ἥμισυς: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=μισός). Ἀπό τό ἀχώριστο πρῶτο συνθετικό ἡμι + τυς.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἡμισεύω]], [[ἡμίσευμα]], καί τό [[σύνθετο]]: [[ἡμίονος]] (=μουλάρι).
|mantxt=(=[[μισός]]). Ἀπό τό ἀχώριστο πρῶτο συνθετικό ἡμι + τυς.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἡμισεύω]], [[ἡμίσευμα]], καί τό [[σύνθετο]]: [[ἡμίονος]] (=[[μουλάρι]]).
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥμῐσυς Medium diacritics: ἥμισυς Low diacritics: ήμισυς Capitals: ΗΜΙΣΥΣ
Transliteration A: hḗmisys Transliteration B: hēmisys Transliteration C: imisys Beta Code: h(/misus

English (LSJ)

εια, υ, gen. A ἡμίσεος Hdt.2.126, Th.2.78,4.83, X.Oec.18.8, Pl.Smp.205e, IG22.1612.267, D.23.213, etc. (ἡμίσεως is sometimes a v.l., as in Th. ll. cc., and is found in later writers, as Dsc.2.70); also as fem., Th.4.104; later contr. ἡμίσους D.H.4.17, Plu.Mar.34, etc. (as fem., LXX 3 Ki.16.9): nom. and acc. pl. masc., Ion. ἡμίσεες, -εας, Il. 21.7, Hdt.9.51, Att. ἡμίσεις Th.3.20, Pl.Tht.154c (ἡμίσεας is preferred by Phryn.PSp.73B.): neut. pl. ἡμίσεα Th.4.16, Pl.R.438c, later ἡμίση D.36.36 (cod. S), al., IG22.1678.23, Thphr.Char.30.16, IG12 (5).872.107 (Tenos), SIG2588.4(Delos, ii B.C.), etc.: Ion. fem. ἡμίσεᾰ Hdt.5.111 (hyperion. -σέη Luc.Syr.D.14), acc. pl. -έας Hdt.8.27, also acc. sg. ἡμίσεαν IG2.1055.16, 1059.14, gen. ἡμισέας Pl.Men.83c: ἥμυσυς (assim.), Rev.Phil.54.192 (Erythrae, v B.C.), IG22.43A45 (iv B.C.), PEleph.20.40(iv B.C.), IG11(2).161A23(Delos, iii B.C.), UPZ 54.6(ii B.C.), etc.: neut. ἥμισον, τό, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.), SIG1011.7 (Chalcedon, iii/ii B.C.), ib.671 A13 (Delph., ii B.C.), BGU 183.41 (i A.D.): pl. ἥμισα SIG56.7 (Argos, v B.C.); also ἥμισσον, τό, ib.306.14 (Arc., iv B.C.), 1009.20 (Ephesus, iii/ii B.C.): pl. ἥμισσα ib. 240P (Delph., iv B.C.): acc. pl. τοὺς ἡμίσους Not.Arch.4.20 (Cyrene, Aug.):—half, I as adjective, ἡμίσεες λαοί half the people, ἡ. δ' ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο . . ἡ. δ' ἀναβάντες ἐλαύνομεν Od.3.155 sq., cf. Il.21.7 (elsewhere Hom. uses only neut. ἥμισυ as substantive (v. infr. ΙΙ)); τοὺς ἡμίσεας ἀποστέλλειν Hdt.9.51, cf. Th.3.20, X.Cyr.2.16, etc.; ἥμισυς λόγος half the tale, A.Eu.428 (λόγου cod. Med.); τὸ ἥμισυ τεῖχος Th.2.78; ὁ ἥ. ἀριθμός Pl.Lg.946a: c. gen., like a Comp., τὸ ὕψος ἥμισυ ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο half of what he intended, Th.1.93: metaph., οὐδ' ἂν ἥμισυς ἑαυτοῦ γένοιτο πρὸς ἀρετήν Pl.Lg.647d (οὐ δι' ἥμισυν stands for οὐ διήμ. 'half-and-half', ib.806c). 2 in Prose also with the Subst. in gen. and giving its gender and number to ἥμισυς, τῶν νήσων τὰς ἡμισέας Hdt.2.10; τῶν ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα Id.6.23; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν half of the ships, Th.8.8; οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων X.Cyr.4.5.4; ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Pl.Phd.104a; τοῦ χρόνου D.20.8: abs., οἱ ἡ. half of them, Th.3.20. II as substantive in neut., ἥ. τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς, Il.9.616, 17.231, Od.17.322; τὸ μὲν... τὸ δ' ἥ. Il.13.565; πλέον ἥ. παντός Hes.Op.40, Pl.R.466c; ὑπὲρ ἥ. πάντων X.Cyr.3.3.47; ἥ. οὗ δεῖ Pl.Phd.77c, etc.; ἐν ἡμίσει τῆς νυκτός at midnight, LXX Jd.16.3: usually c. Art., τὸ ἥ. τοῦ στρατοῦ Th.4.83, etc.; also τὤμισυ Hes.Op.559, Schwyzer701 (Erythrae, v B.C.); θἤμισυ Ar.Lys.116: indecl., ἀπὸ τοῦ ἥ. LXX Ex.30.15; τῷ ἥ. φυλῆς ib.Nu.32.33: pl., τῆς χορείας τὰ ἡμίσεα Pl.Lg.672e; ἄρτων ἡμίσεα X.An.1.9.26; ῥαφανίδων τὰ ἡ. Thphr.l.c.: after Numerals, ἐν δυοῖν καὶ ἡμίσει ἡμέρας IG22.1673.73; δεκατεττάρων καὶ ἡμίσους Str.2.5.39; μνῶν . . δώδεκα καὶ ἡμίσους D.H.4.17; τετραποδίαν μίαν καὶ ἥμισυ IG 12.373.28; without καί, μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους Plu.Mar.34: indecl., τριῶν ἥμισυ σταδίων Str.8.6.21, cf. PTeb.110.5 (i B.C.), Plu.Cat.Mi. 44, etc.: as adverb, ἥ. μὲν νύμφην... ἥ. δ' αὖτε ὄφιν Hes.Th.298, cf. Pi.N.10.87: so in plural, τὰ μὲν ἡμίσεα φιλόπονος, τὰ δὲ ἡ. ἄπονος Pl.R. 535d: with Preps., οὐδ' εἰς ἥ. not half, Ar.Th.452: regul. Adv. ἡμισέως half-done, Pl.R.601c. b ἥμισυ, τό,= ἡμίεκτον, Hsch. 2 fem., ἡ ἡμίσεια (sc. μοῖρα), τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Th.5.31; ἡ ἡ. τοῦ τιμήματος Pl.Lg.956d; οὐ γὰρ ἐφ' ἡμισείᾳ χρηστὸν εἶναι δεῖ by halves, D. 19.277; ἐξ ἡμισείας Luc.Cat.1, Artem.1.26, S.E.M.10.145. (ἡμισυ- fr. ἡμιτυ-, ἡμισσο- fr. ἡμιτϝο-, cf. ἡμίτεια, ἡμιτύεκτον; enlarged fr. ἡμι-.)

