σφάζω
English (LSJ)
Od.4.320, Hdt.2.39, E.Tr.134 (lyr.); in Com. (Cratin. 361) and Prose, from Pl. (Grg.468c) downwards, σφάττω, cf. Σφαττόμενος = The Tormented One, title of play by Diph., IG22.2363.34, and σφάττεται SIG 1024.36 (Myconus, iii/ii B.C.); Boeot. σφάδδω An.Ox.4.325:
Afut. σφάξω E.Heracl.493: aor. ἔσφαξα Il.2.422: pf. ἔσφᾰκα, known from plpf. ἐσφάκειν D.C.73.6, (ἀπο-) 78.7:—Pass., fut. σφᾰγήσομαι E.Andr. 315, Heracl.583, (ἀπο-) X.HG3.1.27: aor. ἐσφάγην [ᾰ] Trag. (A.Eu. 305, etc.) and late Prose, Plu.Publ.4, etc.; less freq. ἐσφάχθην, Pi.P. 11.23, Hdt.5.5, E.IT177 (lyr., nowhere else in Trag.): pf. ἔσφαγμαι Od.10.532, D.23.68:—slay, slaughter, properly by cutting the throat (v. σφαγή II), in Hom. always of cattle, μῆλ' ἁδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς Od.1.92, cf. 9.46, 23.305, Il.9.467.
II esp. slaughter victims for sacrifice, 1.459, etc.; ἔσφαζ' ἐπ' ὤμων μόσχον = cut its throat, as it hung from the servant's shoulders, E.El.813; σ. παρθένου δέρην Id.Or.1199:—Pass., Od.10.532; ἀρνίον ἐσφαγμένον Apoc. 5.6.
2 generally, slay, kill, of human victims, as Iphigeneia, Menoeceus, Pi.P.11.23, E.Ph.913, cf. A.Ag.1433, Ch.904; σ. τινὰ ἐς τὸν κρητῆρα so that the blood ran into the bowl, Hdt.3.11:—Pass., σφάζεται ἐς τὸν τάφον Id.5.5; πρὸς βωμῷ σφαγείς A.Eu. 305.
3 of any slaughter by knife or sword, Hdt.5.25, 7.107; σ. ἑαυτόν Th.2.92; σ. καὶ ἐκδέρειν Pl.Euthd.301c; τὸν ἴδιον ἀδελφόν PMag.Osl.1.5, cf. 1 Ep.Jo.3.12.
4 of animals, tear by the throat, σ. ὥσπερ οἱ λύκοι τὰ πρόβατα Arist.HA612b2.
5 of any killing, BGU388 ii 21 (ii A.D.), OGI697 (Egypt), Sammelb.7436.7 (vi A.D.), Glossaria
6 metaph., torment, τινα POxy.259.33 (i A.D.).
French (Bailly abrégé)
f. σφάξω, ao. ἔσφαξα, pf. inus., pqp. ἐσφάκειν;
Pass. f. σφαγήσομαι, ao. ἐσφάχθην, ao.2 ἐσφάγην, pf. ἔσφαγμαι;
1 égorger une victime ; particul. enfoncer le couteau dans la gorge de la victime (pour recueillir son sang) ; σφ. τινὰ ἐς τὸν κρητῆρα HDT recueillir dans un cratère le sang de la victime égorgée;
2 égorger ou tuer avec un couteau ou une épée;
NT: blesser mortellement.
Étymologie: R. Σφαγ, égorger.
