λαιμός: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gorge, gosier.<br />'''Étymologie:''' R. Λα, engloutir, absorber, dévorer. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[gorge]], [[gosier]].<br />'''Étymologie:''' R. Λα, engloutir, absorber, dévorer. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:25, 8 January 2023
English (LSJ)
(A), ὁ, throat, gullet, in Hom. always of men, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα Il.13.388; τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν… βάλεν ἰῷ Od.22.15; οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις Il.19.209; λ. ἀπαμήσειε 18.34: metaph., neck of a bottle, AP 9.232 (Phil.): also in plural, E.Ph.1092; so of animals, Id.Supp.1201, Ar.Av.1560.—Rare in early Prose, as Hp.Cord.2, but commoner later, as Luc.Nigr.16, Gal.15.656, Porph.Marc.33, Jul.Or.6.193b.
(B), ή, όν, = λαμυρός ΙΙ, Heraclit.Incred.2 (cj.), Hsch.: neuter plural as adverb, λαιμὰ βακχεύειν impudently, Men.106.
German (Pape)
[Seite 7] όν, = λαμυρός, Men., s. Mein. p. 41. 455. ὁ (λαω, vgl. λάμος), Kehle, Schlund, Gurgel, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα, Il. 13, 387, λαιμὸν ἀποτέμνειν, 18, 34, οὔπως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις, 19, 209; λαιμοὺς τεμών, Ar. Av. 1560; u. im plur., λαιμῶν ἐξάψει βρόχον, Eur. Ion 106; auch von Thieren, λαιμοὺς τρεῖς τριῶν μήλων τεμών, Suppl. 1201, wie Ap. Rh. 3, 1208; selbst von Gefäßen, λ. κύτους Philp. 58 (IX, 232). – Einzeln in sp. Prosa, wie Luc. hist. conscrib. 25 Nigr. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gorge, gosier.
Étymologie: R. Λα, engloutir, absorber, dévorer.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ο, στον πληθ. και, ετερογενώς, τα λαιμά (AM λαιμός)
1. το τμήμα του σώματος τών σπονδυλοζώων που ενώνει το κεφάλι με τους ώμους και το στήθος και του οποίου ο σκελετός σχηματίζεται από τους αυχενικούς σπονδύλους («ὁ δέ μιν φθάμενος βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα», Ομ. Ιλ.)
2. το εσωτερικό μέρος αυτού του τμήματος του σώματος, που περιλαμβάνει τμήματα από όργανα του αναπνευστικού και του πεπτικού συστήματος, όπως είναι ο λάρυγγας, ο φάρυγγας, οι αμυγδαλές (α. «μέ πονούν τα λαιμά μου» β. «οὔπως ἄν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις», Ομ. Ιλ.)
3. το στενότερο άνω τμήμα δοχείου ή φιάλης («ο λαιμός της στάμνας»)
νεοελλ.
1. το μπροστινό μέρος του λαιμού, σε αντιδιαστολή με τον τράχηλο, τον αυχένα
2. το γύρω από τον λαιμό στενό μέρος του ρούχου, το περιλαίμιο («ο λαιμός του φορέματος είναι στενός και δεν μού μπαίνει»)
3. μαθ. ο γεωμετρικός τόπος τών κεντρικών σημείων τών γενετειρών τών ευθειογενών επιφανειών, αλλ. γραμμή σύσφιγξης
4. βοτ. α) το άνω λεπτό μέρος του αρχεγονίου διά μέσου του οποίου διέρχεται το ανθηρίδιο για να φθάσει στο ωοκύτταρο
β) το μέρος του φυτού που ενώνει τη ρίζα με τον βλαστό και που, πρακτικά, αντιστοιχεί με το τμήμα που εφάπτεται στο έδαφος
5. εδαφική διαμόρφωση που μοιάζει με λαιμό («ο λαιμός της Βουλιαγμένης»)
6. το τμήμα του κορμού του κίονος που βρίσκεται κάτω από το κιονόκρανο
7. ναυτ. α) το ανώτατο τμήμα της στήλης ιστού που τή συνδέει με το επιστήλιο, κυ. κολομπίρι
β) το τμήμα του κορμού της άγκυρας από το οποίο αρχίζουν οι βραχίονες
8. φρ. α) «δεν πάει να κόψει τον λαιμό του» ή «ας κόψει τον λαιμό του» — λέγεται από εκείνον που αδιαφορεί για ό,τι πρόκειται να κάνει ή να πάθει κάποιος
β) «μέ πήρε στον λαιμό του» — έγινε αίτιος να πάθω μεγάλο κακό
γ) «μού κάθεται στον λαιμό» — μού προξενεί αντιπάθεια και αγανάκτηση
δ) «έβγαλα τον λαιμό μου να σέ φωνάζω» — σε φωνάζω τόσες ώρες ώστε βράχνιασα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τα λαιδρός, λαιός «αριστερός» ή λαμυρός, λάμια δεν φαίνεται πιθ.