German (Pape)

[Seite 1170] εια, υ, ion. fem. ἡμισέη u. ἡμισέα, was sich vielleicht auch bei den Att. findet, Inscr. 103; – gen. ἡμίσεος, Her. 2, 126; so Plat. Charm. 168 c Conv. 205 a, mit der v.l. ἡμίσεως Tim. 56 e; vgl. Lob. zu Phryn. 247; Sp. zsgzgn ἡμίσους, auch ἡμίσεως, wie D. Hal. 4, 17; Plut. Mar. 34; – plur. neutr. nach den Atticisten nur ἡμίσεα; ἡμίση findet sich Ael. V. H. 6, 1 Theophr. char. 11 Ath. XII, 534 f; gen. ἡμίσεων, Od. 24, 463; vgl. Butim. gr. Gr. II p. 409; – halb, zur Hälfte; bei Hom. im plur. adj., ἡμίσεες λαοί, Il. 21, 7 Od. 3, 155, im sing. gew. ἥμισύ τινος, substantivisch, z. B. τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς, Il. 9, 612. 17, 231 Od. 17, 322; – ἥμισυ μὲν – ἥμισυ δέ, Pind. N. 10, 87; vgl. Hes. Th. 298. – Adj., λόγος Aesch. Eum. 428; τεῖχος, Thuc. 2, 78; ἀριθμός Plat. Legg. XII, 946 a; μέρος Soph. 223 d. – Subst., οἱ ἡμίσεες τοῦ στρατοῦ Her. 9, 51; vgl. Thuc. 3, 20; Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Cyr. 2, 1, 6; seltener im sing. masc., ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Plat. Phaed. 104 a; τὸν ἥμισυν τοῦ χρόνου Dem. Lept. 8, wo Wolf zu vergleichen; bes. im neutr. τὸ ἥμισυ, Il. 13, 565, die Hälfte; τοῦ στρατοῦ Thuc. 3, 83; τοῦ βλάβους Plat. Legg. VI, 767 e; τοῦ χρόνου Xen. Cyr. 3, 3, 47 (Sp. auch μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους, um 7½ Myriaden, d. i. 75000, Plut. Mar. 34; vgl. Cat. min. 44; Strab. VIII, 379; δυοῖν δραχμῶν καὶ ἡμίσο υς, um drittehalb Drachmen, Ath. VI, 274 c); im plur., τὰ ἡμίσεα τῆς χορείας Plat. Legg. II, 672 c; ἄρτων Xen. An. 1, 9, 26, wofür τοὺς ἡμίσεις τῶν ἄρτων Cyr. 4, 5, 4 steht; – ἡ ἡμίσεια, die Hälfte, Thuc. 5, 31; Xen. Cyr. 1, 2, 9; τοῦ τιμήματος Plat. Legg. XII, 956 d; Sp., wie D. Hal. 4, 25; – ἐφ' ἡμισείᾳ, zur Hälfte, Dem. 19, 277. -Adv. ἡμισέως, zur Hälfte, Plat. Rep. X, 601 c. – Übertr., wie bei uns, τέλεον καὶ οὐδ' ἥμισυν δεῖν τὸν νομοθέτην εἶναι Plat. Legg. VII, 806 c.