German (Pape)
Il. 9.467, Eur. Phoen. 1270 und sonst bei Dichtern, auch ionisch so, Her. 5.5, und bei Sp., wie Plut. Cic. 48, in att. Prosa σφάττω, fut. σφάξω usw., aor. poet. ἐσφάχθην, Pind. P. 11.23, Eur. I.T. 177, Her. 5.5, im Att. gew. ἐσφάγην,
schlachten; bei Hom. vom zahmen Hausvieh, dem eigentlichen Schlachtvieh, ἀεὶ μῆλ' ἀδινὰ σφάζουσι, Od. 1.92, 4.320 und oft; opfern, weil man sich dazu allein des Schlachtviehes bediente, bes. die Kehle des geschlachteten Opfertieres aufschneiden, um das Blut auslaufen zu lassen; und überhaupt töten, bes. mit dem Schwerte; Od. 3.454; σφαχθεῖσα Ἰφιγένεια, Pind. P. 11.23; πρὸς αὐτὸν τόνδε σὲ σφάξαι θέλω, Aesch. Ch. 891; πρὸς βωμῷ σφαγείς, Eum. 295; Soph. Aj. 231, 292; Eur. oft, σφάζε παρθένου δέρην, Or. 1199; σφάξαι κελεύσας θυγατέρα, Andr. 626; ἐκ γυναικὸς οἴχεται σφαγείς, I.T. 552; σφαγήσεται, Andr. 315; auch σφάττειν αἷμα, beim Schlachten oder Opfern Blut vergießen, Soph. El. 92, 279; σφάττειν τε καὶ ἐκδείρειν, Plat. Euthyd. 301c; σφάξας τὸν μάγειρον, ib. d; töten, Xen. An. 4.5.16; ἑαυτήν, Cyr. 7.3.14.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφάζω, Att. later ook σφάττω, Boeot. σφάδδω, aor. ἔσφαξα, pass. ἐσφάχθην en η - aor. ἐσφάγην; perf. med.-pass. ἔσφαγμαι; fut. σφάξω, (af)slachten, (iets of iem.) de keel doorsnijden, afmaken:; πολλά … μῆλα ἔσφαζον παρὰ θῖνα ze slachtten vele schapen op het strand Od. 9.46; σφάζουσι, σφάξαντες δὲ ἀποτάμνουσι τὴν κεφαλήν (ze) snijden hen de keel door, en na dat gedaan te hebben hakken ze hun kop af Hdt. 2.39.1; pass.. οὐδὲ πρὸς βωμῷ σφαγείς en niet bij het altaar geslacht Aeschl. Eum. 305.
Russian (Dvoretsky)
σφάζω: атт. σφάττω (fut. σφάξω, aor. ἔσφαξα; pass.: fut. σφᾰγήσομαι, aor. ἐσφάγην - реже ἐσφάχθην, pf. ἔσφαγμαι)
1 закалывать, зарезывать (μῆλα καὶ βοῦς Hom.): σ. τινὰ ἐς τὸν κρητῆρα Her. закалывать кого-л. над чашей, т. е. собирая его кровь в чашу;
2 перерезывать (δέρην τινός Eur.);
3 закалывать в жертву Hom.: πρὸς βωμῷ σφαγείς Aesch. заколотый у алтаря;
4 убивать, умерщвлять Her., Aesch., Plat.: σ. ἑαυτόν Thuc. кончать жизнь самоубийством;
5 растерзывать (τινὰ ὥσπερ οἱ λύκοι τὰ πρόβατα Arst.): ἐσφαγμένος εἰς θάνατον NT израненный насмерть.
Greek (Liddell-Scott)
σφάζω: Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ ἀρχ. Ἀττικ.· παρὰ τοῖς Κωμικ. καὶ πεζογράφοις, ἀπὸ τοῦ Πλάτ. καὶ ἐφεξῆς, σφάττω· Βοιωτ. σφάδδω Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 325· μέλλ. σφάξω· ἀόρ. ἔσφαξα· πρκμ. ἔσφᾰκα, γνωστὸς ἐκ τοῦ ὑπερσυντ. ἐσφάκειν Δίων Κ. 73. 6., 78. 7. - Παθ., μέλλ. σφᾰγήσομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 315, Ἡρακλ. 583, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐσφάγην [ᾱ] Τραγικ., καὶ μεταγεν. πεζογράφοι· σπανιώτερον ἐσφάχθην Ἡρόδ. 5. 5, Πινδ. Π. 11. 36, Εὐρ. Ι. Τ. 117 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς Τραγικ.)· πρκμ. ἔσφαγμαι Ὀδ. Κ. 532, Δημ. 642. 19. (Ἐκ τῆς √ΣΦΑΓ, ἥτις φαίνεται ἐν τοῖς σφᾰγή, σφαγεύς). Σφάζω, ὡς καὶ νῦν, μάλιστα διὰ τῆς ἀποκοπῆς τοῦ λαιμοῦ (ἴδε σφαγὴ ΙΙ), παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐπὶ βοσκημάτων, μῆλ’ ἀδινὰ σφάζουσι καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς Ὀδ. Α. 92, Δ. 320, πρβλ. Ι. 46, Ψ. 305, Ἰλ. Ι. 467. ΙΙ. ἰδίως, σφάζω ζῷα πρὸς θυσίαν, τελῶ θυσίαν, Ἰλ. Α. 459, κτλ.· σφ. ἐπ’ ὤμων μόσχον, κόπτω τὸν λαιμὸν τοῦ μόσχου ὡς εὑρίσκεται κρεμάμενος ἐκ τῶν ὤμων τοῦ φέροντος δούλου, Εὐρ. Ἠλ. 813· σφ. παρθένου δέρην ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1199. 2) καθόλου, ἀποκτείνω, φονεύω, λεγόμενον πρῶτον ἐπὶ ἀνθρωπίνων θυμάτων, οἷον τῆς Ἰφιγενείας, τοῦ Μενοικέως, Πινδ. Π. 11. 36, Εὐρ. Φοίν. 913, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1433. Χο. 904· σφ. τινὰ ἐς τὸν κρητῆρα, οὕτως ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥεύσῃ εἰς τὸν κρατῆρα, Ἡρόδ. 3. 11. - Παθ., σφάζεται ἐς τὸν τάφον ὁ αὐτ. 5. 5, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 92· πρὸς βωμῷ σφαγεὶς Αἰσχύλ. Εὐμ. 305, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 1516· - ἀκολούθως, 3) ἐπὶ παντὸς φόνου διὰ μαχαίρας ἢ ξίφους, Ἡρόδ. 5. 25, 7. 107, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1433· σφ. ἑαυτὸν Θουκ. 2. 92· σφ. καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301C· - ἔτι γενικώτερον, σφ., ὥσπερ οἱ λύκοι τὰ πρόβατα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 9.
English (Autenrieth)
aor. ἔσφαξα, σφάξε, pass. pres. part. σφαζόμενοι, perf. part. ἐσφαγμένα: cut the throat, slaughter, always of animals, esp. victims for sacrifice, Il. 1.459, Od. 3.449, Od. 1.92. The blood was caught in a vessel made for the purpose. (See cut under ἀμνίον.)
English (Slater)
σφάζω slaughter Ἰφιγένεἰ ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας (P. 11.23)
Spanish
English (Strong)
a primary verb; to butcher (especially an animal for food or in sacrifice) or (generally) to slaughter, or (specially), to maim (violently): kill, slay, wound.
English (Thayer)
Attic σφάττω: future σφάξω, L T Tr WH; 1st aorist ἐσφαξα; passive, perfect participle ἐσφαγμένος; 2nd aorist ἐσφαγην; from Homer down; the Sept. very often for שָׁחַט, to slay, slaughter, butcher: properly, ἀρνίον, τινα, to put to death by violence (often so in Greek writings from Herodotus down), κεφαλή ἐσφαγμενη εἰς θάνατον, mortally wounded (R. V. smitten unto death), κατασφάζω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α
1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό
2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο
3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τον έσφαξαν» β. «βλέπε με, πῶς με ἡ μήτηρ ἡμῶν ἔσφαξε», πάπ.)
νεοελλ.
φρ. «σφάζω με το βαμπάκι» — θίγω κάποιον με ήπιες αλλά εύστοχες εκφράσεις
αρχ.
1. θυσιάζω (α. «πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένει' ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας», Πίνδ.
