μολύνω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
(25) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μολύνω]])<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]], [[σπιλώνω]], [[κηλιδώνω]], [[λερώνω]], [[βρομίζω]] («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] κάποιον ηθικά ή πνευματικά, [[εξαχρειώνω]], [[εκφαυλίζω]] («ἡ [[συνείδησις]] αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (για ιερά αντικείμενα) [[βεβηλώνω]], [[μαγαρίζω]], [[μιαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταδίδω]] ή [[εναποθέτω]] παθογόνα μικρόβια σε ζωντανό οργανισμό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως [[συνέπεια]] ερωτικής [[επαφής]]) [[μιαίνω]]<br /><b>2.</b> (για την [[ψυχή]]) αμαρτάνω<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μεμολυσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αμαρτωλός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαφθείρω]], [[ντροπιάζω]], [[ατιμάζω]] («τὸν ἄνηβον ἐν ἄνθεσι παῑδα μολύνε», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πασπαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] σε κτήνη («Κίρκην... μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους» <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κηλιδώνω]] με [[χρωστική]] ύλη («ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν, καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για [[κακό]] ύφος λόγου) [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]] («ἡμᾱς μολύνων [[οὐδέν]] τι ἀναπαύεται ὁ Μένανδρος», Φρύνιχ.)<br /><b>5.</b> [[μωλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μολύνω]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαλύνω</i>, που εμφανίζει την μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ml</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «ονομασίες χρωμάτων με σκούρους, θαμπούς τόνους -[[βρόμα]]- [[λερώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>mala</i>, <i>malavant</i>- «[[ρυπαρός]]», λιθουαν. <i>mulve</i> «[[βόρβορος]], [[λάσπη]]» και ελλ. [[μέλας]], [[μίλτος]], [[μώλωψ]]). Η λ. [[μολύνω]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ύνω</i>) και συνδέεται με το <i>Μολόεις</i> (ονομ. βοιωτικού ποταμού), που προήλθε πιθ., όπως και το [[μολύνω]], από [[μόλος]], [[οπότε]] η σημ. του ποταμού θα ήταν «ο [[ρυπαρός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μόλυνση]], [[μόλυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μολυρόν]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μολυσμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μολυντός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μολυντήρι]], [[μολυντικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[καταμολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναμολύνω]], [[διαμολύνω]], <i>εκμολύνω</i>, [[εμμολύνω]], <i>επιμολύνω</i>, [[παραμολύνω]], [[παρεπιμολύνω]], [[συμμολύνω]]. | |mltxt=(ΑΜ [[μολύνω]])<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]], [[σπιλώνω]], [[κηλιδώνω]], [[λερώνω]], [[βρομίζω]] («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαφθείρω]] κάποιον ηθικά ή πνευματικά, [[εξαχρειώνω]], [[εκφαυλίζω]] («ἡ [[συνείδησις]] αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (για ιερά αντικείμενα) [[βεβηλώνω]], [[μαγαρίζω]], [[μιαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταδίδω]] ή [[εναποθέτω]] παθογόνα μικρόβια σε ζωντανό οργανισμό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως [[συνέπεια]] ερωτικής [[επαφής]]) [[μιαίνω]]<br /><b>2.</b> (για την [[ψυχή]]) αμαρτάνω<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μεμολυσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αμαρτωλός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαφθείρω]], [[ντροπιάζω]], [[ατιμάζω]] («τὸν ἄνηβον ἐν ἄνθεσι παῑδα μολύνε», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πασπαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] σε κτήνη («Κίρκην... μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους» <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κηλιδώνω]] με [[χρωστική]] ύλη («ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν, καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για [[κακό]] ύφος λόγου) [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]] («ἡμᾱς μολύνων [[οὐδέν]] τι ἀναπαύεται ὁ Μένανδρος», Φρύνιχ.)<br /><b>5.