ἐξανύω

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανύω Medium diacritics: ἐξανύω Low diacritics: εξανύω Capitals: ΕΞΑΝΥΩ
Transliteration A: exanýō Transliteration B: exanyō Transliteration C: eksanyo Beta Code: e)canu/w

English (LSJ)

Att. ἐξανύτω [ῠ], fut. ἐξανύσω [ῠ] (v. infr.), but Ep. A fut. -ύω Il.11.365: pf. inf. ἐξηνῡκέναι Critias 16.14:—accomplish, make effectual, Θέτιδος δ' ἐξήνυσε βουλάς Il.8.370; θεῶν θέσμι' ἐξήνυσε S.Aj.712 (lyr.); ἔμελλες ἐξανύσειν κακὰν μοῖραν ib.926 (lyr., ἐξανύσσειν cod. Med.); τί μοι ἐξανύσεις χρέος; Id.OT156 (lyr.); πάθεα E.Ion1066 (lyr.); λειτουργίαν POxy.904.8 (v A. D.):—Med., accomplish or finish for oneself, κακῶν μῆχος E.Andr.536 (lyr.); τέκνοις τάφον Id.Supp.285 (dact.).
2 finish, dispatch, i.e. kill, ἦ θήν σ' ἐξανύω (fut.) Il.11.365; κενταυροπληθῆ πόλεμον E.HF1273.
b conquer, ἔθνη App.Ill.15.
3 of time and Distance, bring to an end, finish, accomplish, βίοτον S.Tr.1022 (dact.); ἁμέραν τάνδε E.Med.649 (lyr.); δρόμον, ἴχνος, πόρον, Id.Ph. 163 (lyr.), Tr.232 (lyr.), IT897 (anap.): abs. (like ἀνύω 1.6). finish one's way to a place, arrive at it, ἐς or ἐπὶ.., Hdt.6.139,7.183: also c. acc. loci, ἐξανύσαι τὰν νεκρῶν πλάκα (Vauvill. for ἐκτανύσαι) S.OC 1562; πόλον ἐξανύσας E.Or.1685 (anap.).
4 c. inf., manage to do, ἐ. κρατεῖν Id.Hipp.400.
5 Med., obtain, borrow, τι παρά τινος Id.Ba.131 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἐξᾰνύω)
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [fut. ind. ἐξανύω Il.11.365, inf. ἐξανύσσειν S.Ai.926]
I tr.
1 c. ac. de abstr. cumplir, hacer efectivo, ejecutar designios de la divinidad, oráculos Θέτιδος ... βουλάς Il.8.370, θεῶν ... πάνθυτα θέσμια S.Ai.712, τί μοι ἢ νέον ἢ περιτελλομέναις ὥραις πάλιν ἐξανύσεις χρέος qué cosa nueva, o con los años repetida, cumplirás dice el coro al oráculo de Apolo, S.OT 156, ἔμελλες ... ἐξανύσσειν κακὰν μοῖραν debías dar cumplimiento a tu desgraciado destino S.Ai.926