French (Bailly abrégé)

εια, υ ; gén. εος, par contr. réc. -ους;
I. demi, qui forme la moitié ; ἡμίσεες IL la moitié des Troyens ; τὸ ἥμισυ τεῖχος THC la moitié du rempart ; subst. avec le gén. οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων XÉN la moitié des pains ; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν THC la moitié des navires ; τῶν ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα HDT la moitié des esclaves ; au sg.ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ PLAT la moitié du nombre ; ἡ ἡμίσεια τῆς γῆς THC la moitié de la terre;
II. subst. 1ἡμίσεια (μοῖρα) la moitié;
2 τὸ ἥμισυ (μέρος) la moitié ; τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ THC la moitié de l'armée ; μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους PLUT de sept myriades et demie;
3 τὰ ἡμίσεα ou ἡμίσεα XÉN la moitié.
Étymologie: ἡμι-, cf. lat. semi-.

Russian (Dvoretsky)

ἥμισυς: ἡμίσεια, ἥμισυ, дор. ἅμισυς (ᾱ) составляющий половину, половинный (ἀριθμός Plat.; χρόνος Arst.): ἡμίσεες ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο Hom. половина (троянцев) была отброшена к реке; τοὺς ἡμισέας τοῦ στρατοπέδου ἀποστέλλειν πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα Her. отправить половину войска в Киферон; τὸ ἥμισυ τεῖχος Thuc. половина (крепостной) стены; преимущ. в именит. пад., но в роде и числе существительного, к которому относится: ὁ ἡ. τοῦ ἀριθμοῦ Plat. половина числа; οἱ ἡμίσεις, τῶν ἄρτων Xen. половина хлебов; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν Thuc. половина кораблей; ἡ ἀρχὴ ἥμισυ παντός погов. Arst. начало - половина всего (дела).

Greek (Liddell-Scott)

ἥμῐσυς: -εια, υ γεν, ἡμίσεος, Ἡρόδ. 2. 126, Θουκ. 2. 78., 4. 83, Πλάτ., κλ. (οὕτω καὶ ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ), Ξεν. Οἰκ. 18, 8· παρὰ μεταγεν. συνῃρ. ἡμίσους, Διον. Ἁλ. 4. 17, Πλούτ., κλ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἀρσ. Ἰων. ἡμίσεες, -εας, Ἀττ. συνῃρ. ἡμίσεις· ἀλλὰ τὸ ἡμίσεας εὕρηται ἐν ἱκανοῖς χειρογρ. τοῦ Θουκ. 8. 64, καὶ προτιμᾶται ὑπὸ τοῦ Φρυν. ἐν Α. Β. 41· - οὑδ. πλήθ. ἡμίσεα, παρὰ μεταγενεστ. Ἀττικοῖς ἡμίση, ἴδε Δινδ. Δημ. προοιμ. ΧΙ· - τὸ Ἰων. θηλ. ἡμισέα. (Περί τῆς ῤίζης ἴδε ἡμι-). Ἥμισυς, «μισός», Λατ. semis, ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίθετον καὶ ὡς οὐσιαστικόν: 1) ὡς ἐπίθετον, ἡμίσεες λαοί, οἱ ἡμίσεις ἄνθρωποι, Ἰλ. Φ. 7· ἡμ, δ’ ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο... ἡμ. δ’ ἀναβάντες έλαύνομεν Ὀδ. Γ. 155 κἑξ. (ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸ οὐδ. ἥμισυ ὡς οὑσιαστ., ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τούς ἡμίσεας ἀποστέλλειν Ἠρόδ. 9. 51, πρβλ. Θουκ. 3. 20, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 6, κτλ· ἥμισυς λόγος, τὸ ἥμισυ τῆς διηγήσεως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 428· τὸ ἥμισυ τεῖχος Θουκ. 2. 78· ὁ ἥμ. ἀριθμός Πλάτ. Νόμ. 946Α· - μετὰ γεν. ὡς συγκρ., τὸ τεῖχος ἥμισυ ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο, ἥμισυ ἐκείνου, ὅπερ εἶχε κατὰ νοῦν. Θουκ. 1. 93· - μεταφ., τέλεον καὶ οὐδ’ ἥμισυν δεῖ τὸν νομοθέτην εἶναι, καὶ οὐχὶ «μισός» ἐν τοῖς νομεθετήμασι, Πλάτ. Νόμ. 806C, προβ. 674D. 2) παρὰ πεζοῖς ὡσαύτως μετὰ τοῦ οὐσιαστ. κατὰ γεν., οὗτὸ γένος καὶ τὸν ἀριθμὸν λαμβάνει τὸ ἐπίθετον ἥμισυς· τῶν νήσων τὰς ἡμισέας Ἡρόδ. 2. 10, τῶν ἀνδραπόδων τὰ ἡμίσεα ὁ αὐτ. 6. 23· ἐπί τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Θουκ. 5. 31· αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν, «τὰ μισὰ πλοῖα», τὸ ἥμισυ τῶν πλοίων, ὁ αὐτ. 8. 8· οἱ ἡμίσεις τῶν ἄρτων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Πλάτ. Φαίδων. 104Α· τοῦ χρόνου Δημ. 459. 14· παραλειπομένης τῆς γεν., οἱ ἡμ., τὸ ἥμισυ αὐτῶν, Θουκ. 3. 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) οὐδ. οὐσιαστ. ἥμισυ, τὸ ἥμισυ τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς Ἰλ. Ι. 616, Ρ. 231, Ὀδ. Ρ. 322· τὸ μὲν..., τὸ δ’ ἥμισυ Ἰλ. Ν. 565· πλέον ἥμισυ παντὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 40, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 466D· ὑπὲρ ἥμισυ πάντων Ξεν. Κύρ. 3. 3, 47· ἥμισυ οὗ δεῖ Πλάτ. Φαίδων 77C, κτλ.· ἀλλὰ συνήθ. μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ ἥμ. τοῦ στρατοῦ Θουκ. 4. 83, οὕτω Πλάτ. κλπ.· ὡσαύτως, θὤμισυ (δηλ. τὸ ἥμισυ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557· θἤμισυ Ἀριστοφ. Λυσ. 116· - ἐν τῷ πληθ., τὰ ἡμίσεα τῆς χορείας Πλάτ. Νόμ. 672Ε· ἄρτων ἡμίσεα Ξεν. Ἀν. 1. 9. 26 - ἐν χρήσει μετὰ τὰ ἀριθμητ., δεκατεττάρων καὶ ἡμίσους Στράβ. 134· μνῶν... δώδεκα καὶ ἡμίσους Διον. Ἁλ. 4. 17· καὶ ἄνευ τοῦ καὶ μυριάδων ἑπτὰ ἡμίσους Πλούτ. Μαρ. 34· ὡσαύτως, τριῶν ἥμισυ σταδίων Στράβ. 379, πρβλ. Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 44· - ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., ἥμισυ μέν νύμφην... ἥμισυ δ’ αὖτε ὄφιν Ἡσ. Θ. 298, πρβλ. Πίνδ. Ν. 10. 163, 165· καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ μὲν ἡμίσεα φιλόπονος, τὰ δὲ ἡμίσεα ἄπονος Πλάτ. Πολ. 535D· - μετὰ προθ., οὐδ’ εἰς ἥμισυ, οὔτε τὸ ἥμισυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 452· ἐφ’ ἡμίσεος, κατὰ το ἥμισυ τελειωμένος, Πλάτ. Πολ. 601C (κοινῶς ἡμισέως ὡς ἐπίρρ.). 2) ὡς θηλ. ἡ ἡμίσεια (ἐνν. μοῖρα), τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς Θουκ. 5. 31· τοῦ τιμήματος, Πλάτ. Νόμ. 956D· ἐφ’ ἡμισείᾳ, μέχρι τοῦ ἡμίσεος, Δημ. 430. 8· ἐξ ἡμισείας Λουκ., κτλ. Ἐν ταῖς Ἀττ. Ἐπιγρ. εὕρηται καὶ ἥμυσυς καὶ θηλ. ἡμίσεα, Meisterh 28, 5., 150. 12.