β. «πολλὰ δὲ ἴφια μῆλα καὶ εἰλίποδας ἕλικας βοῦς ἔσφαζον», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «σφάζω τινὰ εἰς τὸν κρατήρα» — σφάζω έτσι ώστε το αίμα να τρέξει μέσα στον κρατήρα (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Είναι φανερό ότι το ρ. σφάζω εμφανίζει θ. σφαγ- (πρβλ. σφαγ-ή, δια-σφάξ) και επίθημα -jω. Για την πιθανή σχέση του ρ. με τον τ. φάσγανον «ξίφος, μαχαίρι», βλ. λ. φάσγανον. Αντίθετα, η σύνδεση του με το αρμ. spananem «σκοτώνω» είναι μάλλον αμφίβολη. Από το θ. σφαγ- του σφάζω, εξάλλου, προέρχονται και τα τοπωνύμια Σφαγία, Σφαγίαι (πρβλ. πιθ. μυκην. pakijane) και Σφακτηρία. Το ρ. με αρχική σημ. «αποκεφαλίζω» ή «σχίζω» χρησιμοποιήθηκε στον Όμ. αποκλειστικά για ζώα, ιδιαίτερα δε για τις θυσίες, ενώ αργότερα επεκτάθηκε και στα ανθρώπινα θύματα και τελικά σε οποιοδήποτε αποκεφαλισμένο ον].
Greek Monotonic
σφάζω: (√ΣΦΑΓ), μεταγεν. Αττ. σφάττω· μέλ. σφάξω, αόρ. αʹ ἔσφαξα — Παθ., μέλ. βʹ σφᾰγήσομαι, αόρ. βʹ ἐσφάγην [ᾰ], σπανιότερα αόρ. αʹ ἐσφάχθην, παρακ. ἔσφαγμαι·
I. σφαγιάζω, ιδίως κόβοντας το λαιμό του θύματος, φονεύω δια σφαγής (βλ. σφαγή II), σε Όμηρ.
II. 1. ιδίως σφαγιάζω τα ζώα που πρέπει να προσφερθούν ως θυσία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. γενικά, σκοτώνω, φονεύω, δολοφονώ, που λέχθηκε πρώτα για ανθρώπινα θύματα, σε Πίνδ., Τραγ.· σφάζω τινὰ ἐς τὸν κρητῆρα, έτσι ώστε το αίμα να ρεύσει μέσα στο αγγείο, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to slaughter (by cutting the throat), to kill, to sacrifice (Il.).
Other forms: -άττω (young-Att., anal. [Schwyzer 715]), -άδδω (Boeot.), aor. σφάξαι (Il.), pass. σφαγῆναι (IA. etc.), -χθῆναι (Pi., Hdt., E. in lyr. a.o.), fut. σφάξω (E. a.o.), pass. -γήσομαι (Att.), perf. midd. ἔσφαγμαι (Od.), act. ἔσφακα (late).
Compounds: Often w. prefix, esp. ἀπο-, ἐπι-, κατα-.
Derivatives: 1. σφαγ-ή (δια-, κατα-) f. slaughter, killing; throat (trag., Att. prose etc.) with -ῖτις (φλέψ) belonging to the throat (to the slaughter?) (medic., Arist.; Redard 102), -εύς m. slaughterer, sacrificial knife (S., E., decrees ap. And., D. a.o.; Bosshardt 41). 2. -ιος belonging to the slaughter, killing (Hp., S. in lyr. a.o.); -ιον (προ-), -mostly pl. -ια n. victim, oblation, esp. before a battle (IA.; Eitrem Symb. Oslo. 18,9ff.) with -ιάζομαι, -ιάζω to slaughter, to sacrifice (IA.), -ιασμός m. (E. in lyr., Plu. a.o.). 3. -ίς f. slaughter-knife, sacrificial knife (E. a.o.; also referring to σφαγή, Chantraine Form. 338) with -ίδιον (Suid.); but ἐπι-σφαγ-ίς nape of the neck, where the axe strikes and παρα-σφαγ-ίς part next to the throat (Poll.) Hypostases of σφαγή. 4. -εῖον n. slaughtering-bowl, sacrificial bowl (A., E., Ar., inscr.; from σφαγ-ή or -εύς?, cf. ἱερεῖον; on -ιον, -εῖον Schwyzer 470). 5. -ιστήριον = -εῖον (sch.). 6. σφάγμα n. the killing (sch.), futher only to the prefixed verbs, e.g. πρόσφαγ-μα (A., E. a.o.). 