c. ac. de n. de espacio o tiempo cumplir, completar una meta o un ciclo, llevar, recorrer hasta el final ἐξανύσαι τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρῶν πλάκα S.OC 1562, λαμπρῶν ἄστρων πόλον E.Or.1685, λεπτὴν ... τρίβον ἐξανύσαντες Theoc.25.156, ἔλαφοι ... ὁμόστολον ... ναυτιλίην πλώοντες, ὅτ' ἐξανύουσι θάλασσαν Opp.C.2.219, ἁμέραν τάνδε E.Med.651, βιοτᾶς ἐξανύσαντος ὁδόν Milet 6(2).734.13 (II/I a.C.), ἐξανύσαντα τὸ λειπόμενον τῆς ζωῆς Thdt.M.81.805B, cf. SEG 47.1649.3 (Lidia, imper.), ITomis 366.11 (III d.C.), ἑπτὰ [κ] ὲ τριάκοντα ἐτῶν μίτον ἐξανυσάσῃ habiendo llevado al final el hilo de 37 años, e.e., habiendo muerto a los 37 años, IG 10(2).2.260.7 (II d.C.)
cumplir, desempeñar hasta el final τὴν τοιαύτην λειτουργίαν POxy.904.8 (V d.C.).
2 c. ac. de cosa o abstr. lograr, conseguir λαθίπονον δ' ὀδυνᾶν οὔτ' ἔνδοθεν οὔτε θύραθεν ἔστι μοι ἐξανύσαι pero no está en mi mano conseguir un alivio del dolor ni dentro ni fuera de casa S.Tr.1022 cf. App.BC 2.149
tb. en v. med. τί δ' ἐγὼ κακῶν μῆχος ἐξανύσωμαι; E.Andr.536, τέκνοις τάφον ἐξανύσασθαι E.Supp.285, (κύκλωμα τόδε) παρὰ δὲ ... ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς E.Ba.131, τὴν αὐτονομίαν παρ' αὐτῶν ἐξανύσασθαι Str.10.2.25
llevar a cabo, realizar ἀνεμώκεος εἴθε δρόμον νεφέλας ποσὶν ἐξανύσαιμι E.Ph.164, cf. IT 897, Chrys.M.62.765, μέγαν πόνον ἐξανύοντες Opp.H.5.624, τὴν διμερῆ δαπάνην ἐξανύσας χάρισιν realizando el doble gasto con generosidad, IMEG 16.8 (imper.), ἐκ καμάτων ἰδίων σῆμα τόδ' ἐξανύσας IPhilippi 125b.3 (IV d.C.).
3 c. ac. de pers. acabar con, derrotar, vencer, someter ᾖ θήν σ' ἐξανύω te venceré, Il.11.365, ποίους ποτ' ἢ λέοντας ... ἢ Γίγαντας ἢ ... κενταυροπληθῆ πόλεμον οὐκ ἐξήνυσα; ¿a qué leones o qué Gigantes no derroté o qué guerra de Centauros no gané? E.HF 1273, τάδε τὰ ἔθνη App.Ill.15.
4 tard. econ. recaudar, ejecutar el cobro de impuestos ἐξανύσαι τὰ δημόσια τοῦ ἡμῶν κτήματος POxy.4351.4 (VI d.C.).
II intr., c. compl. de proced. y direcc. finalizar la travesía, llegar, arribar ἐπεὰν ... ἐξανύσῃ νηῦς ἐκ τῆς ὑμετέρης (χώρης) ἐς τὴν ἡμετέρην Hdt.6.139, οἱ βάρβαροι ἐξανύουσι τῆς Μαγνησίης χώρης ἐπὶ Σηπιάδα Hdt.7.183.

German (Pape)

[Seite 870] (s. ἀνύω), 1) vollenden, ausführen; Θέτιδος δ' ἐξήνυσε βουλάς Il. 8, 370; τί μοι ἐξανύσεις χρέος Soph. O. R. 157; θεῶν πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσε Ai. 699, Schol. ἐξεπλήρωσε; μοῖραν πόνων ἐξανύσειν [mit langem υ, wie es scheint], 909; ἄστρων πόλον Eur. Or. 1685; sp. D. Auch im med., ἐξανύσασθαι τάφον τέκνοις, ein Grab erlangen, Eur. Suppl. 297, vgl. Bacch. 131. Wie Eur. sagt ταχύπουν ἴχνος ἐξανύων, Tr. 232, u. δρόμον, Phoen. 164, so wird mit Weglassung des acc. gesagt ἐξανύουσι τῆς Μαγνησίης χώρης ἐπὶ Σηπιάδα, gehen nach Sep., Her. 7, 183; ἐπεὰν αὐτήμερον νηῦς ἐξανύσῃ ἐκ τῆς ὑμετέρης εἰς τὴν ἡμετέρην 6, 139. – 2) von lebenden Wesen, tödten; Il. 11, 365. 20, 452; λέοντας Eur. Herc. Fur. 1273; in Prosa, Ann. Illyr. 15 B. Civ. 2, 73.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξήνυον, ao. ἐξήνυσα;
c. ἐξανύτω:
seul. prés. et impf. ἐξήνυτον;
I. avec un rég. de chose;
1 accomplir, exécuter : βουλάς IL des desseins ; θεσμία SOPH, μοῖραν SOPH accomplir les cérémonies sacrées, sa destinée ; avec l'inf. venir à bout de, faire en sorte que;
2 avec idée de durée, dans le temps ou dans l'espace mener à terme : πόρον EUR achever un trajet ; abs. se transporter : τόπου τινὸς ἐπὶ τόπον HDT ou ἐκ τόπου ἐς τόπον HDT d'un endroit dans un autre;
II. avec un rég. de pers. tuer : τινα qqn.
Étymologie: ἐξ, ἀνύω, ἀνύτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰνύω:
1 выполнять, осуществлять (βουλάς τινος Hom.);
2 совершать (θεῶν θέσμια Soph.): τάχυπουν ἴχνος ἐ. Eur. стремительно бежать; ἐ. χρέος τί τινι Soph. готовить кому-л. какую-л. судьбу;
3 med. устраивать (τάφον τινί Eur.);
4 завершать, оканчивать (δρόμον и πόρον Eur.): ἁμέραν τάνδε ἐξανύσαι Eur. прожить этот день;
5 (sc. ὁδόν) завершать путь, приходить, прибывать (ἐκ τῆς ὑμετέρης ἐς τὴν ἡμετέρην и τῆς Μαγνησίης χώρης ἐπὶ τὸν αἰγιαλόν Her.);
6 класть конец, оканчивать (βίοτον Soph.);
7 приканчивать, умерщвлять, убивать (τινά Hom.; λέοντας Eur.);
8 med. aor. добиться, получить (τι παρά τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω: μέλλ. -ύσω ῠ, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, Λατ. conficere, Θέτιδος δ’ ἐξήνυσε βουλάς, «ἐτέλεσεν, ἐκπλήρωσε» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 370· θεῶν θέσμι’ ἐξήνυσε Σοφ. Αἴ. 712· ἔμελλες ἐξανύσειν κακὰν μοῖραν αὐτόθι 926· τί μοι ἐξανύσεις χρέος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 156· πάθεα Εὐρ. Ἴων 1066: - Μέσ., ἐπιτελῶ τι, τί δ’ ἐγὼ κακῶν μῆχος ἐξανύσωμαι; ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 536· τέκνοις τάφον ὁ αὐτ. Ἱκ. 285. 2) τελειώνω, ἀποτελειώνω, δηλ. φονεύω, Λατ. conficere, ἦ θήν σ’ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας, «ὄντως δή δε καὶ μετὰ ταῦτα ἀπαντήσας κατεργάσομαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 365, Υ. 452· πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1273. 3) ἐπὶ χρόνου καὶ ἀποστάσεως, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, ἁμέραν τάνδε ἐξανύσασα Εὐρ. Μήδ. 649· δρόμον, ἴχνος, πόρον ἐξ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 164, Τρῳ. 232, Ι. Τ. 897: - ἀπόλ. (ὡς τὸ ἀνύω Ι. 3), τελειώνω τὴν ὁδόν μου πρός τινα τόπον, φθάνω εἰς αὐτόν, ἐς ἢ ἐπὶ τόπον Ἡρόδ. 6. 139., 7. 183· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. τόπου, ἐξανύσαι τάν... νεκρῶν πλάκα (οὕτως ὁ Vauvill ἀντὶ ἐκτανύσαι) Σοφ. Ο. Κ. 1562· πόλον ἐξανύσας Εὐρ. Ὀρ. 1685· καθιστῶ, λαθίπονον δ’ ὀδυνᾶν οὔτ’ ἔνδοθεν οὔτε θύραθεν ἔστι μοι ἐξανύσαι Σοφ. Τραχ. 1023. 4) μετ’ ἀπαρ., κατορθώνω νὰ κάμνω τι, Λατ. efficere ut..., ἐπειδὴ τοῖσιν οὐκ ἐξήνυτον Κύπριν κρατῆσαι, κατθανεῖν ἔδοξέ μοι κράτιστον Εὐρ. Ἱππ. 400. 5) Μέσ., λαμβάνω τι παρά τινος, παρά... ματέρος ἐξανύσαντο θεᾶς ὁ αὐτ. Βάκχ. 131, πρβλ. ἀνύω 1. 7.

English (Autenrieth)

aor. ἐξήνυσα: accomplish, Il. 8.370; euphemism, finish, despatch, kill, Il. 11.365, Il. 20.452.

Greek Monolingual

ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α)
1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι' ἐξήνυσε», Σοφ.)
2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ' ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.)
3. κυριεύω, κατακτώ
4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω («ἁμέραν τάνδ' ἐξανύσασα», Ευρ.)
5. (απολ.) διανύω τον δρόμο προς έναν τόπο, φθάνω κάπου
6. (με απρμφ.) κατορθώνω να κάνω κάτι
7. μέσ. κατορθώνω να πάρω κάτι από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ανύω «επιτελώ, ολοκληρώνω»].