English (Autenrieth)

σεια, συ: half; sing. only neut. as subst., Il. 6.193, Il. 9.579, 580; pl., ἡμίσεες λᾶοί, Φ, Od. 3.155, 157; gen. ἡμίσεων πλείους, Od. 24.464.

English (Thayer)

ἡμίσεια, ἥμισυ; genitive ἡμίσους (Sept. ἡμισεος which is more common in the earlier and more elegant Greek writings (from Herodotus down)); neuter plural ἡμίση, R G, a form in use from Theophrastus down, for the earlier ἡμισεα adopted by Lachmann (cf. Passow (also Liddell and Scott), under the word; Winer's Grammar, § 9,2d.; ἡμίσεια in T Tr (ἡμίσιά WH) seems due to a corruption of the copyists, see Stephanus Thesaurus iv., p. 170; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 248; Alex. Alexander Buttmann (1873) in Studien und Kritiken for 1862, p. 194 f; (N. T. Gram. 14 (13); Tdf. Proleg., p. 118; but especially WH s Appendix, p. 158)); the Sept. for מַחֲצִית, much more often חֲצִי; half; it takes the gender and number of the annexed substantive (where τό ἥμισυ might have been expected): τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων, ὁ ἥμισυς τοῦ βίου, οἱ ἡμίσεις τῶν ἱππέων, see Passow, under the word; (Liddell and Scott, under the word, L 2; Kühner, § 405,5c.); τάς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων, τό ἥμισυ, substantively, the half; without the article a half: ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου (ἥμισυ καιροῦ, καί ἥμισυ is added to cardinal numbers even where they are connected with masculine and feminine substantives, as τρεῖς ἡμέρας καί ἥμισυ, three days and a half, ὀψώνειν δυοιν δραχμων καί ἡμίσους, Ath. 6, p. 274c.; δύο or ἑνός πήχεων καί ἡμίσους, Alex.)); with καί omitted: Tdf. edition 7 (μυριάδων ἑπτά ἡμίσους, Plutarch, Mark 34).

Greek Monolingual

-εια, -υ και μισός, -ή, -ό (AM ἥμισυς, -εια, -υ, Μ και ἥμισος, -η, -ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, -εια, -α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα)
1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός
2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ
το ένα δεύτερο ενός ποσού ή μεγέθους
νεοελλ.
φρ. α) «εξ ημισείας» — μισά μισά, από μισά ο καθένας
β) «το τρυφερό ήμισυ» — η σύζυγος
γ) «το έτερον ήμισυ» — ο ένας από τους συζύγους
αρχ.
1. μτφ. ο μη πλήρης, ο μη άρτιος («τέλεον και οὐδ' ἥμισυν δεῖ τὸν νομοθέτην εἶναι», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἥμισυ και τὰ ἡμίσεα
μισά, κατά το ήμισυ
3. (το θηλ. ως ουδ.) ἡ ἡμίσεια (ενν. μοῑρα)
το μισό μέρος («τῇ ἡμισείᾳ τῆς γῆς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- (< sēm (i)
βλ. ημι-) + -συς (< -τυς, με συριστικοποίηση
το -τυς μαρτυρείται στον κρητικό τ. ημι-τύ-εκτον). Ο τ. ήμυ-συς (με -υ-), που μαρτυρείται σε επιγραφή του 5ου αιώνα, είναι προϊόν προληπτικής αφομοιώσεως, το δε αρκαδικό ήμισσον (με -σσ-) προήλθε από -τFον
παραμένει ανερμήνευτο το αι- στο λεσβιακό αίμισυς. Ο τ. ήμισυς πρέπει να ήταν ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως επίθ. Στη ΝΕ χρησιμοποιείται συχνότερα το μισός, που προήλθε από το ήμισυς
το τελευταίο στη μσν. εποχή έλαβε καταλήξεις αναλογικά προς τα επίθετα σε -ος (ο ήμισ-ος, του ημίσ-ου κ.λπ.), πράγμα που οδήγησε στον καταβιβασμό του τόνου (ήμισος > ημισός) κατά τα απλός, μονός, διπλός. Έτσι, το άτονο πια αρχικό η- της λ. σιγήθηκε.
ΠΑΡ. αρχ. ημίνα, ημισ(ε)ιάζω
αρχ.-μσν.
ημισεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ημισύδουλος, ημισύθλαστος, ημισυμερίτης, ημισύπηχυς, ημισύτριτον, ημισυχοίνιξ, ημισύχοιρος
(Β' συνθετικό) αρχ. διήμισυς, εφήμισυς, πεταπλασιεφήμισυς, τετραπλασιεφήμισυς, τριπλασιεφήμισυς, υπερήμισυς].