</b> [[μωλύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μολύνω]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαλύνω</i>, που εμφανίζει την μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ml</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «ονομασίες χρωμάτων με σκούρους, θαμπούς τόνους -[[βρόμα]]- [[λερώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>mala</i>, <i>malavant</i>- «[[ρυπαρός]]», λιθουαν. <i>mulve</i> «[[βόρβορος]], [[λάσπη]]» και ελλ. [[μέλας]], [[μίλτος]], [[μώλωψ]]). Η λ. [[μολύνω]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ύνω</i>) και συνδέεται με το <i>Μολόεις</i> (ονομ. βοιωτικού ποταμού), που προήλθε πιθ., όπως και το [[μολύνω]], από [[μόλος]], [[οπότε]] η σημ. του ποταμού θα ήταν «ο [[ρυπαρός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μόλυνση]], [[μόλυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μολυρόν]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μολυσμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μολυντός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μολυντήρι]], [[μολυντικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[καταμολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναμολύνω]], [[διαμολύνω]], <i>εκμολύνω</i>, [[εμμολύνω]], <i>επιμολύνω</i>, [[παραμολύνω]], [[παρεπιμολύνω]], [[συμμολύνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μολύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, Παθ., παρακ. <i>μεμόλυσμαι</i>, [[λεκιάζω]], [[αμαυρώνω]], [[κηλιδώνω]], [[ρυπαίνω]], σε Αριστοφ.· [[μολύνω]] τινά, τον [[μεταβάλλω]] σε [[κτήνος]], στον ίδ.· επίσης, [[διαφθείρω]] [[γυναίκα]], [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] της, σε Θεόκρ. — Παθ., αμαυρώνομαι, [[γίνομαι]] [[ρυπαρός]], <i>ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι</i>, κυλιέμαι στην [[αμάθεια]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -
A ῠνῶ LXX Ca.5.3: aor. ἐμόλῡνα ib.Ge.37.31: pf. μεμόλυγκα Choerob.in Theod.2.68:—Pass., fut. μολυνθήσομαι LXX Za.14.2: aor. 1 ἐμολύνθην ib.Si.22.13: pf. μεμόλυσμαι ib. 1 Es.8.83, Epict. Ench.33, J.AJ3.6.1, μεμόλυμμαι LXX Is.65.4, Choerob.in Theod.2.186:—stain, sully, defile, τὴν ὑπήνην Ar.Eq.1286; ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Arist.HA571b18, cf. Theoc.20.10; simply, sprinkle, ἀλεύρῳ Sotad. Com.1.24; make a beast of, τινας (of Circe) Ar. Pl.310; defile, debauch, παῖδα Theoc.5.87: metaph., χεῖρας ἁρπαγῇ J.Vit.47:—Pass., become vile, disgrace oneself, Isoc.5.81; μετὰ γυναικῶν Apoc.14.4; ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι wallow in ignorance, Pl.R.535e; ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Muson.Fr.18b p.101 H.; ἡ συνείδησις αὐτῶν μολύνεται 1 Ep.Cor.8.7. 2 stain, dye, χιτωνίσκον αἵματι J.AJ2.3.4:— Pass., ἔρια μεμολυσμένα ἄνθεσι ib.3.6.1. II v. μωλύω.
German (Pape)
[Seite 200] besudeln, beflecken; τὴν ὑπήνην, Ar. Equ. 1283, μολύνουσα τοὺς ἑταίρους, Plut. 310, beide Male im obscönen Sinne, ἑαυτοὺς πηλῷ, von Schweinen, Arist. H. A. 6, 18; τούτων ἀποκνίσας τὰ κρανία ἐμόλυν' ἀλεύρῳ, Sotad. b. Ath. VII, 293 d, mit Mehl bestreuen; übertr. sagt Plat. ἡ ψυχή, ἣ ἂν εὐχερῶς ὥςπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται, die sich in Unwissenheit, wie ein Schwein im Kothe wälzt, Rep. VII, 535 e; vgl. Isocr. 5, 81. – Uebh. beschimpfen, entehren, herabwürdigen, Sp., die auch das perf. pass. μεμόλυσμαι bilden, Epict. ench. 33, 6, Schol. Ap. Rh. 4, 681; vgl. Schäf. daselbst p. 236. S. auch μωλύω.
Greek (Liddell-Scott)
μολύνω: [ῡ]: μέλλ. -ῠνῶ: πρκμ. παθ. μεμόλυσμαι, καὶ παρὰ μεταγ. μεμόλυμμαι Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 276· (ἴδε μέλας). «Λερώνω», καὶ μ. τὴν ὑπήνην Ἀριστοφ. Ἱππ. 1286 ἑαυτοὺς τῷ πηλῷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 3· - ἁπλῶς πάσσω, τὰ κρανία ἐμόλυν’ ἀλεύρῳ Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 24· - μολύνουσαν, μεταβάλλουσαν εἰς κτήνη, Ἀριστοφ. Πλ. 310· ὡσαύτως ἀτιμάζω, διαφθείρω γυναῖκα, Θεόκρ. 5. 87. - Παθ., γίνομαι μιαρός, ἀχρεῖος, ἀτιμάζω ἐμαυτόν, Ἰσοκρ. 98C· ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθείᾳ μολύνομαι, κυλίομαι ἐν τῇ ἀμαθείᾳ ὡς χοῖρος ἐν βορβόρῳ, Πλάτ. Πολ. 535Ε· ὁ μολυνόμενος ὑπὸ τοῦ ὄψου Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 47 κέρδει Συνέσ. 168D· πρβλ. μορύσσω. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος, «μισομαγειρεύω», «ψήνω» αὐτὸ μόνον κατὰ τὸ ἔξω μέρος, πάσχει... ὅπερ ἐν τοῖς ἑψομένοις τὰ μολυνόμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 7, 4 (ἄνευ διαφ. γραφῆς)· ἀλλ’ ἐν Μετεωρ. 4. 3, 18 ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει, σκληρότερα μὲν τὰ μεμωλυσμένα τῶν ἑφθῶν, ἴδε ἐν λέξει μόλυνσις ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. μολυνῶ, ao. ἐμόλυνα, pf. μεμόλυγκα ; pf. Pass. μεμόλυμμαι ou μεμόλυσμαι;
salir, souiller, tacher, acc. ; Pass. être sali, se salir : fig. τινί, par le contact ou la fréquentation de qqn ; particul. souiller, polluer, acc. .
