ἀλαζονεία: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[jactance]], [[vantardise]];<br /><b>[[NT]]</b>: [[arrogance]], orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζών]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[jactance]], [[vantardise]];<br />[[NT]]: [[arrogance]], [[orgueil]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζών]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 52: Line 52:
|trtx=Bulgarian: самохвалство; German: [[Angeberei]], [[Großspurigkeit]]; Greek: [[αλαζονεία]], [[έπαρση]], [[οίηση]], [[υπεροψία]], [[κομπορρημοσύνη]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]]; Russian: [[хвастовство]], [[бахвальство]], [[понты]]
|trtx=Bulgarian: самохвалство; German: [[Angeberei]], [[Großspurigkeit]]; Greek: [[αλαζονεία]], [[έπαρση]], [[οίηση]], [[υπεροψία]], [[κομπορρημοσύνη]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]]; Russian: [[хвастовство]], [[бахвальство]], [[понты]]
===[[boasting]]===
===[[boasting]]===
Azerbaijani: lovğalıq; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Prahlen]], [[Prahlerei]], [[Angeben]], [[Angabe]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὖγματα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κομπεία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Angeben]], [[Angabe]], [[Großprahlerei]], [[Prahlen]], [[Prahlerei]]; Greek: [[αμετροέπεια]], [[καυχησιά]], [[καυχησιολογία]], [[καύχος]], [[κομπασμός]], [[λεονταρισμοί]], [[μεγάλα λόγια]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληγορία]], [[μεγαλορρημοσύνη]], [[μεγαλοστομία]], [[μεγαλοστομίες]], [[ξιπασιά]], [[στόμφος]], [[υπερβολές]], [[φανφαρονισμός]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπεία]], [[κομπία]], [[ψολοκομπία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[τὸ μεγάλαυχον]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel
}}
}}

Latest revision as of 17:17, 23 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζονεία Medium diacritics: ἀλαζονεία Low diacritics: αλαζονεία Capitals: ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ
Transliteration A: alazoneía Transliteration B: alazoneia Transliteration C: alazoneia Beta Code: a)lazonei/a

English (LSJ)

ἡ, braggadocio, posturing, boasting, false pretension, imposture, Pl.Grg.525a, D.22.47, etc., cf. Arist.EN1127a13, Thphr.Char.23; ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra. 919: in plural, Id.Eq.290,903, Isoc.12.20; boastfulness, Procop.Pers. 1.11: metaph., ἀλαζονεία χορδῶν = the over-readiness of strings to sound, amplification of the sound the strings produce, opp. ἐξάρνησις, Pl.R.531b. [That penultimate is long appears from Ar.ll. cc., Men. 737.]

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀλαζονία Orac.Sib.8.32; ἀλαζωνεία Hdn.Epim.183
• Prosodia: [ᾰ-]
1 vanidad, fanfarronería, presunción ὑπ' ἀλαζονείας Ar.Ra.919, ὕβρις καὶ ἀ. Pl.Phdr.253e, ψεύδος καὶ ἀλαζονεία Pl.Grg.525a, τὸ τῶν χρημάτων πλῆθος ἀλαζονείαν εἶναι X.HG 7.1.38, cf. Isoc.12.20, D.22.47, Aeschin.3.101, Pl.Def.416a, Arist.EN 1127a13, VV 1251b2, Men.Fr.743, Posidipp.28.5, Thphr.Char.23.1, Luc.Nec.12, Teles 4.35, Plu.2.43b, Procop.Pers.1.11.33, Ph.2.285
op. εἰρωνεία como προσποίησις ἐπὶ τὸ μεῖζον Arist.EN 1108a21
c. gen. subjet. Πέρσου X.Ages.9.1, (Αἰτωλῶν) ἔμφυτος ἀλαζονεία Plb.4.3.1, ἀλαζονεία τῶν ὑπερηφανούντων ἑαυτούς Plb.5.33.8, ἀλαζονεία τοῦ ψηφίσματος Aeschin.3.237, ἀ. τῆς ψυχῆς LXX 4Ma.1.26, Ph.2.404, τοῦ βίου 1Ep.Io.2.16, ἐπί τινι LXX Sap.17.7, περί τοὺς βίους Plb.6.57.6
fig. ἀλαζονεία χορδῶν = fanfarronería o descaro de las cuerdas (de un instrumento musical), Pl.R.531b.
2 plu. actos de fanfarronería en la comedia νικῆσαί σ' ἀλαζονείαις Ar.Eq.903, cf. 290.