Greek Monotonic

ἥμῐσυς: -εια, -υ, γεν. ἡμίσεος, ονομ. και αιτ. πληθ. αρσ. Ιων. ἡμίσεες, -εας, Αττ. συνηρ. -εις, ουδ. πληθ. ἡμίσεα, συνηρ. , Ιων. θηλ. ἡμισέα, γεν. -έας, δοτ. -έᾳ, κ.λπ.· (ἡμι-), μισός, Λατ. semis, χρησιμ. και ως επίθ. και ως ουσ.
I. ως επίθ., ἡμίσεες λαοί, οι μισοί άνθρωποι, σε Όμηρ.· ἥμισυς λόγος, το ήμισυ της διήγησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., ως συγκρ., ἥμισυ οὗ διενοεῖτο, τα μισά από όσα σκόπευε, είχε κατά νου, σε Θουκ.· επίσης με ουσ. στη γεν.· τῶν νήσων τὰς ἡμισέας, τα μισά νησιά, σε Ηρόδ.· αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν, σε Θουκ.· ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ, σε Πλάτ.
II. ως ουσ.,
1. ἥμισυ τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς, σε Όμηρ.· πλέον ἥμισυ παντός, σε Ησίοδ.· συχνότερα και με άρθρο· τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης στον πληθ., ἄρτων ἡμίσεα, σε Ξεν.
2. ως θηλ., ἡ ἡμίσεια τοῦ τιμήματος, σε Πλάτ.· ἐφ' ἡμισείᾳ, μέχρι το μισό, σε Δημ.

Middle Liddell

ἡμι-
half, Lat. semis, used both as adj. and Subst.:
I. as adj., ἡμίσεες λαοί half the people, Hom.; ἥμισυς λόγος half the tale, Aesch., etc.;—c. gen., like a comp., ἥμισυ οὗ διενοεῖτο half of what he intended, Thuc.:— also with its Subst. in gen., τῶν νήσων τὰς ἡμίσεας half of the islands, Hdt.; αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν Thuc.; ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ Plat.
II. as substantive,
1. neut., ἥμισυ τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς Hom.; πλέον ἥμισυ παντός, Hes.; mostly with Art., τὸ ἡμ. τοῦ στρατοῦ Thuc., etc.;—also in plural, ἄρτων ἡμίσεα Xen.
2. fem., ἡ ἡμ. τοῦ τιμήματος Plat.; ἐφ' ἡμισείᾳ up to one half, Dem.

Chinese

原文音譯:¼misu 赫米需
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:半-相等
字義溯源:一半*,半;類似(ἅμα)=同時的*),有關於分割的
同源字:1) (ἡμιθανής)半死的 2) (ἥμισυς)一半 3) (ἡμιώριον / ἡμίωρος)半小時
出現次數:總共(5);可(1);路(1);啓(3)
譯字彙編
1) 半(3) 啓11:9; 啓11:11; 啓12:14;
2) 一半(2) 可6:23; 路19:8

Mantoulidis Etymological

(=μισός). Ἀπό τό ἀχώριστο πρῶτο συνθετικό ἡμι + τυς.
Παράγωγα: ἡμισεύω, ἡμίσευμα, καί τό σύνθετο: ἡμίονος (=μουλάρι).