7. σφάκ-της m. murderer (late), in compp., e.g. καλαμο- σφάζω one who kills with a pin (Ph.), with -τικη μάχαιρα (Zonar.) 8. -τήρ m. id., only δια- σφάζω, χιμαρο- σφάζω (AP), -τρια f. sacrificial priestess (Ael.). 9. -τρον n. sacrificial tax (Palmyra IIp, Poll.). 10. -σφάξ, e.g. δια-σφάξ, -άγος f. rip, split, chasm (Hdt. a.o.). 11. -σφαγ-ία f., e.g. βοο- σφάζω the killing of oxen (APl.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The above regular system can be without difficulty be understood as a Greek creation from a primary verb σφάζω, σφάξαι or a noun σφαγ-. -- No agreement outside Greek. Untenable hypotheses are mentioned by Bq and WP. 2, 653 (after Prellwitz and Persson), also in Hofmann Et. Wb. (to Arm. spananem kill). Cf. φάσγανον. -- Furnée 300 connects φάσγανον as φασγ-/σφαγ-; hard to consider as certain.
Middle Liddell
[Root !σφαγ]
I. to slay, slaughter, properly by cutting the throat (v. σφαγή II), Hom.
II. esp. to slaughter victims for sacrifice, Il., Eur.
2. generally to slay, kill, first applied to human victims, Pind., Trag.; σφ. τινὰ ἐς τὸν κρητῆρα so that the blood run into the bowl, Hdt.
Frisk Etymology German
σφάζω: (seit Il.),
{spházō}
Forms: -άττω (jungatt., anal. [Schwyzer 715]), -άδδω (böot.), Aor. σφάξαι (seit Il.), Pass. σφαγῆναι (ion. att. usw.), -χθῆναι (Pi., Hdt., E. in lyr. u.a.), Fut. σφάξω (E. u.a.), Pass. -γήσομαι (att.), Perf. Med. ἔσφαγμαι (seit Od.), Akt. ἔσφακα (sp.),
Grammar: v.
Meaning: ‘schlachten (durch Abschneiden der Kehle), töten, opfern’.
Composita: oft m. Präfix, bes. ἀπο-, ἐπι-, κατα-,
Derivative: Viele Ableitungen. 1. σφαγή (δια-, κατα-) f. das Schlachten, Töten; Kehle (Trag., att. Prosa usw.) mit -ῖτις (φλέψ) ‘zur Kehle (zum Schlachten?) gehörig’ (Mediz., Arist.; Redard 102), -εύς m. Schlächter, Opfermesser (S., E., Dekrete ap. And., D. u.a.; Bosshardt 41). 2. -ιος zum Schlachten gehörig, tötend' (Hp., S. in lyr. u.a.); -ιον (προ-), -neist pl. -ια n. ‘Opfertier, Opfer, bes. vor einer Feldschlacht’ (ion. att.; Eitrem Symb. Oslo. 18,9ff.) mit -ιάζομαι, -ιάζω schlachten, opfern (ion. att.), -ιασμός m. (E. in lyr., Plu. u.a.). 3. -ίς f. ‘Schlacht-, Opfermesser’ (E. u.a.; auch auf σφαγή beziehbar, Chantraine Form. 338) mit -ίδιον (Suid.); aber ἐπισφαγίς Grube im Nacken, wo das Beil auftrifft und παρασφαγίς der Teil neben der Kehle (Poll.) Hypostasen von σφαγή. 4. -εῖον n. ‘Schlacht-, Opferbecken’ (A., E., Ar., Inschr.; von σφαγή od. -εύς?, vgl. ἱερεῖον; zu -ιον, -εῖον Schwyzer 470). 5. -ιστήριον = -εῖον (Sch.). 6. σφάγμα n. das Töten (Sch.), sonst nur zu den präflgierten Verba, z.B. πρόσφαγμα (A., E. u.a.). 7. σφάκτης m. Mörder (sp.), in Kompp., z.B. καλαμο- ~ der mit einem Schreibrohr mordet (Ph.), mit -τικὴ μάχαιρα (Zonar.) 8. -τήρ m. ib., nur δια- ~, χιμαρο- ~ (AP), -τρια f. Opferpriesterin (Ael.). 9. -τρον n. Opfersteuer (Palmyra IIp, Poll.). 10. -σφάξ, z.B. διασφάξ, -άγος f. Riss, Spalt, Felsenkluft (Hdt. u.a.). 11. -σφαγία f., z.B. βοο- ~ das Rindertöten (APl.).