Étymologie: DELG on peut restituer *μόλος, cf. skr. mála « saleté, ordure » ; pê apparenté à μέλας.
English (Strong)
probably from μέλας; to soil (figuratively): defile.
English (Thayer)
1st aorist active ἐμόλυνα; passive present μολύνομαι; 1st aorist ἐμολυνθην; from Aristophanes down; to pollute, stain, contaminate, defile; in the N. T. used only in symbolic and figurative discourse: οὐκ ἐμόλυναν τά ἱμάτια αὐτῶν, of those who have kept themselves pure from the defilement of sin, μετά γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν, who have not soiled themselves by fornication and adultery, ἡ συνείδησις μολύνεται, of a conscience reproached (defiled]]) by sin, inexplebili quodam laedendi proposito conscientiam polluebat, Ammianus Marcellinus 15,2; opposed to καθαρά συνείδησις, μολύνειν τήν ψυχήν, μιαίνω, 2). (Synonym: see μιαίνω, at the end.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μολύνω)
1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.)
2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ)
3. (για ιερά αντικείμενα) βεβηλώνω, μαγαρίζω, μιαίνω
νεοελλ.
μεταδίδω ή εναποθέτω παθογόνα μικρόβια σε ζωντανό οργανισμό
μσν.
1. (ως συνέπεια ερωτικής επαφής) μιαίνω
2. (για την ψυχή) αμαρτάνω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεμολυσμένος, -η, -ον
αμαρτωλός
μσν.-αρχ.
διαφθείρω, ντροπιάζω, ατιμάζω («τὸν ἄνηβον ἐν ἄνθεσι παῑδα μολύνε», Θεόκρ.)
αρχ.
1. πασπαλίζω
2. μεταβάλλω σε κτήνη («Κίρκην... μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους» Αριστοφ.)
3. κηλιδώνω με χρωστική ύλη («ἔσφαξαν ἔριφον αἰγῶν, καὶ ἐμόλυναν τὸν χιτῶνα τῷ αἵματι», ΠΔ)
4. (για κακό ύφος λόγου) ενοχλώ, δυσαρεστώ («ἡμᾱς μολύνων οὐδέν τι ἀναπαύεται ὁ Μένανδρος», Φρύνιχ.)
5. μωλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μολύνω πιθ. < μαλύνω, που εμφανίζει την μηδενισμένη βαθμίδα ml- της ΙΕ ρίζας mel- «ονομασίες χρωμάτων με σκούρους, θαμπούς τόνους -βρόμα- λερώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mala, malavant- «ρυπαρός», λιθουαν. mulve «βόρβορος, λάσπη» και ελλ. μέλας, μίλτος, μώλωψ). Η λ. μολύνω εμφανίζει επίθημα -ύνω (πρβλ. αισχ-ύνω) και συνδέεται με το Μολόεις (ονομ. βοιωτικού ποταμού), που προήλθε πιθ., όπως και το μολύνω, από μόλος, οπότε η σημ. του ποταμού θα ήταν «ο ρυπαρός».
ΠΑΡ. μόλυνση, μόλυσμα
αρχ.
μολυρόν
αρχ.-μσν.
μολυσμός
μσν.
μολυντός
νεοελλ.
μολυντήρι, μολυντικός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) καταμολύνω
αρχ.
αναμολύνω, διαμολύνω, εκμολύνω, εμμολύνω, επιμολύνω, παραμολύνω, παρεπιμολύνω, συμμολύνω.
Greek Monotonic
μολύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, Παθ., παρακ. μεμόλυσμαι, λεκιάζω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, ρυπαίνω, σε Αριστοφ.· μολύνω τινά, τον μεταβάλλω σε κτήνος, στον ίδ.· επίσης, διαφθείρω γυναίκα, προσβάλλω την τιμή της, σε Θεόκρ. — Παθ., αμαυρώνομαι, γίνομαι ρυπαρός, ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι, κυλιέμαι στην αμάθεια, σε Πλάτ.