ΠΑΡ. αρχ. λαιμάσσω, λαιμίζω, λαιμώσσω
(αρχ. μσν.) λαιμώ
νεοελλ.
λαιμαριά, λαιμικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαίμαργος, λαιμητόμος
αρχ.
λαιμοδακής, λαιμοπέδη λαιμόρρυτος, λαιμότμητος, λαιμοτόμας, λαιμότομος, λαιμοτόμος
νεοελλ.
λαιμόδεσμος, λαιμοδέτης, λαιμόδετος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. άλαιμος, γυμνόλαιμος, κοντόλαιμος, μακρόλαιμος, μικρόλαιμος, πονόλαιμος, χοντρόλαιμος].
(II)
λαιμός, -ή, -όν (Α)
1. λαίμαργος, αδηφάγος
2. αναιδής, αναίσχυντος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) λαιμά
με αναίδεια, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός του λαιμώ].
Greek Monotonic
λαιμός: -οῦ, ὁ, λαιμός, λαρύγγι, οισοφάγος, σε Όμηρ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λαιμός:
I ὁ
1 тж. pl. горло, глотка Hom., Eur., Arph., Luc.;
2 горлышко, шейка (κύτους Anth.).
Men. = λαμυρός.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: throat, gullet (Il.).
Compounds: As 1. member a. o. in λαιμο-τόμος who cute the throat (E.); on λαίμαργος below.
Derivatives: Denomin.: 1. λαι-μάσσω, -ττω be voracious (Ar., Herod.; Schwyzer 733) with λαίμαστρον voracious animal, carouser, as term of abuse (Herod.; cf. on ζύγαστρον); 2. λαιμώσσω id. (Nic. Al. 352 as v.l.); 3. λαιμάω id. (Hippon.); 4. λαιμάζουσιν ἐσθίουσιν ἀμέτρως H.; λαιμίζω cut the throat, slaughter (Lyc.). - Nouns: λαιμά n. pl. = λαμυρά voracious, greedy (H.; Men. 106, codd. λαῖμα, λῆμα), prob. back formation to λαιμάω, -άζω, -άσσω; λαιμώρη ἡ λαμυρίς (Theognost. Kan. 9, Suid.); cf. esp. πληθώρη (on the acc. Wackernagel - Debrunner Phil. 95, 181 f.). - A comp. that became unclear is λαίμαργος voracious, carouser (Arist., Thphr.) from *λαιμό-μαργος (cf. esp. γαστρί-μαργος), if not from λαίμαργος; s. Georgacas Glotta 36, 165.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: With λαιμός one connects λαῖτμα (s.v.), for which I see no basis; further no usable connection. - Several proposals: to λαμυρός (s. v.), λάμια, *λαμός (WP. 2, 434 with Prellwitz); to λαίειν, λαήμεναι φθέγγεσθαι H. (Bq; against this WP. 2, 377); to λαιός (Huisman KZ 71, 104; cf. s. v.). Several hypotheses on the badly attested adj. λαιμός (s. λαιμά above) by WP. l.cc., among which Solmsen KZ 44, 171 to λαιδρός (s. v.).
Middle Liddell
λαιμός, οῦ,
the throat, gullet, Hom., Eur.
Frisk Etymology German
λαιμός: {laimós}
Grammar: m.
Meaning: Kehle, Gurgel, Schlund (vorw. ep. poet. seit Il.).
Composita: Als Vorderglied u. a. in λαιμοτόμος kehlabschneidend (E. in lyr. u. a.); zu λαίμαργος unten.
Derivative: Denominativa: 1. λαιμάσσω, -ττω gefräßig sein (Ar. in lyr., Herod.; Schwyzer 733) mit λαίμαστρον gefräßiges Tier, Schlemmer, als Scheltwort (Herod.; vgl. zu ζύγαστρον); 2. λαιμώσσω ds. (Nik. Al. 352 als v.l.); 3. λαιμάω ds. (Hippon.); 4. λαιμάζουσιν· ἐσθίουσιν ἀμέτρως H.; λαιμίζω die Kehle abschneiden, schlachten (Lyk.). — Nomina: λαιμά n. pl. = λαμυρά gefräßig, lüstern (H.; Men. 106, codd. λαῖμα, λῆμα), wahrscheinlich Rückbildung zu λαιμάω, -άζω, -άσσω; λαιμώρη· ἡ λαμυρίς (Theognost. Kan. 9, Suid.); vgl. besonders πληθώρη (zum Akz. Wackernagel — Debrunner Phil. 95, 181 f.). — Ein verdunkeltes Komp. ist λαίμαργος gefräßig, Schlemmer (Arist., Thphr.) aus *λαιμόμαργος (vgl. bes. γαστρίμαργος), wenn nicht aus λαίμαργος; s. Georgacas Glotta 36, 165.