Etymology: Das obige regelmäßige System läßt sich ohne Schwierigkeit als eine innergriechische Schöpfung von einem primären Verb σφάζω, σφάξαι oder einem Nomen σφαγ- aus verstehen. —Ohne außergriech. Anknüpfung. Unhaltbare Hypothesen sind bei Bq und WP. 2, 653 (nach Prellwitz und Persson). auch bei Hofmann Et. Wb. (zu arm. spananem töten) referiert. Vgl. φάσγανον.
Page 2,825-826
Chinese
原文音譯:sf£zw 士法索
詞類次數:動詞(10)
原文字根:殺 相當於: (שָׁחַט / שַׁחֲטָה)
字義溯源:宰*,宰殺,相殺,屠殺,殺,傷,被殺之人,。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (κατασφάζω / κατασφάττω)殺掉 2) (πρόσφατος)新近殺了的 3) (προσφάτως)新近 4) (σφαγή)屠宰 5) (σφάγιον)犧牲者
出現次數:總共(10);約壹(2);啓(8)
譯字彙編:
1) 被殺之人的(1) 啓18:24;
2) 他⋯殺了(1) 約壹3:12;
3) 他們⋯相殺(1) 啓6:4;
4) 受了⋯屠宰(1) 啓13:3;
5) 被殺(1) 啓13:8;
6) 被殺的(1) 啓6:9;
7) 被殺過的(1) 啓5:6;
8) 你曾被殺(1) 啓5:9;
9) 曾被殺的(1) 啓5:12;
10) 殺了(1) 約壹3:12
Mantoulidis Etymological
καί σφάττω Θέμα σφαγ+j+ω → σφάζω ἤ σφάττω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφαγή, σφαγεῖον, σφαγεύς, σφάγιον (=θῦμα), σφαγιάζομαι (θυσιάζω), σφαγιασμός, σφαγίς (=μαχαίρι), σφάγανον = φάσγανον (=ξίφος), σφάγμα, νεοσφαγής, σφάκτης, σφάκτρια (=ἡ ἱέρεια), σφακτός, σφάκτρον.
Léxico de magia
degollar καταγράφεται δὲ ὁ μὲν ὑμὴν αἵματι ὀνείῳ ἀπὸ καρδίας ἐσφαγμένου la piel se pinta con sangre del corazón de un asno degollado P IV 2101 como sacrificio δὸς τὸ πέταλον καταπεῖν πέρδικι καὶ σφάξον αὐτόν dale la lámina a una perdiz para que se la trague y córtale el cuello P IV 1825
Lexicon Thucydideum
iugulare, to cut the throat of, sacrifice, 2.92.3, 7.84.5.
Translations
slaughter
Arabic: ذَبَحَ; Egyptian Arabic: دبح; Armenian: մորթել; Bengali: হত্যা; Bulgarian: коля; Czech: porazit, porážet; Danish: slagte; Dutch: slachten; Finnish: teurastaa, lahdata; German: schlachten, schächten; Alemannic German: metzge; Greek: σφάζω; Ancient Greek: σφάζω; Italian: macellare; Malay: menyembelih; Maori: patu miti; Nahuatl: mictia; Norwegian: slakte; Polish: szlachtować, zaszlachtować, zarzynać, rżnąć, zarżnąć, bić; Portuguese: matar, abater; Romanian: măcelări, tăia, omorî; Spanish: matar; Swedish: slakta; Turkish: kesmek; Volapük: pugön, benopugön