Λατ. tabidus, ὁ αὐτ. 451. 6· ἐπὶ ὀστῶν προσβεβλημένων ὑπὸ φθοροποιοῦ νόσου ἢ φθίσεως, ἱστίον Ἀριστοφ. Ἱππ. 918· βύρσαι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 38· πινακίσκος φορμός, σχοινίον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 813, 542, Σφ. 1343· ἐλαῖαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 10· παροιμ., σαπροῦ πείσματος ἀντιλαβέσθαι Θεόγν. 1362· ― ἰδίως ἐπὶ ἰχθύος ἐπὶ μακρὸν μείναντος ἐν τῇ ἅλμῃ, «ταγκός», τάριχος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1101· ἀντίθετον τῷ πρόσφατος, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Κνοιθιδεῖ» 2· ἱμὰς Μένανδρος ἐν «Δεισιδαίμοσι» 2· ἐπὶ μεμαραμμένων ἀνθέων, σαπροὺς (τοὺς στεφάνους) εἶναι διὰ τὸν χρόνον Δημ. 615. 11. ― Ἐπίρρ. σαπρῶς λούειν, οὕτως ὥστε ὁ λουσθεὶς πάλιν ἀκάθαρτος νὰ εἶναι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 21, 14. ΙΙ. καθόλου, παλαιός, πεπαλαιωμένος, ἐφθαρμένος, Λατιν. obsoletus, ἀρχαῖον καὶ σαπρὸν Ἀριστοφ. Πλ. 322. 2) ἐπὶ προσώπων, γέρων ὢν καὶ σ. ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 698· ὦ σαπρά, λεγόμενον πρὸς γραῖαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 884, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλ.» 2· οὕτως, εἶναι σαπρὸν κοὐδὲν δύνασθαι Ἀριστοφ. Σφ. 1381· οὐδέν ἐσμεν οἱ σαπρ. Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 27· σαπρ. γυναῖκα ... ὁ τρόπος εὔμορφον ποεῖ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 47, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 377. 3) ἐπὶ οἴνου, ἄνευ κακῆς τινος σημασίας, ὥριμος, παλαιός, «ἀργασμένος» (πρβλ. σαπρίας). «σαπρὸν οὐ τὸ μοχθηρόν..., ἀλλὰ παλαιόν, Εὔπολις» Φώτ., πρβλ. Φιλύλλιον ἐν Ἀδήλ. 6· οὕτω, τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρὰ Ἀριστοφ. Πλ. 1086· καὶ ὁ Ἄλεξις ἐν «Ὀρχ.» 1 περιγράφων τὸν παλαιὸν οἶνον λέγει: ὀδόντας οὐκ ἔχων, ἤδη σαπρὸς ... γέρων γε δαιμονίως· ἴδε Piers. εἰς Μοῖριν 353, Ruhnk. εἰς Πλάτ. Τίμ. καὶ εἰς Rutil. Lup. 102. 4) εἰρήνη σαπρά, παλαιά, ἀστεῖος λόγος, παρὰ προσδοκίαν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 554. ΙΙΙ. ἐπὶ ἤχου, αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ ... κρουμάτια Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 2· ἴσως ἀντὶ τοῦ σαθρά, ἴδε σαθρός 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαπρόν· ἀκάθαρτον».
Frisk Etymological English
See also: s. σήπομαι.
Middle Liddell
σαπρός, ή, όν [σᾰπῆναι]
I. rotten, putrid, Theogn., Ar.; of fish, stale, rancid, τάριχος Ar.
II. generally, stale, worn out, Lat. obsoletus, Ar.:—of persons, Ar.
2. of wine, in good sense, mellow, Ar.
Frisk Etymology German
σαπρός: {saprós}
See also: s. σήπομαι.
Page 2,677
Chinese
原文音譯:saprÒj 沙普羅士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:腐爛的
字義溯源:腐爛的,壞,不好的,圬穢的,無用的,不堅固的;源自(σήπω)*=腐壞)
出現次數:總共(8);太(5);路(2);弗(1)
譯字彙編:
1) 壞(6) 太7:17; 太7:18; 太12:33; 太12:33; 路6:43; 路6:43;
2) 污穢的(1) 弗4:29;
3) 不好的(1) 太13:48
English (Woodhouse)
decrepit, obsolete, rotten, unsound, weak, withered, dead withered
Mantoulidis Etymological
(=σάπιος). Ἀπό τό σήπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
rotten
Afrikaans: gevrot; Albanian: kalbur, prishur; Amharic: የገማ; Arabic: فَاسِد; Armenian: փտած; Aromanian: putrid; Azerbaijani: çürük, çürümüş; Bashkir: серек; Basque: ustel; Belarusian: гнілы; Bikol Central: lapa; Bulgarian: гнил; Burmese: ပုပ်; Carpathian Rusyn: гнилый; Catalan: podrit; Chinese Mandarin: 腐爛, 腐烂, 腐朽; Cimbrian: damaal; Cornish: breyn, podrek, poder; Crimean Tatar: çürük; Czech: shnilý; Dalmatian: muas; Danish: rådden; Dutch: rot, verrot; Erzya: наксадо; Esperanto: putra; Faroese: rotin; Finnish: mätä, mädäntynyt, laho; French: pourri; Friulian: frait, fraid; Galician: podre; German: faul, faulig, verfault, morsch, vergammelt, verdorben, gammelig, verrottet, kariös, schlecht; Greek: σάπιος, σαθρός; Ancient Greek: ἐπίσαπρος, σαθρός, σαπρός; Hindi: सड़ा; Hungarian: rohadt; Hunsrik: faul; Ido: putrinta; Indonesian: busuk; Ingrian: laho, lahokas, mätä; Irish: lofa; Italian: marcito, marcio; Japanese: 腐った, 腐朽した; Kabuverdianu: podri; Kazakh: шірік; Khmer: ស្អុយ, រលួយ, រអៀច; Komi-Zyrian: сісь; Korean: 썩다; Latin: puter, putris, cariosus; Latvian: sapuvis; Low German German Low German: fuul, verfuult; Macedonian: гнил, трул; Malayalam: ചീഞ്ഞ, അളിഞ്ഞ; Mansaka: baog, gabok; Maori: piro, manumanuā, manumanu, pipirau, pirapirau, hakuhaku; Marathi: सडलेले, सडलेला, सडलेली; Mari Eastern Mari: шӱйшӧ; Western Mari: шӱшӹ; Moksha: наксада; Navajo: dláád; Occitan: poirit; Ottoman Turkish: چوروك; Papiamentu: putri; Persian: پوسیده; Plautdietsch: morsch, frosich, ful; Polish: zgniły, zepsuty; Portuguese: podre; Quechua: ismu; Rapa Nui: piro; Romanian: putred, putregăios; Russian: гнилой, тухлый; Sardinian: prudicu, fracicu; Scottish Gaelic: grod, lobhte; Serbo-Croatian Cyrillic: гњио, труо; Roman: gnjȉo, trȕo; Slovak: hnilý, zhnitý; Slovene: gnil; Sorbian Lower Sorbian: zgnity; Spanish: podrido, estropeado, carcomido, dañado; Sundanese: buruk; Swedish: rutten; Tajik: пӯсида; Telugu: చెడిపోయిన; Tetum: dodok; Thai: เน่า; Turkish: çürük, bozuk; Udmurt: сись; Ukrainian: гнилий; Vietnamese: mục, rữa; Warlpiri: puka; Welsh: pwdr, madreddog, braen; Yiddish: פֿאַרפֿוילט; Zealandic: vrot, rot