German (Pape)

[Seite 88] ἡ, das Wesen u. Betragen des ἀλαζών, Prahlerei, Betrügerei, nach Plat. Def. ἕξις προσποιητικὴ ἀγαθῶν μὴ ὑπαρχόντων; vgl. Theophr. Ch. 23; Arist. rhet. 1, 6 τὸ ἀλλότρια ἑαυτοῦ φάσκειν ἀλαζονείας; Aesch. ἀλαζονεία καὶ κόμπος τοῦ ψηφίσματος 3, 237; vgl. 101; im plur. ἀλαζονείαις χρῆσθαι Isocr. 12, 20; Plat. verb. es mit ὕβρις Phaedr. 253 e; mit ψεῦδος Gorg. 525 a; auch von Saiten, die zu stark ansprechen, ἐξάρνησις καὶ ἀλ. χορδῶν Rep. VII, 531 b; dgl. Ar. Equ. 900 Ran. 917; öfter Pol. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jactance, vantardise;
NT: arrogance, orgueil.
Étymologie: ἀλαζών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζονεία -ας, ἡ ἀλαζονεύομαι
1. oplichterij, bedrog.
2. grootspraak, opschepperij, pretentie; overdr. van het te luid klinken van de snaren van een citer.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζονεία: (ᾰλ) ἡ бахвальство, хвастливость, кичливость, заносчивость Arph., Xen., Plat., Aeschin., Arst., Men., Plut.: ταῖς ἀλαζονείαις χρῆσθαι Isocr. похваляться.

Middle Liddell

ἀλαζών
false pretension, imposture, quackery, Ar., Plat., etc.

English (Strong)

from ἀλαζών; braggadocio, i.e. (by implication) self-confidence: boasting, pride.

English (Thayer)

and ἀλαζονία (which spelling, not uncommon in later Greek, T WH adopt (see Iota)), ἀλαζονείας, ἡ (from ἀλαζονεύομαι, i. e. to act the ἀλαζών, which see);
a. in secular writings (from Aristophanes down) generally empty, braggart talk sometimes also empty display in Acts, swagger. For illustration see Xenophon, Cyril 2,2, 12; mem. 1,7; Aristotle, eth. Nic. 4,13, p. 1127, Bekker edition; (also Trench, § xxix.), b. "an insolent and empty assurance, which trusts in its own power and resources and shamefully despises and violates divine laws and human rights:" an impious and empty presumption which trusts in the stability of earthly things, (R. V. vaunting): Winer's Grammar, § 27,3; Buttmann, 77 (67))); τοῦ βίου, display in one's style of living, (R. V. vainglory), 1 John 2:16.

Greek Monolingual

η (Α ἀλαζονεία) ἀλαζονεύομαι
περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία
αρχ.
φρ. ἀλαζονεία χορδῶν
υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο).

Greek Monotonic

ἀλαζονεία: ἡ (ἀλαζών), ψευδής φιλοσοφία, αξίωση, βλέψη, εξαπάτηση, απάτη, αγυρτεία, τσαρλατανισμός, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζονεία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀλαζόνος, ψευδὴς κομπασμός, μεγαλαυχία, Ἀριστοφ. Ἱπ. 903, Πλάτ. Γοργ. 525A, κτλ., περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Θεοφρ. Χαρ. 23· ὑπ’ ἀλαζονείας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 919· κατὰ πληθ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 290, Ἰσοκρ. 237Β: - μεταφ. ἀλ. χορδῶν, ἡ ὑπέρμετρος αὐτῶν ἑτοιμότης πρὸς ἤχησιν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐξάρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Α: - ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρά, φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Μενάνδ. Ἄδηλ. 195· ἀλαζονία [ῐ]μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπ., Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 32.

Chinese

原文音譯:¢lazone⋯a 阿那索尼阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:誇傲
字義溯源:自誇,傲慢,驕傲,猖狂;源自(ἀλαζών)=自誇的),而 (ἀλαζών)出自(ἄλευρον)Y*=流浪)。這字用了兩次,描寫世俗的驕傲與猖狂
出現次數:總共(2);雅(1);約壹(1)
譯字彙編
1) 驕傲(1) 約壹2:16;
2) 猖狂(1) 雅4:16

English (Woodhouse)

boasting, deception, pretence, false pretensions

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Bulgarian: самохвалство; German: Angeberei, Großspurigkeit; Greek: αλαζονεία, έπαρση, οίηση, υπεροψία, κομπορρημοσύνη; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία; Russian: хвастовство, бахвальство, понты

boasting

Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel