κωλύω: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κωλύω]], Μ και κωλώ)<br />[[εμποδίζω]] [[κάτι]] ή [[εμποδίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], δεν [[επιτρέπω]] σε κάποιον ή δεν τον [[αφήνω]] να κάνει [[κάτι]] ή δεν [[επιτρέπω]] να γίνει [[κάτι]] (α. «[[ὅποι]] φεύγειν οὐδεὶς κωλύει [[νόμος]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν [[πρός]] με», ΚΔ<br />γ. «δέει τῶν Κερκυραίων μὴ κωλύωνται ὑπ' αὐτῶν κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι» <b>Θουκ.</b><br />δ. «ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ μί' οὖσα [[πάντα]] κωλύσει [[τάδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μακριά]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[διαμαρτύρομαι]] («ἔστι δὲ τοῦ κωλύοντος ἐν τοῖς δημάρχοις τὸ [[κράτος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ κωλῡον</i><br />το [[εμπόδιο]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ κεκωλυμένον</i><br /><i>το</i> απαγορευμένο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κῶλος]]<br />«[[πάσσαλος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ύω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λύω), ενώ κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. [[κολούω]] «[[περικόπτω]], [[βραχύνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κώλυμα]], [[κώλυσις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωλύμη]], [[κωλυτήρ]], [[κωλυτής]], [[κωλυτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κωλυτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωλυσιεργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωλυσανέμας]], <i>κωλυσάνεμος</i>, [[κωλυσίδειπνος]], <i>κωλοσιδρόμης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κωλυσιδρομία]]. (Β' συνθετικό) [[διακωλύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντικωλύω]], [[αποκωλύω]], [[επικωλύω]], [[κατακωλύω]], [[συγκωλύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρακωλύω]]].
|mltxt=(AM [[κωλύω]], Μ και κωλώ)<br />[[εμποδίζω]] [[κάτι]] ή [[εμποδίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], δεν [[επιτρέπω]] σε κάποιον ή δεν τον [[αφήνω]] να κάνει [[κάτι]] ή δεν [[επιτρέπω]] να γίνει [[κάτι]] (α. «[[ὅποι]] φεύγειν οὐδεὶς κωλύει [[νόμος]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν [[πρός]] με», ΚΔ<br />γ. «δέει τῶν Κερκυραίων μὴ κωλύωνται ὑπ' αὐτῶν κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι» <b>Θουκ.</b><br />δ. «ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ μί' οὖσα [[πάντα]] κωλύσει [[τάδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μακριά]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[διαμαρτύρομαι]] («ἔστι δὲ τοῦ κωλύοντος ἐν τοῖς δημάρχοις τὸ [[κράτος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ κωλῡον</i><br />το [[εμπόδιο]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ κεκωλυμένον</i><br /><i>το</i> απαγορευμένο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κῶλος]]<br />«[[πάσσαλος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ύω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λύω), ενώ κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. [[κολούω]] «[[περικόπτω]], [[βραχύνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κώλυμα]], [[κώλυσις]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωλύμη]], [[κωλυτήρ]], [[κωλυτής]], [[κωλυτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κωλυτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωλυσιεργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωλυσανέμας]], <i>κωλυσάνεμος</i>, [[κωλυσίδειπνος]], <i>κωλοσιδρόμης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κωλυσιδρομία]]. (Β' συνθετικό) [[διακωλύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντικωλύω]], [[αποκωλύω]], [[επικωλύω]], [[κατακωλύω]], [[συγκωλύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρακωλύω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλύω Medium diacritics: κωλύω Low diacritics: κωλύω Capitals: ΚΩΛΥΩ
Transliteration A: kōlýō Transliteration B: kōlyō Transliteration C: kolyo Beta Code: kwlu/w

English (LSJ)

fut. -ύσω Ar.Nu.1448: aor. A ἐκώλῡσα E.Alc.897 (anap.), Pl.Mx.244c; pf. κεκώλῡκα Din.1.101, Phld.Rh.2.63 S.:—Pass., fut. κωλυθήσομαι LXX Si.20.2(1), Luc.VH2.25: also in med. form -ύσομαι Th.1.142: aor. ἐκωλύθην Id.2.64, etc.: pf. κεκώλῡμαι ib.37. [ῡ always before a conson.: common before a vowel, κωλῡόμεσθα E.Ion 391, κωλῡέτω Id.Ph.990, κωλῠεν Pi.P.4.33, κώλῠει Alc.55 ( = Sapph.22 Lobel), Ar.Eq. (v.infr.), Fr.100, Anaxil.25, Men.Epit.10.]:—hinder, prevent:—Constr.: 1 c. acc. et inf., κ. ἐκρέειν τὸν Νεῖλον Hdt. 2.20; κώλυεν [μιν] μεῖναι Pi.l.c.; τί δῆτα καὶ σὲ κωλύει <λαβεῖν> κέρδος; E.Fr.794, cf. IT507, etc.; ὅς σε κ. τὸ δρᾶν S.Ph.1241; φεύγειν οὐδεὶς κ. νόμος D.23.52: with neg. added (rare in Att. Prose), κ. τινὰ μὴ θανεῖν E.Ph.1268; μὴ προσεύχεσθαι X.HG3.2.22, etc.:— Pass., χρημάτων σπάνει Th.1.142; τοῦ ὕδατος πιεῖν from drinking the water, Pl.R.621b; κωλυόμεσθα μὴ μαθεῖν E.Ion 391; μὴ οὐ πονηρὸν εἶναι D.H.2.3. b rarely c. part. pro inf., κ. τινὰ πόλεμον εἰσάγοντα Id.7.25:—Pass., μὴ κωλύωνται περαιούμενοι Th.1.26. c with relat. clause, κωλύειν εἴ τις ἐπαγγέλλεται, = τινὰ μὴ ἐπαγγέλλεσθαι, D.4.15; ἐκωλύσαμεν, ἵνα γένησθεJ.BJ6.6.2. 2 c. gen. rei, κ. τινά τινος hinder one from a thing, X.HG3.2.21, An.1.6.2, etc.; κ. τινὰ ἀπό τινος Id.Cyr.1.3.11, 3.3.51:—Pass., τῆς ὁρμῆς ἐκωλύθησαν Plb.6.55.3. 3 c. acc. rei, prevent, E.IA1390 (troch.), X.An.4.2.24:—Pass., ἐν τούτῳ κεκωλῦσθαι ἐδόκει τὰ πράγματα Th. 2.8, cf. 4.14; ταῦτα… μὴ ἐν ὑμῖν κωλυθῇ Id.2.64; μηδὲ… δαπάνῃ κεκωλύσθω let there be no hindrance by reason of expense, Id.1.129. b withhold, τι ἀπό τινος LXX Ge.23.6, Ev.Luc.6.29. 4 c. acc. pers., hinder, Th.1.35; τοὺς δρῶντας μοχθηρά Arist.EN1113b26. 5 abs., οὐδ' ὁ κωλύσων παρῆν S.Ant.261, cf. El.1197; εἴσ' οἳ κωλύουσιν Ar.Pax499; of the tribune's intercessio, Plu.TG10; τὸ κωλῦον hindrance, X.An.4.5.20, D.1.12: freq. an inf. may be supplied, εἶτα τίς σε κωλύει (sc. γεωργεῖν); Ar.Fr.100; αὐτοὶ ὠφελούμενοι τοὺς πολεμίους κωλύσετε [ὠφελεῖσθαι] Th.6.91, cf. 2.37 (Pass.). 6 freq. in 3 pers., οὐδὲν κωλύει there is nothing to hinder, c. acc. et inf., ὁμόψηφον τὸν Ἀργεῖον εἶναι κ. οὐδέν Hdt.7.149; οὐδέν σε κωλύσει σεαυτὸν ἐμβαλεῖν ἐς τὸ βάραθρον Ar.Nu.1448, cf. Pl.Phdr.268e; ὃν διαμάττειν οὐ κ. Ar.Av.463; τί κ. ἡμᾶς διελθεῖν; Pl.Tht.143a, etc.; οὐδὲν κ., abs., as a form of assent, be it so, Ar.Eq.723, 972, Pl.Euthd.272d, etc.; τί γὰρ κ.; Id.Euthphr.9d, cf. Plt.292a, al.; τό γ' ἐμὸν οὐδὲν κ. Id.Grg.458d; μὴ τὸ σὸν κωλυέτω E.Ph.990; οὐ τἀμὰ κωλύσει Plu.2.151c, etc.; οὔτε ἐκεῖνο κωλύει ἐν ταῖς σπονδαῖς neither is that any hindrance, Th.1.144 (wrongly expld. as = κωλύεται by D.H.Amm.2.7); οὔτε μίαν δυοῖν τὴν αὐτὴν εἶναι κ. nor is there any hindrance to one of two being the same, Arist.Ph.202b9.

German (Pape)

[Seite 1543] (mit κόλος zusammenhangend, eigtl. verkürzen), verhindern, abhalten, hemmen; κώλυεν μεῖναι Pind. P. 4, 33; Soph. οὐδ' ὁ κωλύσων πάρα, El. 1188, wie Ant. 261; u. so auch bei Folgdn oft absolut, wo aus dem Zusammenhange leicht ein inf. zu ergänzen ist, vgl. Plat. Legg. XII, 955 a Xen. An. 7, 2, 15; auch mit doppeltem accus., ὅς σε κωλύσει τὸ δρᾶν Soph. Phil. 1225, der dich am Thun hindere, dich hindern wird es zu thun, vgl. Xen. Mem. 4, 5, 4; gew. c. int., χάριν δοῦναι τήνδε κωλύει τί σε; Eur. I. T. 507; Alc. 899; εἰ πρὸς θεοῦ κωλυόμεσθα μὴ μαθεῖν Ion 391, wie Phoen. 1274; οὐδὲν κωλύει, es steht Nichts im Wege, Ar. Equ. 720. 967; οὐδέν σε κωλύσει σεαυτὸν ἐμβαλεῖν εἰς τὸ βάραθρον Nubb. 1431, τό γ' ἐμὸν οὐδὲν κωλύει, von meiner Seite steht Nichts im Wege, meinetwegen mag es geschehen, kräftige Einwilligungsformel, Plat. Gorg. 458 d; oft τί κωλύει; was hindert, d. i. warum sollte man nicht? warum nicht? Theaet. 143 a Phaed. 77 b; mit folgdm μή, κωλύουσαι μήτε αὐτοῖς ἐναντιοῦσθαι μηδένα εἰς μηδέν Legg. III, 694 d; pass., αὐτὸς τοῦ ὕδατος κωλυθῆναι πιεῖν Rep. X, 621 b; auch καὶ ἐν τούτῳ κεκωλῦσθαι ἐδόκει ἕκαστος, Thuc. 4, 14, wie νῦν τε μὴ ἐν ὑμῖν κωλυθῇ 2, 64, daß es nicht bei euch auf Hindernisse stößt; κωλύσομαι passivisch 1, 142; – τινά τινος, Jem. woran verhindern, z. B. κωλύσεις τοῦ καίειν ἐπιόντας Xen. An. 1, 6, 2, vgl. Hell. 3, 2, 21; κωλῦσαι τῆς εἰσόδου τὸν Ἀντίγονον Pol. 2, 52, 9; auch pass., οἱ πολέμιοι τῆς ὁρμῆς ἐκωλύθησαν 6, 55, 3; Sp., wie N. T.; – κωλύω ἀπὸ σοῦ, ich halte von dir ab, Xen. Cyr. 1, 3, 11, vgl. 3, 3, 51. – Τὸ κωλῦον, das Hinderniß, Xen. An. 4, 5, 20, D. Hal. 7, 58 u. öfter. – Adj. verb. κωλυτέον, Xen. Hier. 8, 9 u. 80., zu verhindern, u. κωλυτός, Sp. – [Υ wird im praes. u. imperf. kurz (Pind. a. a. O., Ar. Equ. 723. 972), aber gew. lang gebraucht, κωλυόμεσθα im Anfange des Trimeters, Eur. Ion 391 Phoen. 997, Ar. Av. 463 u. sonst].

Greek (Liddell-Scott)

κωλύω: ἴδε ἐν τέλ. μέλλ. -ύσω· ἐκώλῡσα Εὐρ. Ἄλκ. 897, Πλάτ.· πρκμ. κεκώλῡκα Δείναρχ. 103. 7· ― Παθ., μέλλ. κωλυθήσομαι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 25, ἀλλ’ ὡσαύτως μέσ. μέλλ. -ύσομαι Θουκ. 1. 142· ἀόρ. ἐκωλύθην Θουκ., κτλ.· πρκμ. κεκώλῡμαι ὁ αὐτ. (Πιθ., ὡς ἡ ἔννοια δεικνύει, συγγενὲς τῷ κόλος, κολούω.) ῡ ἀείποτε πρὸ συμφώνου, καὶ συνήθως πρὸ φωνήεντος, κωλῡόμεσθα Εὐρ. Ἴων. 391, κωλῡέτω ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 990· ἀλλὰ κώλῠεν Πινδ. Π. 4. 57, κωλῠ΄ει Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἐκκλ. 862, Ἀποσπ. 156. Ἐμποδίζω, «σταματῶ», ἀπαγορεύω, δὲν ἀφίνω, δὲν ἐπιτρέπω, Συντάσσ. 1) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τοὺς ἐτησίας ἀνέμους... κωλύοντας ἐς θάλασσαν ἐκρέειν τὸν Νεῖλον Ἡρόδ. 2. 20· κώλυεν μιν μεῖναι Πινδ. Π. 4. 57· τί δῆτα καὶ σὲ κωλύει λαβεῖν; Εὐρ. Ἀποσπ. 792, πρβλ. Ι. Τ. 507, κτλ.· ὡσαύτως, κ. τινὰ τὸ δρᾶν Σοφ. Φιλ. 1241, ἴδε Heind. εἰς Πλάτ. Σοφιστ. 242Α· κ. φεύγειν Δημ. 636. 27· προστιθεμένου τοῦ μή, κ. τινὰ μὴ θανεῖν Εὐρ. Φοίν. 1268· μὴ προσεύχεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., ἐμποδίζομαι, τοῦ ὕδατος πιεῖν, κωλύομαι, νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Πολ. 621Β· κωλυόμεσθα μὴ μαθεῖν Εὐρ. Ἰων. 391· μὴ οὐ πονηρὸν εἶναι Διον. Ἁλ. 2. 3. β) σπανίως μετὰ μετοχῆς ἀντὶ ἀπαρ., κ. τινὰ εἰσάγοντα Διον. Ἁλ. 7. 25· ― Παθ., μὴ κωλύωνται περαιούμενοι Θουκ. 1. 26. γ) οὕτω μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, κωλύειν εἴ τις ἐπαγγέλλεται = τινὰ μὴ ἐπαγγέλλεσθαι, Δημ. 44. 14. 2) μετὰ γεν. πράγμ., κ. τινά τινος, ἐμποδίζω τινὰ ἀπό τινος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 21, Ἀν. 1. 6, 2, κτλ.· οὕτω κ. τινὰ ἀπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 3. 11., 3. 3 51· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., κωλύεσθαι τινὸς Πολύβ. 6. 55, 3. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμποδίζω, παρακωλύω, ἐγείρω ἐμπόδια, Εὐρ. Ι. Α. 1390, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 24· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., Θουκ. 1. 35· τοὺς δρῶντας μοχθηρὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 7· ― ὅθεν ἐν τῷ παθ., ἐν τούτῳ κεκωλῦσθαι ἐδόκει τὰ πράγματα Θουκ. 2. 8, πρβλ. 4. 14· τοῦτο... μὴ ἐν ὑμῖν κωλυθῇ ὁ αὐτ. 2. 64· μηδέ... δαπάνῃ κεκωλύσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ ἐμπόδιόν τι ἕνεκα δαπάνης («διὰ τὰ ἔξοδα»), ὁ αὐτ. 1. 129. 4) ἀπολ., οὐδ’ ὁ κωλύσων πάρα, δὲν ὑπάρχει τις ὅστις νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Ἀντ. 261, Ἠλ. 1197· εἴσ’ οἵ κωλύουσιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 499· τὸ κωλῦον, ἐμπόδιον, = κώλυμα, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 20, Δημ. 12. 22· ― ἀλλ’ ἐν πάσαις ταύταις ταῖς περιπτώσεσιν εἶναι εὔκολον νὰ ὑπονοηθῇ ἀπαρ., ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 156, εἶτα τίς σε κωλύει (δηλ. γεωργεῖν)· Θουκ. 6. 91 αὐτοὶ ὠφελούμενοι τοὺς πολεμίους κωλύσετε ὠφελεῖσθαι, πρβλ. 2. 37. 5) συχν. ἐν τῷ γ΄ προσ, οὐδὲν κωλύει, οὐδὲν κώλυμα ὑπάρχει, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁμόψηφον τὸν Ἀργεῖον εἶναι οὐδὲν κ. Ἡρόδ. 7. 149· οὐδέν σε κωλύσει σεαυτὸν ἐμβαλεῖν ἐς τὸ βάραθρον Ἀριστοφ. Νεφ. 1449, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε· οὕτως, ὅν διαμάττειν οὐ κωλύει Ἀριστοφ. Ὄρν. 463· τί κωλύει ἡμᾶς διελθεῖν; Πλάτ. Θεαίτ. 143Α, κτλ.· ― ὡσαύτως, οὐδὲν κωλύει, ἀπολ., ὡς τύπος συναινέσεως, = ἔστω οὕτω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 732, 972, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, κτλ.· ― οὕτω, τί γὰρ κωλύει; Πλάτ. Εὐθύφρ. 9D, πρβλ. Πολιτικ. 292Α, κ. ἀλλ.· τό γ’ ἐμὸν οὐδὲν κ. ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 458D· μὴ τὸ σὸν κωλυέτω Εὐρ. Φοίν. 990· οὐ τἀμὰ κωλύσει Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 151C, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ Θουκ. 1. 144, οὔτε ἐκεῖνο κωλύει ἐν ταῖς σπονδαῖς, οὔτε εἶναι ἐκεῖνο ἐμπόδιόν τι, ― ὅθεν ὁ Διον. Ἁλ. λαμβάνει τὸ κωλύει = κωλύεται, περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 7· ἀλλὰ πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 3. 3, 5, οὔτε μίαν δυοῖν τὴν αὐτὴν εἶναι κωλύει, οὔτε ὑπάρχει κἀνὲν ἐμπόδιον ἡ μία ἐξ αὐτῶν νὰ εἶναι ἡ αὐτή.

French (Bailly abrégé)

f. κωλύσω, ao. ἐκώλυσα, pf. κεκώλυκα;
I. écarter, détourner :
1 avec double rég. τινά τινος, τινα ἀπό τινος, etc. qqn de qqn ou de qch ; rar. τινά τι, qqn de qch ; ἃ δ’ αὐτοὶ ὀφελούμενοι τοὺς ἐναντίους κωλύσετε (s.e. ὠφελεῖσθαι) THC quant aux avantages que vous retirerez (de cette position fortifiée) et à ceux dont vous priverez l’ennemi ; κ. τινα avec l’inf. empêcher qqn de ; Pass. μὴ κωλύωνται περαιούμενοι THC de peur qu’ils ne fussent empêchés (par les Corcyréens) de faire la traversée;
2 avec un seul rég. κ. τι, empêcher qch ; τινα, empêcher qqn, s’opposer à qqn;
3 abs. τὸ κωλῦον XÉN l’obstacle ; οὐδὲν κωλύει AR il n’y a pas d’empêchement ; • impers. avec un acc. : οὐ γὰρ ἐκεῖνο κωλύει ἐν ταῖς σπονδαῖς οὔτε τόδε THC car il n’y a pas plus d’empêchement dans le traité pour ceci que pour cela;
II. défendre, interdire.
Étymologie: DELG inexpliqué.

English (Slater)

κωλῠω
   1 prevent c. inf. “ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” (P. 4.33)

English (Strong)

from the base of κολάζω; to estop, i.e. prevent (by word or act): forbid, hinder, keep from, let, not suffer, withstand.

