ἐπίσημος: Difference between revisions
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episimos | |Transliteration C=episimos | ||
|Beta Code=e)pi/shmos | |Beta Code=e)pi/shmos | ||
|Definition=Dor.ἐπί-σᾱμος, ον, (<b class="b3">σῆμἀ</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Dor.ἐπί-σᾱμος, ον, (<b class="b3">σῆμἀ</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[serving to distinguish]], <b class="b3">τοῖς δ' ὄνομ' ἄνθρωποι κατέθεντ' ἐ</b>. ἑκάστῳ <span class="bibl">Parm.19.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>. <b class="b2">having a mark, inscription</b> or [[device on]] it, esp. of money, [[stamped]], [[coined]], <b class="b3">χρυσὸς ἐ</b>., opp. <b class="b3">ἄσημος</b>, <span class="bibl">Hdt.9.41</span>; ἀργύριον <span class="bibl">Th.2.13</span>; χρυσίον <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.40</span>, cf.<span class="title">IG</span>12.301, al.; so <b class="b3">ἀναθήματα</b> <b class="b3">οὐκ ἐ</b>. offerings [[with]] no [[inscription on them]], <span class="bibl">Hdt.1.51</span>; <b class="b3">ἀσπίδες</b> <b class="b3">ἐ</b>., opp. <b class="b3">λεῖαι</b>, <span class="title">IG</span>12.280, cf. <span class="bibl">Men.526</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. of epileptic patients, [[bearing the marks of the disease]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.Sacr.</span>8</span>; of cattle, [[spotted]] or [[striped]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>30.42</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span>. [[notable]], [[remarkable]], <b class="b3">μνῆμ' ἐ</b>. a [[speaking]] remembrance, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1258</span>(anap.); ξυμφοραί <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>543</span>; <b class="b3">εὐνή, λέχος</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>68</span>, <span class="bibl"><span class="title">Or.</span>21</span>; τύχη <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>544</span>; χαρακτήρ <span class="bibl">Id.<span class="title">Hec.</span>379</span>; <b class="b3">τάφος</b> ἐπισημότατος <span class="bibl">Th.2.43</span>; τιμωρία <span class="bibl">Lycurg.129</span>; τόποι <span class="title">IG</span>12(3).326.42 (Thera, Sup.); of garments, [[fine]], <span class="title">SIG</span>695.39 (Magn. Mae., ii B.C.); and of persons, <b class="b3">ἐ. σοφίην</b> [[notable]] for wisdom, <span class="bibl">Hdt.2.20</span>; ἐ. ἐν βροτοῖς <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>103</span>; ἐ. ξένοι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>543</span>: in bad sense, [[conspicuous]], [[notorious]], ἐς τὸν ψόγον <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>249</span>; <b class="b3">δέσμιος ἐ</b>. <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>27.16</span>; διὰ δημοκοπίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>14</span>; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Rh.Pr.</span>25</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span>. [[significant]], <b class="b3">οὐκ ἐ</b>. <span class="bibl">Artem.1.59</span>, <span class="bibl">3.32</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span>. Adv. -μως <span class="bibl">Plb.6.39.9</span>, Sm.<span class="title">Ps.</span>73(74).4, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>6.1.8</span>: Comp. -ότερον Gal.9.762; -οτέρως <span class="bibl">Artem.2.9</span>: Sup. -ότατα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>43</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:37, 1 July 2020
English (LSJ)
Dor.ἐπί-σᾱμος, ον, (σῆμἀ
A serving to distinguish, τοῖς δ' ὄνομ' ἄνθρωποι κατέθεντ' ἐ. ἑκάστῳ Parm.19.3. II. having a mark, inscription or device on it, esp. of money, stamped, coined, χρυσὸς ἐ., opp. ἄσημος, Hdt.9.41; ἀργύριον Th.2.13; χρυσίον X.Cyr.4.5.40, cf.IG12.301, al.; so ἀναθήματα οὐκ ἐ. offerings with no inscription on them, Hdt.1.51; ἀσπίδες ἐ., opp. λεῖαι, IG12.280, cf. Men.526. 2. of epileptic patients, bearing the marks of the disease, Hp.Morb.Sacr.8; of cattle, spotted or striped, LXX Ge.30.42. 3. notable, remarkable, μνῆμ' ἐ. a speaking remembrance, S.Ant.1258(anap.); ξυμφοραί E.Or.543; εὐνή, λέχος, Id.HF68, Or.21; τύχη Id.Med.544; χαρακτήρ Id.Hec.379; τάφος ἐπισημότατος Th.2.43; τιμωρία Lycurg.129; τόποι IG12(3).326.42 (Thera, Sup.); of garments, fine, SIG695.39 (Magn. Mae., ii B.C.); and of persons, ἐ. σοφίην notable for wisdom, Hdt.2.20; ἐ. ἐν βροτοῖς E.Hipp.103; ἐ. ξένοι Ar.Fr.543: in bad sense, conspicuous, notorious, ἐς τὸν ψόγον E.Or.249; δέσμιος ἐ. Ev.Matt.27.16; διὰ δημοκοπίαν Plu.Fab.14; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ Luc.Rh.Pr.25. 4. significant, οὐκ ἐ. Artem.1.59, 3.32. III. Adv. -μως Plb.6.39.9, Sm.Ps.73(74).4, J.BJ6.1.8: Comp. -ότερον Gal.9.762; -οτέρως Artem.2.9: Sup. -ότατα Luc.Hist.Conscr.43.
German (Pape)
[Seite 977] mit einem Zeichen versehen, geprägt, χρυσός Her. 9, 41; ἀργύριον Thuc. 2, 13; χρυσίον Xen. Cyr. 4, 5, 40; ἀναθήματα, mit einer Inschrift versehen, Her. 1, 51; ἀσπίδες Inscr. 139. – Dah. kenntlich, berühmt, ausgezeichnet, μνῆμ' ἐπίσημον Soph. Ant. 1243; ἐν βροτοῖς Eur. Hipp. 103; ξυμφοραί Or. 543 u. öfter; ἐπίσημοι σοφίην, in Hinsicht der Weisheit, Her. 2, 20; τάφος ἐπισημότατος Thuc. 2, 43; oft bei Sp., wie Luc.; καὶ περιβόητος Herod. 1; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ rhet. praec. 25; ἐν τοῖς ἐπαινοῦσι Merced. cond. 28; seltener tadelnd, ἐς τὸν ψόγον Eur. Or. 249; Plut. Fab. 14; ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ Luc. rh. praec. 25. – Adv., Pol. 6, 39, 6, auf ausgezeichnete Weise; ἐπισημοτέρως, Artem. 2, 9. – Subst. τὸ ἐπίσημον, das Kennzeichen an oder auf Etwas, z. B. νηός, am Schiffsvordertheile, Her. 8, 88; Plut. Them. 8; die Flagge, D. Sic.; auf Schildern das Wahrzeichen, Wappen, Aesch. Spt. 641; Her. 9, 74; auf Münzen, das Gepräge, Plut. Thes. 6; Paus. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσημος: -ον, (σῆμα) ἔχων σημεῖον, φέρων ἐπιγραφὴν ἢ σχέδιόν τι ἢ παράστασιν, ἰδίως ἐπὶ νομίσματος, κεκομμένος, κεχαραγμένος, χρυσὸς ἐπίσημος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄσημος, Ἡρόδ. 9. 41· ἀργύριον Θουκ. 2. 13· χρυσίον Ξεν. Κύρ. 4. 5, 40, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 145. 56., 146. 11· οὕτως, ἀναθήματα οὐκ ἐπ., ἀφιερώματα ἄνευ ἐπιγραφῆς τινος, Ἡρόδ. 1. 51· ἀσπίδες ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ λεῖαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 13 καὶ 28, πρβλ. Μένανδ. ἐν «Ψοφοδεεῖ» 1: - ἐπὶ ἐπιληπτικῶν, φέρων τὰ σημεῖα τῆς νόσου, Ἱππ. 306. 12: - ἐπὶ προβάτων, τὸ φέρον σημεῖόν τι, ἐγένετο δὲ τὰ μὲν ἄσημα τοῦ Λάβαν, τὰ δὲ ἐπίσημα τοῦ Ἰακὼβ Ἑβδ. (Γεν. Α΄, 42). 2) ἀξιοσημείωτος, ἄξιος μνήμης, περιφανής, Λατ. insignis, μνῆμα ἐπίσημον, μνημεῖον μετὰ περιφανῶν τεκμηρίων, περὶ τοῦ αἱμοφύρτου πτώματος τοῦ Αἵμονος, ὅπες ἔκειτο ὡς φανερὸν μνημεῖον τοῦ ἀνηκέστου σφάλματος τοῦ Κρέοντος, Σοφ. Ἀντ. 1258· ξυμφοραὶ Εὐρ. Ὀρ. 543· εὐνή, λέχος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 68, Ὀρ. 21· τύχη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 544· χαρακτὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 379· τάφος ἐπισημότατος Θουκ. 2. 43· τιμωρία Λυκοῦργ. 166. 10: - καὶ ἐπὶ προσ., ἐπ. σοφίην, ἐπιφανὴς ἐπὶ σοφίᾳ, Ἡρόδ. 2. 20· ἐπ. ἐν βροτοῖς Εὐρ. Ἱππ. 103· ἐπ. ξένοι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 460· ἐπὶ κακῆς σημασίας, διαβόητος, γνωστός, ἐς τὸν ψόγον Εὐρ. Ὀρ. 249· διὰ δημοκοπίαν Πλουτ. Φάβ. 14· τῇ μοχθηρίᾳ Λουκ. Ρητόρων Διδάσκ. 25. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, Πολύβ. 6. 39, 9· συγκρ. -οτέρως, Ἀρτεμ. 2. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. marqué d’un signe, d’une empreinte ou d’une inscription ; τὸ ἐπίσημον marque distinctive, càd :
1 emblème ou inscription sur l’avant d’un navire;
2 ciselure d’un emblème (serpent, mouche, etc.) sur un bouclier (épisème);
3 empreinte d’une monnaie;
II. qui se fait remarquer, qui se distingue, remarquable;
Cp. ἐπισημότερος, Sp. ἐπισημότατος.