Greek Monotonic

ἐξᾰνύω: Αττ. -ανύττω [ῠ], μέλ. -ύσω [ῠ]·
1. εκπληρώνω, πραγματοποιώ, τελεσφορώ, κάνω κάτι αποτελεσματικό, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. — Μέσ., εκπληρώνω ή ολοκληρώνω για τον εαυτό μου, σε Ευρ.
2. τελειώνω ή αποτελειώνω, δηλ. σκοτώνω, Λατ. conficere, σε Ομήρ. Ιλ.
3. λέγεται για χρόνο και απόσταση, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, ολοκληρώνω, βίοτον, σε Σοφ.· δρόμον, σε Ευρ.· απόλ., ολοκληρώνω τον δρόμο μου προς έναν τόπο, φθάνω σε αυτόν, ἐς ή ἐπὶ τόπον, σε Ηρόδ.· επίσης με αιτ. τόπου, σε Σοφ., Ευρ.
4. με απαρ., κατορθώνω να κάνω κάτι, στον ίδ.
5. Μέσ., αποκτώ κάτι από κάποιον, τιπαρά τινος, στον ίδ.

Middle Liddell

Attic -ανύτω fut. ύσω
1. to accomplish, fulfil, make effectual, Il., Soph.:—Mid. to accomplish or finish for oneself, Eur.
2. to finish or dispatch, i. e. kill, Lat. conficere, Il.
3. of time and Distance, to bring to an end, finish, accomplish, βίοτον Soph.; δρόμον Eur.:—absol. to finish one's way to a place, arrive at it, ἐς or ἐπὶ τόπον Hdt.; also c. acc. loci, Soph., Eur.
4. c. inf. to manage to do, Eur.
5. Mid. to obtain, τι παρά τινος Eur.

Translations

accomplish

Arabic: أَدَّى‎; Belarusian: дасягаць, дасягнуць; Bulgarian: осъществявам; Danish: fuldende; Dutch: volbrengen; Finnish: suorittaa, toteuttaa, saada tehdyksi, saattaa päätökseen, saada aikaan; French: accomplir; Galician: conseguir; German: vollenden vollziehen, ausführen; Greek: επιτυγχάνω; Ancient Greek: ἀναπίμπλημι, ἀνύτειν, ἀνύτομαι, ἀνύτω, ἁνύτω, ἀνύω, ἁνύω, ἄνω, ἀποτελέω, διανύτω, διανύω, διαπονέω, διαπράσσειν, διαπράσσω, διαπράττω, διαπρήσσω, διατελέω, διεκτελέω, δράω, ἐκπεραίνειν, ἐκπίμπλημι, ἐκπονοῦμαι, ἐκπράσσειν, ἐκτάσσω, ἐκτάττω, ἐκφέρω, ἐμπίμπλημι, ἐμπίπλημι, ἐξαιρέω, ἐξανύτειν, ἐξανύτομαι, ἐξανύτω, ἐξανύω, ἐξεργάζεσθαι, ἐξεργάζομαι, ἐξικνέομαι, ἐξικνοῦμαι, ἐπανύω, ἐπεξέρχεσθαι, ἐπεξέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπικραιαίνω, ἐπικραίνειν, ἐπικραίνω, ἐπιτελεῖν, ἐπιτελέω, ἐργάζεσθαι, ἐργάζομαι, κατανύτειν, κατανύω, καταπράσσω, καταπράττω, κατεργάζεσθαι, κατορθόω, κραίνειν, κραίνω, ξυντελέω, παραναγκάζω, πειραίνω, περαίνειν, περαίνω, περατόω, περάω, πράσσειν, πράσσω, πράττω, πρήσσω, ῥέδδω, ῥέζω, συγκαθαιρέω, συντελέω, τελεῖν, τελειόω, τελευτᾶν, τελευτάω, τελέω, τέλλω, τολυπεύω; Hebrew: לבצע‎; Hittite: 𒀸𒊭𒉡𒊻𒍣; Italian: compiere, realizzare; Kabuverdianu: alkansa, alkansá; Latin: patro, perpetro, perago; Maori: whakatutuki; Norwegian Bokmål: fullbyrde, fullende, effektuere; Old English: fremman; Old Saxon: fremmian, frummian, gifrummian; Polish: dokonywać, dokonać; Portuguese: conseguir; Russian: совершать, совершить, выполнять, выполнить, достигать, достигнуть, достичь, завершать, завершить, доводить до конца, довести до конца; Sanskrit: साध्नोति; Serbo-Croatian Cyrillic: постићи, ѝспунити; Roman: pòstići, ìspuniti; Spanish: efectuar, realizar, lograr; Swedish: fullborda