English (Thayer)

imperfect 1st person plural ἐκωλύομεν (T Tr text WH); 1st aorist ἐκώλυσα; passive, present κωλύομαι; 1st aorist ἐκωλύθην; (from κόλος, lopped, clipped; properly, to cut off, cut short, hence) to hinder, prevent, forbid; (from Pindar down); the Sept. for כָּלָא, twice (viz. מָנַע : τινα followed by an infinitive (Winer's Grammar, § 65,2 β.; cf. Buttmann, § 148,13), τί κωλύει με βαπτισθῆναι; what doth binder me from being (to be) baptized? αὐτόν is lacking, because it has preceded, τινα τίνος, to keep one from a thing, τήν παραφρονίαν, to restrain, check, τό λαλεῖν γλωσαις, τί, followed by τοῦ μή, can anyone hinder the water (which offers itself), that these should not be baptized? כָּלָא followed by מִן of the person and the § of the thing, to withhold a thing from anyone, i. e. to deny or refuse one a thing: Buttmann, § 132,5) (τό μνημεῖον ἀπό σου, διακωλύω.)

Greek Monolingual

(AM κωλύω, Μ και κωλώ)
εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τον αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ.
β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με», ΚΔ
γ. «δέει τῶν Κερκυραίων μὴ κωλύωνται ὑπ' αὐτῶν κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι» Θουκ.
δ. «ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ μί' οὖσα πάντα κωλύσει τάδε», Ευρ.)
αρχ.
1. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον
2. διαμαρτύρομαι («ἔστι δὲ τοῦ κωλύοντος ἐν τοῖς δημάρχοις τὸ κράτος», Πλούτ.)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κωλῡον
το εμπόδιο
4. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κεκωλυμένον
το απαγορευμένο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κῶλος
«πάσσαλος» + -ύω (πρβλ. λύω), ενώ κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. κολούω «περικόπτω, βραχύνω».
ΠΑΡ. κώλυμα, κώλυσις
αρχ.
κωλύμη, κωλυτήρ, κωλυτής, κωλυτός
αρχ.-μσν.
κωλυτικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωλυσιεργός
αρχ.
κωλυσανέμας, κωλυσάνεμος, κωλυσίδειπνος, κωλοσιδρόμης
νεοελλ.
κωλυσιδρομία. (Β' συνθετικό) διακωλύω
αρχ.
αντικωλύω, αποκωλύω, επικωλύω, κατακωλύω, συγκωλύω
νεοελλ.
παρακωλύω].

Greek Monotonic

κωλύω: [ῠ], μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐκώλῡσα, παρακ. κεκώλυκα — Παθ., μέλ. κωλῡθήσομαι και στον Μέσ. τύπο κωλύσομαι· αόρ. αʹ ἐκωλύθην [ῡ], παρακ. κεκώλῡμαι· εμποδίζω, σταματώ, απαγορεύω·
1. με αιτ. και απαρ., εμποδίζω ή κωλύω κάποιον από το να κάνει, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., εμποδίζομαι, τοῦ ὕδατος πιεῖν, από το να πιει νερό, σε Πλάτ.· κωλυόμεσθα μὴ μαθεῖν, σε Ευρ.· σπανίως με μτχ., μὴ κωλύωνται περαιούμενοι, σε Θουκ.
2. με γεν. πράγμ., κ. τινά τινος, εμποδίζω κάποιον από το να κάνει, σε Ξεν.· ομοίως, κ. τινὰ ἀπό τινος, στον ίδ.
3. με αιτ. πράγμ., εμποδίζω, αποτρέπω, κωλύω, κωλυσιεργώ, σε Ευρ., Θουκ. — Παθ., μηδὲ δαπάνῃ κεκωλύσθω, και ας μην υπάρχει κανένα εμπόδιο λόγω δαπανών, σε Θουκ.
4. απόλ., ὁ κωλύσων, αυτός που εμποδίζει, σε Σοφ.· τὸ κωλῦον, εμπόδιο, κώλυμα, σε Ξεν.
5. συχνά στο γʹ πρόσ., οὐδὲν κωλύει, δεν υπάρχει τίποτα να εμποδίσει, με αιτ. και απαρ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· οὐδὲν κωλύει, απόλ. ως μορφή συγκατάθεσης, τίποτα δεν εμποδίζει, ας γίνει, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλύω beletten, verhinderen, met acc.:; ἡ δ ’ ἐμὴ ψυχὴ μί ’ οὖσα πάντα κωλύσει τάδε; zal mijn leven in z’n eentje dat allemaal verhinderen? Eur. IA 1390; abs. ptc. subst.:; οὐδ ’ ὁ κωλύσων παρῆν er was niemand om het te stoppen Soph. Ant. 261; τὸ κωλῦον de hinderpaal Xen. An. 4.5.20; onpers. in vraag τί γὰρ κωλύει; wat is dan het probleem?; in antw. οὐδὲν κ. geen probleem!; onpers. met inf. οὐδὲν κωλύει niets belet dat..., niets staat in de weg dat....: οὐθὲν κωλύει ἐλευθεριώτερον εἶναι τὸν τὰ ἐλάττω διδόντα niets belet dat degene die minder geeft vrijgeviger is Aristot. EN 1120b9. iem. van iets weerhouden, met acc. en gen.:; ὅτι... κωλύσειε τοῦ καίειν ἐπιόντας dat hij de naderende vijand het brandstichten zou beletten Xen. An. 1.6.2; met dubbele acc.:; ἔστιν τις ἔστιν ὅς σε κωλύσει τὸ δρᾶν er is werkelijk iemand die u deze actie zal beletten Soph. Ph. 1241; met acc. en inf.:; ὡς κωλύσοντες αὐτοὺς περαιτέρω προελθεῖν om hen te verhinderen verder te gaan Isocr. 4.90; met ptc.:; μὴ κωλύωνται ὑπ ’ αὐτῶν κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι uit vrees dat zij door hen bij hun oversteek onderschept zouden worden Thuc. 1.26.2; ook met μή en inf., of ὥστε μή en inf.; met acc. en ἀπό + gen.: iemand iets weigeren:. ἀπὸ τοῦ αἴροντός σου τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν χιτῶνα ( sc. αἴρειν ) μὴ κωλύσῃς weiger niet ook uw hemd aan degeen die u van uw jas berooft NT Luc. 6.29. in de weg staan, met dat.: οὔτε γὰρ ἐκεῖνο κωλύει ταῖς σπονδαῖς οὔτε τόδε noch het ene noch het andere staat het vredesverdrag in de weg Thuc. 1.144.2.

Russian (Dvoretsky)

κωλύω: (ῡ перед согласными и большей частью перед гласными)
1) (тж. κ. δρᾶν Soph.) мешать, препятствовать, не давать (τινά τινος или ἀπό τινος Xen. и τινά τι Soph.; ποιεῖν τι Her. и τοῦ ποιεῖν τι Her.): κωλῦσαί σε δεῖ μὴ πρὸς ἀλλήλοιν θανεῖν Eur. ты должна помешать (твоим братьям) убить друг друга; εἰ κωλυόμεσθα (pl. = sing.) μὴ μαθεῖνβούλομαι Eur. если мне запрещается узнать то, что я хочу; μηδὲ χρυσοῦ δαπάνῃ κεκωλύσθω, μηδὲ στρατιᾶς πλήθει Thuc. пусть не останавливают тебя ни расход золота, ни численность войска; μὴ τὸ σὸν κωλυέτω Eur. пусть твое присутствие не будет (мне) помехой; τί κωλύει ἡμᾶς; Plat. что нам мешает?; οὐ γὰρ ἐκεῖνο κωλύει οὔτε τόδε Thuc. ведь ни то, ни другое препятствием не является;
2) запрещать (τινὰ τοῦ ποιεῖν τι Xen.);
3) возражать, противоречить (οἱ μὲν ἐκέλευον, οἱ δὲ ἐκώλυον Xen.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: hinder, prevent (Sapph., Pi., IA.).
Other forms: κωλῦσαι.
Compounds: also with prefix, e.g. δια-, κατα-, ἀπο-.
Derivatives: κώλυμα obstacle (IA.) with κωλυμάτιον catch, clutch in a machine (Hero); κωλύμη (Th.; cf. Chantraine Formation 150), κώλύσις hindering (Pl., Arist.); κωλυτήρ (Archyt.), -τής (IA.) who hinders wit κωλυτήριος (D. H.), κωλυτικός (X., Arist., hell.) hindering.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not well explained. Hypothesis by WP. 2, 591 (after Meillet) : prop. "fasten with a pin", of animals, to hinder their freedom of movement, from *κῶλος wooden pin (: Lith. kuõlas pole) with ending after λύω; doubtful. By others (Meillet MSL 16, 244, Fraenkel Mél. Bq 1, 357) connected with κολούω mutilate.

Middle Liddell


to let, hinder, check, prevent:
1. c. acc. et inf. to hinder or prevent one from doing, Hdt., Soph., etc.; with a negative added, κ. τινὰ μὴ θανεῖν Eur., etc.:—Pass. to be hindered, τοῦ ὕδατος πιεῖν from drinking of the water, Plat.; κωλυόμεσθα μὴ μαθεῖν Eur.; rarely with part., μὴ κωλύωνται περαιούμενοι Thuc.
2. c. gen. rei, κ. τινά τινος to let or hinder one from a thing, Xen.; so, κ. τινα ἀπό τινος Xen.
3. c. acc. rei, to hinder, prevent, impede, Eur., Thuc.:—Pass., μηδὲ δαπάνηι κεκωλύσθω and let there be no hindrance by reason of expense, Thuc.
4. absol., ὁ κωλύσων one to hinder, Soph.; τὸ κωλῦον a hindrance, Xen.
5. often in 3 pers., οὐδὲν κωλύει there is nothing to hinder, c. acc. et inf., Hdt., Ar.:— οὐδὲν κωλύει, absol., as a form of assent, nothing hinders, be it so, Ar.

Frisk Etymology German

κωλύω: {kōlúō}
Forms: κωλῦσαι,
Grammar: v.
Meaning: hemmen, hindern, verhindern (Sapph., Pi., ion. att.).
Composita : auch mit Präfix, z.B. δια-, κατα-, ἀπο-,
Derivative: Davon κώλυμα Hindernis (ion. att.) mit κωλυμάτιον Haken (Hero); κωλύμη (Th.; vgl. Chantraine Formation 150), κώλύσις das Verhindern (Pl., Arist. usw.); κωλυτήρ (Archyt. u.a.), -τής (ion. att.) der Hemmende mit κωλυτήριος (D. H. u. a.), κωλυτικός (X., Arist., hell.) hinderlich.
Etymology : Nicht überzeugend erklärt. Hypothese von WP. 2, 591 (nach Meillet) : eig. "anpflöcken", von Tieren, um sie in ihrer Bewegungsfreiheit zu hindern, von *κῶλος Pflock ( : lit. kuõlas Pfahl) mit Ausgang nach λύω. Von anderen (Meillet MSL 16, 244, Fraenkel Mél. Bq 1, 357) zu κολούω verstümmeln gezogen.
Page 2,61

Chinese

原文音譯:kwlÚw 可呂哦
詞類次數:動詞(23)
原文字根:禁止 相當於: (כָּלָא‎ / כָּלָה‎) (מָנַע‎) (שׁוּב‎)
字義溯源:阻止,攔阻,阻隔,阻擋,妨礙,防止,禁止,停止,制止,不許,不准;源自(κολάζω)=減縮,懲戒);而 (κολάζω)出自(κολοβόω)Y*=阻礙)。參讀 (ἀνακόπτω)同義字
出現次數:總共(23);太(1);可(3);路(6);徒(6);羅(1);林前(1);帖前(1);提前(1);來(1);彼後(1);約叄(1)
譯字彙編
1) 禁止(7) 太19:14; 可10:14; 路9:50; 路18:16; 路23:2; 徒10:47; 約叄1:10;
2) 攔阻(4) 路6:29; 徒11:17; 徒24:23; 彼後2:16;
3) 要禁止(2) 可9:39; 林前14:39;
4) 攔阻了(1) 來7:23;
5) 我們⋯禁止了(1) 可9:38;
6) 他們既⋯禁止(1) 徒16:6;
7) 他們禁止(1) 提前4:3;
8) 我們⋯禁止(1) 路9:49;
9) 被阻隔(1) 羅1:13;
10) 阻擋(1) 路11:52;
11) 能攔阻(1) 徒8:36;
12) 不准(1) 徒27:43;
13) 他們不許(1) 帖前2:16

English (Woodhouse)

prevent

⇢ Look up "κωλύω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)