Étymologie: ἐπί, σῆμα.
English (Strong)
from ἐπί and some form of the base of σημαίνω; remarkable, i.e. (figuratively) eminent: notable, of note.
English (Thayer)
ἐπίσημον (σῆμα a sign, mark);
1. properly, having a mark on it, marked, stamped, coined: ἀργύριον, χρυσός (Herodotus, Thucydides, Xenophon, Polybius, Josephus).
2. tropically, marked (Latin insignis), both in a good and bad sense; in a good sense, of note, illustrious: Herodotus and following); in a bad sense, notorious, infamous: Euripides, Or. 249; Josephus, Antiquities 5,7, 1; Plutarch, Fab. Max. 14; others).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM επίσημος, -ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος)
1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.)
2. σπουδαίος, σημαντικός
3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα»)
νεοελλ.
1. έγκυρος, σοβαρός («επίσημη πρόταση γάμου»)
2. αυτός που προέρχεται από δημόσια ή αναγνωρισμένη αρχή ή από έγκυρη πηγή («επίσημο έγγραφο»)
3. ως ουσ. οι επίσημοι
αυτοί που κατέχουν ανώτατα δημόσια αξιώματα
αρχ.
1. αυτός που έχει σημείο, που φέρει επιγραφή ή άλλη παράσταση
2. (για νόμισμα) χαραγμένο
3. ενεπίγραφος («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ ἐπίσημα πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῑσος», Ηρόδ.)
4. (για ασπίδα) αυτή που έχει σύμβολο επάνω
5. (για επιληπτικούς) αυτός που έχει φανερά τα σημάδια της αρρώστιας
6. (για πρόβατο) ποικιλόχρωμο, παρδαλό
7. διακριτικός, αυτός που χρησιμεύει για διάκριση («τοῑς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ», Παρμεν.)
8. (για πρόσ.) επιφανής («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι γενέσθαι», Ηρόδ.)
9. (με μειωτική σημ.) περιβόητος, διαβόητος («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σήμα. Η λ. επίσημος σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο σήμα ή σφραγίδα (κυρίως για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια δημόσια ή κρατική αρχή. Αυτή η σημασία εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, αυθεντικός», για να καταλήξει σε «σπουδαίος, σημαντικός, αξιοσημείωτος»].
Greek Monotonic
ἐπίσημος: -ον (σῆμα),·
1. αυτός που έχει επιγραφή, παράσταση, σχέδιο πάνω του, λέγεται για νομίσματα, χαραγμένος, κομμένος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἀναθήματα οὐκ ἐπ., προσφορές, αφιερώματα χωρίς επιγραφή πάνω τους, σε Ηρόδ.
2. αξιοσημείωτος, αξιόλογος, Λατ. insignis, στον ίδ., Αττ.· με αρνητική σημασία, διαβόητος, γνωστός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσημος:
1) снабженный печатью или рисунком, (от)чеканенный, чеканный (ἀργύριον Thuc.; χρυσίον Xen.): χρυσὸν ἐπίσημον καὶ ἄσημον Her. золото в (чеканной) монете и в слитках;
2) снабженный надписью, надписанный (ἀναθήματα Her.);
3) достопамятный (μνῆμα Soph.);
4) славный, почетный (τάφος Thuc.): ἐ. βουλόμενος γενέσθαι σοφίην Her. желающий прославиться мудростью;
5) выдающийся, замечательный (χαρακτήρ Eur.);
6) пользующийся почетом, чтимый (ἐν βροτοῖς Eur.);
7) знатный (ξένοι Arph.);
8) из ряда вон выходящий, необычный, чрезвычайный (ξυμφοραί Eur.);
9) известный, пресловутый (διὰ δημοκοπίαν καὶ προπέτειαν Plut.; δέσμιος NT): ἐ. ἐς τὸν ψόγον Eur. имеющий дурную славу; ἐ. ἐπὶ τῇ μοχθηρίᾳ τοῦ τρόπου Luc. известный своей испорченностью.
Middle Liddell
ἐπί-σημος, ον σῆμα
1. having a mark on it, of money, stamped, coined, Hdt., Thuc., etc.; ἀναθήματα οὐκ ἐπ. offerings with no inscription on them, Hdt.
2. notable, remarkable, Lat. insignis, Hdt., attic: in bad sense, notorious, Eur.
Chinese
原文音譯:™p⋯shmoj 誒披-些摩士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:在上-標記 相當於: (קָשַׁר)
字義溯源:值得注意的,出名的,著名的,有名望的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(σημαίνω)=指明)組成;而 (σημαίνω)出自(Σήμ)X*=記號)。這字本意是著名的。和合本的表達方式很有分寸,對囚犯就說:‘出名的’囚犯( 太27:16);對使徒就說:在使徒中是‘有名望的’( 羅16:7)
出現次數:總共(2);太(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 有名望的(1) 羅16:7;
2) 出名的(1) 太27:16