Etymology: Zu λαιμός gehört λαῖτμα (s.d.); sonst keine brauchbare Anknüpfung. — Mehrere Vorschläge: zu λαμυρός (s. d.), λάμια, *λαμός (WP. 2, 434 mit Prellwitz); zu λαίειν, λαήμεναι φθέγγεσθαι H. (Bq; dagegen WP. 2, 377); zu λαιός (Huisman KZ 71, 104; vgl. s. v.). Verschiedene Hypothesen über das schlecht bezeugte Adj. λαιμός (s. λαιμά oben) bei WP. a.aa.Oo., darunter Solmsen KZ 44, 171 zu λαιδρός (s. d.).
Page 2,72-73
English (Woodhouse)
Translations
Afrikaans: keel; Akkadian: 𒍣; Albanian: fyt, grykë; Arabic: حَلْق, حُلْقُوم; Egyptian Arabic: زور, حلق, حنجرة; Hijazi Arabic: حَلْق, زور; Armenian: կոկորդ; Asturian: gargüelu; Azerbaijani: boğaz; Bashkir: тамаҡ; Belarusian: горла; Bengali: গলা, ওলকম, হলকুম; Biatah Bidayuh: gunggong; Bikol Central: halunan; Binukid: bakeleng; Bulgarian: шия, гуша; Burmese: လည်ချောင်း; Catalan: gola; Chamicuro: nu'pijkaplejcha; Cherokee: ᎠᏴᏤᏂ; Chinese Mandarin: 嗓子, 喉嚨, 喉咙; Czech: hrdlo; Dalmatian: gaula; Danish: hals; Dutch: keel; Eastern Arrernte: ahentye; Esperanto: gorĝo; Estonian: kurk; Even: билга; Evenki: моңон; Faroese: hálsur; Finnish: kurkku; French: gorge; Friulian: gole; Galician: garganta, gorxa; Georgian: ყელი; German: Kehle; Alemannic German: Chrache; Greek: λαιμός; Ancient Greek: φάρυγξ; Hebrew: גָּרוֹן; Hindi: गला; Hungarian: torok; Icelandic: háls; Indonesian: tenggorok, tekak; Irish: scornach; Istro-Romanian: bericåtĕ; Italian: gola; Japanese: 喉; Kannada: ಗೋಣು; Kazakh: тамақ; Khmer: បំពង់ក; Korean: 멱, 멱살; Kumyk: тамакъ; Kurdish Central Kurdish: قورگ, گەروو, گەلوو; Kyrgyz: тамак, богуз, булуң; Lao: ລຳຄໍ; Latgalian: reikle, gerkle; Latin: guttur, gula; Latvian: rikle; Lithuanian: gerklė; Macedonian: грло; Malay: tekak, kerongkong; Malayalam: തൊണ്ട; Maltese: gerżuma; Manchu: ᠪᡳᠯᡥᠠ; Mongolian: хоолой; Nanai: билга; Navajo: ayaayááh; Neapolitan: cannarone; Nepali: घाँटी; Norman: gorge; Norwegian Bokmål: hals, strupe; Nynorsk: hals, strupe; Occitan: gargamèla, garganta; Okinawan: 喉; Old Church Slavonic Cyrillic: гръло; Old English: þrote; Ossetian: хъуыр; Pashto: حلق, رغندى; Persian: گلو; Polish: gardło; Portuguese: garganta; Punjabi: ਸੰਘ; Quechua: kunka; Romagnol: gôla; Romanian: gât; Russian: горло, глотка; Sanskrit: गल; Scottish Gaelic: sgòrnan; Serbo-Croatian Cyrillic: гр̏ло, гр̏к, гр̀кљан, гу̏ша; Roman: gȑlo, gȑk, gr̀kljan, gȕša; Sicilian: ula; Slovak: hrdlo; Slovene: grlo; Sorbian Lower Sorbian: gjardło; Upper Sorbian: hordło; Southern Altai: боос, тамак; Spanish: garganta; Sudovian: gurkle; Swazi: umphimbo; Swedish: hals, strupe; Tagalog: lalamunan; Tajik: гулӯ; Tamil: தொண்டை; Tatar: бугаз; Telugu: గొంతు; Thai: ลำคอ; Tibetan: སྐེ, སྐེ་མདུན, མགུལ; Tocharian B: kor, ṣankw; Turkish: boğaz; Turkmen: bogaz, damak, bokurdak, bokyrdak; Tuvan: боостаа; Ukrainian: горло; Urdu: گلا, حلق; Uyghur: تاماق; Uzbek: tomoq, halqum, boʻgʻiz, boʻgʻoz; Venetian: goła, gola; Vietnamese: cuống họng, họng; Vilamovian: gügl; Volapük: gug; Welsh: gwddf; West Frisian: kiel, strôt; White Hmong: caj pas, qhov qa; Wiradhuri: gaddai, gadhaay; Yakut: күөмэй; Zazaki: qır; Zhuang: lajhoz; Zulu: umphimbo